Πως μᾶς θέλει ἡ «ἀληθὴς δημοκρατία»
Νὰ μὴν ἀκούω καὶ νὰ μὴ βλέπω νὰ πατώ.
Νὰ μὴ νογάω καὶ νά ῾χω το στόμα βουλωτό.
Να μη με φαρμακών᾿ η μπόχα του καιρου μου.
Χωρὶς αὐτιὰ καὶ μάτια, μύτη και μυαλό,
μουγκὸς νὰ πηαίνω, όποτε μου ῾ρθει, προς νερου μου,
κι άμα τσινάει ὁ Γάϊδαρος νὰ μὴ γελώ.
Καὶ σὰ μὲ καρυδώνουνε μουνούχο σκλάβο
οἱ Ἀμερικάνοι, εγὼ νὰ βλαστημάω τὸ Σλάβο.
Η ΠΟΡΝΗ
Κι αν όλοι σβήσουνε οι αχοί σε δάση και σε θάλασσες
και στων ανθρώπων τις καρδιές,
το γέλιο μου, που σφυριχτό ή βραχνό, βαθυά ξεσπάει
σαν τον αγέρα του χινόπωρου
μέσα στα κρύα και γυμνωμένα δάσα,
πάνω στα μαύρα κύματα και μες τα μαύρα ξάρτια,
όλη θα γέμει τη ζωή με το φαρμάκι του!
Δεν είναι γέλιο της χαράς
ή της καρδιάς, πό’χει το χρέος της κάνει·
είναι το γέλιο της ασύνειδης ταπείνωσης,
που δε μπορεί άλλο να ταπεινωθεί,
είναι το ηδονικό άστραμμα του Μίσους,
που δεν μπορεί να εκδικηθεί!
Δεν είν’ τ’ Ωραίο, που τυραγνά
τη μαύρη σκοτεινή ανθρωπότη
στον ξύπνο και τα ονείρατά της!
Δεν είναι η Ιδέα, που ξάφνου αστράβει
βαθυά στα ποιητικά μελίγγια,
κ’ ένα φτερό ασκημένο και καλό
σε μια στιγμή βλοημένη,
τη σταματάει σε χρώμα, σε πηλό ή σε λόγο
για να οδηγάει και να φωτάει
ανθίζοντας στων ουρανών και στων ψυχών τα σκότη.
(Χωρίς επίθετο όνομα, Ελένη, Ελένη!
που όλη αντηχάς πολέμου αντάρα
δοξαριού βρόντημα ζεστό,
κονταριών τσακίσματα, γκρεμίσματα αλόγων
μέσα σε κουρνιαχτό πνιχτό.
Ω! εσύ αφριστό, θολό ποτάμι
από πηγμένον, αχνιστόν ή σάπιον αίμα.
Ελένη! Ελένη! εσύ χαμέ αδερφών, αντρών και πατεράδων
και τάφε μακρυνέ κι' άκλαυτε τάφε
σε τόπο μακρυνό, εχθρικό και ξένο.
Ω! πρώτη εσύ Γυναίκα, Πόρνη πρώτη,
μες την αυγή του Νου και της Ζωής
γαλάζιο φως του Ονείρου και του Ιδανικού,
πλάσμα του Ενού και των Πολλών,
η δύναμή σου, ως πέρασες στη Φαντασιά,
την εδικιά μου Δε θα παραβγεί,
τη ζωντανή εδικιά μου δύναμη,
της Πόρνης της αληθινής!)
Αυτός ο κόρφος ο ζεστός,
οπού φουσκώνει ορθός, στητός, μικρούλης ή γεμάτος,
ολόφωτος ή σκοτεινός·
η γάμπα ετούτη μου, αλαφριά,
ψιλόλιγνη κι αφροχυμένη,
γλυκειά στο γγίξιμο σαν το κορμί του γλάρου,
ωσάν θαμπό συντέφι ή κόκκινη σκουριά σιδέρου·
τ’ αφάλι ετούτο βαθουλό σε μια κοιλιά κρουστή
ή σε κοιλιά θλιμμένη,
με την ελιά στην κλείδωσή της·
και τούτο, ω, τούτο τ’ αποκοίλι
ακρόνοιχτο τριαντάφυλλον ή γινωμένο σύκο·
και τούτος ο βυθός ο σκότεινος,
ο σκοτεινότερος βυθός μέσα στης Γης τα σκότη και τα βάθη,
ζεστός καθώς ο βίαιος θάνατος,
Πηγή ζωής, Πηγή θανάτου,
είναι της ανθρωπότης η τυράννια
της σκοτεινής και μαύρης ανθρωπότης!
(Αρχίζει να χορεύει)
Απάνω απ’ όλα η Μοίρα μου είναι!
