Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Μανώλης Αναγνωστάκης -Σκυφτοί περάσανε...




ΣΚΥΦΤΟΙ ΠΕΡΑΣΑΝΕ…


Σκυφτοὶ περάσανε καὶ φύγανε, δειλοί, μ’ ἕναν ἴσκιο
στα μάτια
Οὔτε ἕνα μαντήλι ἀνεμίσανε –ξέραμε τὸ χαιρετι-
σμό τους-
Ἡ σκόνη μπῆκε στὰ σπίτια μας ἀπὸ τὰ πέταλα
των ἀλόγων
Φτάνουνε τόσο μικρὲς οἱ ἐποχὲς ποὺ δὲν ἔχουν τὸν
καιρό νὰ φωτίσουν τὴ σιωπή μας.
Εἶναι ποὺ ὅλοι οἱ χειμῶνες περάσανε καὶ διάβα-
στήκαν ὅλα τὰ βιβλία
Σὰν τὶς διαβατικὲς γυναῖκες ποὺ παραλλάζουνε τ’
όνομα.
Ἐμεῖς πιστεύουμε ἐκεῖ ποὺ ἕνας ἄλλος θὰ τ’ ἀπὸ-
διωχνε σὰν ἕνα ὄνειρο κακὸ
Σὰ μία νεροποντὴ ποὺ τὸν βρῆκε στὴ μέση του κάμπου
Σὰ μία φρικτὴ περιπέτεια ποὺ ξεβιδώνει τὸ λογικὸ
του
Ἡ μνήμη τοὺς εἶναι τὸ πόδι ποὺ νοσταλγέι ὁ ἀνὰ-
πηρος
Εἶναι ἡ σπασμένη θερμάστρα στὸ γεναριάτικο δῶ-
μάτιο
Εἶναι τὰ φύλλα ποὺ στοιβάζονται καὶ ξεθωριάζουν
στὸ συρτάρι.

Ἀκούοντας τὰ παιδιὰ νὰ τραγουδοῦν στὸ δρόμο ξὲ-
νοιαστα
Σκεφτόμουν ἂν αὐτὸ στ’ ἀλήθεια εἶναι ἡ προϋπὸ-
θεση τῆς γαλήνης
Μίας κάποιας ἀνάπαυλας μὲ μόνη τὴν εὐθύνη της
αδιαφορίας
Ἢ μήπως ὅταν οἱ στρατιῶτες ἐπιστρέφουνε μὲ τὲ-
λευταίαν ἐλπίδα
Ἕνα λευκὸ σεντόνι χωρὶς αἷμα, ὅταν ὁ ταξιδιώτης
Ἀκούει τὰ μακρυσμένα βήματα τοῦ γέρικου πιστοῦ
του σκύλου.
Ὅμως μία μέρα φτάνουν ὅλα χωρὶς τὴν ἁρμονία
της διαλογῆς
Δὲν προφταίνουμε ν’ ἀγαπήσουμε ἕναν ἄνθρωπο κι
ὕστερα τὸν χάνουμε
Πεθαίνει μία μέρα καὶ μαθαίνεις τὸ θάνατό του
απ’ τὶς ἐφημερίδες
Φεύγει –«τελείωσαν ὅλα»- κι ἐσὺ δὲν ἔχεις ἀκὸ-
μὰ γνωρίσει τὴν ἀρχὴ
Ψάχνεις μία θύμηση μαζί του (…τὸ τελευταῖο βρὰ-
δυ ποὺ βρεθήκαμε στὸ καφενεῖο Φ…)
Δὲν ξέρεις ποιὰ ζωὴ σ’ ἀξίζει καὶ ταξιδεύεις ἃ-
σκοπα.
Ἅ! πῶς ψεύτισαν ὅλα! Ἀφήσανε στοὺς δρόμους
τὰ χαλάσματα δὲν τὰ προσέχει πιὰ κανεὶς
Σέρνονται τὰ παιδιὰ ξυπόλυτα οὔτε ποὺ τὰ γνωρὶ-
ζουν οἱ μανάδες
Στοὺς τάφους τὰ λουλούδια μαραθήκανε καὶ τὰ
σαπίζει ἡ βροχὴ
Τὰ σπίτια χάσκουνε δίχως παράθυρα σὰν κρανία
ξεδοντιασμένα
Δείχνουνε τὶς πληγές στὰ στήθια τους καὶ ζητια-
νεύουν τὰ κορίτσια
Τὰ κάρα βούλιαξαν στὴ λάσπη καὶ πεθάναν οἱ ἅμα-
ξάδες
Κι οἱ μαστροποὶ ποιητὲς βουβοὶ τρέμαν τὶς νύχτες
στα κατώφλια.
Μία μέρα φτάνουν ὅλα χωρὶς τὴν ἁρμονία τῆς διὰ-
λογής
Ἀξίζει τέλος νὰ σταθεῖς τύψη μὲ τύχη
-Καί, Θέ μου, πόσος λυρισμὸς μέσα στὸ ἀνέκφραστο
Κι εἶχα μέσα μου ἀκόμα τόσες εἰκόνες ποὺ ζητοῦσα
Φυλαχτὰ τόσων πολύτιμων κρυφῶν ἀναδρομῶν-
Δὲν τὸ ‘ξερὰ πὼς ἤμουν πλασμένος νὰ ‘ρθῶ μία
μέρα
Πίσω στὰ σκονισμένα μονοπάτια νὰ κοιτάξω κὰ-
τάματα
Τὴ φλεγόμενη πόλη τὰ σωριασμένα κουφάρια στοὺς
δρόμους
Νὰ κλάψω κι ἐγὼ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲ
γνώρισα
Γιὰ τὶς πικρὲς γυναῖκες ποὺ δὲ φίλησα ποτέ μου
Γιὰ τὰ σπασμένα χέρια τῶν παιδιῶν ποὺ μὲ κλῶ-
τσούσαν
Νὰ κάτσω στὴν πιὸ μαύρη πέτρα καὶ νὰ σκεπάσω
Τὸ μαραμένο μου πρόσωπο μὲ λιπόσαρκα χέρια
Νὰ μάθω ξένα ὀνόματα καὶ ξένες προσευχὲς
Νὰ κρατήσω σφιχτὰ στὰ χέρια μου λίγο χῶμα
θυσίας.

(Πῶς θὰ ζήσουμε μὲ μία κατάμαυρη σκιὰ στὴ θύμηση ἐπάνω;
Πῶς θὰ κοιμήσουμε τὰ εἴκοσι χρόνιά μας στὴ θὰ-
λασσα τῆς λησμονιᾶς;)
Ἄκουγα πάλι τὴ φωνή σου ὅταν γυρνοῦσα χτὲς
από τὸ πληκτικὸ νοσοκομεῖο
Ἀνάμεσα στὰ βρώμικα πανιὰ καὶ στὰ νερὰ τά μου-
χλιασμένα
Πλῆθος ἐνέδρες τῆς ζωής παραμονεύουν τὴν πτῶ-
ση σοὺ
Τὰ ξίφη διασταυρώνονται σὲ ματωμένες ἀστραπὲς
Ὁ θάνατος εἶναι κι αὐτὸς μία περασμένη ἀφήγηση
Κι ἤθελε ἀκόμη πολὺ φῶς νὰ ξημερώσει.
«Μὲ μία κατάμαυρη σκιά…». Κι ἐγὼ σκεφτόμουν
πεδιάδες μὲ μαῦρα ἄλογα καὶ πλοῖα λευκὰ στὴ
θάλασσα.
Κι ἐγὼ σκεφτόμουν μία φευγαλέα μορφὴ πού μου
‘χε γνέψει
Δὲν ξέρω ἂν σ’ ἕνα χαμένο μου ὄνειρο ἢ στὰ παῖ-
δικά μοῦ χρόνια.

1 σχόλιο: