I
Ο Δούρειος ίππος τότε είπε
όχι, δε θα δεχτώ δημοσιογράφους,
κι είπαν γιατί, κι είπε
πως δεν ήξερε τίποτα για το φονικό.
Κι ύστερα, εκείνος
έτρωγε ελαφρά τα βράδια
και μικρός
είχε δουλέψει ένα φεγγάρι
αλογάκι σε λούνα πάρκ.
II
Μαθαίνουμε να διαβάζουμε συλλαβιστά
τις μεγάλες κραυγές.
Αγγίζουμε
αποκαθιστώντας τις αισθήσεις
στο ακέραιο.
Τώρα πια ξέρουμε πως τα μήλα στα καφάσια
έχουνε τη δική τους λάμψη
και τα φτηνά παπούτσια
στα υπόγεια της Αιόλου
συνθέτουν βουβά το εμβατήριο
όλων των λαών της γης.
III
Δραπετεύω μεσ’ από τις λέξεις
που δεν είπα.
Εγκαταλείπομαι
στις ώρες που πιο πολύ αγάπησα
Αυτή η σιγή δεν έχει τέλος.
Τρομάζω να περιμένω
αυτό που δε θα’ ρθει.
Τρομάζω στη σκέψη
αυτών που δεν έγραψα.
Αυτή η σιγή
απόλυτα δική μου
με κατακερματίζει.
IV
Η μέρα που ‘φυγε
σ’ αφήνει ένα κέρμα τηλεφώνου
δίχως να ξέρεις ποιον να πάρεις
και να του πεις
πως έξω η δύση μοιράζει προκηρύξεις
στους ανεμοδείχτες.
Σ’ αφήνει ένα μικρό χαρτί
σε μια κλειστή παλάμη
μ’ ένα μολωπισμένο μήνυμα.
Μένεις λοιπόν με το κέρμα στη χούφτα
και το κοιτάς, που έχει από τη μια
ένα τραχύ προφίλ της Δικαιοσύνης
και το κηρύκειο του Ερμή στην άλλη
σύμβολα που δεν το μπορείς
όσο κι αν θες
να τα εξηγήσεις
V
Έγιναν κρίματα και βάρυναν πολύ, κι ό,τι πονά,
για πάντα εδώ, για πάντα μένει, κακό φιλί, για
πάντα το κακό σημάδι του, παραφροσύνη δίχως
γυρισμό, φοβέρα σκιάζει,
μια ιερή σαρκοφαγία πού εξαντλεί.
VI
Και να σαλπάρουν με βουή, σαν αδειανά, μπάρκα
που ξέμειναν σε κρεμαστούς λιμένες ενδοχώρας,
ταξίδι που τους έγραφε, τ άστρα καλά,
τα ίσαλα στο αίμα, η λύσσα αρμένισμα,
κι ανάστροφα στο ρεύμα ο ναυαγός, μακριά
γαβγίζει τα καράβια, τ άστρα,
τα κοιμητήρια που ωραία βουλιάζοντας -
ωραία κοιμητήρια της θαλάσσης, όπου το πιο μικρό
έχε γεια βουλιάζει αντίο για πάντα.
VII
Ας πάψει πια εκείνο το τραγούδι, κι άλλο μην
πεις, και μη ρωτάς, που κλείδωσαν, απ’ τα ψηλά
της παραθύρια γκρέμιζε τα λόγια αλλιώς
VIII
Ο τόπος έχει αλλάξει και δεν είναι πια, δεν ει-
ναι πια πρωί, βορράς να φεύγουν, όσο μονάχα
εμποδισμένοι και νυχτερινοί.
-δεν είναι πια πρωί, βορράς να φεύγουν-
Δάσος κλειδώνεται, παγίδα σκοτεινή, τι σκοτεινό
ανατρίχιασμα, στους λάκκους, σημάδια που άλλο-
τε, μικρός περιηγητής,
-Τι σκοτεινό ανατρίχιασμα στους λάκκους-
δαμάσκο ξέφτι, αργυρή κλωστή, παρέκει θρόισμα
τελειώνει τα’ ακριβά του ρούχα.
Και σαν τροχιά λαμπρού φονιά, τυφλώνοντας, πί-
σω απ΄ τα δέντρα ολοένα βασιλεύει, ο ίσκιος που
ζυγίστηκε ψηλά, φεγγάρι σκίζοντας τρελά-
τρελό φεγγάρι.
IX
Πρέπει να ‘ναι δύσκολη
η δουλειά του ποιητή.
Προσωπικά, δεν το ξέρω.
Εγώ σ’ όλη μου τη ζωή
έγραφα μόνο
κάτι μακριά, απελπισμένα γράμματα
για τις άνυδρες συνοικίες,
τα ’κλεινα σε μπουκάλια
και τα πετούσα στους υπονόμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου