Ο τρόπος που είδαν τον κόσμο ένας Ηράκλειτος, ένας Blake, ένας Rimbaud, δεν αλλάζει κατα το είδος της κλείδας. Αλλάζει μόνο κατα το χειρισμο της. Μια μειοψηφία εβρέθηκε πάντοτε, από τους αρχαίους καιρούς ίσαμε σήμερα να εμπιστευθεί τη φαντασία και μ'αυτήν να υπερακοντίσει τη μεγαλύτερη ανασχετική δύναμη του ανθρώπου: τη σκοπιμότητα. Δυστυχώς, στο χωρισμό μας από τραπέζης και κοίτης με την αφιλοκέρδεια εθισθήκαμε τόσο πολύ, που η έννοια του "παιχνιδιού" να μας φαίνεται σήμερα τερατώδης.. Και όμως, ενας λαός που αδυνατεί -το ολιγώτερο- να επιστρέψει νοερά το ραβδί που κρατεί στο δέντρο απ' όπου κατάγεται, είναι καταδικασμένος, με το ίδιο αυτό ραβδί, κουτσαίνοντας, να συνεχίσει την πορεία του μέσα στην ιστορία. Και η τέχνη τότε τι να του κάνει; Δεν αρκεί να 'χεις τσιμέντο και σίδερο για να πεις πως έχεις και σπίτι. Μ' ένα σωρό υλικά θ' απομείνεις, όπως ο περίφημος εικοστός μας αιώνας, που έφτασε στο διάστημα για να μας πει οτι δε βλέπει τίποτα. Οι παλαιοί έβλεπαν αγγέλους. Και ναι μεν δε λυπάμαι που πάψαμε να τους βλέπουμε, ασφαλώς όμως λυπάμαι που δε βρήκαμε τίποτε άλλο για να τους αντικαταστήσουμε. Απ' αυτά που έσωσε να συνάξει μες στους αιώνες η δύναμη της λαικής φαντασίας ούτε ένα κομματάκι δε γίνεται ν' αφαιρεσεις εάν προηγουμένως δεν έχεις βρεί με τι θα το αντικαταστήσεις. Φαίνεται παράλογο. Διαφορετικά όμως ολόκληρο το οικοδόμημα θα καταρρεύσει.
Πάρε τη λέξη μου λεει ο Ανδρεας Εμπειρίκος, δώσε μου το χέρι σου. Μεσα σ'αυτή τη διπλή κίνηση βρίσκεται διατυπωμένη, με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία, η αντίληψη που βγάζει από τον άνθρωπο τον ποιητή. Μια συναλλαγή, επιτέλους εκτός εμπορίου. Δίνεις και παίρνεις, χωρίς ούτε να πουλάς ούτε ν' αγοράζεις. Αν υπάρχει κάτι που να περνάει από χέρι σε χέρι αυτό είναι η ανθρωπιά.
Ο ειρμός του ποταμού διεκόπη. Όπως θα λέγαμε: ρήγμα να μην υπάρξει στη συνοχή μας, και η ανθρωπιά θα βρεί το δρόμο της. Μεσα απο τα φύλλα των αγρών πρός το γεφύρι που χτυπούσε ο ήλιος τα σπάρτα τα λευκά στήθη τα λουλούδια μέσα στα διάφανα πουκάμισα που ακουμπούσαν στα χαράματα τα κορίτσια σκύβαν γυμνά ή σχεδόν γυμνά να συνθλίψουν και να χαιδέψουν γενικά τα σώματά τους και τα σώματα των ανθών, συνεχίζει το ποίημα. Με άλλα λόγια: όταν νεύεις στη νεότητα, η χάρη της θα σ' επισκεφθεί. Όλα θα συγκλίνουν έτσι ώστε να εξαναγκασθεί το τυχαίο ν' αρθρώσει μιαν αλήθεια τόσο παλιά όσο και ή φύση ή το ανθρώπινο σώμα. Και θα οδηγηθούμε σε μιαν αίσθηση που δεν παλιώνει, δεν ξεπερνιέται, παρά επιτρέπει στον άνθρωπο, χωρίς άλλη προσπάθεια, να παραμείνει καινούριος.
Φυσικά τίποτε απ' όλα αυτά δεν ξεκίνησε να πει ο ποιητής γράφοντας το "Θρυλικόν Ανάκλιντρον"-για να είμαστε εξηγημένοι. Στην Υπερρεαλιστική ποίηση όμως συμβαίνει το "καρμπόν " της αντιγραφής να βγάζει πράγματα που δεν διανοήθηκε ο δημιουργός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αντιστοιχούν στη βαθύτερή του οντότητα. Η απώτερη έννοια -και αυτή εχει σημασία- συλλαμβάνεται καθ' οδόν, όπως το τοπίο του ποιήματος, που καθ' οδόν συνελήφθη(...) στα δάχτυλα του πεπρωμένου.
Εάν αυτό φαίνεται ακατανόητο, μπορούμε να το γυρίσουμε, για να δούμε και την άλλη του όψη. Ως ένα σημείο η ποίηση λύνει προβλήματα. Στο αμέσως υψηλότερο, θέτει καινούρια. Στο ύψιστο, τα αίρει ως εκει που παύουν να αποτελούν προβλήματα.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου