Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Χρυσόθεμις- Γιάννης Ρίτσος




(Ήσυχο απομεσήμερο στα τέλη του καλοκαιριού. Λιακάδα. Αραιά σύννεφα. Κάτι σαν πρώτη πνοή φθινοπώρου. Μια νεαρή δημοσιογράφος, σταλμένη από ’να μεγάλο συγκρότημα εφημερίδων, ανηφορίζει τον αρχαίο, μυθικό λόφο, περνάει τα αφρούρητα τώρα προπύλαια, ανεβαίνει τα πέτρινα σκαλιά και χτυπάει το ρόπτρο του μισοερειπωμένου αρχοντικού. Στην παλάμη της ένιωσε τη ζέστη του μετάλλου. Η ίδια η γηραιή Δέσποινα κατέβηκε να της ανοίξει. Την οδήγησε σ’ ένα μεγάλο σαλόνι που μύριζε σκόνη, μαραμένα τριαντάφυλλα, μουχλιασμένο βελούδο και μετάξι. Η νέα της μιλάει με πολύ σεβασμό. Της εξηγεί το σκοπό της επίσκεψής της, — κάποια συνέντευξη, λέει. Κάτι είπε ακόμα για την "καθάρια, σιωπηλή, μοναχική της ελευθερία". Η Δέσποινα, φανερά συγκινημένη, μ’ ένα παιδιάστικο ρόδισμα ρυτιδωμένο πρόσωπό της, στριφογυρίζει με τον αντίχειρα και τον μεσαίο του δεξιού χεριού, ένα παράξενο δαχτυλίδι που φοράει στον παράμεσο του αριστερού. Την ακούει μ’ ευγενική προσοχή, όπου μόλις διαφαίνεται κάποια αφαίρεση, κάποια αμηχανία και κάποια αόριστη προετοιμασία. Σιωπή. Τα σκονισμένα κρύσταλλα του πολυελαίου αστράφτουν πότε πότε. Έξω, στον κήπο, ακούστηκε ήμερη η φωνή του γερο-κηπουρού, — ίσως μιλούσε μ’ ένα πουλί, μ’ ένα σκυλί ή μ’ ένα λουλούδι. Αμέσως ύστερα ακούστηκαν τα τζιτζίκια σε άξαφνη παραφορά. Τότε, η γηραιή Δέσποινα, σαν ενθαρρυμένη και προστατευμένη απ’ αυτόν τον συγκεχυμένο θόρυβο, άρχισε να μιλάει σ’ έναν τόνο μετρημένο που, ωστόσο, δεν καλύπτει κάποια απόχρωση μακρινής, ανεξήγητης ευδαιμονίας. Ένα πουλί στάθηκε στο περβάζι του παράθυρου. Συγκατάνευσε. Έφυγε).

Πώς έγινε και με θυμήθηκαν; Εμένα κανένας ποτέ δε με θυμάται. Κανένας
ποτέ δε με πρόσεξε. Παράπονο δεν έχω. Καλά μου ήταν όλα,
κι ίσως καλύτερα έτσι.
Ξέρετε, στο πέρασμα του χρόνου,
τα πάντα, όσο πικρά ή και τρομερά, μας φαίνονται σαν απαραίτητα,
σαν χρήσιμα κι όμορφα μάλιστα. Και τούτο το τραχύ βουνό από πάνω μου
ήταν μια συντροφιά —μια προστασία σχεδόν,— ντυνόμουν τον ίσκιο του.

Λοιπόν, μέσ’ από την αφάνειά μου, χαιρόμουν να βλέπω και ν’ ακούω. Μπορούσα
να ονειρεύομαι ελεύθερα. Ήταν όμορφα, αλήθεια — σα να ’ζησα
έξω απ’ την ιστορία, σ’ έναν δικό μου ανέγγιχτο, απόλυτο χώρο,
προφυλαγμένη, και παρούσα ωστόσο.
Ώρες ολόκληρες παρατηρούσα
το αποκλεισμένο νερό μες στο ποτήρι με τους σάπιους μίσχους
από λουλούδια ξεχασμένα εκεί· — κάτι βελούδινο

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019

Μαγιακοφσκι:Καινούριους οικοδόμους περιμένουν οι ερειπωμένες πόλεις

(Αποσπάσματα)

Καινούριους οικοδόμους περιμένουν οι ερειπωμένες πόλεις.
Ο ανεμοστρόβιλος της επανάστασης ξερίζωσε από τις καρδιές 
τις ροζιασμένες ρίζες της σκλαβιάς. 
Τη μεγάλη σπορά περιμένει η λαϊκή ψυχή. 
Σε σας που πήρατε στα χέρια σας την κληρονομιά της Ρωσίας,
 σε σας που το πιστεύω, αύριο θα γίνετε
 αφέντες όλου του κόσμου, 
απευθύνω το ερώτημα: με τι είδους
 φανταστικά κτίρια θα σκεπάσετε 
το χώρο των χθεσινών πυρκαγιών; 
Τι είδους τραγούδια και μουσικές 
θα ξεχύνονται απ' τα παράθυρά σας;
 Σε τι λογής Βίβλους θα ανοίξετε τις ψυχές σας;

ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΘΑΡΜΑ



ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΘΑΡΜΑ

(Μετάφραση Χρήστος Τρικαλινός)


Δόξα, Δόξα, Δόξα στους ήρωες!!!
Όμως,
αρκετό
φόρο τιμής τους αποτίσαμε.
Τώρα
για το κάθαρμα
ας μιλήσουμε.


Πάψανε οι θύελλες των επαναστατικών λίκνων.
Σκεπάστηκε με βρύα ο σοβιετικός αναβρασμός.
Και ξετρύπωσε
πίσω απ’ τις πλάτες της ΡΣΟΣΔ
σαν σκιάχτρο
ο μικροαστισμός

(Μην προσπαθείτε από τις λέξεις να πιαστείτε,
δεν είμαι καθόλου ενάντια στο μικροαστικό στρώμα.
Στους μικροαστούς
ανεξάρτητα από τάξεις και στρώματα
το δοξαστικό μου).


Απ’ όλες τις απέραντες ρούσικες πεδιάδες
από της σοβιετικής γέννησης την πρώτη μέρα
ξεχύθηκαν αυτοί,
γοργά αλλάζοντας το πτέρωμα,
σε όλα τα ιδρύματα μπήκαν με αέρα.
Γεμίζοντας με ρόζους τους πισινούς απ’ το πεντάχρονο καθισιό,
γεροί, σαν νεροχύτες,
ζουν μέχρι τώρα –
πιο ήσυχοι κι απ’ το νερό.
Έστησαν βολικά γραφεία και κρεβατοκαμαρούλες.

Και το βράδυ
το ένα ή το άλλο ερπετό,
τη γυναίκα του,
που μαθαίνει πιάνο, κοιτάζοντας,
λέει
από το σαμοβάρι κοκκινωπό:
«Συντρόφισσα Νάντια!
στη γιορτή θα πάρω αύξηση –
24 χιλιάρικα.
Ταρίφα.
Εχ,
και θ’ αγοράσω για τον εαυτό μου
βρακιά απ’ τον Ειρηνικό Ωκεανό,
έτσι που απ’ το παντελόνι
να βγαίνω
σαν κοραλλοειδής ύφαλος!»
Κι η Νάντια:
«Και για μένα φορέματα μ’ εμβλήματα.
Χωρίς σφυροδρέπανο δεν μπορείς να βγεις στον κόσμο!
Με τι
θα κάνω
σήμερα φιγούρα
στο χορό του Επαναστατικού Συμβουλίου;»

Στον τοίχο ο Μαρξ.
Σε κάδρο πορφυρό.
Στην «Ιζβέστια» ξαπλωμένο, το γατάκι κοιμάται.
Και κάτω από την οροφούλα
τιτιβίζει
ξετρελαμένο το καναρίνι.

Ο Μαρξ από τον τοίχο κοίταζε, κοίταζε…
Και ξαφνικά
άνοιξε το στόμα,
κι αρχίζει να φωνάζει:
«Τυλίξατε την επανάσταση στα νήματα του μικροαστισμού.
Πιο φοβερή κι από τον Βράνγκελ η μικροαστική ζωή.
Γρήγορα
στρίψτε το λαιμό κάθε καναρινιού –
ώστε ο κομμουνισμός
από τα καναρίνια να μη νικηθεί!



Καλά


Χειμώνας τσουχτερός.
Μεγάλη παγωνιά.
Μα τα κορμιά
Ολο ίδρωτα
Κολλάνε από τις μπλούζες κάτου.
Κάτω απ' τις μπλούζες
Οι κομμουνιστές
Καυσόξυλα φορτώνουνε βαριά
Στην εθελοντική εργασία του Σαββάτου.
Δε θα σκολάσουμε
Αν και
Πέρασε η ώρα της δουλειάς
Κι είναι το σκόλασμα
Δικαίωμά μας.
Δικά μας τα βαγόνια
Και
Δικός μας δρόμος όπου πας,
Κι εμείς
Φορτώνουμε
Τα ξύλα τα δικά μας.
Μπορούμε
Να σκολάσουμε
Κατά τις δυο -
Μα εμείς
Αργά θα φύγουμε
Τη νύχτα
Παγώνουν τα συντρόφια μας,
Κρύο τσουχτερό.
Χρειάζονται τα ξύλα μας.
Μες στη φωτιά τους ρίχτα.
Βαρειά δουλειά,
Δουλειά εξαντλητική, να πεις
Κι ούτε καπίκι
Για όλη αυτή
Την αγγαρεία.
Ομως εμείς
Δουλεύουμε
Σάμπως εμείς
Να φτιάχνουμε
Την πιο μεγάλη εποποιία.



Ξελασπώστε το μέλλον!

Το μέλλον δε θα 'ρθει από μοναχό του, έτσι νέτο - σκέτο,
αν δεν πάρουμε μέτρα κι εμείς.
Από τα βράγχια, κομσομόλε, άρπαξέ το!
Απ' την ουρά του, πιονέροι, εσείς.
Η κομμούνα δεν είναι μια βασιλοπούλα του παραμυθιού, που λες,
Για να την ονειρεύεσαι τις νυχτιές.
Μέτρησε, καλοσκέψου, σημάδευσε - και τράβα, βήματα τα βήματα,
Εστω και πάνω σε μικροζητήματα,
Δεν είναι ο κομμουνισμός, μόνο στα κάθιδρα εργοστάσια εκείνα.
Είναι και μες στο σπίτι, στο τραπεζάκι μπρός,
Στις σχέσεις, στη φαμίλια, στην καθημερινή ρουτίνα.
Πόλεμος δεν είναι μόνο, όπως θαρρείς εσύ,
Να λες, ναι, στα μέτωπα με βολές πολυβόλου.
Της φαμίλιας, του σπιτικού η επίθεση,
Για μας μικρότερη απειλή δεν είναι διόλου.
Εκείνος, που υποτάχτηκε στην πίεση της φαμίλιας,
Κοιμάται μες στη μακαριότητα ρόδων φτιαγμένων με χαρτί -
Αυτός, δεν έφτασε το μπόι
της δυνατής ζωής, εκείνης που θα 'ρθει.
Σαν τη φλοκάτη, και το χρόνο επίσης,
Ο σκόρος της καθημερινότητας του κατατρώει στιγμή - στιγμή.
Το σκονισμένο ρούχο των ημερών μας για να αερίσεις,
Ε, κομσομόλε τίναξέ το εσύ.
Και ξαφνικά
άνοιξε το στόμα,
κι αρχίζει να φωνάζει:
«Τυλίξατε την επανάσταση στα νήματα του μικροαστισμού.
Πιο φοβερή κι από τον Βράνγκελ η μικροαστική ζωή.
Γρήγορα
στρίψτε το λαιμό κάθε καναρινιού –
ώστε ο κομμουνισμός
από τα καναρίνια να μη νικηθεί!