Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Και το Ποτέ γίνεται: Σήμερα ακόμα!-«Εγκώμιο στη διαλεκτική» (1931) - Μπέρτολτ Μπρέχτ



«Εγκώμιο στη διαλεκτική» (1931) - Μπέρτολτ Μπρέχτ


 

«Το άδικο προχωράει σήμερα με βήμα όλο σιγουριά.

Οι καταπιεστές προετοιμάζονται για δεκάδες χιλιάδες χρόνια.

Η βία εξασφαλίζει: Οπως ακριβώς είναι, έτσι θα μείνει.

Καμιά φωνή δεν αντηχεί έξω από τη φωνή των κυριάρχων

Και στις αγορές λέει η εκμετάλλευση αδιάντροπα: Τώρα

εγώ πρώτη ξεκινάω.

Μα κι απ' τους καταπιεσμένους λένε πολλοί τώρα:

Αυτό που θέλουμε, ποτέ δεν πρόκειται να γίνει.

***
Οποιος ακόμα ζει, δε λέει: Ποτέ!

Το σίγουρο δεν είναι σίγουρο.

Οπως ακριβώς είναι, έτσι δε μένει.

Οταν πουν ό,τι είχανε οι κυρίαρχοι να πούνε

Θα μιλήσουνε οι κυριαρχούμενοι.

Ποιος τολμάει να πει: Ποτέ;

Ποιος φταίει, σαν η καταπίεση παραμένει; Εμείς.

Ποιος θα φταίει σαν η καταπίεση συντριβεί; Εμείς πάλι.

Οποιος γονατισμένος είναι, όρθιος να σηκωθεί!

Οποιος χαμένος είναι, να παλέψει!

Οποιος την κατάστασή του έχει αναγνωρίσει, πώς να εμποδιστεί;

Γιατί οι νικημένοι του σήμερα είναι οι νικητές του αύριο


Και το Ποτέ γίνεται: Σήμερα ακόμα!».

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

"Ανεπίδοτα γράμματα" -Άρης Αλεξάνδρου


(Από τα "Ανεπίδοτα γράμματα")

3
Είμαι ξυπόλυτο σπερνό με ένα κομμένο σπάγγο.
Όταν ξαπλώνω για τη νύχτα
νιώθω να στρογγυλεύουν οι πέτρες στο βυθό
όπως ακούς το καλοκαίρι
τρεις γυναίκες που περνάνε
κρύβοντας το γέλιο στην παλάμη.
Ένα ξυπόλυτο σπερνό με την άγκυρα στα φύκια.

5

Ο  Πέτρος που κοιμόταν στο τσιμέντο
δίχως φόδρα στο σακάκι
Κάθε πρωί μού έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά
γιατί τον είχαν για προδότη

Βάλαμε τις στάμνες
εκεί που έστρωνε την τρύπια κουρελού
μιλάμε για τη δήλωση
τις ώρες που έμενε σκυφτός
διαβάζοντας μια περσινή εφημερίδα

Τότε θάπρεπε νάταν που μας έπιασε βροχή
Ανάβοντας τσιγάρο είδα το πρόσωπό σου
στο τζάμι της βιτρίνας
Κάτι ψιχάλες πέσαν στα μαλλιά σου και το σβήσανε

Δίπλα στις στάμνες που κρυώνουν το νερό
λέω πως αν ήταν να διαλέξω
θα γύριζα κοντά σου.
Αν ήτανε να βρω το σπίτι μου
θα σ ‘ έπαιρνα μαζί μου

9
Μας παίρνουν τον Κωστή για το στρατοδικείο.
Τα δάχτυλά του
μπερδεύονται και δένονται στους κόμπους.
Δε λέει ακόμα να αποχωριστεί τις δυο κουβέρτες
δεν το αποφάσισε ακόμα
να μας αφήσει τα άχερα.

