Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Μιχάλης Κατσαρός - 3 Ποιήματα



ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ


Πλήθος Σαδδουκαίων
Ρωμαίων υπαλλήλων
μάντεις και αστρονόμοι
(κάποιος Βαλβίλος εξ Εφέσου)
περιστοιχίζουν τον Αυτοκράτορα.


Κραυγές απ' τον προνάρθηκα του Ναού.
Απ' τη φατρία των Εβιονιτών κραυγές:
Ο ψευδο-Μάρκελος να παριστάνει το Χριστό.
Διδάσκετε την επανάστασιν Κατά του πρίγκιπος
Οι Χριστιανοί νάχουνε δούλους Χριστιανούς.

Η αριστοκρατία του Ναού να εκλείψει.
Εγώ απέναντί σας ένας μάρτυρας
η θέλησή μου που καταπατήθηκε
τόσους αιώνες.

Τους ύπατοuς εγώ ανάδειξα στις συνελεύσεις
κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα
φορέσαν πορφυρούν ατίθασον ένδυμα
σανδάλια μεταξωτά η πανοπλία-
εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου ­
η θέλησή μου που καταπατήθηκε
τόσους αιώνες.

Τους άλλους απ την πέτρα και το τείχος μου
καθώς νερό πηγής τους είχα φέρει
η θρησκεία τους μυστηριώδης δεισιδαιμονία
τ' άλογά τους απ' τον κάμπο μου.
δε μου επέτρεψαν να δω τον Αυτοκράτορα
τους ύπατους δεν άφηναν να πλησιάσω
σε μυστικά συμπόσια και ένδοξα
τη θέλησή μου την καταπατήσανε
τόσους αιώνες.

Τώρα κι εγώ υποψιάζομαι
όλο το πλήθος των αυλοκολάκων
όλους τους ταπεινούς γραμματικούς
τους βραβευμένους με χρυσά παράσημα
λεγεωνάριους και στρατηλάτες
υποψιάζομαι τις αυλητρίδες τη γιορτή
όλους τους λόγους και προπόσεις
αυτούς που παριστάνουνε τους εθνικούς
τον πορφυρούν χιτώνα του πρίγκιπος
τους συμβουλάτορες και τους αιρετικούς
υποψιάζομαι συνωμοσία
νύκτα θα ρεύσει πολύ αίμα
νύχτα θα εγκαταστήσουν τη βασιλεία τους
νέοι πρίγκιπες με νέους στεφάνους
οι πονηροί ρωμαίοι uπάλληλοι του

*του αυτοκράτορος

τοιμάζουνε κρυφά να παραδώσουν
να παραδώσουν τα κλειδιά και την
υπόκλισή τους.

Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούρια μακρινή μου ανάσταση
μαζεύω.

Θα σας περιμένω

Θα σας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα αδιάφορος-
Δεν έχω πια τι άλλο να πιστοποιήσω.
Οι φύλακες κακεντρεχείς παραμονεύουν το τέλος μου
ανάμεσα σε θρυμματισμένα πουκάμισα και λεγεώνες.
Θα περιμένω τη νύχτα σας αδιάφορος
χαμογελώντας με ψυχρότητα για τις ένδοξες μέρες.

Πίσω από το χάρτινο κήπο σας
πίσω από το χάρτινο πρόσωπό σας
εγώ θα ξαφνιάζω τα πλήθη
ο άνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι και τυμπανοκρουσίες επίσημες
μάταιοι λόγοι.

Μην αμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία.



Όταν…
Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς
εγώ πάντα σωπαίνω.

Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια και μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν
εγώ πάντα σωπαίνω.

Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράκτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.

Πάλι σας δίνω όραμα.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Καβάφης Κ.Π. -4 ποιήματα και η Ιθάκη


Απολείπειν ο θεός Aντώνιον 


Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.


Ένας Γέρος 

Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.

Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.

Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·
και πως την εμπιστεύονταν πάντα — τι τρέλλα! —
την ψεύτρα που έλεγε· «Aύριο. Έχεις πολύν καιρό.»

Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

.... Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.


Κεριά 

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.


Καλός και Κακός Καιρός 

Δεν με πειράζει αν απλώνει
έξω ο χειμώνας καταχνιά, σύννεφα, και κρυάδα.
Μέσα μου κάμνει άνοιξη, χαρά αληθινή.
Το γέλιο είναι ακτίνα, μαλαματένια όλη,
σαν την αγάπη άλλο δεν είναι περιβόλι,
του τραγουδιού η ζέστη όλα τα χιόνια λυώνει.

Τι ωφελεί οπού φυτρώνει
λουλούδια έξω η άνοιξις και σπέρνει πρασινάδα!
Έχω χειμώνα μέσα μου σαν η καρδιά πονεί.
Ο στεναγμός τον ήλιο τον πιο λαμπρό σκεπάζει,
σαν έχεις λύπη ο Μάης με τον Δεκέμβρη μοιάζει,
πιο κρύα είναι τα δάκρυα από το κρύο χιόνι.


Ιθάκη 

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Γιώργος Σεφέρης - Σχέδια για ένα καλοκαίρι(3 ποιήματα)


ΕΝΑΣ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ



Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως
σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.

Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού
το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου
που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσα
την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες·
αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους
απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας,
μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας,
σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος.
Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τούς εδώ, αυτές τις κολόνες·
κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά
σε βούρλα και σε καλάμια νησιά
που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει
ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντά
στη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου
σαν είμαι κουρασμένος — δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα.

Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι
και τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό
τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώτα
μάτια του κόσμου, κι οι θαλασσινές σπηλιές·
πόδια γυμνά στο κόκκινο χώμα.
Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι
λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου
λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ’ τη βροχή
σκόρπιες και κόκκινες σα χαλασμένα δίχτυα.

Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πρόσωπα δεν τα καταλαβαίνω
μιμούνται κάποτε το θάνατο κι έπειτα ξανά
φέγγουν με μια ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή
με μια προσπάθεια περιορισμένη ανέλπιδη
σφιγμένη ανάμεσα σε δυο ρυτίδες
σε δυο τραπεζάκια καφενείου κηλιδωμένα
σκοτώνουνται το ένα με τ’ άλλο λιγοστεύουν
κολλούν σα γραμματόσημα στα τζάμια
τα πρόσωπα της άλλης φυλής.

Περπατήσαμε μαζί μοιραστήκαμε το ψωμί και τον ύπνο
δοκιμάσαμε την ίδια πίκρα του αποχωρισμού
χτίσαμε με τις πέτρες που είχαμε τα σπίτια μας
πήραμε τα καράβια ξενιτευτήκαμε γυρίσαμε
βρήκαμε τις γυναίκες μας να περιμένουν
μας γνώρισαν δύσκολα, κανείς δε μας γνωρίζει.
Κι οι σύντροφοι φόρεσαν τ’ αγάλματα φόρεσαν τις γυμνές
άδειες καρέκλες του φθινοπώρου, κι οι σύντροφοι
σκοτώσανε τα πρόσωπά τους· δεν τα καταλαβαίνω.
Μένει ακόμα η κίτρινη έρημο το καλοκαίρι
κύματα της άμμου φεύγοντας ώς τον τελευταίο κύκλο
ένας ρυθμός τυμπάνου αλύπητος ατέλειωτος
μάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στον ήλιο
χέρια με φερσίματα πουλιών χαράζοντας τον ουρανό
χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής
χαμένα σ’ ένα σημείο που δεν τ’ ορίζω και με κυβερνά·
τα χέρια σου γγίζοντας το ελεύθερο κύμα.


Ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές…


Ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές δεν έχεις καιρό μήτε ν’ ανασάνεις
ανάμεσα στο πρόσωπό σου και στο πρόσωπό σου
μια τρυφερή μορφή παιδιού γράφεται και σβήνει.


Πάψε πια να γυρεύεις…


Πάψε πια να γυρεύεις τη θάλασσα και των κυμάτων
τις προβιές σπρώχνοντας τα καΐκια
κάτω απ’ τον ουρανό είμαστε εμείς τα ψάρια και τα
δέντρα είναι τα φύκια.

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Ιωάννα Διαμαντοπούλου, Τέσσερα Ποιήματα







1.

Σε στενεύουν τα ίδια λόγια χρόνια μετά
κι η πόλη που δεν άνοιξε τα παράθυρα της
με τους αγκώνες στηριγμένους στο πρεβαζι να δούμε μιά παρέλαση .
Να κι η προκαθορισμένη γαλάζια εκδρομή,
πήρες μαζί σου πιο πολύ από τα χρειαζούμενα,
στριμωξες μέσα κι έναν πικρό χειμώνα , για παν ενδεχόμενον.
Αμετανόητες παρελάσεις…

2.

Παραδόθηκα.
Κι είμαι εδώ με ό,τι ξεβράζει η θάλασσα .
Άοπλη οικονόμος, θλιβερά εξωστρεφής τιμονιέρης να κουμαντάρω τον Λόγο.
Σ ´αχαρτογράφητη περιοχή, στα στέκια του φόβου καθώς
βγαίνει από τα σπήλαια, αθώος μικροπωλητής,
μολύνει την θάλασσα, παγώνει τα μονοπάτια της πραγματικότητας.
Δύσκολο να τα περπατάς με γόβες στιλεττο.



3.

Φοβάμαι τους ανθρώπους στα σταυροδρόμια,
κυρίως όταν μου ζητούν να τους πάρω μαζί μου, αυτούς ή παλιές φωτογραφίες τους.
Τούς φοβάμαι κι όταν σκυφτοί στα ποτάμια ξεπλένουν τ ´ άπλυτα τής μνήμης.
Όσο ευάλωτοι κι αν δείχνουν κάτι τέτοιες στιγμές,
εγώ ξέρω,
αυτό είναι κάτι που γρήγορα αλλάζει.

Φοβάμαι και τίς φωνές, τους συρτούς θρήνους, τα τραγούδια τους, που δεν τα κάνεις να σωπάσουν μ´ ενα χάδι
κι αυτό τους κάνει να μη μοιάζουν με σκυλιά.

Εδώ γινόταν κάποτε σύναξη καλοκαιριών.
Βλέπεις τα ίχνη.



4.

Εμπιστεύθηκα λέξεις ασθενικές τότε
πού να σηκώσουν τέτοιο βάρος;
Πέσαν και τρυμματίστηκαν κι άλλο ήθελα να πω.
Μεταποιημένη λύπη, που δεν φοριέται πια,
χρόνια καίω μέσα μου του νεκρούς με οινόπνευμα
κι άλλους τούς ξαποστέλνω σε εσωτερικά ποτάμια αντί μικρού οβολού.
Με τον μεσήλικα πόνο παραστάτη, πέφτει ο στομφος και σώζεται στα δίχτυα της σιωπής .

*************
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
H Ιωάννα Διαμαντοπούλου γεννήθηκε το 1960 στην Αθήνα οπου και έζησε μέχρι το 1989. Απο τότε και μέχρι σήμερα ζει στην Γερμανία όπου εργάζεται σαν μαθηματικός , είναι μητέρα δύο παιδιών και ιδιωτικά πειραματίζεται πάντα με την Γραφή. Το 1981 εξέδωσε -φοιτήτρια ακόμη- την ποιητική Συλλογη “Παραμυθι στέρνο και παράλογο για απογευματινές ώρες “. Το 1999 δημοσιεύθηκαν ποήματα της στο περιοδικό Πλανόδιον. Έκτοτε συγκέντρωνε και δούλευε το υλικό της και σύντομα προχωρεί στην έκδοση μιας ποιητικής συλλογής

Πηγή:Ποιείν

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

Αλεν Γκίνσμπεργκ: 3 ποιήματα




Η σούτρα του ηλιοτροπίου

Περπάτησα στις πλευρές της αποβάθρας με τις μπανάνες και τα κονσερβοκούτια κι έκατσα
κάτω απ' τον ίσκιο μιας μηχανής της Σάουθερν
Πάσιφικ να δω το ηλιοβασίλεμα
πάνω απ' τους λόφους με τα χαμόσπιτα και να κλάψω.

Ο Τζακ Κέρουακ έκατσε δίπλα μου πάνω σ' έναν σπασμένο σκουριασμένο πάσσαλο, σύντροφός μου,
είχαμε τις ίδιες σκέψεις της ψυχής,
ταλαίπωροι και μελαγχολικοί
με μάτια θλιμμένα,
ζωσμένοι απ' τις ατσάλινες ροζιασμένες ρίζες
των δέντρων των μηχανημάτων.

Το λιγδιασμένο νερό του ποταμού καθρέφτιζε τον κόκκινο
ουρανό, ήλιος πεσμένος στις
τελευταίες κορυφές του Φρίσκο, κανένα ψάρι σ' αυτό το ρέμα, κανένας ερημίτης
σ' αυτά τα βουνά, μονάχα εμείς εδώ τσιμπλήδες με πονοκέφαλο από μεθύσι σαν
παλιοί αλήτες στην ακροποταμιά, κουρασμένοι και σαΐνια.

Κοίτα το Ηλιοτρόπιο,
μου 'πε,
υπήρχε μια πεθαμένη γκρίζα σκιά κόντρα στον ουρανό,
μεγάλη σαν άνθρωπος,
καθισμένη ξερή στην κορφή ενός σωρού από αρχαίο πριονίδι -
- Έτρεξα 'κει μαγεμένος
- ήταν το πρώτο μου ηλιοτρόπιο, μνήμες του Μπλέηκ
- τα οράματά μου
- το Χάρλεμ
και η κόλαση των ποταμών στα Ανατολικά,
γέφυρες που κλαγγάζουν Λιγδιασμένα Σάντουιτς
του Τζο,
χαλασμένα παιδικά καροτσάκια, μαύρα φαγωμένα λάστιχα αυτοκινήτων
ξεχασμένα και σκασμένα,
το ποίημα της ακροποταμιάς,
καπότες και καθίκια,
ατσάλινα μαχαίρια,
τίποτα ανοξείδωτο, μονάχα η λασπερή βρόμα
και τα κοφτερά σαν
ξυράφι τεχνουργήματα που περνάνε στο παρελθόν -
και το γκρίζο Ηλιοτρόπιο ζυγιαζόταν κόντρα στο ηλιοβασίλεμα, τσακισμένο ταλαίπωρο και
σκονισμένο με τη λέρα και την καταχνιά και τον καπνό
των γέρικων ατμομηχανών
στο μάτι του -
στεφάνι με θολά πέταλα τσαλαπατημένο και διαλυμένο σαν στραπατσαρισμένο στέμμα,
σπόρια πεσμένα απ' το πρόσωπό του, ξεδοντιασμένο - όπου να 'ναι - στόμα
ηλιόλουστου αέρα, ηλιαχτίδες λησμονημένες στο μαλλιαρό του κεφάλι σαν ξεραμένος
σκληρός ιστός αράχνης,
φύλλα που προεξέχουν απ' το κοτσάνι σαν χέρια,
χειρονομίες απ' την όλο πριονίδι ρίζα,
σπασμένα κομμάτια σοβά πεσμένα απ' τα μαύρα του κλωνάρια,
μια ψόφια μύγα
στο αφτί του,
Ανίερο στραπατσαρισμένο παλιόπραμα,
ηλιοτρόπιό μου

Ω ψυχή μου, σ' αγάπησα τότε!

Η λέρα δεν ήταν ανθρώπου λέρα,

μα θανάτου και ανθρώπινων ατμομηχανών,
όλο τούτο το κάλυμμα της σκόνης, τούτο το πέπλο
σκοτεινιασμένου σιδηροδρομικού
δέρματος, η καπνιά στα μάγουλα, τούτο το βλέφαρο μαύρου μαρτυρίου, τούτο
το καπνισμένο χέρι ή φαλλός ή τεχνητό εξόγκωμα χειρότερο
κι απ' τη βρόμα -
βιομηχανικό - μοντέρνο - όλος τούτος ο πολιτισμός που λερώνει το τρελό χρυσό σου στέμμα -
κι εκείνες οι θολές σκέψεις του θανάτου και τα σκονισμένα μάτια χωρίς αγάπη και
τ' απομεινάρια και οι μαραμένες ρίζες κάτω στον σπιτικό σωρό της άμμου και στο πριονίδι,
τα δολάρια του πληθωρισμού,
το πετσί της μηχανής,
τα κότσια και τα σωθικά του αυτοκινήτου
που κλαίει και βήχει,
τα άδεια έρημα κονσερβοκούτια με τις σκουριασμένες τους γλώσσες στερημένες, τι άλλο
να κατονομάσω,
τις καπνισμένες
στάχτες κάποιου πούρου της ψωλής,
τα μουνιά στα καροτσάκια,
και τα γαλακτερά στήθια των αυτοκινήτων,
φθαρμένοι κώλοι
καρεκλών και σφιγκτήρες
των δυναμό -
όλα πλεγμένα μες στις μουμιοποιημένες σου ρίζες - κι εσύ
στέκεσαι εκεί εμπρός μου στο
ηλιοβασίλεμα, κι όλη σου η δόξα στη μορφή σου!

Υπέροχη ομορφιά του ηλιοτροπίου!

Τέλεια και εξαίρετη
αγαπημένη ύπαρξη του
ηλιοτροπίου!

Ένα γλυκό φυσικό μάτι

στο νέο φευγάτο φεγγάρι,

που σηκώθηκε ζωντανό
και συνεπαρμένο αρπάζοντάς με στη σκιά του σούρουπου,
τη μηνιαία
χρυσή αύρα της ανατολής!

Πόσες μύγες βούιζαν γύρω σου,
χωρίς να φταίνε 'κείνες που 'σαι 'συ
μες στη βρόμα,
ενώ
καταριόσουν τους ουρανούς του σιδηροδρόμου και την λουλουδένια ψυχή σου;
Φτωχό νεκρό λουλούδι είσαι; πότε λησμόνησες πως λουλούδι ήσουν; πότε κοίταξες
το πετσί σου κι αποφάσισες πως ήσουν μια ανίκανη βρόμικη
παλιά ατμομηχανή;
το φάντασμα της ατμομηχανής; το φάσμα και η σκιά
μιας άλλοτε τρελής ισχυρής
Αμερικάνικης ατμομηχανής;

Δεν ήσουν ποτέ ατμομηχανή Ηλιοτρόπιο,
ήσουν ένα ηλιοτρόπιο!

Μην ξεχνάς τα λόγια μου!
Κι εσύ Ατμομηχανή, ήσουνα μια ατμομηχανή!
Κι έτσι άρπαξα τον χοντρό σκελετό του ηλιοτροπίου
και τον κράτησα σφιχτά στο πλευρό μου
σαν σκήπτρο, και δίνω το κήρυγμά μου στην ψυχή μου, και στην ψυχή του Τζακ,
και σ' όποιου άλλου που θα ακούσει, την ψυχή.

- Δεν είμαστε το πετσί μας το βρόμικο,
δεν είμαστε η φοβερή ανεμοδαρμένη σκονισμένη
αφάνταστη ατμομηχανή μας, είμαστε όλοι όμορφα
χρυσά ηλιοτρόπια μέσα μας,
ευλογημένα απ' την ίδια μας τη σπορά και χρυσά μαλλιαρά
γυμνά κατορθωμένα σώματα
που γίνονται τρελά μαύρα κανονικά
ηλιοτρόπια το ηλιοβασίλεμα, που τα
κρυφοκοιτάμε κάτω απ' τον ίσκιο της τρελής ατμομηχανής
της ακροποταμιάς στο ηλιοβασίλεμα του Φρίσκο με τους λόφους
και τα κονσερβοκούτια, το βράδυ της ρέμβης και της φαντασίας.



Πίσω στην Τάιμς Σκουέαρ ονειροπολώντας την Τάιμς Σκουέαρ


Αφήστε κάποιον θλιμμένο τρομπετίστα
να σταθεί στους άδειους δρόμους την αυγή
και να φυσήξει ένα ασημένιο ρεφρέν
στα κτίρια της Τάιμς Σκουέαρ,
εις μνήμην δέκα χρόνων, στις 5 το πρωί
με το λεπτό λευκό φεγγάρι μόλις
ορατό
πάνω απ’ τα πράσινα και υπερυψωμένα γραφεία
των Μακ Γκρόου - Χιλλ
ένας μπάτσος περνάει, μα είναι αόρατος
μέσα στη μουσική του


Το ξενοδοχείο Γκλόουμπ, ο Γκάρβερ ξάπλωνε ‘κει
σε γκρίζα κρεβάτια κι έγερνε
και καθάριζε τις βελόνες του-
και εγώ ξάπλωνα ‘κει πολλές νύχτες συμβιβασμένος
με τα παρατημένα ματωμένα του μπαμπάκια
κι ονειρευόμουν τον Μπλαίηκ να μιλάει-
Ήμουν μόνος ,
εδώ και δύο χρόνια ο Γκάρβερ είναι νεκρός στο Μεξικό,
το ξενοδοχείο χάθηκε κι έγινε πάρκιν
κι εγώ είμαι πάλι εδώ- κάθομαι ξανά στους δρόμους-
Οι ταινίες πήραν τη γλώσσα μας
οι μεγάλες κόκκινες επιγραφές
ΔΥΟ ΦΟΒΕΡΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ
Εφηβικός Εφιάλτης
Οι ταραξίες της Σελήνης
Μα ποτέ δεν ήμασταν ταραξίες κι εφιάλτης
αλλά αναζητητές της ξανθής νύξης
για την Αλήθεια.
Μερικοί γέροι είν’ ακόμα ζωντανοί
μα οι παλιοί πρεζάκηδες χάθηκαν -
Είμαστε ένας θρύλος, αόρατοι
μα θρυλικοί, όπως είχε προφητευτεί.



Ο θλιμμένος μου εαυτός

Κάποιες φορές όταν τα μάτια μου είναι κόκκινα
αναβαίνω στην κορυφή του κτιρίου της Αρ Σι Έι
και ατενίζω τον κόσμο μου, το Μανχάτταν -
τα κτίρια μου, τους δρόμους που έκανα τα κατορθώματά μου,
τις σοφίτες, τα κρεβάτια, τα φτηνιάρικα διαμερίσματα
- αποκάτω στην Πέμπτη λεωφόρο που κι αυτή την έχω στο μυαλό μου,
τα αυτοκίνητα της σαν μυρμήγκια, μικρά κίτρινα ταξί, άνθρωποι
που περπατούν στο μέγεθος μάλλινων ψηγμάτων -
Πανόραμα των γεφυρών, ξημέρωμα πάνω από τη μηχανή του Μπρούκλυν,
ο ήλιος δύει στο Νιου Τζέρσεϊ που γεννήθηκα
και στο Πάτερσον που έπαιξα με τα μυρμήγκια -
οι κατοπινοί μου έρωτες στην 15η οδό,
οι πιο μεγάλοι μου έρωτες στο Λόουερ Ηστ Σάιντ,
τα κάποτε υπέροχα αμόρε μου στο Μπρονξ
πέρα μακριά -
πορείες που διασταυρώνονται σ’ ετούτους τους κρυμμένους δρόμους,
η ιστορία μου ολόκληρη, οι απουσίες και οι
εκστάσεις μου στο Χάρλεμ -
- ο ήλιος λάμπει πάνω από κάθε τι που εξουσιάζω
μ’ ένα κλείσιμο του ματιού στον ορίζοντα
μέσα στην έσχατη μου αιωνιότητα -
το ζήτημα είναι άπιαστο.

Θλιμμένος,
παίρνω το ασανσέρ και κατεβαίνω,
συλλογισμένος,
και περπατώ στα πεζοδρόμια καρφώνοντας τα μάτια σ’ όλων των ανθρώπων
τις τζαμαρίες, τα πρόσωπα,
κι ύστερα αναρωτιέμαι ποιος νιώθει αγάπη,
και σταματώ, θολωμένος
μπροστά σε μια βιτρίνα αυτοκινήτων
και στέκομαι χαμένος μέσα σε χαλαρές σκέψεις,
με την κίνηση να πηγαίνει πάνω και κάτω στα τετράγωνα της 5ης λεωφόρου
πίσω μου
προσμένοντας για μια στιγμή όταν …
Είναι ώρα να γυρίσω στο σπίτι και να φτιάξω βραδινό και να ακούσω
τα ρομαντικά νέα του πολέμου στο ραδιόφωνο
… κάθε κίνηση παύει
και περπατώ μέσα στην άχρονη θλίψη της ύπαρξης,
η τρυφερότητα ξεχύνεται μέσα από τα κτίρια,
τα ακροδάχτυλά μου αγγίζουν το πρόσωπο της πραγματικότητας,
το πρόσωπο το δικό μου το γραμμωμένο από δάκρυα στον καθρέφτη
κάποιου παραθύρου - το σούρουπο -
όταν δεν νιώθω καμιά επιθυμία -
για καραμέλες - ή να αποκτήσω φουστάνια ή Γιαπωνέζικα
αμπαζούρ της διανόησης -
Σαστισμένος με το θέαμα γύρω μου,
άντρες να αγκομαχούν στο δρόμο
με δέματα, εφημερίδες,
γραβάτες, όμορφα κοστούμια
σύμφωνα με το γούστο τους
άντρες, γυναίκες, που ξεχύνονται πάνω στα πεζοδρόμια
κόκκινα φώτα που ρυθμίζουν ρολόγια βιαστικά και
ελεγχόμενες κινήσεις -
Και όλοι ετούτοι οι δρόμοι να οδηγούν
τόσο διαγώνια, γεμάτοι κόρνες, εκτεταμένα,
μέσα από λεωφόρους
στοιχειωμένες από ψηλά κτίρια ή πηγμένες στη βρώμα
των φτωχικών συνοικιών
μέσα από τόση μπλοκαρισμένη κίνηση
αυτοκίνητα και μηχανές να ουρλιάζουν
με τόσο πόνο σ’ αυτήν την
εξοχή, σ’ αυτό το νεκροταφείο
στην γαλήνη
του νεκροκρέβατου ή του βουνού
που κάποτε αντίκρισα
ποτέ δεν ξαναβρήκα ή επιθύμησα
να έρθει στο μυαλό μου
όπου ολόκληρο το Μανχάτταν που είδα πρέπει να εξαφανιστεί.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Μυρτιώτισσα - Θα ξεχάσω ποτέ...


Οι περισσότεροι γνωρίζουν τη Μυρτιώτισσα από τα ερωτικά της ποιήματα και το "Σ' αγαπώ".
Κι όμως υπάρχουν κι άλλα σπουδαία ποιήματα. Υπάρχει κι αυτή η πλευρά της.

Θα ξεχάσω ποτέ...

Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς το χειμώνα
με το τζάκι που πάγωσ’ εκεί στη γωνιά του,
με του λύχνου το φως που όσο πάει και χλωμιάζει
κι η ψυχή σε πηγμένο σκοτάδι βουλιάζει;

Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς τον Απρίλη
που σερνόταν μουγγά μες στις άχαρες στράτες,
των πουλιών τις φωνές όπου ηχούσαν το δείλι
σάμπως κλάμα πνιχτό απ’ ανθρώπινα χείλη;

Θα ξεχάσω ποτέ τη γυναίκα που εβόγγα
με το βρέφος απάνω στον άδειο μαστό της
και κοιτώντας μακριά με μιαν έκφραση τρόμου
εξεψύχαγε αργά σε μιαν άκρη του δρόμου;

Θα ξεχάσω ποτέ τ’ αμολόγητο δράμα,
τα κορμιά που στο κάρο τα σώριαζε η πείνα,
τα σκυλιά που απ’ το σπίτι τα διώχναν με βία,
και σε βλέπαν με μάτια γεμάτα απορία;

Για μια στάλα ψωμί πού είχε απλώσει να πάρει,
νηστικό καθώς ήταν το δόλιο παιδάκι
του το σπάσαν το χέρι οι οχτροί· τέτοιο κρίμα
θα το πλύνει ποτέ των αιώνων το κύμα;

Κι όλα κείνα τα νιάτα πού πήρε το ρέμα
τόση φλόγα που εσβήστη απ’ του πόλεμου τ’ άχτι,
τις καρδιές που’ ναι στόχος, θροφή του θανάτου,
κι’ απομένουν στη γης, λίγες στάλες αιμάτου,

Θα μπορέσω ποτέ, βλογημένη όταν φτάσει
κολυμπώντα στο φως η ελεύτερη μέρα,
θα μπορέσω τις φρίκες που ζω να ξεχάσω,
να γευτώ τη χαρά και Λαμπρή να γιορτάσω;

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Μιλτος Σαχτούρης - Φυσούσε


Φυσούσε
λουλούδια από άλλο κόσμο

σαν εκκλησία

με μαύρα στίγματα όμως του κακού
σκορπισμένα
να καίνε κόκκινο το δέρμα

μέσα στον ύπνο
τραγικά
 μοσχοβολούσαν
τα  μαλλιά της

ΚΑΤΕΒΑΙΝΕ ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΞΕΝΟΣ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟΣ

Το αίμα καίει το μυαλό
η άνοιξη μια στιγμή φάνηκε κάπου κοντά στα κυπαρίσσια
ωραία πουλιά πέφταν με δύναμη
σε κάθοδο φριχτή
κι άλλα ζεστά πουλιά μεσ' απ' τον ήλιο
βγαίναν κι ανεβαίναν

από την πόλη χάθηκαν τα περιστέρια

η μαύρη γυναίκα έστελνε
ψεύτικα
λουλούδια στους νεκρούς

ΒΑΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

Βαριά από την Άνοιξη
η φλόγα
τα μάτια ανοίξανε σαν τάφοι
πράσινα χόρτα φύτρωσαν γύρω στο στόμα
τα βλέφαρα χάθηκαν μακριά
φύγανε τα μαλλιά
μα η πληγή έμεινε ορθάνοιχτη
κι ουρλιάζει


ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ


Τί γυρεύει το κορίτσι
στο σκοτάδι της καρέκλας;
γρήγορα
καθώς νυχτώνει το φθινόπωρο 
γδύνεται
με σύννεφα μπροστά στα μάτια
με τη βροχή μες στο κεφάλι
με τη βελόνα στην καρδιά
βγάζει τις κάλτσες 
 βγάζει τα λουλούδια
πετάει το φωτοστέφανο

έξω τα φύλλα του καιρού
βάφονται μες στο αίμα


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ

Χρόνια
ο ουρανός
ήτανε ένα δύσκολο χαρτί
κρυμμένο
μες στην τσέπη μου
και μες στον κήπο μου φύτρωνε όλη τη μέρα
αίμα
γιατί βροχή
πέφταν οι πέτρες απ’ τον άλλο ουρανό
τσακίζοντας
κρέατα
και κόκαλα

Έτσι
σαν ήρθε η Ανάσταση 
ντυμένος μαύρα
μ’ ένα κόκκινο κερί
βγήκα
τρελός
στους δρόμους

ήμουνα ένα κίτρινο
πουλί
σαν κι αυτά που ζωγράφιζε
ο Modigliani
ποτέ μου
ποτέ μου
δεν είχα γεννηθεί


ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ


Τα ωραία νησιά
δεν έχουν ουρανό
τα πτώματα εκεί
έχουνε κόκκινα φτερά
τα κόκαλα
λάμπουν
σαν
άσπιλη
άσπρη φωτιά
κι έρημο το φεγγάρι

εκεί
το ξεδοντιασμένο
το στόμα της γριάς
έχει ουρανό


Η ΚΑΚΗ ΕΙΚΟΝΑ


Σκάζανε αυγά
κι έβγαιναν στον κόσμο
άρρωστα παιδιά
σα σπασμένα άστρα
μαύρα περιστέρια
διώχνανε τον ήλιο
με κακές πετσέτες
μ’ άχαρες στριγκλιές
έβραζε η θάλασσα
καίγαν τα πουλιά της
τα διωγμένα ψάρια
κλαίγαν στο βουνό
κι ένα λυσσασμένο
κόκκινο φεγγάρι
ούρλιαζε δεμένο
σα σφαγμένο βόδι


ΓΙΑΤΙ


Γιατί το αίμα του χειμώνα

έβγαλε φτερά την άνοιξη
και πέταξε το καλοκαίρι;
γιατί τα λουλούδια που φύτεψα στον
κήπο μου
φύτρωσαν άγρια στον καθρέφτη της
κάμαρας μου;
γιατί τ’ ωραίο άσπρο σώμα
που κρατούσα

μαύρισε
και μου έβαψε τα χέρια;
γιατί μετράνε τα πουλιά την άνοιξη με
τα μαχαίρια;
γιατί οι αρρώστιες του καλοκαιριού 
φάνηκαν στο φεγγάρι του χειμώνα;
γιατί τα μαύρα μαλλιά που τύλιγα
τα χέρια μου
γίναν αράχνες και δέρματα σκονισμένα;
γιατί το φλιτζάνι που έπινα καφέ
γέμισε ένα πράσινο σκοτεινό μαρτύριο;

Δεν έχει κόκκινη απάντηση
το γιατί είναι μια μεγάλη έλλειψη
κάτι σαν τάφος