Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Aθάνατοι θνητοί, θνητοί αθάνατοι-Νικος Καρούζος

Ενα σπάνιο κείμενο του Ν.Καρούζου για την Τέχνη

Ο εικοστός αιώνας πλησιάζει πια στο χρονικό του τέλος. Η ιλιγγιώδης ανάπτυξη της τεχνικής, μαζί με τις κοινωνικές επαναστασεις και τις ριζικές μεταβολές εξουσίας σε όλα σχεδόν τα σημεια του πλανήτη, πρέπει να αναγνωρίσουμε πως είναι το κυριότερο χαρακτηιστικό της ιστορικης φυσιογνωμίας του. Τα μεγάλα επιτευγματα της τεχνικης περιβάλλουν τον άνθρωπο του αιώνα με ένα όλωσδιόλου κάλος, που όμως τον είχε μπερδέψει σε κάποιες περιπτωσεις, αναφορικά με τη διαλεχτική συνάρτηση ζωής και ποίησης (εννοώντας μ' αυτή την τελευταία λέξη  και συνολικά την καλλιτεχνικη δημιουργία). Ηδη το πρώτο αισθητικό κίνημα του αιώνα μας, ο φουτουρισμός, εκφράζει αυτή τη σύγχυση. Θα τη σχολιάσουμε στη σύντομη τούτη ομιλία μας, αντιμετωπίζοντας ειδικα την ταραχώδη φουτουριστική λογική, για να ξεμπλέξουμε τα πράγματα. Στις 20 Φεβρουαρίου 1909 δημοσιεύτηκε στον Παρισινό Φιγκαρό το "μανιφέστο του Φουτουρισμού" με την υπογραφή του αρχηγού του κινήματος Φίλιππου Μαρινέττι(1876-1944), ενός δαιμόνιου και έξαλλου Ιταλού γεννημένου και μεγαλωμένου στην Αλεξάνδρεια. Σ' αυτό το μανιφέστο που είναι ένα φανταχτερό μίγμα "μηχανολατρείας", αντιπαρελθοντισμού και κακώς εννοούμενου Νιτσεισμού, διαβάζουμε στην υπ' αριθμόν 4 πρόταση:
"Διακηρυσσουμε πως η λαμπρότητα του κόσμου πλουτίστηκε με μια καινούργια ομορφιά: Την ομορφιά της ταχύτητας. Ενα αυτοκίνητο κούρσας(...), ένα αυτοκίνητο που μουγκρίζει τρέχοντας ωσάν βολίδα, είναι ωραιότερο από την Ν ί κ η  τ η ς  Σ α μ ο θ ρ ά κ η ς"
Ανεξάρτητα με τη δημιουργική ανάγκη της ποίησης -και πολύ σωστά- να προσαρμόζεται στις ανοδικά εξελισσόμενες μορφές της Ζωής  και της Ιστορίας, η πρόταση του Μαρινεττι νοσεί  και πάσχει λογικώς. H ζωή βέβαια εισχωρεί πάντοτε και καθοδηγεί την Ποίηση, προσφεροντας ή επιβάλοντας τα νεα στοιχεια της, μα όμως ειν' αδύνατον να αντικαταστήσει την ποίηση, που με τη σειρά της σφραγίζει τη ζωή πνευματικά και ανεπανάληπτα. Ο φουτουρισμός εδώ συγχέει δύο διαφορετικές κινήσεις, τις οπόιες κάνει η ανθρώπινη συνείδηση.
Στο χώρο της ζωής ανήκει η μία κινηση, εκείνη ακριβώς που εντάσσεται στη χρονικότητα, στις χρονικές εκφάνσεις της Ζωής, αρχίζοντας απ' τις βιολογικές αναγκαιότητες έως οποιαδήποτε επαναληπτική διαδικασία ατομικού ή κοινωνικού χαρακτηρα.
Στο χώρο της Ποίησης η άλλη κίνηση που κάνει η ανθρώπινη συνείδηση γίνεται προς τη μή-χρονικότητα, προς το μή επαναλαμβανόμενο, είναι δηλαδή μια κίνηση προς την ακινησία.. Για να μιλήσουμε στη γλώσσα της ψυχολογίας, είναι μια κίνηση προς την αθανασία, είναι μια εναντίωση στο θάνατο, προς κάθε φθαρτότητα. Ειπωμένο αυτό με σινιάλα φιλοσοφίας, σημαινει ξεκάθαρα πως η Ζωή είναι "Ηρακλείτεια", ενώ η Ποίηση είναι "ελεατική". Το αυτοκίνητο κούρσας-επανερχόμαστε στη διατύπωση του Μαρινεττι- δέν είναι πιο όμορφο από τη Νίκη της Σαμοθράκης, είναι μονάχα κάτι διάφορο απ' αυτήν.
Οταν ο Duchamp, μπερδεμένος κι αυτός επήρε μια ρόδα ποδηλάτου και την εξέθεσε, τότε αυτόματα η περίφημη εκείνη ρόδα έπαψε να είναι το εξάρτημα ενός ποδηλάτου και μεταμορφώθηκε ή μεταποιήθηκε σε έργο Τέχνης, γιατί η κίνηση αυτή της συνείδησης ήτανε κίνηση προς τη μη χρονικότητα, ητανε κίνηση προς την ακινησία, περιείχε την απαίτηση του ανεπανάληπτου. Το ίδιο θα λέγαμε για το ποίημα του Μαρινεττι με τίτλο "Στο αυτοκίνητο κούρσας", ένα ποίημα δοξολόγημα, η αξιολόγηση δεν έχει την ώρα τούτη σημασία, μας ενδιαφέρει απλώς η κίνηση που κάνει η συνείδηση με την Ποίηση. Το αυτοκίνητο κούρσας της πρώτης δεκαετίας του αιώνα, που έχει υπ' όψη του ο ποιητής, δεν υπάρχει πια σήμερα στην κίνηση της Ζωής, αναρίθμητα μεταγενέστερα μοντέλα το έβγαλαν απ' τη μέση. Το ποίημα ωστόσο του Μαρινέττι ως αξίωση του Ανεπανάληπτου δεν παραμερίζεται, δεν υπόκεται στις απορρίψεις του παράγοντα χρόνος. Διαβαζεται ή όχι, συγκινεί ή όχι, πάντως εμπεριέχει την αξίωση μιας αιωνιότητας. Αντίθετα, η Ζωή, σαν διάσταση της χρονικότητας, δεν παρουσιάζει για ό,τι την αποτελεί και τη συνθέτει τέτοιαν αξίωση. Κατ' αυτή την έννοια και μονο οφείλουμε να σκεφτόμαστε τη διαλεχτική σχέση ανάμεσα Ζωή και Ποίηση. Και έτσι η Νίκη της Σαμοθράκης, παρά τις ρητορείες του Μαρινέττι, δεν υποσκελίστηκε ποτέ και διόλου από την αστραφτερη γοητεία, την ήδη νενεκρωμένη, ενός αυτοκινήτου κούρσας της πρώτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα. Συνεχίζει την ακινησία της αδιατάραχτη, μετέχει στις χιλιετίες της αυτή η Νίκη αρνούμενη συνολικά το Χρόνο, ενσωματώνεται στο "αίδιον" του Παρμενίδη. Δεν έχει καν σημασία η πιθανη κάποτε υλική καταστροφή της. Εκείνο που "σημαίνει" ειναι μονάχα η κίνηση που κάνει η ανθρώπινη συνείδηση μέσα απ' τις πραγματώσεις της Ποίησης. Πομπός και δέκτης, καλλιτέχνης και αποδέκτης του καλλιτεχνήματος, κάνουν αυτή την κίνηση προς το ακίνητο, "μεσ' το Άπειρο που ελευθερωνει" για να αναφερθούμε σε ενα στίχι του ίδιου του Μαρινεττι. Ποια λοιπόν εδώ η αντιδιαστολή; Χωρίς καμιάν αμφιβολία το πεπερασμένο των μορφών της κίνησης. Η αντιδιαστολή της Ζωής ωσάν κίνησης και των εποχών της ιστορικής πραγματικότητας. Nα σημειώσουμε ακόμη κάτι σ' ετούτη την ανάλυση. Πως διαβάζουμε ένα ποίημα; Πως το διαβάζει ο ποιητής και πως το διαβάζει ο αναγνώστης; Θα πρέπει να 'χουμε παρατηρήσει πως η ανάγνωση, είτε ρητορική και παλαιότροπη, είτε κουβεντιαστή και αφιλόδοξη,προκαλεί πάντοτε κάποιαν αλλοίωση στη φωνητική δομή του διαβάσματος. Θέλουμε να υπερβαίνουμε διαβάζοντας ένα ποιημα τους όρους της καθημερινής ομιλίας, εισάγουμε την υποσταση σε βούληση ιερατική ή το λιγότερο σε "φωνητικά αμετακίνητα". Τόσο ο ποιητής, όσο κι ο αναγνώστης, ανάγονται μ' αυτόνε τον τρόπο στην απάρνηση του χρονικού βάρους της ύπαρξης. Άλλωστε, κι από μονη της η λέξη απαγγελία, που σχετικά χρησιμοποιούμε, διαφορίζει την εσωτερική κατάσταση  σε συσχετισμό με την απλή και τρέχουσα μεσα στις χρονικές ανάγκες της ζωής ομιλία, όποιες και να΄ναι. Στις θρησκευτικές τελετουργίες μονάχα θα διαπιστώσουμε ανάλογη μ' εκεινη της Ποίησης συνειδησιακή κίνηση, γιατί και το θρησκευτικό φαινόμενο τείνει προς τη μη χρονικότητα. Η διαλεχτική ενότητα Ζωής και Ποίησης εμφανίζει, κατά την ταπεινή μας αίσθηση και εννοιολογία,, την εικονα που προσπαθήσαμε να ιχνογραφήσουμε.. Η Τεχνική και οι μεγάλες της επιτυχίες, κυρίως όσες καλυτερεύουν τις συνθήκες της Ζωής και μας προτρέπουν -ευτυχώς- να οραματιζόμαστε το ανθρώπινο μέλλον όπως αξίζει στην πνευματική μας οντότητα, δεν είναι ολέθριο πραγμα. Η τέτοια στάση θα φανέρωνε σκέψη πισωδρομική και ακατανόητη. Η τεχνική εξέλιξη δεν είναι ελάττωμα του υπαρκτού πεπρωμένου, δεν είναι κατάρα της κοινωνικής πραγματικότητας, τουναντίον: ειναι δύναμη θαυμαστή που πρέπει όμως να την στρέψουμε καθολικά στη διάσταση πανανθρώπινου αφανισμού της δυστυχίας, και για να επιμείνουμε στους συλλογισμούς αυτής της εισηγησης: Η Τεχνική δεν πρεπει να συγχέεται με την Τέχνη, μολονότι μπορεί πια, και θα μπορεσει στο μέλλον ασφαλώς περισσοτερο, να συμβάλλει με τα μηχανικά της μέσα σε νεότροπες φασεις εκφραστικής, καθώς εκτεταμένα ήδη το βλέπουμε να συμβαίνει στην Αρχιτεκτονική, στη Μουσική, στη Ζωγραφική, και είναι θαυμάσιο. Η Τεχνική δεν έχει την υπαρξιακή σημασία που έχει η Τέχνη, και γι αυτόνε το λόγο δεν μπορεί ούτε να την εξουδετερώσει την τελεταία ουτε να την αντικαταστήσει, όπως ο Μαρινέττι στοχαζότανε αντιφάσκοντας με τον ποιητή εαυτό του.  Ζωή και Ποίηση αλληλοσυμπληρώνονται στην αντίθεση χρόνου και αιωνιότητας. Η εικοστή μετά Χριστόν εκατονταετία ξεκινησε τις αισθητικές της ανησυχίες με μια πελώρια σύγχυση. Προσεγγίζει τώρα στη λήξη της, χωρίς πλέον ανόητους εκθαμβωτισμούς, ως προς τα εκπληχτικά τεχνικά άλματα. Θα λέγαμε κάτι πιο πολύ: Γνωρίζει τώρα βαθύτερα τη Ζωή και σηκώνει ψηλότερα το νόημα της Ποίησης.

Νικος Καρούζος ξανά...


.
 Χωρίς περιττή πολυλογία θα πω ότι ο Ν.Καρούζος είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του κόσμου που συζητήθηκε και εκτιμήθηκε ίσως εξωφρενικά  λιγότερο από όσο πραγματικά του αναλογεί. Βεβαια αυτό δε σημαίνει και πολλά ούτε για την αξία των ποιημάτων του ούτε γι αυτούς που τα αγάπησαν. Σημαίνει κατι όμως γι όσους δεν έχουν ακόμη πραγματικά κατοικήσει έστω λίγο στο σπίτι του, για όσους δεν άραξαν έστω λίγες ώρες στους κηπους του.

Από τον τόμο ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α' (1961-1978) μια σχεδόν τυχαία επιλογή.




ΑΓΓΙΖΟΝΤΑΣ
Είναι κορμί ο ουρανός της Αττικής χαίρεται και λυπάται
δείχνει τα μαύρα γερατειά
καθώς η νύχτα ομοούσια με τη θλίψη
κλώθει τα δικά της πετεινά
η νύχτα η καθίζηση του θείου
και θυμάμαι το γενετήσιο αίμα της.

ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΣΤΑΔΙΟΥ

Τρέχει μια ξανθομάλλα
δυο φλόγες τριανταφυλλένιες
ανεβαίνουν απ’ το στήθος στο λαιμό της –
άραγε που πηγαίνει.
Και συ παιδί της λησμονιάς
ευωδιασμένο μέσ’ στα βάσανα
μικρέ έλληνα στρατιώτη της δυστυχίας
ανάμεσα περνάς απ’ τις δυνάμεις της οδού
κρατώντας λίγη πούληση στα χέρια.
Χάρισέ μου το μενεξεδένιο τραγούδι που λένε τα μάτια σου
γνωρίζω ’να κοράσι μ’ όνειρα στα χέρια
χαίρεται στο πιάνο κάποιες ώρες μακρινές
τα ξέρεις αυτά τα χέρια
που δεν έχουν την τόλμη του σώματος
αλλά μονάχα
τα πλήκτρα βυθίζοντας
μιαν εξαίσια ομορφιά απελευθερώνουν;
Με γιασεμί παράπονο στα χείλη
τρέχεις εμπρός, γυρίζεις πίσω
παρακαλείς τον κύριο με το καπέλο –
μικρέ φωνακλά του δρόμου
πληγώνεις την καρδιά.
Είν’ η μοίρα μας έτσι
ώς το θεό φτάνοντας μέσ’ στον ήλιο.
Αντίο αγόρι
για σένα λυπάμαι
εγώ πλάστηκα με πόνο για κάθε τόπο και καιρό.
Δεν είναι τίποτα η ξανθομάλλα το κατάλαβα
με τριάντα δραχμές ησυχάζω.


 ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

 Γυρίζει ο έφηβος με τα σφουγγάρια
της ψυχής πραμάτεια. είναι μονάχα ένας γέρος τ’ ουρανού μας
και δροσερός ο πανικός σε τέτοια πατρίδα.
Όλοι πηγαίνουν έχοντας τη φτώχεια ή τον πλούτο
αυτοκίνητα διασχίζουν τους δρόμους
με στεφάνια κηδείας φορτωμένα
όμως
ο γέρος που τον περονιάζει σαν κρύο η νεότητα
με απούλητα σφουγγάρια ψάχνει το κακό
να τ’ αφανίσει θα ’λεγες
απ’ τα σφουγγάρια τραβηγμένο σαν υγρό.



 ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ

 Τρώει ο ρωμιός απάνω στο μάρμαρο
- μεσημεριάτικες απογνώσεις –
κ’ είναι σα μοναστηράκι του σώματος
γεμάτο φύλλα και πουλιά.
Έχει τον ήλιο το φτωχό εστιατόριο και τον διασπαθίζει
μέσα στη σκόνη του φωτεινού αέρα
γαλάζιες μύγες ωσάν ανθάκια
κομμένα γύρω μας βομβίζουν.
Τρώει με μια πικρή ματιά ο ταπεινός απάνω στο μάρμαρο
σκύβει κρατώντας το ζεστό ψωμί
και συλλογιέται
την πλάκα του τάφου.
Κοντό κριθάρι αγκυλώνει τη θύμηση
τα σπίτια οι δρόμοι και τα δίκαια χέρια
φυλλώματα κόκκινα δίχως ελπίδα...
Ήχοι και θάνατος
η ερωτική ασπράδα που πύκνωσε τα νέφη
ταυτισμένα στους κήπους με τα δέντρα.


Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΝΑΣΑΙΝΕΙ


 Θάλασσα πίνεις τα ποτάμια πίνεις όλα τα νερά
μέσ’ στον καιρό της υπάρξεως ανάστροφα νέμεσαι την ομορφιά
πέρα στη δύναμη που κλείνει ο ουράνιος αέρας
όπως εδώ στην άνομη πόλη
ο Εθνικός Κήπος καθαρίζει την ψυχή με ήλιο και με δέντρα.
Ένα μεγάλο φύλλωμα σκέπει την καρδιά μου
κλειδώνει τα πουλιά
σχίζοντας απ’ τις ευωδιές χιλιάδες αναστάσιμα
κ’ η γυναίκα βαθύ βασίλειο σκλαβώνει το δέρμα μου.

Όποιος έριξε τ’ αστέρια στην αγριότητα
νιώθει τον πλούτο του άνθους
οι θεοί κατεβαίνουν απ’ τους μίσχους ώς τη μοναξιά
και τους χυμούς ανεβάζουν με γαλάζια όργανα
γενετήσια.

Ω σιωπή βγαλμένη στα παράθυρα του αιθέρα
σα να δείχνεις
τις κυματιστές ρίζες του κήπου,
άλλη ματιά δεν εχάρισε το αόρατο μέσ’ στο αίμα πρόβατο
που σκύβει στο χορτάρι σου ψηλά, μονάχα των αγγέλων.
Κρήνη θανάτου ανθίζει με χρυσάφι
κ’ η όμορφη φτέρη ψιθυρίζει νέους ύμνους
φανερώνοντας τη σοφία της αναπνοής
ολόκληρο το θάμβος ωσά σώμα.



ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ

 Φασματική Αθήνα σε χειμέριον όρθρο
ποιος θα ζυγίσει το δικό μας πόνο
μέρες
νύχτες
ώρες βροχερές
όταν μας έκλεινε η σιωπή σαν παλαιά παράθυρα
δίχως τα δέντρα
δίχως της γυναίκας το φιλί
μέρες
νύχτες
ώρες βροχερές…


Να περιμένεις την πνοή π’ ανοίγει τις οράσεις
ο ποιητής ανθίζει
δεν τρέχει πίσω απ’ τις λέξεις
έχει σαν το λουλούδι μια μοίρα
είν’ ο αθέλητος
έρχετ’ η βροχή νοτίζει το χώμα ο ήλιος
θά ’ρθει κ’ η νύχτα θά ’ρθει κ’ η μέρα
και πάντα το φως.


ΣΥΝΤΟΜΟΝ


Τραγουδώ τους πεσμένους προπάτορες
είμαι των άστρων ο σκύλος
με τα μάτια κοιτάζω ψηλά
με τα χερια γιορτάζω τη λάσπη


ΘΝΗΤΟΣ ΗΛΙΟΣ

 Η φωτεινή ταπείνωση μέσ’ στη βροχή
της πλατυτέρας ώρας ευτυχία στα μάτια...
Κι ακούω τις σάλπιγγες από ψηλά
κρότος χρυσός με πάει στους ουρανούς του πολέμου
γυρεύω τον αστέρα μέσ’ στο δάσος του φωτός
χαρίζοντας επτά χαρές του στέρνου μονάχος
όπως οι μέρες έρχονται σα δυνάστες.
Χαίρετε οι άγγελοι της παιδικής
κλίνης οι φύλακες
αιώρες του θεού μεταξύ των άστρων
η όραση μ’ εξουσιάζει πέρ’ απ’ το φθαρτό
η κόλαση δεσμεύει τα οστά μου στη σάρκα.
Τι ήχος
που μάχομαι
ώς την κραυγή σ’ αναζητώ Κλεισμένε.


ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ

Σαν την πηγή που ακούεται μακριά
στους δροσερούς καρπούς και στις σκιές των εντόμων
έρποντας ο λαμπρός αστρίτης
όπου σε μάζες όνειρου φλέγεται ο τραγοπόδης
η χαρά των ήχων έρχεται ώς το αίμα
ώς την αγαλματώδη σιωπή του νου.



ΑΔΑΜΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

 C’ est le Christ qui monte au ciel mieux que les aviateurs
il detient le record du monde pour la hauteur

APOLLINAIRE

Ανθρώπινος ο ουρανός φωνάζει τις αισθήσεις
κι ο ήλιος να υφαίνει μια σχιζοφρένεια στα τέρματα της ψυχής
να ’χεις το έγκλημα στις λέξεις και στο στήθος
ένα μαχαίρι διπλωμένο μέσα στις ορμές –
κραυγάζεις την καταστροφή δεν έρχεται πλήρης
κ’ η εξουσία του σώματος πώς συνεχίζεται γύρω
σφάζοντας τ’ αφτιά μου...
Στον ύπνο, είδαμε, λύνονται τα νεύρα χαίρονται τα οστά
ο δρόμος τ’ ουρανού τι καθαρός που είναι
ξετυλιγμένος από δροσερούς αγγέλους
ένας ο δρόμος και πολλοί άγιοι
κάθε αυγή τον καθαρίζουν.
Εδώ σκυλεύεται ο μανικός
οίστρος από θεϊκές δυνάμεις.
Ώστε λοιπόν ας δώσουμε τ’ ανθρώπινο κράτος στην ενεργό κοίμηση.
Ένα πηγάδι αντίστροφο μας έλαχε ο αντίλευκος Αδάμ
αλλ’ όμως δεν αδειάζει στη Βαρύτητα κι αδειάζει στο Χρέος.

Είμαι θνητός
ας κοιμηθώ μέσ’ στην αγάπη
ας κοιμηθώ στην αφύπνιση.
Η αγάπη ’ναι το τέλος του σώματος.



ΑΣΜΑ

 Έρωτας η πηγή των ελλήνων
εορτάζει μ’ αετώματα με κίονες από φως
με καμπάνες φτάνει ώς τα ύψη
γέρος που δείχνει το ευλογημένο λάδι
έφηβος υμνώντας το κρασί
εαρινός αμνός και θείος τράγος.



 ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΕΙΝ' Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ

Ο άνεμος του σώματος απάνω στα μικρά σου δάση
κινεί τις μυρουδιές τ’ αρώματα τη θλίψη
που σε κρατά μοναχική χωρίς ελπίδα.
Κι αν γείρεις τα νερένια της χαράς αθώα μαλλιά στην κρήνη
θ’ αναστενάξουν άγγελοι μέσα στο θρόισμά τους.


 Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΚΑΡΦΙΤΣΩΜΕΝΗ


Τη μοίρα μου περιγέλασαν οι ανεμοι
γιατί φανέρωσα τους ίσκιους και δείχνω το νερό
μεσ' τη χερσαία πνιγμονή τα στηθη τους
θάμβος η δική μου ακινησία.
Λένε ιδού αυτός ο νομάς
ένα σώμα σπιθίζοντας εργασία το θάνατο.

Μα η χαρά να ειμ' ακίνητος
τρέφει την ιστορία μου.
Φρέαρ ειν' η άνοιξη που βγάζει δροσιά και άστρα.

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011

Κατα το στρείδι και το μαργαριτάρι του-Οδυσσέας Ελύτης

 Ειμαι του ολίγου και του ακριβούς

Είμαι του ολίγου και του ακριβούς. Δεν υπήρξα ποτέ του τρίτου προσώπου. Τρέφομαι από το δύς και το εύ που κατά περίσταση προσφέρω. Αρνούμαι όμως τροφή στους χορτάτους που ζητούν ολοένα κι άλλη, κι άλλη πείνα. Θά ΄τανε σαν να επεδίωκα να ιδιοποιηθώ τα ίδια μου τα υπάρχοντα.
Κατά τα άλλα συχνάζω εκέι όπου κάθε θολούρα, ως κι ο καπνός του τσιγάρου μου ακόμη, εξουδετερώνεται απ' το θαλασσάκι που φυλάγει καλού κακού για χάρη μου στο βορειοδυτικό της ντουλαπάκι η Παναγιά η Παντοχαρά.

Ομως η εύνοια δεν είναι πάντοτε μια συγγενής που σε αγαπά. Και περνά πολύς καιρος εως ότου υπερεκχειλίσουν τα φρεάτια του νού σου, και το συμπίλημα που δημιουργείται απ' όλων των λογιών τις κακοδαιμονίες αποξηραθεί και το πάρει ο αέρας. Ετσι απλά. Οπως ο ύπνος παίρνει ενα μικρό αγόρι πάνω στα σανά. Και με το τρίτο του αυτί τους παλμούς μιας άλλης πιο δικής του γης, κρυφίως εγγράφει. Οπόταν, τι ωραία να τρέχει το χέρι σου πλάι σ' ένα τοιχάκι γεμάτο λέξεις που προεξέχουν, έτσι που ν' αρπάζεται της λαλιάς σου η αγράμπελη. Τα πάντα είναι ζήτημα μυελού οστέων της φαντασίας. Πως; Το άτυπτον ύδωρ του κάβο-Μαλλιά ναναι συνάμα και πέτρα πελεκητή του πατρός Πινδάρου. Κάτι τέτοιες στιγμές είναι σαν να μην μιλάς πλέον εσύ, αλλά τα συστατικά της πατρίδας σου, της επονομαζόμενης γης. Και ο συνειρμών συνειρμήτω.

Γιάννης Ρίτσος - Ἐπιλογικό (Nα με θυμάστε...)



 Νὰ μὲ θυμόσαστε - εἶπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρὶς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σὲ πέτρες κι ἀγκάθια,
γιὰ νὰ σᾶς φέρω ψωμὶ καὶ νερὸ καὶ τριαντάφυλλα.Τὴν ὀμορφιὰ
Ποτές μου δὲν τὴν πρόδωσα. Ὅλο τὸ βιός μου τὸ μοίρασα δίκαια.
Μερτικὸ ἐγὼ δὲν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ᾿ ἕνα κρινάκι τοῦ ἀγροῦ
τὶς πιὸ ἄγριες νύχτες μας φώτισα. Νὰ μὲ θυμᾶστε.
Καὶ συγχωρᾶτε μου αὐτὴ τὴν τελευταῖα μου θλίψη:
Θἄθελα
ἀκόμη μιὰ φορὰ μὲ τὸ λεπτὸ δρεπανάκι τοῦ φεγγαριοῦ νὰ θερίσω
ἕνα ὥριμο στάχυ. Νὰ σταθῶ στὸ κατώφλι, νὰ κοιτάω,
καὶ νὰ μασῶ σπυρὶ σπυρὶ τὸ στάρι μὲ τὰ μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι εὐλογώντας τοῦτον τὸν κόσμο ποὺ ἀφήνω,
θαυμάζοντας κι Ἐκεῖνον ποὺ ἀνεβαίνει τὸ λόφο στὸ πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στὸ ἀριστερὸ μανίκι του ἔχει ἕνα πορφυρὸ τετράγωνο μπάλωμα. Αὐτὸ
δὲν διακρίνεται πολὺ καθαρά. Κι ἤθελα αὐτὸ προπάντων νὰ σᾶς δείξω.
Κι ἴσως γι᾿ αὐτὸ προπάντων θ᾿ ἄξιζε νὰ μὲ θυμᾶστε.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Οδυσσέας Ελύτης: Από "τα ελεγεία της Οξώπετρας"




ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΥ, ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΥ

Τώρα, στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει

Εγώ αποβλέπω· σ' έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό

Με Κόρες πέτρινες και που κρατούν λουλούδια. Θα 'ναι νύχτα και

Αύγουστος
Τότε που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες. Και τα βουνά

ελαφρά
Γιομάτα σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιο πάνω απ' τη γραμμή του

ορίζοντα

Οσμές εδώ ή εκεί καμένου χόρτου. Και μια λύπη άγνωστης γενεάς
Που από ψηλά

κάνει ρυάκι πάνω στην αποκοιμισμένη θάλασσα

Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει

Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ

Κάτι κατάφερα να σου υποκλέψω. Λέω: κείνο το πράσινο κόρης

οφθαλμού που πρωτο-
Εισέρχεται στον έρωτα και τ' άλλο το χρυσό, που όπου κι αν το

τοποθετείς ιουλίζει.
Τραβάτε τα κουπιά οι στα σκληρά εθισμένοι. Να με πάτε κει που

οι άλλοι παν

Δε γίνεται. Δεν εγεννήθηκα ν' ανήκω πουθενά
Τιμαριώτης τ' ουρανού κει πάλι ζητώ ν' αποκατασταθώ
Στα δίκαιά μου. Το λέει κι ο αέρας
Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος


Αχ ομορφιά συ θα με παραδώσεις καθώς ο Ιούδας
Θα 'ναι νύχτα και Αύγουστος. Πελώριες άρπες που και που

θ' ακούγονται και

Με το λίγο της ψυχής μου κυανό η Όξω Πέτρα μέσ' από τη μαυρίλα
Θ' αρχίσει ν' αναδύεται. Μικρές θεές, προαιώνια νέες

Φρύγισσες ή Λυδές με στεφάνι ασημί και με πρασινωπά πτερύγια

γύρω μου άδοντας θα συναχτούν

Τότε που και του καθενός τα βάσανα θα εξαργυρώνονται
Χρώματα βότσαλου πικρού: τόσα
Με περόνες πόνου όλες σου οι αγάπες: τόσα
Του βράχου η τύρφη και του άφραχτου ύπνου σου η φρικαλέα

ραγισματιά: δυο φορές τόσα

Ώσπου κάποτε, ο βυθός μ' όλο του το πλαγκτόν κατάφωτο
Θ' αναστραφεί πάνω από το κεφάλι μου. Κι άλλα ως τότε

ανεκμυστήρευτα

Σαν μέσ' από τη σάρκα μου ιδωμένα θα φανερωθούν
Ιχθείς του αιθέρος, αίγες με το λιγνό κορμί κατακυμάτων

κωδωνοκρουσίες του Μυροβλήτη

Ενώ μακριά στο βάθος θα γυρίζει ακόμα η γη με μια βάρκα μαύρη
κι άδεια χαμένη στα πελάγη της.




 από  μονόγραμμα

Οδ.Ελύτης-Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο

 (Η  τελευταία παράγραφος ενός υπέροχου δοκιμίου)
Τις νύχτες μια δέσμη διάττοντες αναλογεί στα λόγια που θά 'θελες - αλλά δεν. Από τους ανέμους, προτιμάς εκείνον που πήρε τα μαλλιά της δεξιά. Ποιανής; Ω υπάρχει πάντοτε μία, η ανείπωτη. Το νυχτικό της μυρίζει λουίζα και το παράθυρο της ανάβει πότε ψηλά, πότε χαμηλά κι η ζωή μοιάζει εύκολη σα να κυκλοφορείς με σάνταλα. Το σπίτι με τις θολωτές αψίδες βουτά στο νερό. Που και πού θα 'λεγες κάτι στέγες έχουν απομακρυνθεί στο πέλαγος. Τα "Τρία Κλωνάρια" είναι μια τοποθεσία όπου δεν επήγα ποτέ.
Αγαπώ την ποίηση και λησμόνησα τι είχα ξεκινήσει να σου πω. Αντίο