Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Γιάννης Ρίτσος - Πάντα μαζί μας, πάντα δικός μας







22 χρόνια χωρίς το Γιάννη Ρίτσο. Χωρίς τη φυσική του παρουσία εννοώ. Γιατί τα ποιήματά του, η ουσία του είναι και θα είναι πάντα εδώ. Ο Γ.Ρίτσος ήταν πάντα μαζί μας, ήταν πάντα δικός μας, πάντα στο πλάι των απλών ανθρώπων, του λαού. Κι αυτό έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Ηταν το πιο σπουδαίο του παράσημο.


«Ενας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του

Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ' τις σκάλες των αιώνων

ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά...»






Καπνισμένο τσουκάλι

Ξέρουμε πως ο ίσκιος μας θα μείνει πάνου στα χωράφια
πάνου στην πλίθινη μάντρα τού φτωχόσπιτου
πάνου στους τοίχους των μεγάλων σπιτιών που θα χτίζουν αύριο
πάνου στην ποδιά τής μητέρας που θα καθαρίζει φρέσκα φασολάκια
στην δροσερή αυλόπορτα. Το ξέρουμε.
Ευλογημένη είναι η πίκρα μας
Ευλογημένη η αδελφοσύνη μας
Ευλογημένος ο κόσμος που γεννιέται.

Κάποτε είμαστε πολύ περήφανοι, αδελφέ μου,
γιατί δεν είμαστε καθόλου σίγουροι.
Μεγάλα λόγια λέγαμε
πολλά χρυσά γαλόνια βάζαμε στο μπράτσο τού στίχου μας
ένα ψηλό λοφίο ανέμιζε στο μέτωπο του τραγουδιού μας
κάναμε θόρυβο-φοβόμαστε, γι αυτό κάναμε θόρυβο
σκεπάζαμε το φόβο μας με τη φωνή μας
χτυπούσαμε τα τακούνια μας στο πεζοδρόμιο
ανοιχτές δρασκελιές, καμπανιστές
όπως κείνες οι παρελάσεις με τ' άδεια κανόνια
που τις κοιτάν οι άνθρωποι απ' τα πορτοπαράθυρα
και που κανείς δεν τις χειροκροτάει.

Τότες βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες, στα μπαλκόνια,
φωνάζαν τα ραδιόφωνα, ξανάλεγαν τους λόγους,
πίσω απ' τις σημαίες κρυβόταν ο φόβος
μέσα στα τύμπανα αγρυπνούσαν οι σκοτωμένοι
κανείς δεν καταλάμβαινε τι γινόταν
οι σάλπιγγες μπορεί να δίναν το ρυθμό στα βήματα
δεν δίναν το ρυθμό στη καρδιά. Ψάχναμε το ρυθμό.
Οι αντιφεγγιές απ' τα όπλα και τα τζάμια κάτι δίναν στα μάτια μια στιγμή - τίποτ' άλλο
ύστερα κανένας δεν θυμόταν λέξη, δεν θυμόταν πρόσωπο και ήχο.
Το βράδυ όταν σβήναν τα φώτα κ' έσερνε ο αγέρας στους δρόμους
τις χάρτινες σημαιούλες
κ' η βαρειά σκιά ενός οδοστρωτήρα έμενε στην πόρτα
εμείς αγρυπνούσαμε
μαζεύαμε τη σκόρπια βουή των δρόμων
μαζεύαμε τα σκόρπια βήματα
βρίσκαμε το ρυθμό, την καρδιά, τη σημαία.

Και να, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα δεν χρειάζονται περισσότερα.
Και αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος
σε όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη
έτσι να λέμε πια τα σύκα : σύκα, και τη σκάφη : σκάφη,
έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: «τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα». Αυτό θέλουμε και μεις.

Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ' τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.

Παραδοχή

Νικημένος απ' το γαλάζιο
με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα της σιωπής
πεθαμένος από ζωή
πεθαμένος από νιότη
βουλιαγμένος κάτου απ' τη φωτιά του
με το φύκι σαλεύοντας στη μασκάλη του-

Το κύμα της μέρας δεν εύρισκε αντίσταση
μήτε σ' ένα χαλίκι της σκέψης του.

Είταν έτοιμος πια για τον έρωτα
και για το θάνατο.

(Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου (1938-1941)

Παραμονές ήλιου

VIII

Δω πέρα σταματούν τα μάτια παραπλανημένα από δυο σύγνεφα.
Ακούγονται φωνές. Ένα παιδί ζητάει ψωμί.
Χτυπάει μια πόρτα. Κι άλλη. Μια ντουφεκιά.
Μια μάνα τρέχει ξεχτένιστη στα χωράφια. Τι περιμένεις;
Τ' αλέτρι μπήγεται στο χώμα. Η σφαίρα τούτη για το θάνατο.
Για τίποτα δεν μετανιώσαμε. Ένα τριαντάφυλλο έβαψε στο αίμα το μαντήλι του
και χαιρετάει τον κόσμο που μας θέλει και τον θέλουμε.

Εαρινή Συμφωνία 

Άκου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ’ τα χείλη των παιδιών
απ’ την άγνοια των χελιδονιών
απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.

Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.

Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που ‘χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που ‘χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.

Χριστέ μου
τι θα ‘τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;

ΙΙ

Είχα κλείσει τα μάτια
για ν' ατενίζω το φως.

Τυφλός.
Είχα κάψει τη φλόγα
για ν' αναπνέω.

Τις νύχτες
αφουγκραζόμουν τους θρόους τής σιγής
κ' η ανάσα του χαμόγελου
δε γνώριζε τη μετάνοια.

Να δακρύζω
πάνω στα διάφανα χέρια μου
από μια διάφανη χαρά
που δεν επιθυμεί.

Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.
Πιο πέρα.
Εκεί που καταλύεται τ' όνειρο
κι η φθορά έχει φθαρεί.

Κ' ήρθες εσύ.

XVI

Χαρά χαρά.
Δε μας νοιάζει
τι θ' αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.

Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.

Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή τού απείρου.

Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
Ένα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.

Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.

Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδυ
την ανάσα τής θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.

Ένα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.



Τρύγος

Άσπρα σπίτια, κάτασπρα,
τα βερικοκιά τα κεραμίδια,
γαλανά παραθυρόφυλλα,
τ’ άλογα τα κανελιά μες στον αυλόγυρο,
τ’ άσπρα μες στο πράσινο,
τα μπαλκόνια μάλαμα και θάλασσα.

Τα μουλάρια στον ανήφορο της πέτρας,
και τα γαϊδουράκια μες στ’ αγκάθια,
ψάθες και μαχαίρια και καλάθια μες στ’ αμπέλια
γέλια.

Δάχτυλα και γόνατα,
στήθια και σαγόνια
μες στο μούστο ματωμένα,
κόκκινες φωτιές κι ιδρώτας,
στις κατηφοριές
το χρυσό κακάρισμα της κότας.

Κι όπως γαλανίζει το βραδάκι,
το μαβί, το βιολετί,
να κι η Παναγιά στη δημοσιά,
πλάι στα κάρα, στα κουδούνια, στα σταμνιά
και στα κλαδωτά μαντίλια,
να τη η Παναγιά
να κρατάει στην ασημένια της ποδιά
πέντε οκάδες κόκκινα σταφύλια.


Με τόσα φύλλα

Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
Με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός
Και τούτοι μες στα σίδερα, και κείνοι μες στο χώμα
Και τούτοι μες στα σίδερα, και κείνοι μες στο χώμα

Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας

Κάτω απ’ το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί
προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την Ανάσταση

Τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
Δεν μπορεί κανείς να μάς το πάρει
Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.



Ειρήνη

Τ’ όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη
Τ’ όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη
Τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα
είναι η ειρήνη. Ο πατέρας που γυρνάει τ’ απόβραδο
μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ’ ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
και οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού
που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
είναι η ειρήνη.
Όταν οι ουλές απ’ τις λαβωματιές
κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
και μες στους λάκκους που ‘καψε η πυρκαγιά
δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα
κι οι νεκροί μπορούν να γείρουν στον πλευρό τους
και να κοιμηθούν δίχως παράπονο
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι η μυρουδιά του φαγητού το βράδυ,
τότε που το σταμάτημα του αυτοκινήτου στο δρόμο
δεν είναι φόβος,
τότε που το χτύπημα στην πόρτα
σημαίνει φίλος,
και το άνοιγμα του παραθύρου κάθε ώρα
σημαίνει ουρανός,
γιορτάζοντας τα μάτια μας
με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,
είναι ειρήνη.
Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα
κι ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει,
τότε που τα στάχυα γέρνουν το ‘να στ’ άλλο λέγοντας:
το φως, το φως
και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως,
είναι η ειρήνη.
Τότε που οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,
τότε που ένα τραγούδι ανεβαίνει από κατώφλι σε κατώφλι τη νύχτα,
τότε που τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει απ’ το σύγνεφο
όπως βγαίνει απ’ το κουρείο της συνοικίας
φρεσκοξυρισμένος ο εργάτης το Σαββατόβραδο,
είναι η ειρήνη.
Τότε που η μέρα που πέρασε,
δεν είναι μια μέρα που χάθηκε,
μα είναι η ρίζα που ανεβάζει τα φύλλα της χαράς μέσα στο βράδυ
κι είναι μια κερδισμένη μέρα κι ένας δίκαιος ύπνος,
που νιώθεις πάλι ο ήλιος να δένει βιαστικά τα κορδόνια του
να κυνηγήσει τη λύπη απ’ τις γωνιές του χρόνου,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι οι θημωνιές των αχτίνων στους κάμπους του καλοκαιριού
είναι τ’ αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.
Όταν λες: αδελφές μου, – όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε.
όταν χτίζουμε και τραγουδάμε,
είναι η ειρήνη.
Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας
Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη.
Και τ’ αλέτρια που χαράζουν βαθιές αυλακιές σ’ όλη τη γη,
ένα όνομα μονάχα γράφουν:
Ειρήνη.
Τίποτ’ άλλο. Ειρήνη.
Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα,
είναι η ειρήνη.
Αδέρφια,
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει όλος ο κόσμος
με όλα τα όνειρά μας
Δώστε τα χέρια αδέρφια μου,
αυτό ‘ναι η ειρήνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου