Στους δρόμους περπατώντας τηλεφώνου κουδούνισμα
τα’ άκουσα σαν τρίλια του έαρος
κι αναθυμήθηκα την επίδοση του πόνου στο θάνατο
τη βροντή να μοιράζεται στο δάσος μνημονεύοντας
το νευρικό γεωμέρτημα της αστραπής αιωρούμενο
θυμήθηκα το χθεσινό μου όνειρο (πιωμένος) και ξαφνικά!
ο Πάπας στην εντέλεια ξυρισμένος και υακίνθινος
με τόση γλωσσομάθεια στη δοξασμένη μύτη.
Καθάριζε το άχραντο και χύνονταν αηδόνια
πέφτοντας από τη φύση τα ονόματα
κι όπως ο ήλιος απ’ τον ένα βράχο
στον άλλο σέρπεται ως ιμάτιο
τις λέξεις έβλεπα να χώνονται στις χαράδρες τ’ ουρανού
με τ’ αστραπόφωτο της ερημιάς τυλιγμένες.
Βαθιά μεσάνυχτα την άλλη μέρα κι ολάνοιχτο
ευαγγέλιο το φεγγάρι
στα νώτα της χαράς ταξιδεύοντας προς το χάραμα
να παραδώσει τη σκυτάλη στον ήλιο
με τα μεγάλα εκείνα ζυγωματικά του Ιουλίου
με κείνη τη γαλάζια καρωτίδα που φουσκώνει.
Θεόληπτος ο διάβολος και δεν το ’χουμε νιώσει.
(από τη συλλογή ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ 1986)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου