Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Εκκρεμή

Θ' αλλάξει άραγε ο κόσμος Κεμάλ;
Θα ξεχάσουν την ήττα  οι νικημένοι;
Κι η μεγαλοψυχία του ανθρώπου
θα περάσει ξανά την αυλόπορτα
της παλιάς γειτονιάς;
Θα τολμήσει να πεί
έστω μια καλημέρα;

Αθόρυβοι κύκλοι
Ανεπανόρθωτα παγωμένα χαμόγελα
κι οι ξεχασμένες μέρες
φυλάνε ακόμα βαρδια από μόνες τους
στην ίδια τους τη λησμονιά
Κι ας αιωρείται εκκρεμής
Πανω απ' του απείρου τη χαράδρα

Άνοιξε λίγο την πόρτα
Μια σπρωξιά στη φοβιτσιάρα
θλίψη, τόλμα
λίγο αέρα, λίγο αέρα
μια στάλα αντιπυρετικό
στην παιδική αφέλεια τόλμα
κι άστην να κάνει καμιά τρέλα
Που ξέρεις...
.             .             .γιώργος σαρρής.              .               .

ΑΝΑΚΑΛΗΜΑ -Νίκος Καρούζος


Στους δρόμους περπατώντας τηλεφώνου κουδούνισμα
τα’ άκουσα σαν τρίλια του έαρος
κι αναθυμήθηκα την επίδοση του πόνου στο θάνατο
τη βροντή να μοιράζεται στο δάσος μνημονεύοντας
το νευρικό γεωμέρτημα της αστραπής αιωρούμενο
θυμήθηκα το χθεσινό μου όνειρο (πιωμένος) και ξαφνικά!
ο Πάπας στην εντέλεια ξυρισμένος και υακίνθινος
με τόση γλωσσομάθεια στη δοξασμένη μύτη.
Καθάριζε το άχραντο και χύνονταν αηδόνια
πέφτοντας από τη φύση τα ονόματα
κι όπως ο ήλιος απ’ τον ένα βράχο
στον άλλο σέρπεται ως ιμάτιο
τις λέξεις έβλεπα να χώνονται στις χαράδρες τ’ ουρανού
με τ’ αστραπόφωτο της ερημιάς τυλιγμένες.
Βαθιά μεσάνυχτα την άλλη μέρα κι ολάνοιχτο
ευαγγέλιο το φεγγάρι
στα νώτα της χαράς ταξιδεύοντας προς το χάραμα
να παραδώσει τη σκυτάλη στον ήλιο
με τα μεγάλα εκείνα ζυγωματικά του Ιουλίου
με κείνη τη γαλάζια καρωτίδα που φουσκώνει.
Θεόληπτος ο διάβολος και δεν το ’χουμε νιώσει.

(από τη συλλογή ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ 1986)

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

Αυτούς τους έχω βαρεθεί : Wolf Biermann-Δημοσθένης Κούρτοβικ


Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
τους έχω βαρεθεί.

Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνει με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,
την έχω βαρεθεί.

Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
τους Ευρωπαίους, τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.

Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας νταντάδες,
κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
με ιδεώδεις υποτακτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.

Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.

Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.

Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.
Σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Σοφία Κολοτούρου, Ιριδισμοί

Το άλλο μας μισό-
δεν υπάρχει.
Υπάρχουν άνθρωποι.
Οι κύκλοι μας τέμνονται.
Ορίζουν υποσύνολα, κοινούς τόπους.
Αφήνοντας τόσα στοιχεία μοναχικά,
ακάλυπτα,
αταίριαστα.
Μίλησα
τη γλώσσα της Γεωμετρίας, να καταλάβεις.
Μετέτρεψα
τις λέξεις μου σε σχήματα.
Κύκλους συγκεκριμένους, ορισμένους,
ωραία τεμνόμενους-
τους τάραξες.
Σαπουνόφουσκες τώρα οι λέξεις μου
πετούν προς τον αέρα.
Πετούν, γελούν
και με περιγελούν,
με ωραία χρώματα ιριδίζοντας.

Μήνυμα του ετοιμοθάνατου ποιητή στη νεολαία -Μπ.Μπρέχτ


Εσείς οί νέοι άνθρωποι των εποχών πού έρχονται
 Καί της καινούργιας χαραυγής πάνω στίς πολιτείες
Πού δέ χτίστηκαν ακόμα, καί σεις
 Πού δέ γεννηθήκατε, άκούστε τώρα
 Τη φωνή τή δική μου, πού πέθανα
 Όχι δοξασμένα.

 ‘Αλλά
Σάν τόν αγρότη πού δέν όργωσε τό χωράφι του
Καί τόν χτίστη πού ξετσίπωτα τό ‘βαλε στά πόδια
Σάν είδε την τρύπια στέγη,

Έτσι κ’ εγώ,
Δέ βάδισα μέ τήν εποχή μου, ξόδεψα τίς μέρες μου,
Καί τώρα πρέπει νά σας παρακαλέσω
Νά πείτε εσείς αυτά πού δέν ειπώθηκαν,
 Νά κάνετε αυτά πού δέν έγιναν, καί μένα
 Γρήγορα νά μέ ξεχάσετε, σας παρακαλώ,
Γιά νά μήν παρασύρει καί σας
Τό δικό μου κακό παράδειγμα.

 Αχ, γιατί κάθησα στων στείρων τό τραπέζι
Τρώγοντας τό φαΐ
Πού αυτοί δέν ετοίμασαν;
 Αχ, γιατί ξόδεψα τά καλύτερα μου λόγια
Στη δική τους
Άσκοπη κουβέντα.  Έξω όμως
 Διάβαιναν οι άδίδαχτοι
 Διψασμένοι νά μάθουν.

Αχ, γιατί
Τά τραγούδια μου δέν υψώνονται στά μέρη εκείνα
 Πού θρέφουν τίς πολιτείες, εκεi
 Πού ναυπηγούνται τά καράβια;
Γιατί δέν υψώνονται
Απ’ τίς γρήγορες ατμομηχανές
Σάν τόν καπνό
Πού αφήνουν πίσω τους στόν ορίζοντα;

Γιατί ο δικός μου λόγος
Είναι σταχτη και μεθυσμένου παραλήρημα στο στόμα
 Εκείνων πού είναι χρήσιμοι καί δημιουργικοί.

 Ούτε μιά λέξη
 Δέν ξέρω νά πω σέ σας, γενιές των εποχών πού έρχονται,
 Μήτε μιά υπόδειξη δε θά μπορούσα νά σάς κάνω
Μέ δάχτυλο τρεμάμενο,
Γιατί πώς τό δρόμο νά δείξει
 Αυτός πού δέν τόν διάβηκε!

 Γι αυτό σε μένα που τη ζωή μου
Έτσι σπατάλησα άλλο δέ μένει
Παρά νά σας ζητήσω
Νά μή δώσετε προσοχή σε λέξεις
Πού βγαίνουν άπό τό δικό μας
 Σάπιο στόμα, μήτε καί συμβουλή
 Καμιά νά μή δεχτείτε
‘Απ’ αυτούς πού στάθηκαν τόσο ανίκανοι,
‘Αλλά μόνοι σας ν’ αποφασίσετε
Ποιό τό καλό γιά σάς καί τί σάς βοηθάει
 Τόν τόπο νά χτίσετε πού εμείς αφήσαμε
 Νά ρημάξει σάν τήν πανούκλα,
Καί γιά νά κάνετε τίς πολιτείες
 Κατοικήσιμες.

Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι - Επίκαιροι αμίλητοι

Την ώρα που αεροκοπανάνε οι άρχοντες
περί δημοκρατικής τάξης, ανάμεσά
μας οι αμίλητοι ζούνε.
Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,
οι ηγεμόνες δυναμώνουν,
ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,
των ανυπόταχτων τα μούτρα
τσαλακώνουν.
Ετούτων των αμίλητων το πετσί, περίεργα θα ’λεγες είναι
φτιαγμένο.
Τους φτύνουνε καταπρόσωπο κι αυτοί σκουπίζουνε σιωπηλά το πρόσωπο το φτυμένο.
Να αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους,
και που το παράπονό τους να πούνε;
Απ’ του μισθού τα ψίχουλα, πώς να αποχωριστούνε;
Μισή ώρα, κι αν, βαστάει το κόχλασμά τους,
μετά αρχινάνε το τρεμούλιασμά τους.
Ει! Ξυπνήστε κοιμισμένοι!
Από την κορυφή ως τα νύχια ξεσκεπάστε τους,
άλλο δε μας μένει.

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας -Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975)


Στο φως της πανηγυρικής
αυτής ημέρας


Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Φρουροί ασάλευτοι προσμένουν διαταγές
Και αν μερικοί συμπολιτεύονται με τους ολέθρους
Και άλλοι κοιτάζουν τ'άλογα στα δόντια
Μάχεται τους ολέθρους ο αιγίπαν
Κι ενώ κροτούν επίμονα τα τύμπανα
Γύφτοι χαλκεύουν το μέλλον των καιρών.

Και το μεγάλο πανηγύρι αρχίζει.

Συν γυναιξί και τέκνοις
Οι κάτοικοι των πόλεων ξεχύνονται στα ξέφωτα
Γιατί τα τύμπανα αντηχούν στα ηλιακά των πλέγματα
Και οι κραδασμοί μέσ' απ' τη γη ξεχύνονται
Σπάργωσιν φέρνοντας στα σώματα και τις ψυχές.
- 2-
Και το μεγάλο πανηγύρι συνεχίζεται.

Κούροι λιγνοί σηκώνουν τους αλτήρες
Άλλοι παλεύουν παίζοντας στα χώματα
Πίδακες αναπηδούν από τη γη
Επιταχύνειται η έκκρισις των σιελογόνων
Τα ντέφια των αθιγγανίδων πάλλονται
Όσον και οι μαστοί των όταν
Σαν αυροφίλητες μπρατσέρες βολτατζάρουν
Στα κύματα των χορευτικών στροβίλων
Δίνοντας σάρκα και οστά στους μύθους
Δίνοντας σάρκα και οστά στους ζωντανούς ρυθμούς
Με όρθιες τις ρώγες στους αρσενικούς ανέμους
Με όρθιους τους στημόνες των μυστικών ανθέων
Κάτω απ' το σέλας των πλατυγύρων φορεμάτων
Όταν τ' αγόρια ορθώνονται με την ψυχή στο στόμα
Και ο Σείριος καλεί την Ανδρομέδα
Κι οι γύφτοι χαλκεύουν το μέλλον των καιρών.


- 3 -

Τι κι αν δε φαίνονται του στερεώματος τ' αστέρια
Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Ακούονται οι φωνές των ουρανίων σωμάτων
Και πάλλεται ο αήρ και αντιβοούν της πανηγύρεως τα πλήθη
Και ενώ με λόγια αστράπτοντα ξεσπούν οι χρησμοί
Εκθλίβεται απ' τους κορμούς των δένδρων το ρετσίνι
Ευφραίνονται μες στο τριφύλλι οι μόσχοι
Και χρεμετίζουν τ' άλογα καθώς
Κούροι λιγνοί σηκώνουν τους αλτήρες
Και σείονται οι αθιγγανίδες

Και αγαλλιούν μπρος στους γυμνούς μαστούς τ' αγόρια
Ολίγος κόσμος έμεινες στις πόλεις
Μες στις αυλές στους δρόμους στις πλατείες
Οι απομένοντες καρατομούν τα βλοσυρά του παρελθόντος χρόνια
Διότι οι μοίρες γράψαν στα ντουβάρια


- 4 -
Τα ριζικά των νέων εποχών
Κι αίφνης παντού όπου τα δέντρα υψώνονται
Σε κήπους σε δενδροστοιχίες
Και ας είναι ο μήνας Μάριτος
Σαν προανάκρουσμα του επερχομένου θέρους
Εκστατικές ξεσπούν οι συνηχήσεις
Των δονουμένων τζιτζικιών.

Κι αίφνης κοντά στης πανηγύρεως τον χώρο
Μέσα από σπήλαιον βαθύ προβαίνει
Ως άνθρωπος Νεαντερντάλειος
Ως άνθρωπος απόλυτος οριστικώς erectus

Πολύ πριν ακουσθή η κλαγγή των λεγεώνων
Πρωτόκλητος και αρχέτυπος προβαίνει
Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Ως μέγας αναμάρτητος Αδάμ
Μ' ένα λαλίστατον ειρηνικό πουλί στον ώμο
Ως άρχων της γης μοιραίος προβαίνει
Αναζητών λαόν πιστόν και αγέλας καλιμμάστων νεανίδων
Βαρύγδουπος κισσοστεφής προβαίνει
Θανάτω θάνατον πατήσας
Ο νέος αιών.

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Οδ.Ελύτης: Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο-Απόσπασμα

Ο τρόπος που είδαν τον κόσμο ένας Ηράκλειτος, ένας Blake, ένας Rimbaud, δεν αλλάζει κατα το είδος της κλείδας. Αλλάζει μόνο κατα το χειρισμο της. Μια μειοψηφία εβρέθηκε πάντοτε, από τους αρχαίους καιρούς ίσαμε σήμερα να εμπιστευθεί τη φαντασία και μ'αυτήν να υπερακοντίσει τη μεγαλύτερη ανασχετική δύναμη του ανθρώπου: τη σκοπιμότητα. Δυστυχώς, στο χωρισμό μας από τραπέζης και κοίτης με την αφιλοκέρδεια εθισθήκαμε τόσο πολύ, που η έννοια του "παιχνιδιού" να μας φαίνεται σήμερα τερατώδης.. Και όμως, ενας λαός που αδυνατεί -το ολιγώτερο- να επιστρέψει νοερά το ραβδί που κρατεί στο δέντρο απ' όπου κατάγεται, είναι καταδικασμένος, με το ίδιο αυτό ραβδί, κουτσαίνοντας, να συνεχίσει την πορεία του μέσα στην ιστορία. Και η τέχνη τότε τι να του κάνει; Δεν αρκεί να 'χεις τσιμέντο και σίδερο για να πεις πως έχεις και σπίτι. Μ' ένα σωρό υλικά θ' απομείνεις, όπως ο περίφημος εικοστός μας αιώνας, που έφτασε στο διάστημα για να μας πει οτι δε βλέπει τίποτα. Οι παλαιοί έβλεπαν αγγέλους. Και ναι μεν δε λυπάμαι που πάψαμε να τους βλέπουμε, ασφαλώς όμως λυπάμαι που δε βρήκαμε τίποτε άλλο για να τους αντικαταστήσουμε. Απ' αυτά που έσωσε να συνάξει μες στους αιώνες η δύναμη της λαικής φαντασίας ούτε ένα κομματάκι δε γίνεται ν' αφαιρεσεις εάν προηγουμένως δεν έχεις βρεί με τι θα το αντικαταστήσεις. Φαίνεται παράλογο. Διαφορετικά όμως ολόκληρο το οικοδόμημα θα καταρρεύσει.

Πάρε τη λέξη μου λεει ο Ανδρεας Εμπειρίκος, δώσε μου το χέρι σου. Μεσα σ'αυτή τη διπλή κίνηση βρίσκεται διατυπωμένη, με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία, η αντίληψη που βγάζει από τον άνθρωπο τον ποιητή. Μια συναλλαγή, επιτέλους εκτός εμπορίου. Δίνεις και παίρνεις, χωρίς ούτε να πουλάς ούτε ν' αγοράζεις. Αν υπάρχει κάτι που να περνάει από χέρι σε χέρι αυτό είναι η ανθρωπιά.

Ο ειρμός του ποταμού διεκόπη. Όπως θα λέγαμε: ρήγμα να μην υπάρξει στη συνοχή μας, και η ανθρωπιά θα βρεί το δρόμο της. Μεσα απο τα φύλλα των αγρών πρός το γεφύρι που χτυπούσε ο ήλιος τα σπάρτα τα λευκά στήθη τα λουλούδια μέσα στα διάφανα πουκάμισα που ακουμπούσαν στα χαράματα τα κορίτσια σκύβαν γυμνά ή σχεδόν γυμνά να συνθλίψουν και να χαιδέψουν γενικά τα σώματά τους και τα σώματα των ανθών, συνεχίζει το ποίημα. Με άλλα λόγια: όταν νεύεις στη νεότητα, η χάρη της θα σ' επισκεφθεί. Όλα θα συγκλίνουν έτσι ώστε να εξαναγκασθεί το τυχαίο ν' αρθρώσει μιαν αλήθεια τόσο παλιά όσο και ή φύση ή το ανθρώπινο σώμα. Και θα οδηγηθούμε σε μιαν αίσθηση που δεν παλιώνει, δεν ξεπερνιέται, παρά επιτρέπει στον άνθρωπο, χωρίς άλλη προσπάθεια, να παραμείνει καινούριος.
Φυσικά τίποτε απ' όλα αυτά δεν ξεκίνησε να πει ο ποιητής γράφοντας το "Θρυλικόν Ανάκλιντρον"-για να είμαστε εξηγημένοι. Στην Υπερρεαλιστική ποίηση όμως συμβαίνει το "καρμπόν " της αντιγραφής να βγάζει πράγματα που δεν διανοήθηκε ο δημιουργός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αντιστοιχούν στη βαθύτερή του οντότητα. Η απώτερη έννοια -και αυτή εχει σημασία- συλλαμβάνεται καθ' οδόν, όπως το τοπίο του ποιήματος, που καθ' οδόν συνελήφθη(...)  στα δάχτυλα του πεπρωμένου.

Εάν αυτό φαίνεται ακατανόητο, μπορούμε να το γυρίσουμε, για να δούμε και την άλλη του όψη. Ως ένα σημείο η ποίηση λύνει προβλήματα. Στο αμέσως υψηλότερο, θέτει καινούρια. Στο ύψιστο, τα αίρει ως εκει που παύουν να αποτελούν προβλήματα.....

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Λές -Μπέρτολτ Μπρέχτ









Λες: Πολύ καιρό αγωνίστηκες. Δεν μπορείς άλλο πια ν’ αγωνιστείς.
Άκου λοιπόν: Είτε φταις είτε όχι: Σαν δε μπορείς άλλο να παλέψεις, θα πεθάνεις.


Λες: Πολύ καιρό έλπιζες. Δεν μπορείς άλλο πια να ελπίσεις. Έλπιζες τi; Πως ο αγώνας θαν’ εύκολος;


Δεν είν’ έτσι. Η θέση μας είναι χειρότερη απ’ όσο νόμιζες.


Είναι τέτοια που: Αν δεν καταφέρουμε το αδύνατο Δεν έχουμε ελπίδα.


Αν δεν κάνουμε αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας ζητήσει Θα χαθούμε.


Οι εχθροί μας περιμένουν να κουραστούμε.


Όταν ο αγώνας είναι στην πιο σκληρή καμπή του.
Οι αγωνιστές έχουν την πιο μεγάλη κούραση.
Οι κουρασμένοι, χάνουν τη μάχη.


Μπ.Μπρεχτ

*στη φωτογραφία ο Μπρέχτ στην Επιτροπή Αντιαμερικάνικων Δραστηριοτήτων στις ΗΠΑ το 1947

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Aν...

Αν μιλούσες,
αν άρθρωνες λόγο
θα ήμουν
Αν ηχούσες
στην άγρια σου δόνηση
απ' τη ρίζα μου
θα έτρεμα
Αν σεισμουργούσες
θα ξαστέρωναν τ'αρχαία μου χείλη
και για πρώτη φορά
θα φιλούσα κι εγώ
την κλωστούλα του χρόνου
κι ας κοβόταν
ακόρεστο
 το άστρο μου
.           .            .γιώργος σαρρής.            .               .

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Μου τό'πε!



Βαθύ σκοτάδι ολόμαυρο
αζύγιστο άστρο, άλυωτο
τυφλό φεγγάρι σ' άγνωστη τροχιά
να ορίσει κύκλο ακύκλωτο
παλεύει
Φιλάει βοριάς το στόμα μου
το κέντρο μου θυμός
κι ο φόβος άχνα


Φυσάν μεσα μου χίμαιρες
χρυσάφι σκοτεινό
τραντάζει η ζάλη τ' άρμενα
της λογικής λατίνια
ή σακολέβες.
Χύνεται αυγή στ' αλάφιασμα της γύμνιας
μα όποιος ξεχνιέται με έρωτα
ψέμματα λέει
ας βγάλει το σκασμό


Φεύγουνε πλοία δαιμονικά
στα δυό κομμενα
Αλλού τραβάει το σκαρί
κι αλλού η ρότα


Μιλάει το θαύμα
πείσμα δροσερό
Άπνοια ψαριού, σπασμένη φλέβα, μαύρο αίμα


Φεγγάρι ασήμι λίμνασε
στο βλέμμα του ουρλιαχτού
Καιρός για γκρεμοτσάκισμα!


Βράδυ αξεδίψαστο
βροχή σπάζει τα τζάμια
κι οι εκβολές σβήσανε φώτα για καλά..

Σε λίγο θ'αρμενίζουμε στο Δέλτα των τεράτων

Στο μάτι του μονόφθαλμου κυκλώνα
τα πόδια ανοίγει και οργάζει η καταιγίδα
Σπορά τυφώνα ή θύελλας;


Φεγγάρι ασήμι άλυωτο αζύγιστο άστρο,
Θα το γλέντήσουνε οι άμοιροι, βραδυάζει,
στων σκιάχτρων τους χρησμούς
θα βγάλουν γλώσσα


Μαζί μας θα πλαγιάσει απόψε η Θέαινα
Μου τό'πε! 
.            .             .γιώργος σαρρής.             .               . 

 Ιn the Delta of the monsters
 
Deep dark pitch-black
unweighed star, unmelted
blind moon on unknown orbit
to set untwined circle
it struggles
Northern wind kisses my mouth
my centre wrath
and the fear silent


There blow chimeras inside me
dark gold
daze jars the sails
logic’s latin sails 

or sakolevas.
There flows dawn in the fuss of nakedness
but whoever forgets himself with love
he lies
he ‘d better shut up


There go demonic ships
cut in two pieces
To one side goes the hull
and elsewhere goes the course

There speaks the miracle
cool obstinacy
fish apnoea, broken vein, black blood


Silver moon puddled
in howl’s gaze
Time for dropping off!


Unquenched evening
rain breaks the window glasses
and the estuary turned off the lights for good..

In a while we will be sailing in the Delta of the monsters


In the eye of the one-eyed cyclone
the storm opens the legs and is in orgasm
Seed of typhoon or tempest?


Silver moon unmelted unweighed star,
Those hapless will enjoy themselves, it is getting dark,
the scarecrows’ oracles
they will sneer at


The Goddess will lay back with us tonight
She told me!
. . .giorgos sarris. . .

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Ο Δούρειος Ίππος - Τζένη Μαστοράκη




I
Ο Δούρειος ίππος τότε είπε
όχι, δε θα δεχτώ δημοσιογράφους,
κι είπαν γιατί, κι είπε
πως δεν ήξερε τίποτα για το φονικό.
Κι ύστερα, εκείνος
έτρωγε ελαφρά τα βράδια
και μικρός
είχε δουλέψει ένα φεγγάρι
αλογάκι σε λούνα πάρκ.
II
Μαθαίνουμε να διαβάζουμε συλλαβιστά
τις μεγάλες κραυγές.
Αγγίζουμε
αποκαθιστώντας τις αισθήσεις
στο ακέραιο.
Τώρα πια ξέρουμε πως τα μήλα στα καφάσια
έχουνε τη δική τους λάμψη
και τα φτηνά παπούτσια
στα υπόγεια της Αιόλου
συνθέτουν βουβά το εμβατήριο
όλων των λαών της γης.
III
Δραπετεύω μεσ’ από τις λέξεις
που δεν είπα.
Εγκαταλείπομαι
στις ώρες που πιο πολύ αγάπησα
Αυτή η σιγή δεν έχει τέλος.
Τρομάζω να περιμένω
αυτό που δε θα’ ρθει.
Τρομάζω στη σκέψη
αυτών που δεν έγραψα.
Αυτή η σιγή
απόλυτα δική μου
με κατακερματίζει.
IV
Η μέρα που ‘φυγε
σ’ αφήνει ένα κέρμα τηλεφώνου
δίχως να ξέρεις ποιον να πάρεις
και να του πεις
πως έξω η δύση μοιράζει προκηρύξεις
στους ανεμοδείχτες.
Σ’ αφήνει ένα μικρό χαρτί
σε μια κλειστή παλάμη
μ’ ένα μολωπισμένο μήνυμα.
Μένεις λοιπόν με το κέρμα στη χούφτα
και το κοιτάς, που έχει από τη μια
ένα τραχύ προφίλ της Δικαιοσύνης
και το κηρύκειο του Ερμή στην άλλη
σύμβολα που δεν το μπορείς
όσο κι αν θες
να τα εξηγήσεις
V
Έγιναν κρίματα και βάρυναν πολύ, κι ό,τι πονά,
για πάντα εδώ, για πάντα μένει, κακό φιλί, για
πάντα το κακό σημάδι του, παραφροσύνη δίχως
γυρισμό, φοβέρα σκιάζει,
μια ιερή σαρκοφαγία πού εξαντλεί.
VI
Και να σαλπάρουν με βουή, σαν αδειανά, μπάρκα
που ξέμειναν σε κρεμαστούς λιμένες ενδοχώρας,
ταξίδι που τους έγραφε, τ άστρα καλά,
τα ίσαλα στο αίμα, η λύσσα αρμένισμα,
κι ανάστροφα στο ρεύμα ο ναυαγός, μακριά
γαβγίζει τα καράβια, τ άστρα,
τα κοιμητήρια που ωραία βουλιάζοντας -
ωραία κοιμητήρια της θαλάσσης, όπου το πιο μικρό
έχε γεια βουλιάζει αντίο για πάντα.
VII
Ας πάψει πια εκείνο το τραγούδι, κι άλλο μην
πεις, και μη ρωτάς, που κλείδωσαν, απ’ τα ψηλά
της παραθύρια γκρέμιζε τα λόγια αλλιώς
VIII
Ο τόπος έχει αλλάξει και δεν είναι πια, δεν ει-
ναι πια πρωί, βορράς να φεύγουν, όσο μονάχα
εμποδισμένοι και νυχτερινοί.
-δεν είναι πια πρωί, βορράς να φεύγουν-
Δάσος κλειδώνεται, παγίδα σκοτεινή, τι σκοτεινό
ανατρίχιασμα, στους λάκκους, σημάδια που άλλο-
τε, μικρός περιηγητής,
-Τι σκοτεινό ανατρίχιασμα στους λάκκους-
δαμάσκο ξέφτι, αργυρή κλωστή, παρέκει θρόισμα
τελειώνει τα’ ακριβά του ρούχα.
Και σαν τροχιά λαμπρού φονιά, τυφλώνοντας, πί-
σω απ΄ τα δέντρα ολοένα βασιλεύει, ο ίσκιος που
ζυγίστηκε ψηλά, φεγγάρι σκίζοντας τρελά-
τρελό φεγγάρι.
IX
Πρέπει να ‘ναι δύσκολη
η δουλειά του ποιητή.
Προσωπικά, δεν το ξέρω.
Εγώ σ’ όλη μου τη ζωή
έγραφα μόνο
κάτι μακριά, απελπισμένα γράμματα
για τις άνυδρες συνοικίες,
τα ’κλεινα σε μπουκάλια
και τα πετούσα στους υπονόμους.

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

Κάποιος κάποια μέρα...



Kάποιος κάποια μέρα
θα δείξει το δρόμο
Το μέλλον θα ανάψει ένα φως
και θα ασημώσει τη θάλασσα
Ξέρεις, οι πόλεις ειν΄ακόμα γεμάτες ανάσες,
τα βράδια φορτωμένα χαμόγελα
κι οι ονειροπόλοι ιχνηλατούν αδοκίμαστες διαδρομές
κι ετοιμάζουν την έξοδο
Κι εγώ μέσα από μάσκες
διακρίνω σιγά-σιγά
το βαθύ και το άσπιλο


Κι αν μιλάω με σιωπές η με χρώματα
δεν είναι που δεν έχω κάτι να πώ
αλλά που ακόμα δεν υπάρχουν λόγια.
Αφού το αληθινό και το απέραντο
δε χωράνε σε ρούχα στενά


Πρεπει μια στάλα να μεγαλώσω
Δεν είμαι αυτό που μου λένε
Ειμαι από βροχή και κεραυνό
που σαρώνει το χάος
Ειμαι από πετρα και άνεμο
που αφουγκράζεται αστροπέλαγα να επιστρέφουν,


που με ένα τίποτα μπορεί ξανά να γεννηθεί
και να ξαφνιάσει το αναμφίβολο! 


.            .            .              .γιώργος σαρρής.            .               .               .

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

Κική Δημουλά, Φωτογραφία 1948

*


Κρατώ λουλούδι μάλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε κήπος κάποτε.

Στο άλλο χέρι
κρατώ πέτρα.
Με χάρη και έπαρση.Υπόνοια καμιά
ότι προειδοποιούμαι για αλλοιώσεις,
προγεύομαι άμυνες.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε.

Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου,
το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,
έτοιμο.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.

Το βλέμμα βυθισμένο
στο προπατορικό αμάρτημα:
τον απαγορευμένο καρπό
της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.

Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
σύντροφός μου ή καταδότης.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασ' επάρκεια κάποτε.

Συ δε φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για να 'χω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
θα πει πως όπου να 'ναι έρχεσαι.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
ζωή πέρασε κάποτε.

Από τη συλλογή Το λίγο του κόσμου (1971)


*Η φωτο του Mikko Laggerstedt

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

Ο δρόμος για το ανέφικτο

(Escape Painting - Escape Fine Art Print - Gina De Gorna)
Άνοιξα την πόρτα και βρέθηκα στη σιωπή
οχυρωμένη στο φως
ελαφρύτερη απ' το τίποτα
η ακαθόριστη πτήση των σινιάλων
γιατί όταν ερχόταν ο λόγος
ήμουν αλλού
η μνήμη σ' άλλες απόκρημνες διαστάσεις.
Δέντρο γερμένο στο κενό
γερασμένη ανάμνηση στον άνεμο
οι άνθρωποι
μα πιο πολύ
ο απελπισμένος έρωτας του ανέφικτου
ιερογλυφικά
κυοφορούμενου πεπρωμένου
ο ανθός μιας πληγής στο σύμπαν
μες στα βιβλία ο ουρανός ολοένα χαμηλώνει
κατά πού πέφτει η αγάπη ...
Ώρες ολόκληρες τις προφητείες μιας άνοιξης
πέρασα ξοδεύοντας
να βρω τις μυστικές λέξεις
το δρόμο για το πέραν.

Τώρα έχω να διασχίσω
μια παλίρροια φωτός
και νεύματα αποχαιρετισμού.

Βασίλης Φαϊτάς
από τη συλλογή Συνάντηση με το σύμπαν, 2011

από το "ένα λιβάδι στην ομίχλη που ονειρεύεται"

Γεγονότα - Κική Δημουλά

Μόνη, ἐντελῶς μόνη,
περπατῶ στὸ δρόμο
καὶ πέφτω πάνω σὲ μεγάλα γεγονότα:
Ὁ ἥλιος σὰν ἐπειγόντως νὰ ἐκλήθη ἀπὸ τὴ Δύση
ἀφήνοντας ἡμιτελὲς τὸ δειλινό...
Σὲ λίγο ἡ νύχτα,
κρατώντας τοὺς ἀμφορεῖς τοῦ μυστηρίου,
τῶν ἰδιοτήτων της ἐπαίρετο,
ὅταν τὸ ρεμβῶδες μάτι της, τὸ φεγγάρι,
ἕνα ἀπρόδεκτο, λαθραῖο σύννεφο, πάτησε
καὶ τὴν τύφλωσε.
Τοῦ ἀτυχήματος τούτου
ἐπωφελήθηκε
κάποιος παράξενος κατάσκοπος
-τὸ μεσονύχτιο ὑποπτεύονται-
τὸ σύμπαν πυροβόλησε
καὶ τὸ ἄφησε ἀκίνητο...
Μετὰ ἀπὸ τέτοια γεγονότα,
τὸ γεγονὸς πὼς εἶμαι πάλι μόνη
παρελείφθη.

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Εξορία

Ήταν μια οπτασία, ένα όνειρο
φορώντας πέπλα αχνά κατέβαινε
τη σιδερένια σκάλα
κι εγώ την ακολούθησα ο τρελός
μέσα στο λίγο φως και τις σκιές

Βρεθήκαμε σε υπόγειο υγρό
κι αγκαλιαστήκαμε
Πέρασαν νύχτες, μέρες, χρόνια
πέρασαν γυάλινοι καιροί
περιχυμένοι μέταλο,
δεμένοι με τσιμέντο
και  υλικά ημιαγωγών
με μουσικές ανώφελες
 ανέφελες και γλυκερές
σ' ωραίες αυταπάτες ανεβήκαμε

΄Ηπιαμε θάλασσες φτιαγμένο αλκοόλ
και τη ζωή την είδαμε
σε  αισθήσεων εργαστήρια
και ιδανικές συνθήκες
σε υγρών κρυστάλλων
ξεχαστήκαμε οθόνες
και σε ξυλόσπιτα
αγκαλιάσαμε φωτιές
ανυποψίαστοι
και ηλίθια αφελείς!

Τωρα εκείνη εχει χαθεί
κι όπου κοιτάξω ερείπια
γελάνε ειρωνικά 
που ακόμα πιο χαμένο
είναι ετούτο το σκαρί το ματαιόδοξο
που ψέμματα και σκοτεινιές
γουστάρει να ερωτεύεται

Και έτσι εδώ παρέα με τρωκτικά
διαπραγματεύομαι μια διέξοδο
Εκτίω φρικτή μα ίσως δίκαιη εξορία
φυλακισμένος
σ' ένα υπόγειο υγρό
.          .          .            .γιώργος σαρρής.          .             .              .



Και με τη βοήθεια ανώνυμου μεταφραστή

Exile

She was an illusion, a dream
wearing glimmering veils she went down
the iron stairs
and I the madman followed her
into the precious light and the shadows

We met in a wet basement
and we embraced
There slipped away nights, days, years
there slipped away glass times
spilled over with metal,
bound with cement
and semiconductor materials
with useless music
cloudless and schmaltzy
onto beautiful delusions we climbed up

We drank seas of high alcohol
and we saw life
in labs of senses
and in ideal conditions
in liquid crystal
screens we forgot ourselves
and in wooden lodges
we embraced fires
unwary
and stupidly naïve!

Now she is gone
and wherever I look at

remains
laugh ironically
that it is even more wasted
this vain hull
who lies and darknesses
he grooves to fall in love with

And here thereby in company with ridents
I negotiate a way-out
I am on a horrendous but just exile sentence
prisoner
in a wet basement