Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Νικηφόρος Βρεττάκος: Μεγαλυνάρι, Ολονυχτία, Πικραμένος αναχωρητής και 4 ακόμη ποιήματα



Χορικό

Υπάρχουνε λύπες που κανείς δεν τις ξέρει.
Υπάρχουνε βάθη που δεν τ’ ανιχνεύει
ο ήλιος. Όρη σιωπής περιβάλλουν τα χείλη.
Και σιωπούν όλοι οι μάρτυρες. Τα μάτια δε λένε.
Δεν υπάρχουνε σκάλες τόσο μεγάλες
Να κατέβει κανείς ως εκεί που ταράζεται
Του ανθρώπου ο πυρήνας. Αν μιλούσε η σιωπή,
αν φυσούσε, αν ξέσπαγε – θα ξερίζωναν όλα
τα δέντρα του κόσμου


Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα 

Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα να σου στείλω λίγo ψωμί,
μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ό,τι έμεινε απ’ τον ήλιο
να σου το στείλω να ντυθείς. Έμαθα πως κρυώνεις.
Την πράσινή σου φορεσιά να την φορέσεις την Λαμπρή!
Θα τρέξουν μ’ άνθη τα παιδιά. Θα βγουν τα περιστέρια,
κ’ η μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά, γεμάτη αγάπη!
Πάρε όποιο δρόμο, όποια κορφή, ρώτα όποιο δένδρο θέλεις
Μ’ ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης βγαίνουνε στην καρδιά μου!
Μην ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως. Τ’ ακούς;… Να ΄ρθείς!




Γράμμα στον άνθρωπο της πατρίδας μου

…Μην με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην του πεις πως μ’ εγκατέλειψεν η ελπίδα!
Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο, σημείωσε τα φαράγγια
που πέρασα. Και τις κορφές που πάτησα. Και τα άστρα
που είδα. Πες τους από μένα, πες τους από τα δακρυά μου,
ότι επιμένω ακόμη πως ο κόσμος
είναι όμορφος!




Ολονυχτία

Δεν με κατάλαβες όλη τη νύχτα
ήμουνα πλάι σου, προσπαθούσα να κλείσω το παράθυρο
πάλευα -όλη τη νύχτα.
Ο αέρας επέμενε...
Άπλωσα τότε τις παλάμες μου πάνω σου
σαν δυο φύλλα ουρανού και σε σκέπασα...
Έπειτα βγήκα στον εξώστη και κοίταζα
δίχως χέρια τον κόσμο ...


Το βάθος της καρδιάς

Δε θ’ άρχιζε μήτε θα τέλειωνε τ’ άπειρο
χωρίς την καρδιά μου. Τότε, δε θάχε
που να ρίξει τους ήχους του. Δε θάχε στέρνα.
Δε θάχε δίχτυ να κρατήσει τ’ αστέρια του.
Είναι η καρδιά μου ένα αντηχείο εκεί
που τελειώνει η άβυσσο – σαν ένας ήλιος
κούφιος, σκαμμένος – σαν μια
χοάνη στο βάθος.
Είναι το μεγαλύτερο κόκκινο
σπήλαιο του σύμπαντος.


Μεγαλυναρι

Τ'όνομά σου : ψωμί στο τραπέζι
Τ'όνομά σου : νερό στην πηγή.
Τ'όνομά σου : αγιόκλημα αναρριχώμενων άστρων.
Τ'όνομά σου : παράθυρο ανοιγμένο τη νύχτα
στην πρώτη του Μάη.

Τ'όνομά σου : ρινίσματα ήλιου
Τ'όνομά σου : στροφή από φλάουτο τη νύχτα.
Τ'όνομά σου : στα χείλη των αγγέλων τριαντάφυλλο.
Τ'όνομά σου : δυο δρυς που το ουράνιο τόξο 
στηρίζει τις άκρες του.

Τ'όνομά σου : διπλωμένο στα πόδια μου
Τ'όνομά σου : τοπίο χωρισμένο με χρώματα
Τ'όνομά σου : γραφή του απογεύματος
Τ'όνομά σου : ένα ελάφι βουτηγμένο ως το γόνατο
 σε μιαν άμπωτη ήλιου.

Τ'όνομά σου : βροχούλα στου σπορέα το μέτωπο
Τ'όνομά σου : περίσσευμα στου βοσκού την καλύβα
Τ' όνομα σου: λυχνάρι που γλυκαίνει τον ύπνο του.
Τ'όνομά σου: φωτιά που χορεύει στο τζάκι του
σαν μια δέσμη γαρύφαλλα

Τ'όνομά σου : ένας ψίθυρος απ' αστέρι σε αστέρι
Τ'όνομά σου : μουρμούρισμα  δύο ρυακιών μεταξύ τους
Τ'όνομά σου : μονόλογος ενός πεύκου στο Σούνιο
Τ'όνομα σου : ανάλυση του ήλιου στις φλούδες 
των φρούτων σε χρώματα.

Τ'όνομά σου : ροδόφυλλο σ' ενός βρέφους  το μάγουλο
Τ'όνομά σου : πεντάγραμμο στις κεραίες των γρύλων
Τ'όνομά σου : του σύμπαντος διάφανο απόνυχτο
Τ'όνομά σου : πορεία πέντε κύκνων που σέρνουν
 την Πούλια μεσούρανα

Τ'όνομά σου : ελιά βασιλεύουσα.
Τ'όνομά σου : χαρμόσυνο βουητό στην Ιθάκη.
Τ'όνομά σου : τρεις κρίνοι στην κορυφή του Ταύγετου.
Τ'όνομά σου : αντιφέγγισμα ρόδων στο πρόσωπο
της Παναγίας Εργάνης

Τ'όνομά σου : ο Ηνίοχος στην άμαξα του ήλιου.
Τ'όνομά σου : πεδιάδα που φέρνει στο σπίτι μας
Τ'όνομά σου : κουδούνισμα αλόγων  την άνοιξη.
Τ'όνομά σου : ένας αίνος που παίζει στο φώς
τ' ανοιγμένα παράθυρα.

Τ'όνομά σου : Ειρήνη στα κλωνάρια του δάσους.
Τ'όνομά σου : Ειρήνη στους δρόμους των πόλεων
Τ'όνομά σου : Ειρήνη στις ρότες των πλοίων
Τ'όνομά σου : ένας άρτος, βαλμένος στην άκρη 
της γης που περίσσεψε

Τ'όνομά σου : αέτωμα περιστεριών στον ορίζοντα.

Τ'όνομά σου : αλληλούια πάνω στο Έβερεστ


Πικραμένος αναχωρητής 

Θα φύγω σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό λιθάρι
να στήσω το κρεβάτι μου κοντά στη νερομάνα
του κόσμου που βροντοχτυπούν οι χοντρές φλέβες του ήλιου,
ν' απλώσω εκεί την πίκρα μου, να λυώσει όπως το χιόνι.

Μην πιάνεσαι απ' τους ώμους μου και στριφογυρίζεις
άνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αυγερινέ μου!

Φέξε το ποροφάραγκο! Βοήθα ν' ανηφορήσω!
Φέρνω ζαλιά στις πλάτες μου τα χέρια των νεκρών!
Στη μια μεριά έχω τα όνειρα, στην άλλη τις ελπίδες!
Κι ανάμεσα στις δυο ζαλιές το ματωμένο στέφανο!

Μη με ρωτάς καλέ μου αϊτέ, μη με ξετάζεις ήλιε μου!
Ρίχτε στο δρόμο συννεφιά να μη γυρίσω πίσω!
Κοιτάχτηκα μες στο νερό, έκατσα και λογάριασα,
ζύγιασα το καλό και το κακό του κόσμου. Κι αποφάσισα,
να γίνω το μικρότερο αδερφάκι των πουλιών!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου