Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Οι πόνοι της Παναγιάς-Το πέρασμά σου- Η καμπάνα - Κ.Βάρναλης



Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα 'χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ υστέρα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι...

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μη την πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
- Ω! πώς βελαζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο...-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!



Το πέρασμά σου



Στη ζήση αυτή που τη μισούμε
στη γης αυτή που μας μισεί,
κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε
πόνε πικρέ και πόνε αψύ,
που μας κρατάς και σε κρατούμε.

σ αυτήν τη μαύρη γης και ζήση,
που περπατούσαμε τυφλά
κι άνθος για μας δεν είχε ανθίσει
κι ούτε σε δέντρον αψηλά
κρυμένο αηδόνι κελαηδήσει,

Ήρθες Εσύ μιαν άγιαν ώρα,
όραμα θείο και ξαφνικό
και γέμισεν ανθόν, οπώρα,
κελαηδισμόν παθητικό
όλ’ η καρδιά μας, όλη η χώρα.

Αχ! τόσο λίγο να βαστάξει
τούτ’ η γιορτή κι η Πασχαλιά.
Έφυγες κι έχουμε ρημάξει
ξανά και πάλι η Πασχαλιά
γιατί έτσι λίγο να βαστάξει!

Η ΚΑΜΠΑΝΑ

Πολλά γέρικα τελώνια τραβάνε με τα δυο τους τα χέρια το σκοινί της Καμπάνας. Και το μπρούτζινο τέρας, αφού έτριξε πάνω στους αρμούς του, βρόντηξε τόσο δυνατά, που όλοι ανοίξανε τα στόματα και βουλώσανε τ’ αυτιά τους.


Μες το δροσάνεμο,
που αναγαλλιάζω
κι ο νους βυθίζεται
σε χάος γαλάζο,
ανθρώποι, αφήστε με
να ξεχαστώ
φωτοπερίχυτη,
στόμα κλειστό.


Ποιο χέρι απλώθηκε
να με σπαράξει,
-απ’ το χρυσόνειρο
στην μαύρη πράξη!
Ο πρώτος ήχος μου
πρώτη πληγή
με τραβάς, αίμα μου,
ξανά στη Γη.


Ω σεις χαμόσυρτα,
λέρα σκουλήκια,
η άλαμπη ζήση σας
ζήση ναι δίκια.
Μια τρύπα ο κόσμος σας
και μέσα κει
ο Χάρος λύτρωση
κι ώρα γλυκή!


Δεν είναι κέντρισμα
να σας κουνήσει,
κορμιά, που η άλυσσο
τα χει τσακίσει.
Σκέψη, ποιος άνεμος
θάν’ αξιωθεί
να σ’ ανατάραζε,
σκότος βαθύ;


Πίσω απ’ τα λόγια μου,
πικρά φαρμάκι,
τι κόσμοι απέραντοι,
βυθοί λουλάκι!
Μάτι δε βρίσκεται
να θαμπωθεί
κι αφτί δε βρίσκεται
να λιγωθεί!


Να ταν να ξήλωνεν
απ’ την καρδιά μου
Μοίρα καλόβολη
τ’ άγρια καρφιά μου
και να με σήκωνε
μ’ άξιο φτερό
σκέψη, που μέστωσε
με τον καιρό.


Πάνω από θάλασσες,
πάνω από χώρες,
με τους καλόκαιρους
και με τις μπόρες
να με κατέβαζεν
αγαλινά,
όπου τ’ ανθρώπινο
πλήθος πονά.


Σε μίνες φόνισσες
μπουχές καζέρνες,
λιμάνια ολόκαπνα,
βοερές ταβέρνες,
σπιτάλια σκοτεινά
και φυλακές,
μπορντέλ’ ακάθαρτα
και προσευκές.


Στα στήθη να μπαινα
σαν την ανέσα,
σφυγμός βαθύριζος
στις φλέβες μέσα,
στο νου σαν άστραμα
και στην ψυχή,
ν’ αχούσ’ αδιάκοπα
τη διδαχή:


«Όλα τελειώνουνε
κι όλα περνάνε,
ιδέες βασίλισσες
κακογερνάνε,
στις νέες ανάγκες σου
-κόπος βαρύς!-
σκοπούς αλάθεφτους
κοίτα να βρεις.»


«Αν είν’ η σκέψη σου
πριν από σένα,
δεν είναι απόκομμα
θεού και γέννα:
τη σκλάβα σκέψη σου;
σκλάβα δετή,
σου τήνε πλάσανε
οι Δυνατοί.»


«Φτωχέ, σου μάραναν
κόποι και πόνοι
τη θέληση άβουλη,
πιωμένη αφιόνι!
Αν είν’ ο λάκκος σου
πολύ βαθύς,
χρέος με τα χέρια σου
να σηκωθείς».


«Τ’ άσκημα χέρια σου,
των όλω αιτία,
βαστάνε μάργελη
την Πολιτεία.
Βγαίνει απ’ τα χέρια σου
κάθ’ αγαθό,
του ωραίου περίθετο
το χρυσανθό».


Σφίξε τα χέρια σου,
για σένα κράτει
τ’ άμοιαστον έργο σου,
την Πλάση ακράτη
κι όλο ανεβαίνοντας
προς τη Χαρά,
μέσα σου θά νοιωθες
αστρών σπορά!»


Κι όπου σε σφάζουνε
δεμένον πίσου,
να βρόντα άξαφνα
σεισμός αβύσσου,
χίλια αστροπέλεκα:
«Δεν είναι μπρος,
ειν’ από πίσω σου
χρόνια ο οχτρός!»

2 σχόλια:

  1. Εκπληκτικές και οι τρείς σου επιλογές....!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Έγιναν και τα 3 ποιήματα υπέροχα τραγούδια.
    Αυριο το απόγευμα στις 6 παρουσιάζεται Βάρναλης στο Κερατσίνι στο Θέατρο Α.Σαμαράκης και θα τα τραγουδήσω ανάμεσα σε άλλα. Ετσι τα θυμήθηκα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή