Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Μυθικές ηθογραφίες- Χοσέ Εμιλιο Πατσέκο

Μισούν τον Καίσαρα
κι απ' τη Ρωμαική Αυτοκρατορία
περιορίζονται να φάνε κανένα σταφυλάκι
στα ορυχεία του άλατος 
ή στις γαλέρες
Μιλάνε για τις θηριωδίες του στρατού
στη Γαλατία ή στην Ιλλυρία
Μπουκωμένοι
με αγριογούρουνο, πέρδικες και μοσχάρι
ρουφάνε μια γουλιά 
σικελικού κρασιού
να βρέξουνε τα χείλη
προφέροντας 
τις πιο ωραίες λέξεις
η ααανθρωωωπότης ο άαανθρωωπος
όλες
τόσο στρογγυλές, μεγάλες και ηχηρές
που σβήνουν την ταπεινότητα
άλλων δίχως ηχώ
-σα να
,            λέγαμε
.                       π.χ. "κόσμος"

Τελειώνει η τελετή
μπαίνουν οι σκλάβοι
μα πάρουν τα υπολείμματα του τραπεζιού
Και τότε οι πατρίκιοι τυλίγονται
μες στους Κυπριακούς μανδύες τους
με τη φωτιά της ευχαρίστησης στα μικρυσμένα μάτια
σαν εκέινη του μονομάχου που βυθίζει το κοντάρι
απαριθμούν ευτυχισμένοι τις εκτρώσεις
Της Κλαυδίας της Τοσκάνας
την ανικανότητα του Λίβιου
τη μετάσταση του καρκίνου στο Βιτέλιο
Επιβεβαιώνουν πως είναι κερατάς ο γερο Κλαύδιος
και καταδικάζουν βιαστικά το Φλάβιο
"ένας απελευθερωμένος σκλάβος
ένας αρριβίστας"
Ύστερα βγαίνοντας
ξυπνάνε με κλωτσιές
τον αμαξά που λιάζεται
και βαδίζουν με νεύρο 
στον Παλατίνο λόφο
να προσφέρουν δουλικά
το θλιβερό τους κώλο
στο μεγαλόψυχο Καίσαρα

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Χοσέ Εμίλιο Πασέκο

Γεννήθηκε στην πόλη του Μεξικού το 1939. Ποιητής, μεταφραστής δοκιμιογράφος.
Υπήρξε αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Λατινοαμερικάνικης Λογοτεχνίας στο Πίτσμπουργκ των ΗΠΑ.Μεταφράστηκε στα  Αγγλικά ,γαλλικά και ιταλικά. (Εθνικό βραβείο ποίησης 1969)


Τελευταία φράση

Η ιστορία είναι μεταδοτική
σκέφτεται τη Νινευί
αναλογίζεται τους Πέρσες,
μην ξεχνας
όσα ειδες στη Ρώμη.
Καμιά αυτοκρατορία δε μπορεί
να ζήσει χίλια χρόνια
ούτε θα υπάρξουν νικημένοι 
να την αντέξουν

Επιγραφές
1
Πέτρες που ανώφελα λειαίνει ο χρόνος.
Τοίχος υψωμένος ανάμεσα σε δυό αποστάσεις
που δεν κρύβει τίποτα γιατι τον κρύβουν
ο αφανισμός, τα χορτάρια, συχνά ο άνεμος.
Σφαλιστή πόρτα ενός τοίχου που ποτέ
δεν υπήρξε ή που είναι θαμμένη ανάμεσα στα ίδια του τα ερείπια.
Τοίχος της σκόνης:αιώνες που σηκώνονται
ενάντια στο βήμα κανενός
πίσω απ' το χρόνο.

2
Όλη η νύχτα πλημμύρισε στο νερό.
Το σύμπαν βρέχει.
Πανω στον τοίχο της μέρας.

3
Μια φορα, ξάφνου, τα μεσάνυχτα
ξύπνησε η  μουσική
Παιάνιζε όπως θά' πρεπε να παιανίζει πριν ο κόσμος
μάθαινε πως ήταν μουσική ο θρήνος
των χαμένων ωρών 
και του ανθρώπου
εκείνου που ξοδεύει τη στιγμή
στην κάθε στιγμή.

4
Σ' ένα διάστημα δευτερολέπτων
ο χρόνος
αφήνει να πέσει το φώς
πάνω στα πράγματα.
Πρόστυχη πεδιάδα αντικειμένων
που με βλέπουν
 βουβά
-αλλά με κάτι μέσα τους 
που είναι μια φωνή
αιώνια.

5
Η τίγρη μισοφαγωμένη
απ' το απομεσημερο
μετράει τα στίγματά της
τ'άγρια στίγματά της,
αέναη λεγεώνα της εικόνας της,
κισσός,
ξερόφυλλα,
κάτεργο
που την κάνει τίγρη

6
Άνοιξε τα μάτια, θάλασσα
Κάνε το βλέμμα σου
να στραφεί κατά τη νύχτα
βαθιά και μεγάλη
-σα μια άλλη θάλασσα από αφρούς
και πέτρες.

ανάγνωση των μεξικανικων ασμάτων

Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι,
οι άνδρες με την πολεμική εξάρτηση
πήγαν να κλείσουν τις εξόδους,
τις εισόδους, τα περασματα.
Προπορεύονταν τα σκυλιά τους

Τότες ακούστηκαν οι εκπυρσοκροτήσεις,
υψώθηκαν οι κραυγές.

Οι άνδρες ψάχναν για τις γυναίκες τους
.Κουβαλούσαν στην αγκαλιά τα μικρά παιδιά τους.
Τους σκότωσαν με δόλο.
Πέθαναν δίχως να το καταλάβουν.

Κι η οσμή του αίματος κηλίδωνε τον αέρα.

Κι οι πατεράδες κι οι μανάδες ύψωναν το θρήνο.
Τους έκλαψαν.
Έκλαψαν τους νεκρούς.
Οι Μεξικάνοι ήταν πολύ φοβισμένοι
Φοβος και ντροπή τους κυβερνούσαν.

Κι όλα αυτά συνέβηκαν σε μας.
Μ' αυτή την αξιθρήνητη και θλιμμένη τύχη
τυρρανιστήκαμε.

Σπασμένα βέλη ειναι πεσμένα μες στους δρόμους.
Τα σπίτια μένουν δίχως στέγες
Οι τοίχοι είναι κόκκινοι.
Σκουλήκια βράζουν στους δρόμους και στις πλατείες.
Βροντάμε τους τοίχους της κρεββατοκάμαρας
κι είναι η κληρονομιά μας
ένα διάτρητο δίχτυ.

Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Οδ.Ελύτης: Να γιατί γράφω

"Να γιατί γράφω. Γιατί η ποίηση αρχίζει από εκεί που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν’ ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ηλιος κι ο Αδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Ακτιστον, που είναι ο Θεός. Γι’ αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ’ αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός  που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και "φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου"" Οδυσσέας Ελύτης.