Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2020

Σεζάρ Βαγιέχο - Ποιήματα






Αυτοκτονικό τρίπτυχο

-Ι-

Του δουλευτή το χέρι εκλεπτύνεται
και σε σταυρό στο κάθε χείλι ιχνογραφείται .
Γιορτή ! Ο ρυθμός του αλετριού πετάει
και το κάθε κουδούνι είναι ένας ψάλτης μπρούντζινος .

Ακονίζεται το άγριο . Μιλάει το δισάκι ...
Στις ιθαγενείς φλέβες σπινθηρίζει
ένα αιμάτινο γιαραβί που λαγαρίζεται
σε νοσταλγίες ήλιου από το μάτι .

Ο λόγος κι ο αντίλογος που στεναγμούς τονίζουν
όπως σε σπάνιες λαϊκές γκραβούρες ,
περνάνε χάντρες-σύμβολα στους γύρους τους .

Λάμπει μετά στο θρόνο του ο άγιος
και μέσα σε κεριά , ψαλμούς , λιβάνια ,
είναι ο σύγχρονος θεός- ήλιος του γεωργού .

-ΙΙ-

Διασκεδάζει ο θλιμμένος Ινδιάνος .
Προς τον ολόφωτο άμβωνα πηγαίνει ο κόσμος
Το μάτι του λυκόφωτου σταμάτησε
να βλέπει πυρπολημένο το χωριό .

Φοράει η τσοπάνισσα μάλλινα ρουχα και σανδάλια ,
με δίπλες ειλικρίνειας στο φουστάνι της
και στην ταπεινότητα της θλιμμένου και ηρωικού
μαλλιού , είναι φιόγκος η άσπρη δυνατή καρδιά της .

Ανάμεσα σε μουσικές , πυροτεχνήματα,
ταΐζει ένα ακορντεόν ! Και ξεφωνίζει
στον αέρα κάποιος μαγαζάτορας : " Το τέλειο! "

Οι σπίθες καθώς πλένε χαριτωμένες
είναι τολμηρό στάρι χρυσό που ο Ινδιάνος
σπέρνει στους ουρανούς και στις νεφέλες .

-ΙΙΙ-
Χαράματα! Η τσίτσα ξεσπάει στο τέλος
σε γρονθοκοπήματα , ασέλγειες και λυγμούς
μυρίζει κάτουρο και πιπεριά ,
καθώς περνάει και τρικλίζει ένας μεθυσμένος.

" Όταν αύριο φύγω... " θρηνεί κάποιος
Ρωμαίος του κάμπου τραγουδώντας .
Ζουμί για τους ξενύχτηδες πουλάνε
κι ακούγεται ένα ορεκτικό χτύπημα πιάτων .

Περνάνε τρεις γυναίκες... σφυρίζει ένα παιδί ... Πέρα
πάει το ποτάμι μεθυσμένο τραγουδώντας
και κλαίγοντας προϊστορίες νερού , παλιούς νεκρούς .

Και παίζοντας ένα ταμπούρλο της Ταγιάνγκα ,
σαν ν' άρχισε ένα γαλανό γουάινο , ξεσκεπάζει 
η Αυγή τα κίτρινά της ποδαράκια .

Οι πέτρες

Σήμερα το πρωί κατέβηκα
στις πέτρες - ω οι πέτρες !
Και προκάλεσα και σφράγισα
μια πυγμαχία από πέτρες .

Μητέρα των θνητών αν στον κόσμο
πονούν τα βήματά μου ,
είναι από τα χτυπήματα φωτιάς
μιας παράλογης αυγής .

Οι πέτρες δεν προσβάλουν , ούτε
φθονούν τίποτα . Ζητάνε μόνο
αγάπη για όλους , και ζητάνε
αγάπη ακόμα κι απ' το Τίποτα .

Κι αν κάποιες απ' αυτές 
είναι θλιμμένες , ή
ντροπιασμένες , είναι
γιατί έχουν κατιτί το ανθρώπινο...

Αλλά δεν απολείπει αυτός που κάποια
πέτρα χτυπάει από καπρίτσιο μόνο.
Τέτοια άσπρη πέτρα είναι το φεγγάρι
που πέταξε στον ουρανό από μια κλωτσιά ...

Μητέρα των θνητών , σήμερα το πρωί
έτρεξα με τις πέτρες ,
βλέποντας το γαλάζιο καραβάνι
από πέτρες, 
πέτρες,
πέτρες...


Τι με ωφελεί που μαστιγώνομαι με τη γραμμή...

Τι με ωφελεί που μαστιγώνομαι με τη γραμμή
και πιστεύω πως με ακολουθεί τριποδιστά η τελεία ;

Τι με ωφελεί που έβαλα
στους ώμους ένα αβγό αντί για μανδύα ;

Τι με ωφελεί που ζω
Τι με ωφελεί που πεθαίνω ;

Τι με ωφελεί που έχω μάτια ;
Τι με ωφελεί που έχω ψυχή ;

Τι με ωφελεί που τελειώνει μέσα μου ο πλησίον μου
κι αρχίζει στο μάγουλο μου ο ρόλος του ανέμου ;

Τι με ωφελεί που μετράω τα δυο μου δάκρυα ,
ολολύζω γη και κρεμάω τον ορίζοντα ;

Tι με ωφελεί που κλαίω , που δεν μπορώ να κλάψω
και γελάω για το λόγο που έχω γελάσει ;

Τι με ωφελεί που ούτε ζω , ούτε πεθαίνω ;

Με τέτοια ζέστη εγώ κρυώνω


Με τέτοια ζέστη εγω κρυώνω
αδελφέ Φθόνε !
Γλείφουν τον ήσκιο μου λιοντάρια
κι ο ποντικός μού τρώει τ' όνομα ,
μάνα ψυχή μου !

Πάω στο χείλος της αβύσσου
κουνιάδα Αχρειότητα !
Η κάμπια παίζει τη φωνή της ,
κι η φωνή παίζει την κάμπια της ,
πατέρα σώμα μου !

Αντίκρυ είν' η αγάπη μου
εγγονή Περιστέρα !
Γονατιστός ο τρόμος μου ,
με το κεφάλι η αγωνία μου
μάνα ψυχή μου!

Ώσπου μια μέρα δίχως δύο ,
σύζυγε Τάφε,
το τελευταίο μου σίδερο σφυρίζει
σαν οχιά που κοιμάται ,
πατέρα σώμα μου!..

Μετάφραση : Ρήγας Καππάτος




Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

Τσαρλς Μπουκόφσκι: «Ο μόνος τίμιος αγώνας που υπάρχει».

γελωτοποιός


Παίρνω ως αφορμή τα γενέθλια του, αλλά δεν πρόκειται να γράψω τη βιογραφία του Τσαρλς Μπουκόφσκι. Μόνο στιγμιότυπα.
Θυμάμαι ότι ήμουν έφηβος όταν πρωτοδιάβασα κάποια συλλογή διηγημάτων. Δυο φίλες μου είχαν πει ότι ο Μπουκόφσκι δεν είναι παρά ένας μεθύστακας που γράφει. Τότε είχα διαφωνήσει, αλλά τώρα πια καταλαβαίνω ότι ο ίδιος θα συμφωνούσε απόλυτα μ’ αυτόν τον ορισμό.

Νομίζω ότι ένας καλομαθημένος νέος που ζει με τους γονείς του δεν μπορεί να καταλάβει τον Μπουκόφσκι. Πρέπει να φας σκατά για να εκτιμήσεις τη δουλειά του. Πρέπει να μείνεις άφραγκος, άνεργος, να δουλέψεις σε όποια μαλακία δουλειά βρεις, να γίνεις λιώμα πολλές νύχτες και να περιφέρεσαι στους δρόμους κοιτώντας κάτω, ψάχνοντας για δέκα σέντς, προκειμένου να συμπληρώσεις το ποσό που χρειάζεσαι για να πάρεις ένα σάντουιτς.

Πρέπει να πονέσεις, να φτάσεις στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, πρέπει να τρελαθείς και να σκέφτεις ότι είσαι σκουπίδι. Κι από ‘κει μέσα, στο βούρκο όπου τσαλαβουτάς, να βρεις το θάρρος να γράψεις τρεις λέξεις.


~~
Είχα ακούσει την είδηση του θανάτου του στις ειδήσεις.

– Τον ξέρεις; με ρώτησε ο πατέρας μου.
– Λιγάκι, είχα πει.

Θα τον μάθαινα καλύτερα με τα χρόνια.


~~
Κι ενώ τον ήξερα ως πεζογράφο, κάποια στιγμή ένας φίλος μου έδωσε να διαβάσω την ποίηση του. Είναι το ίδιο βρώμικη και λυρική, τα γραπτά ενός δαίμονα που σιχαινόταν την εξουσία, είτε θεός λέγεται είτε κράτος είτε αυτό-που-πρέπει-να-κάνεις.

Δαιμονισμένος άγγελος μάλλον, αφού μπορείς να διακρίνεις πίσω απ’ τις βωμολοχίες, τα μεθύσια και τα γαμήσια, έναν ποιητή που αγαπάει τους ανθρώπους -ειδικά του θηλυκού γένους.

Ο Μπουκόφσκι δεν ήταν μισάνθρωπος ούτε κοιτούσε το πλήθος αφ’ υψηλού. Πώς να το κάνει; Αφού πάντα ήταν εκεί κάτω, χαμηλά, με τους κουρασμένους άντρες και τις γελασμένες γυναίκες.

Δεν ζούσε σε φιλντισένιους πύργους, ζούσε σε ξεχαρβαλωμένα επιπλωμένα δωμάτια του Λος Άντζελες, και συνήθως απέφευγε τη σπιτονοικοκυρά, γιατί της χρωστούσε το νοίκι.
Ναι, είναι ο μεθύστακας της διπλανής πόρτας, εκείνος ο κακομούτσουνος και τελειωμένος γείτονας, που ξυπνάει μετά το μεσημέρι και γυρνάει σπίτι μετά τα μεσάνυχτα. Κι όλοι τον κακολογούν.


~~
Είδα τον Μίκυ Ρουρκ στο Barfly. Είδα και τον Ματ Ντίλον στο Factotum.

Η ταινία ξεκινάει με τον Χένρι Τσινάσκι (την περσόνα του Μπουκόφσκι) να σπάει πάγο σ’ ένα ανοιχτό φορτηγό. Ο επιστάτης τον φωνάζει: «Τσινάσκι!»

Κι ο Ματ Ντίλον γυρνάει και κοιτάει τον ουρανό, λες κι είναι ο θεός που τον φωνάζει.

Μ’ εκείνον τον Τσινάσκι πολλές βραδιές έκανα παρέα. Συνήθως μου άδειαζε το ποτήρι κι έπρεπε να παραγγείλω κι άλλο ποτό. Τελικά γυρνούσαμε παρέα στους δρόμους, παραπατώντας, μέχρι το σπίτι, να κοιμηθούμε λίγο πριν σηκωθούμε για δουλειά.

Και κάθε τόσο κοιτούσαμε ψηλά, στον ουρανό, γιατί νομίζαμε ότι μας φωνάζει ο θεός.


~~
Βλέπω το μούτρο του στις φωτογραφίες. Βλογιοκομμένος, αξύριστος και άσχημος. Με τα μάτια πάντα μισόκλειστα, χαραμάδες που αφήνουν λίγο φως να πέσει στους ωκεανούς από μπύρα. Ένας αλήτης, θα ‘λεγες, αν νομίζεις ότι αυτό που κάνει τους αλήτες αλήτες είναι τα μούτρα τους, κι όχι οι τόνοι πρέζας που πουλάνε μέσα απ’ τις επαύλεις τους κι όχι οι νόμοι που υπογράφουν με βρώμικα χέρια.

Ξέρω πολλούς κουστουμαρισμένους και φρεσκοξυρισμένους που δεν αξίζουν μια τρίχα απ’ τα μεγαλειώδη αρχίδια του μεθύστακα εκείνου που λεγόταν Μπουκόφσκι.

Ξέρω και δήθεν προοδευτικούς που τον δολοφονημένο μαύρο τον λένε αφροαμερικάνο, το μουνί το λένε αιδοίο, τους τσιγγάνους τους λένε Ρομά. Πολιτικά ορθοί τύποι, που θα πουλούσαν και το αιδοίο της μάνας τους για να εξασφαλίσουν λίγες ψήφους, λίγη συμπάθεια, πολύ χρήμα κι άλλα τόσα like.

Ο Μπουκόφσκι δεν νοιάζοταν να είναι πολιτικά ορθός. Δεν έγραφε καν «μαύρος». Έγραφε αράπης. Δεν έγραφε «μουνί». Έγραφε τρύπα. Δεν έγραφε «τσιγγάνος». Έγραφε γύφτος.

Δεν ήταν ρατσιστής. Με τους αράπηδες δούλευε παρέα, γαμούσε παρέα.

Δεν ήταν σεξιστής. Λίγοι άντρες αγάπησαν τις γυναίκες όσο αυτός. Χωρίς ψιμύθια και αυταπάτες.


~~
Οι γυναίκες του Μπουκόφσκι. Τα κείμενα του μυρίζουν κρασί και μουνί.

Δεν γράφει για γυναίκες μυστηριακές, αψεγάδιαστες κι ερωτευμένες. Το αντίθετο. Οι γυναίκες του έχουν κυτταρίτιδα και ρυτίδες, είναι μεθυσμένες και τον παρατάνε μόλις καταλαβαίνουν πόσο καμένο χαρτί είναι.

Είναι γυναίκες αληθινές, διόλου χάρτινες, διόλου φανταστικές. Με σάρκα και οστά, και πόνο και απογοήτευση και με το εσώρουχο τους, όταν το πετάνε δίπλα στο κρεβάτι, λίγο λερωμένο.

Είναι γυναίκες που κατουράνε και χέζουν, που ξερνάνε τ’ άντερα τους και ισιώνουν τις σκισμένες κάλτσες τους πριν φύγουν.

Κι όλες τον πονάνε που φεύγουν, αλλά ο Τσινάσκι ξέρει ότι είναι το καλύτερο που θα μπορούσαν να κάνουν. «Ο χαμένος ποτέ δεν κερδίζει το κορίτσι».


~~
Ο Μπουκόφκσι δεν ήταν «καλός άνθρωπος». Ίσως να μην τον άντεχες ούτε λεπτό. Να σου φαινόταν επιφανειακός και βρώμικος. Όμως κουβαλούσε πάνω του όλη τη βρωμιά του κόσμου, σαν ένας άλλος Ναζωραίος. Κι έκανε παρέα με τις πόρνες, τους τζογαδόρους, τους άστεγους, τους μεθύστακες, τους απόκληρους και τους χαμένους.

Ο Μπουκόφκσι δεν είναι καλός συγγραφέας. Δεν έγραψε αριστουργηματικά κείμενα, όπως ο συμπατριώτης του ο Φώκνερ, ούτε όπως τα ινδάλματά του, ο Χέμινγουεϊ και ο Ντοστογιέφσκι. Εκείνων τα βιβλία τα θαυμάζεις, όπως όταν βρίσκεσαι μπρος στον Παρθενώνα.

Τα πεζά και τα ποιήματα του Μπουκόφσκι είναι μικρά κι ασήμαντα σαν το πατρικό σου σπίτι. Δεν νιώθεις δέος, αλλά συγκίνηση. Γιατί εκεί μέσα μεγάλωσες, σ’ εκείνους τους μουχλιασμένους τοίχους, μ’ εκείνες τις μεθυσμένες λέξεις.

Κι ίσως κάποια μέρα ο Παρθενώνας να καταρρεύσει. Ίσως κανείς να μη διαβάζει τις αριστουργηματικές φράσεις του Φώκνερ.

Ο Μπουκόφσκι κι η περσόνα του, ο Χένρι Τσινάσκι, θα μείνουν.

Γιατί ήταν ένας άνθρωπος σαν κι εμάς. Απογοητευμένος και μικρός, τυραννισμένος και αδύναμος.

Αλλά αρκετά δυνατός για να σηκωθεί το επόμενο πρωί, μετά από δέκα χιλιάδες μπύρες κι άλλο τόσο πόνο, να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να πει: «Λοιπόν, σκατόμουτρο, κατάφερες να σηκωθείς και σήμερα».

Όπως να το κάνεις, όσο κι αν πέσεις, όσο κι αν μεθύσεις, όσο κι αν απογοητευτείς, το θέμα όλο να σηκωθείς ξανά. Για να γελάσεις με τα χάλια σου.

Μέχρι που να σε χώσουν σε μια τρύπα και να βάλουν πάνω απ’ το κρέας σου μια ταφόπλακα.



Μέχρι τότε, φίλε Τσινάσκι, προλαβαίνουμε να πιούμε μια μπύρα.
Και να ξημερωθούμε -αν το καταφέρουμε κι αύριο, για να συνεχίσουμε ν’ αγαπάμε αυτά που κάνουμε.
Μέχρι το τέλος. Αυτός είναι ο μόνος τίμιος αγώνας που υπάρχει.

Μέχρι το τέλος.