Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

"Η Μυρτώ και το κουνουπάκι", Ευγένιος Τριβιζάς (Κέδρος)

protagon

της Ρίκας Βαγιάνη

Όταν το protagon άρχισε φέτος το καλοκαίρι να διαβάζει συστηματικά, και μάλιστα να διοργανώνει διαγωνισμό βιβλιοφιλίας, κόμπλαρα. Κινούμαι συχνά σε χώρους όπου η ερώτηση «μίλησέ μας για τα αγαπημένα σου βιβλία» αποτελεί μια αφορμή για να δοθούν ξεκαρδιστικές απαντήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες περιέχουν το όνομα «Πάουλο Κοέλιο». Αφήστε και το γενικότερο ζόρι… Ντρέπομαι αφάνταστα να συμμετέχω σε δημόσιες συζητήσεις για λογοτεχνία: ότι δηλαδή, τι τώρα, κοπελιά; Μας κάνεις …κριτική για τον Μαρκές; (Το εξηγεί πολύ καλά η Αρτεμις Καπούλα στο τελευταίο της κείμενο).

Όμως το καλοκαίρι τελειώνει. Μαζεύω βαλίτσες, κλείνω το εξοχικό, γυρίζω, (πού;) και έχω ένα mail του Ιουνίου, αναπάντητο: Η Γκέλη που μου ζητάει να δώσω το «βιβλίο παραλίας μου». Δεν έχω βιβλίο παραλίας, Γκέλη. Δεν χωράει στην τσάντα με τα κουβαδάκια, τα σωσίβια, την πλαστική νερομπουλντόζα, και το φουσκωτό δεινόσαυρο. (Και να είχα, πότε θα το διάβαζα; Ο δικός μου είναι τεσσάρων, δεν είναι να παίρνεις από πάνω του τα μάτια σου, ούτε στιγμή, ειδικά κοντά σε οτιδήποτε υγρό, αφρισμένο και βαθύ.)

Έχω όμως ένα βιβλίο διακοπών: Ξεθωριασμένο από τη χρήση. Οι ραφές του έχουν χαλαρώσει οι μεσαίες σελίδες πέφτουν και τινάζουν στα σεντόνια άμμο, βότσαλα και ψίχουλα. Το βιβλίο αυτό είναι που διαβάζουμε, τρίτο καλοκαίρι τώρα, με το γιό μου. Το πιάνουμε την πρώτη μέρα στο εξοχικό, νωρίς τον Ιούλιο, και το ξαναβάζουμε στη βιβλιοθήκη… μεθαύριο, λίγο πριν γυρίσουμε οριστικά στην Αθήνα.

Είναι η «Μυρτώ και το Κουνουπάκι», του Ευγένιου Τριβιζά. Ένα βιβλίο-συμπυκνωμένο ζουμί του παιδικού ελληνικού καλοκαιριού, της κοινής πατρίδας όλων μας. Είναι θαλασσινό και ξένοιαστο, αστείο και σπαραχτικό μαζί. Μιλάει για αρχές και τελειώματα, για κύκλους της ζωής, για έρωτα και θάνατο. Και μιλάει για όλα αυτά σε νήπια! Αλλά λέει, ταυτοχρόνως, μια άλλη ιστορία, σε μπαμπάδες και μαμάδες. Σε μια συγκεκριμένη μαμά τουλάχιστον. Η οποία, μαμά, όταν το διάβασε πρώτη φορά στον σπόρο, (και όσο το παιδί ξεκαρδιζόταν στα γέλια από τα αστεία ποιηματάκια της ιστορίας ) χρειάστηκε να κρυφτεί στο μπάνιο και τραβήξει δύο φορές το καζανάκι, για να μην ακουστούν οι λυγμοί της: Για τη Μυρτώ, το καλοκαίρι της- και το κουνουπάκι της.

Η «Μυρτώ», αν ήταν ποίημα θα ήταν το παιδικό «Αξιον εστί», η ο «Φυλλομάντης». Αν ήταν τραγούδι, θα ήταν το «Καλοκαίρι» του Σαββόπουλου. Είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα μαγικό ανάγνωσμα. Όπως κάθε μαγική συνταγή, χρειάζεται όλα της τα υλικά για να πετύχει: ένα μεγάλο άνθρωπο που ξέρει να διαβάζει. Ένα νυσταγμένο παιδάκι , τυλιγμένο στα παράταιρα εξοχικά σεντόνια, που παλεύει να μείνει ξύπνιο ως το τέλος της ιστορίας. Χρειάζεται ένα θαλασσινό καλοκαίρι που αρχίζει ή τελειώνει, μέσα σε ψιθύρους, φιλιά και συνωμοσίες για δύο.

Με τον κίνδυνο να πέσω στην παγίδα «γράφω-κριτική-για τον-Μαρκές» (πόσο γέλασα, αλλά και πόσο λυτρώθηκα, Αρτεμις Καπούλα!) αισθάνομαι την ανάγκη να απευθύνω δυό λόγια στον συγγραφέα, τον κύριο Τριβιζά: Τα βιβλία του τα έχω διαβάσει κι αγαπήσει πολλά χρόνια πριν αποκτήσω παιδί, οπότε και δεν κινδύνευα από τον υπερβολικό συναισθηματισμό με τον οποίο αναγκαστικά, μας φορτώνει η μητρότητα.

Λοιπόν, κύριε Ευγένιε, σχεδόν δεν υπάρχουν λέξεις για να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για την ύπαρξή σας. Αυτό που κάνετε, αυτά που γράφετε, στην εποχή που τα γράφετε, δεν είναι απλώς ένα ανεκτίμητο δώρο στα Νιντεντόπληκτα σποράκια μας. Είναι ένας λόγος να θυμόμαστε γιατί κάποτε θελήσαμε να γινόμαστε γονείς. Είναι ένας τρόπος να θυμόμαστε πως υπήρξαμε κάποτε, νυσταγμένα παιδιά, σε παράταιρα εξοχικά σεντόνια, που πάλευαν να μείνουν ξυπνητά, μέχρι το τέλος της ιστορίας.

Το βιβλίο γλιστράει στο μαξιλάρι, τα βλέφαρα βαραίνουν, το καλοκαίρι τελειώνει.

Καλό χειμώνα, κουνουπάκι.
Καλό χειμώνα, καλοκαίρι μου.