Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Νικηφόρος Βρεττάκος- Εξοδος και 3 ακόμη ποιήματα



Να τους το πούμε να το καταλάβουνε


Να τους το πούμε να το καταλάβουνε:
Πως δε χαμηλώνει ο Ολυμπος. Πως δεν αλλάζει ο ήλιος.
πως δεν αλλάζουνε τα χρώματα ποτέ “σ’ αυτή τη χώρα”
Και πως δεν κόπηκε ποτέ στη μέση το τραγούδι:
Τ’ αφήνει ο γέρος του Μωριά, το ξαναπιάνει ο Αρης!
Τ’ αφήνουν τα κλεφτόπουλα, το παίρνουν οι Ελασίτες!
Το παίρνουν τα ψηλά βουνά, το σέρνουν τα ποτάμια,
Τ’ αφρολογούν οι θάλασσες, καίγονται τα λημέρια


Έξοδος
Παίρνω και βγάζω περίπατο την ψυχή μου
κάθε που αρχίζει να σκληραίνει το χαμόγελο της.
Μου το λέει πεθύμησα τη βροχή,
τον ήλιο πάνω απ’ τα βουνά ή ανάμεσα απ’ τα σύννεφα
και τον αγέρα που γεννιέται αδιάκοπα στα δάση
όλος αρώματα και ουσίες, γάλα και μουσική.
Την οδηγώ σαν ένα ελάφι κάθε που διψά
μπρος στον τρεχούμενο, λαμπρό μαστό της αιωνιότητας,
ανανεώνει το αίμα, φως μέσα της κ’ επιστρέφει
στη ζωή πάλι, μ’ έναν
καινούργιο τόνο αθανασίας στο χαμόγελο της.




Οι μικροί γαλαξίες
Πάνε κι έρχονται οι άνθρωποι πάνω στη γη.
Σταματάνε για λίγο, στέκονται ο ένας
αντίκρυ στον άλλο, μιλούν μεταξύ τους.
Έπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σαν πέτρες που βλέπονται.
Όμως, εσύ,
δε λόξεψες, βάδισες ίσα, προχώρησες
μες από μένα, κάτω απ’ τα τόξα μου,
όπως κι εγώ: προχώρησα ίσα, μες από σένα,
κάτω απ’ τα τόξα σου. Σταθήκαμε ο ένας μας
μέσα στον άλλο, σα νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυο κόσμους σε πλήρη
λάμψη και κίνηση, σαστίσαμε ακίνητοι
κάτω απ’ τη θέα τους -
Ήσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου όλες τις στέρνες.
Ήσουνα φως, διαμοιράστηκες. Όλες
οι φλέβες μου έγιναν άξαφνα ένα
δίχτυ που λάμπει: στα πόδια, στα χέρια,
στο στήθος, στο μέτωπο.
Τ’ άστρα το βλέπουνε, ότι:
δυο δισεκατομμύρια μικροί γαλαξίες και πλέον
κατοικούμε τη γη.


Το λυπημένο τραγούδι της νιότης μου

Είμαι κι εγώ
μια μικρή λεπτομέρεια
μέσα στην τραγική
ιστορία του σύμπαντος.
Τα κύτταρά μου διεχώρισα
σε άπειρα πολλοστημόρια
για να τ’ αγαπήσω όλα
όσα κινούνται στη γη,
όσα στων θαλασσών τα βάθη αναπαύονται
κι όσα στ’ αχανή μού διαφεύγουν.
Μα δε βρέθηκε τίποτε
μέσα στ’ άπειρα πλάσματα
μιαν αχτίδα τού ήλιου
να μου βάλει στο μέτωπο.
Χάνομαι τόσο νωρίς
στη γλαυκή απεραντοσύνη
γιατί δε μ’ αγάπησε τίποτε.