«Συνηθισμένα πράματα. Μια μεταγωγή.
Όχι, μια δεύτερη ξαδέρφη μου.
Πέστε της πως θυμάμαι. Πάντα θα θυμάμαι».

Ένιωσα τη βέρα στο μεσιανό του δάχτυλο.
Πρώτη φορά μού παίρνανε
τόσο χρυσάφι μέσα από τα χέρια.
12
Κοίτα να πας στην εξαδέρφη  του Κωστή
μόνο πρόσεξε μην κλάψεις
όπως βουρκώνουνε τα μάτια των ποιητών
που έχουν έτοιμο το δάκρυ
σαν τους σωφέρ το κλάξον
μες την πολυκοσμία

Να κάτσεις να τα πείτε
όπως μιλάνε οι ζωντανοί
να θυμηθείτε τα μάτια που σκοπεύουν
μια ντροπή πιο κάτω απ’ τον ώμο
τα μάτια που κοιτάνε
μια τελευταία φορά πιο πάνω απ’ τις στέγες
μα πριν απ’ όλα μην ξεχάσεις
πως απ’ τις δέκα που τον ρίξαν
οι εφτά
ήταν άλλοτε δικοί μας
απ’ τους εφτά οι τρεις
εσείς οι δυο που δεν πιστέψατα ακόμα
πως ένα μπλε σακάκι
ξεμαθαίνει ν’ αγκαλιάζει
μόλις μείνει κρεμασμενο
στο ντουλάπι δυο λεφτά
κι εγώ
που τάχα θα προτάξω
τα χαρτινα στήθη των στίχων
να σώσω τον Κωστή
απ’ την ανωνυμία

13
Σύντροφε, κοιμάσαι;
Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί
σαν τη σιωπή μου
στις κόρες των ματιών της;

17
Μέρες χωρίς σημάδι
μέρες που ξεγλιστράνε μέσα απ’ τα χέρια
σαν την ομίχλη ανάμεσα σε νύχτα και ξημέρωμα
μέρες και μέρες γειτονιά μου μια θάλασσα κλειστή.
Πασχίζω να δεχτώ τα πρωινά
σα να μοιράζουν δίκια το ψωμί και το κουράγιο
σα να μπορούμε ακόμα
να βράσουμε ξανά την κακαβιά στο ακροθαλάσσι
Πρίμα μεσάνυχτα ως γυρνάν τα πυροφάνια και η μπουνάτσα

18

Το νερό που πίνουμε
είναι γεμάτο σκόνη και σκουριά του ντενεκέ.
Έχω το μαντίλι σου μα δε σουρώνω πια τα λόγια
όπως κι ο φίλος Αυγουστής
δε δίνει διάρα
μην του χαλάσει η τσάκιση
καθώς πασχίζει να λυγίσει το ξύλινο ποδάρι.
Έτσι κι αλλιώς αυτό το αίμα
δεν το πληρώνουν χρόνια λευτεριάς
μήτε κι οι άνοιξες που αν κάποτε ξανάρθουν
θα μου σφαντάξουν σαν χρυσές
οδοντοστοιχίες.
Μόνο να φτάσουν γρήγορα οι λέξεις
κι ας φτάσουν οι στιγμές
σαν άμμος μες τα μάτια σου
κι ας φτάσουνε οι παύλες
σα νευριασμένο τικ στο βλέφαρό σου.
Φωτογραφία ελήφθη. Προτιμώ πρωτόπτυπον.
Έτσι κι αλλιώς τα γράμματά μας
σκοντάφτουν πάντα
στις απεργίες των τριών τα
και στη λογοκρισία

Μουδρος 1948

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Pablo Neruda - Ο λαός



Το μπλογκ Lenin Reloaded αφιέρωσε χθες αυτό το καταπληκτικό ποίημα του Π.Νερούντα στη μνήμη του άνεργου ναυτεργάτη Ξ.Λούγαρη που πέθανε χθές στο πεζοδρόμιο της Λ.Αμαλίας την ώρα της πορείας.


Pablo Neruda

Ο λαός

(Μετάφραση, αρχική δημοσίευση: Radical Desire)

Τον θυμάμαι καλά αυτόν τον άνθρωπο, κι έχουν περάσει τουλάχιστο δυο αιώνες
από τότε που τον είδα τελευταία φορά·
δεν ταξίδευε ούτε με άλογο ούτε με άμαξα
πάντα με τα πόδια
αναιρούσε
τις αποστάσεις,
δεν κουβαλούσε ούτε σπαθί ούτε όπλο
αλλά δίχτυα στους ώμους,
τσεκούρι ή σφυρί ή τσάπα·
δεν πολέμησε ποτέ με άλλον της δικής του φάρας --
ο αγώνας του ήταν με το νερό ή με τη γη,
με το σιτάρι, για να γίνει ψωμί,
με το ψηλό δέντρο, για να προσφέρει ξύλο,
με τους τοίχους, για να ανοίξουν πόρτες μέσα τους,
με την άμμο, για να φτιαχτούν τοίχοι,
και με τη θάλασσα, για να δώσει καρπό.

Τον ήξερα και με στοιχειώνει πάντα.


Οι άμαξες έγιναν κομμάτια
ο πόλεμος κατέστρεψε πόρτες και τοίχους,
η πόλη ήταν μια χούφτα στάχτες,
και όλα τα φορέματα γινήκαν σκόνη
και για μένα επιμένει,
επιβιώνει στην άμμο,
όταν πριν τα πάντα έμοιαζαν
να αντέχουν εκτός απ΄αυτόν.

Στο πήγαινε και το έλα οικογενειών,
μερικές φορές ήταν ο πατέρας μου, ή συγγενής μου,
ή σχεδόν ήταν, ή αν όχι, ίσως
ήταν ο άλλος που δεν επέστρεφε ποτέ στο σπίτι
γιατί τον κατάπινε το νερό ή η γη,
τον σκότωνε μια μηχανή ή ένα δέντρο
ή ήταν ο μαραγκός στην κηδεία
που περπάταγε πίσω απ' το φέρετρο, με μάτια στεγνά,
κάποιος που ποτέ δεν είχε όνομα,
εξόν όπως έχουν το ξύλο και το μέταλο ονόματα,
και τον οποίο οι άλλοι κοίταγαν από ψηλά,
χωρίς να βλέπουν το μυρμήγκι,
μόνο τη μυρμηγκοφωλιά·
έτσι ώστε όταν τα πόδια του σταμάταγαν να κινούνται,
γιατί, φτωχός και κουρασμένος, είχε πεθάνει,
δεν έβλεπαν ποτέ αυτό που δεν συνήθισαν να βλέπουν--
ήδη άλλα πόδια περπάταγαν στο κατόπι του.

Τα άλλα πόδια ήταν πάλι αυτός,
και τα άλλα χέρια το ίδιο.
Ο άνθρωπος επέμενε.
Όταν έμοιαζε πως είχε εξαντληθεί,
ήταν πάλι ο ίδιος άνθρωπος·
να τον πάλι, να σκάβει το χώμα,
να κόβει ύφασμα, αλλά χωρίς πουκάμισο ο ίδιος,
ήταν εκεί και δεν ήταν, όπως πριν,
είχε φύγει και είχε αντικαταστήσει τον εαυτό του·
και επειδή ποτέ του δεν είχε νεκροταφείο
ή τάφο, ή το όνομά του χαραγμένο
στην πέτρα που ίδρωσε να κόψει,
κανείς δεν ήξερε ποτέ ότι ήρθε
και κανείς δεν ήξερε όταν πέθαινε
κι έτσι μόνο όταν μπορούσε ο φτωχός
επέστρεφε στη ζωή απαρατήρητος.

Ήταν ο άνθρωπος, στα σίγουρα, χωρίς κληρονομιά,
χωρίς γελάδια, χωρίς θυρεό,
και δεν ξεχώριζε απ' τους άλλους,
τους άλλους που ήταν αυτός,
από ψηλά ήταν γκρίζος, σαν τον πηλό,
ήταν θαμπός, σαν το πετσί,
ήταν κίτρινο θερισμένο σιτάρι,
ήταν μαύρος στα ανθρακωρυχεία
ήταν στο χρώμα της πέτρας στα κάστρα,
ήταν στο χρώμα του τόνου στην ψαρόβαρκα,
ήταν στο χρώμα του αλόγου στις πεδιάδες--
πώς να τον ξεχωρίσεις
όταν ήταν αδιαχώριστος απ' το στοιχείο του,
γη, κάρβουνο, θάλασσα μ' ανθρώπινη μορφή;

Όπου ζούσε, ό,τι
άγγιζε ο άνθρωπος μεγάλωνε--
οι εχθρικές πέτρες
που σπάγαν
στα χέρια του
παίρνανε σχήμα και γραμμή
και μία-μία
έπαιρναν τις καθαρές μορφές κτηρίων·
έφτιαχνε ψωμί με τα χέρια,
έβαζε τα τραίνα στη γραμμή·
οι αποστάσεις γέμιζαν με πόλεις,
μεγάλωναν άλλοι ανθρώποι,
ερχόντουσαν οι μέλισσες,
και μέσα από τη δημιουργία και τον πολλαπλασιασμό του ανθρώπου,
περιπλανιόταν η άνοιξη στην αγορά
ανάμεσα σε ψωμάδικα και περιστέρια.

Ο πατέρας των καρβελιών ξεχάστηκε,
αυτός που έκοβε και περπάταγε φορτωμένος, που καθάριζε
και άνοιγε τα μονοπάτια, που μετακινούσε την άμμο·
όταν δημιουργήθηκαν όλα, αυτός έπαψε να υπάρχει.

Την χάρισε την ύπαρξή του, κι αυτό ήταν όλο.
Πήγε κάπου αλλού να δουλέψει και στο τέλος
πήγε προς τον θάνατο, κατρακυλώντας
σαν πέτρα στο ποτάμι·
ο θάνατος τον κουβάλησε προς τις εκβολές.

Εγώ, που τον ήξερα, τον είδα να βυθίζεται
μέχρι που υπήρχε μόνο σε ό,τι άφηνε--
δρόμους που δεν θα μπορούσε να γνωρίζει,
σπίτια όπου δεν θα 'μενε ποτέ.

Και επιστρέφω να τον δω, και κάθε μέρα περιμένω.

Τον βλέπω στο φέρετρό του και τον βλέπω αναστημένο.

Τον ξεχωρίζω από όλους
τους άλλους που είναι ίσοι του
και μού φαίνεται ότι αυτό δεν γίνεται,
ότι αυτός ο δρόμος δεν μάς πάει πουθενά,
ότι το να συνεχίζεις έτσι δεν έχει δόξα καμιά.

Πιστεύω ότι ο ουρανός πρέπει να αγκαλιάσει
αυτόν τον άνθρωπο, σωστά ποδημένο και εστεμμένο.

Νομίζω ότι αυτοί που έφτιαξαν τόσα πολλά
θα πρεπε να είναι όλων οι ιδιοκτήτες.
Ότι αυτοί που φτιάχνουν ψωμί πρέπει να τρώνε.

Ότι αυτοί που είναι στις στοές των ορυχείων πρέπει να έχουν φως.

Αρκετά τώρα με τους γκρίζους αλυσσοδεμένους!

Αρκετά με τις χλωμές ψυχές που εξαφανίστηκαν!

Κανείς να μην περαστεί για οτιδήποτε άλλο από ηγεμόνας.

Καμιά γυναίκα χωρίς διάδημα.

Γάντια χρυσά για κάθε χέρι.

Καρποί του ήλιου για όλους τους σκοτεινιασμένους!

Τον ήξερα αυτόν τον άνθρωπο, και όταν μπορούσα,
όταν ακόμα είχα μάτια στο κεφάλι μου,
όταν ακόμα είχα φωνή στο λαρύγγι μου,
τον αναζητούσα μέσα στους τάφους και τού έλεγα
κρατώντας του το χέρι, που δεν είχε γίνει ακόμα σκόνη:

"Όλα θα περάσουν, και θα ζεις ακόμα.

Βάζεις στη ζωή φωτιά.

Έφτιαξες αυτό που είναι δικό σου."

Έτσι, να μην αναστατωθεί κανείς όταν
μοιάζω μόνος αλλά δεν είμαι μόνος·
δε μού λείπει η παρέα και μιλάω για όλους.

Κάποιος με ακούει δίχως να το ξέρει,
αλλά αυτοί που τραγουδώ, αυτοί που ξέρουν,
συνεχίζουν να γεννιούνται και θα πλημμυρίσουν τον κόσμο.

Σχόλιο aπό "Κ.Π".: Μια μετάφραση είναι επίσης ένα καινούργιο ποίημα. Η συγκίνηση που βγαίνει από τη μετάφραση-ποίημα  λοιπόν έχει να κάνει με την εξαιρετική δουλειά που έκανε ο Α.Μπαλασόπουλος(Radical Desire. Lenin Reloaded)

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Άρης Αλεξάνδρου-Με τι μάτια τώρα πια


Με τι μάτια τώρα πια 

Βιάστηκες μητέρα να πεθάνεις.
Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό
κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία
ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες
μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις τα
            εξηντατέσσερα
μπορούσες να 'σφιγγες τα δόντια
έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια
μπορούσες ν' αρπαζόσουνα από 'να φύλλο πράσινο
απ' τα γυμνά κλαδιά
απ' τον κορμό
μα ναι το ξέρω
γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
            να πιαστείς
όμως εσύ να τα 'μπηγες τα νύχια
και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια
σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος
κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.
Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς
να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας
στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένον στα λουλούδια
να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη
ακούγοντας τον πόλεμο
σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη
να 'χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο
να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων
κι από τη μέσα κάμαρα–
όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
και τώρα με τι χέρια να 'ρθεις και να μ' αγγίξεις μές από τη σίτα
με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που 'χω τριγύρω μου τις πέτρες
σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής
με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει
όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου
                                                τσαλαπατημένη
κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη
σαν υγρασία σάπιου χόρτου.

(πηγή:Νίκος Σαραντάκος)


Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Αγέραστο



Χαιδεύει τις ρυτίδες του και τ΄άσπρα του μαλλιά
Χαμογελάει και δεν το βάζει κάτω
Λούζει μ' αστέρια μακρινά το πρόσωπό του
με λάμψεις που κανείς ποτέ δεν είδε

Με τις παρέες τά  'σπασε
δεν άξιζε τον κόπο
Τίποτα δεν κολλάει πιά
Τίποτα δεν του μοιάζει

Μέσα στα σπλάγχνα του φουντώνουν αγριολούλουδα
 στις φλέβες του φυσάει καυτό μελτέμι
Κοίτα μου λέει!
Ένα ποτάμι η ομορφιά στα πεζοδρόμια
κι ας δίνουν  λίγοι σημασία, δεν πειράζει,
ας μην τολμάν να ρίξουν ένα βλέμμα


Σύννεφα αστραφτερά στον ώμο του
και μια κιθάρα να ραντίζει τις φωνές
με αχνά δρομάκια αγέννητα
και λεωφόρους κοχυλιών μες την ομίχλη
Βροχές πλανώδιες, γέλια κεραυνών
παράθυρα ανοιχτά στο νού οξυγόνο
σα χαραμάδες, στην ψυχή να μπαίνει φώς

Τις σκάλες των παλιών συμβιβασμών
τις γκρέμισε όλες κι άφησε
μόνο τον άγριο άνεμο
σ'έναν υπέροχο να τρέχει γαλαξία
μες σε ριπές από πετράδια ηλεκτρικά και χρώματα
καινούργιες κατακτήσεις του ανθρωπου
τεχνολογίες κι ανακαλύψεις
και προεκτάσεις της συνείδησης με μαγικές εκφάνσεις
σα μάγοι να αφήνουνε στα πόδια του τα δωρα τους


Πληγή ανοιχτή και φαρμακεία κλειστά
Σφίξαν τα πράγματα κι οι όροι δυσκολεύουν
Kοχλάζει λάβα ηφαιστείου  τρέχουν οι άνθρωποι

Τις απορίες μες τα σπλάγχνα του τις σώπασε
Κρατάει μονάχα την ουσια
στήνει στο δρόμο αυτί και αφουγκράζεται
Τόση ανάλυση χωρίς προορισμό τι να την κάνεις
Τι νόημα έχουν όλα αν δεν πιστέψεις

Αλλάζουν δρόμους τ'ακρογιάλια μες τη θύελλα
όρια, γραμμές, και θεωρίες όλα σκόνη
μέσα απ' τα δάχτυλα του ανέμου η ζωή
περνάει και χάνεται
Γυμνά κορμιά αχναγγίζονται σαν πέπλα
 στα ματια του ωριμάζουν τα σταφύλια
Υγρό φθινόπωρο κι έρωτες πορφυροί
κάτι ετοιμάζουν
μες τη φωνή του ένας σπασμός
πόθος παράφορος σα ρεύμα

Χαιδεύει τις ρυτίδες, τ' άσπρα γένια του
αγέραστο σφυρίζει ένα σκοπό, δεν κάνει πίσω
Κοιτάζει τους ανθρώπους μες στα ματια με συμπόνοια
Κι ας αναπνέει αυτή τη μπόχα απ΄' τη βλακεία τους

Από τα ρουχα που φοραει κρατάει τ' ανθρώπινο
Ζητάει σπίρτο απ' το Θεό, τσιγάρο  ανάβει
Κι απο την πρώτη ρουφηξιά
Χρυσά βραχιόλια θρύψαλλα του μοιάζουν οι αλυσίδες
κι ακούει τη γύφτισσα γριά
να μαρτυράει  νέο χρησμό:
"Θ' αλλάξουν  όλα γρήγορα, θ' αλλάξουν όλα!"

Μαύρο πηγάδι και βαθύ η νύχτα κατεβαίνει
ψηλαφητά κι αβέβαια κι ας το κρύβει
Θα γκρεμιστεί όπου νάναι στ' άγριο βάραθρό της
Σήκω, Ετοιμάσου!

Περνάει τα δάχτυλα στ' αχτένιστα μαλλιά
Κοιτάζει στον καθρέφτη
Πως ξανάνιωσε...
Σε λίγο θα τα παίξει όλα για όλα

Χαιδεύει τ' όνειρο την πιο βαθιά ρυτίδα του
Αυτήν που τούδειξε το δρόμο για τ'αστέρια

Για τ όνειρο  τόση ώρα σας μιλάω
Αυτό που λένε  αδόκιμο και φοβερό μαζί
Εδω και μήνες
κάθε πρωί μόλις ξυπνάω
το βρίσκω ξαπλωμένο σαν παιδί
Πανω στο στήθος μου
.         .        .        .γιώργος σαρρής.       .        .         .        .

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Γ.Ρίτσος - Σονάτα του Σεληνόφωτος



Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχειἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.


Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴσκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ.Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.
Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.


Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴτὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲλίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα - "Ο δραματικός ποιητής δεν πρέπει να ξεχνά.."

...ο δραματικός ποιητής δεν πρέπει να ξεχνά, αν δε θέλει να ξεχαστεί, τους αγρούς με τις τριανταφυλλιές, που τις δροσίζει η χαραυγή κι όπου υποφέρουν οι εργάτες, και το περιστέρι που, πληγωμένο από μυστηριώδη κυνηγό, χαροπαλεύει μέσα στις καλαμιές χωρίς ν’ ακούει κανένας το κλάμα του...


Αγαπητοί φίλοι,


Είναι καιρός που πήρα τη σταθερή απόφαση να αποκρούω κάθε είδους τιμητικές εκδηλώσεις, γεύματα και πανηγυρισμούς που γίνονται για το ταπεινό πρόσωπό μου· Πρώτον, γιατί νιώθω πως καθετί παρόμοιο βάζει ένα λιθαράκι στο φιλολογικό μας τάφο και δεύτερον, γιατί διαπίστωσα πως δεν υπάρχει πιο δυσάρεστο πράγμα από έναν ψυχρό λόγο προς τιμή μας ούτε και πιο θλιβερή στιγμή απ’ το οργανωμένο χειροκρότημα, ακόμα κι όταν είναι καλόπιστο.
Εξάλλου, πιστεύω πως γεύματα επίσημα και περγαμηνές φέρνουν δυστυχία και κακοτυχία στον άνθρωπο που τα δέχεται. Κακοτυχία και δυστυχία γεννάει η βολική στάση των φίλων που σκέφτονται: «Τώρα ξοφλήσαμε μαζί του». Ένα επίσημο γεύμα είναι μια επαγγελματική συγκέντρωση προσώπων που τρώνε μαζί μας κι όπου βρίσκονται, θέλοντας και μη, οι άνθρωποι που μας αγαπούν λιγότερο. Για τους ποιητές και τους θεατρικούς συγγραφείς θα οργάνωνα, μαζί με τις τιμητικές εκδηλώσεις, επιθέσεις εναντίον τους και αντεγκλήσεις όπου θ’ ακούγαμε να μας λένε παλικαρίσια και μ’ αληθινή οργή: «Γιατί δεν έκρινες πως αξίζει να κάνεις αυτό; Γιατί δεν κατάφερες να εκφράσεις την αγωνία της θάλασσας σ’ ένα θεατρικό πρόσωπο; Γιατί δεν τόλμησες ν’ αναμετρήσεις την απόγνωση των εχθρών στρατιωτών στον πόλεμο;». Η απαιτητικότητα μ’ ένα φόντο αγάπης αυστηρής τονώνουν την ψυχή του καλλιτέχνη που χάνει τη λεβεντιά του και καταστρέφεται με την εύκολη κολακεία. Τα θέατρα είναι γεμάτα από απατηλές σειρήνες στεφανωμένες με ρόδα θερμοκηπίου και το Κοινό είναι ικανοποιημένο, και χειροκροτεί βλέποντας καρδιές από πριονίδι και διαλόγους που λέγονται με νάζι·

όμως ο δραματικός ποιητής δεν πρέπει να ξεχνά, αν δε θέλει να ξεχαστεί, τους αγρούς με τις τριανταφυλλιές, που τις δροσίζει η χαραυγή κι όπου υποφέρουν οι εργάτες, και το περιστέρι που, πληγωμένο από μυστηριώδη κυνηγό, χαροπαλεύει μέσα στις καλαμιές χωρίς ν’ ακούει κανένας το κλάμα του.

Ομιλία του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα , Το τρελό διαμάντι, όπως τον έλεγε ο Νταλί, που έγινε στις 18 Μαρτίου του 1935, με την ευκαιρία της ειδικής παράστασης της «Γέρμα», αφιερωμένη στους ηθοποιούς της Μαδρίτης,

«Θέλω να κοιμηθώ μια στιγμή,

μια στιγμή, ένα λεπτό, έναν αιώνα ∙

αλλά να ξέρετε όλοι σας καλά ότι δεν είμαι πεθαμένος


πηγή: Ποιείν

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Μπέρλοχτ Μπρεχτ : “Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι, κηρύχνουν τη λιτότητα”




Αυτοί που βρίσκονται ψηλά
Θεωρούνε ταπεινό
Να μιλάς για το φαΐ
Ο λόγος; Έχουνε κι όλας φάει

Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
Χωρίς να’χουνε δοκιμάσει κρέας της προκοπής

Πώς ν’αναρωτηθούν πού’θε έρχονται
Και πού πηγαίνουν
Είναι τα όμορφα δειλινά τόσο αποκαμωμένοι
Το βουνό και την πλατειά τη θάλασσα
Δεν τά’χουν ακόμα δει
Όταν σημαίνει η ώρα τους

Αν δεν νοιαστούν οι ταπεινοί
Γι’αυτό που είναι ταπεινό
Ποτέ δεν θα υψωθούν

Το ημερολόγιο
Δεν δείχνει ακόμα την ημέρα
Όλοι οι μήνες, όλες οι ημέρες
Είναι ανοιχτές
Κάποια απ’ αυτές θα σφραγιστεί
Μ’ έναν σταυρό

Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί
Οι έμποροι φωνάζουν γι’αγορές
Οι άνεργοι πεινούσαν
Τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται

Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι
Κηρύχνουν τη λιτότητα
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσήματα
Ζητάνε θυσίες
Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους
Για τις μεγάλες εποχές που θα’ρθουν
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
Λες πως η τέχνη να κυβερνάς το λαό
Είναι πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους του λαού

Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Πόλεμος και ειρήνη
Είναι δυο πράγματα ολότελα διαφορετικά
Όμως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους
Μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα
Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους
καθώς ο γιος από την μάνα
έχει τα δικά της απαίσια χαρακτηριστικά
ο πόλεμός τους σκοτώνει
ό,τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους

Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Μιλάνε για ειρήνη
Ο απλός λαός ξέρει
Πως έρχεται ο πόλεμος
Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Καταριούνται τον πόλεμο
Διαταγές για επιστράτευση
Έχουν υπογραφεί

Στον τοίχο με κιμωλία γραμμένο
Θέλουνε πόλεμο
Αυτός που το΄χε γράψει
Έπεσε κι όλας

Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Να ο δρόμος για τη δόξα
Αυτοί που είναι χαμηλά λένε
Να ο δρόμος για το μνήμα

Τούτος ο πόλεμος που έρχεται
Δεν είναι ο πρώτος
Πριν απ’ αυτόν γίνανε κι άλλοι πόλεμοι
Όταν ετέλειωσε ο τελευταίος
Υπήρχαν νικητές και νικημένοι
Στους νικημένους ο φτωχός λαός
Πέθαινε απ’ την πείνα
Στους νικητές ο φτωχός λαός
Πέθαινε το ίδιο

Σαν θα’ρθει η ώρα της πορείας
Πολλοί δεν ξέρουν
Πως επικεφαλής βαδίζει ο εχθρός τους
Η φωνή που διαταγές τους δίνει
Είναι του εχθρού τους η φωνή
Εκείνος που για τον εχθρό μιλάει
Είναι ο ίδιος τους ο εχθρός

Νύχτα
Τ’ανδρόγυνα ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους
Οι νέες γυναίκες θα γεννήσουν ορφανά

Στρατηγέ το τανκς σου
Είναι δυνατό μηχάνημα
Θερίζει δάση ολόκληρα
Κι εκατοντάδες άνδρες αφανίζει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-χρειάζεται οδηγό

Στρατηγέ το βομβαρδιστικό
Είναι πολυδύναμο
Πετάει πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο
Κι απ’ τον ελέφαντα σηκώνει βάρος πιο πολύ
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-χρειάζεται πιλότο

Στρατηγέ ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ
Ξέρει να πετάει
Ξέρει και να σκοτώνει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-ξέρει να σκέφτεται

Μπέρτολντ Μπρεχτ-”Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου”(1939)