Καθώς χτυπώ τα παλαμάκια
και γέρνω πίσω το κεφάλι,
κλειώντας τα μάτια κουρασμένα,
μάτια μολύβι απ’ τις αγρύπνιες,
και γυαλωμένα απ’ τις αρρώστιες,
ανοιώ τα μπράτσα ωσάν δοξάρι
και του υψωμένου μου ποδιού τη μύτη
χτυπάω μ’ ανάστροφα δαχτύλια
και με λαρύγγι ξεφωνώ ραϊσμένο:
«Δεν είμ’ εγώ μια ανθρώπινη ζωή,
ούτε μια θηλυκιά κατάρα!
Είμαι η Γυναίκα – Σύμβολο,
η Σφίγγα κ’ η Μαγδαληνή,
γεμάτη όλα τα ονόματα κι’ όλες τις μοίρες
όλες τις ψυχές και τις καρδιές
όλα τα ψέματα και τις αλήθειες·
είμαι όλη εγώ η Ζωή, όλη η Ανθρωπότη,
η σκοτεινή καματερή Ανθρωπότη!»
Εγώ μαι η Πολιτεία των Δυνατών
η Πολιτεία των Λίγων των Κηφήνων,
της Αδικιάς, της Βίας η Πολιτεία
και της Ψευτιάς!
Εγώ μαι η ιερή Πατρίδα,
πόχω τον πόλεμο θεμέλιο,
της ευτυχίας των δυνατών θεμέλιο,
για να μπορούν να χαίρονται, γινόμενοι πιο δυνατοί
και πιο σκληροί,
πιο αχρείοι,
τις αδερφές, τις μάννες των «ηρώων»
μαζί με το αίμα των «ηρώων»!
Εγώ μαι η ιερή Πατρίδα
οπού με την ειρήνη θανατώνω
την ψυχή και το πνέμα των ανθρώπων,
σκεπάζοντάς τους με σκοτάδια και κουρέλια
και δίνοντάς τους λίγες λέξεις,
να ζουν ονειρευάμενοι τις λέξεις
και να πεθαίνουνε για λέξεις!
Είμαι η ιερή Πατρίδα, που διδάχνω
το μίσος, την κλοπή, το φόνο,
σειώντας ένα πανί χρωματιστό,
μπροστά στα μάτια, που τυφλώνω τα με χίλιους τρόπους.
Είμαι η Θρησκεία, που φανερώνω
τη Θέληση των ουρανών
στα πλήθη που δεν έχουν θέληση,
γιατί δεν έχουν γνώση.
Είμαι η Θρησκεία, που ευλογάει
τους χρυσούς, τους επίσημους φονιάδες,
που λάμπουν από λίπος κι από ακαματιά
κ’ έχουν τα μάτια του πετρίτη
που από το πιο μεγάλο ψήλος
βρίσκουν το πιο βαθιά κρυμμένο κέρδος.
Είμαι η Θρησκεία, που καταριέται
τα θύματα, τα θύματά της,
και που, όσο αρνιόνται, τόσο τα βυθίζει
μες την τρομάρα αιώνιας ποινής
πάνω στη Γη και κάτου από το Χώμα!
Εγώ μαι η Τέχνη του Απολύτου,
του έξω καιρού και τόπου η Υέχνη,
χωρίς σκοπό και δίχως όφελο.
Εγώ μαι η Τέχνη της Μορφής,
των λέξεων, των ρυθμών, του αισθήματος,
του υποκειμενισμού, των αντιφάσεων
της Ηδονής!
Εγώ μαι ο αριστοκράτης Στίχος,
η Κεντρική όψη της Ζωής,
των υπερκόσμιων ψιθύρων Ακοή,
πούχασα την αφή της Ζωής
που αλλάζει κύκλους, νόημα και σκοπό
με τους καιρούς.
Εγώ μαι η Τέχνη, που χωρίζω,
αντίς να ενώνω τους ανθρώπους,
και που ανασταίνω μέσα από τους τάφους
παλιές ιδέες, πόχουν πεθάνει,
χτυπώντας τα φτερά του πνεύματος
οπίσω, οπίσω, οπίσω,
σκοτώνοντας τη ζωή και τη λαχτάρα της
για Φως, για Λευτεριά, γι’ Ανέβασμα!
Εγώ μαι η Τέχνη των μωρών, των τσαρλατάνων,
η Τέχνη των μοιχών και των ευνούχων,
η πουλημένη, η ατιμασμένη,
του Μπαρρές, του Κλωντέλ και του ντ' Αννούντσιο.
Είμαι «η Φλογέρα» εγώ «του Βασιλιά»
και «το Πάσχα των Ελλήνων!»
Από το "Φως που καίει" που κυκλοφόρησε ο Κ.Β με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας-Δήμος από το δήμο δηλ το λαό. Όπως αναφέρει ο Η.Κακαβάνης στο βιβλίο του "Ο ΆΓΝΩΣΤΟΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ" ο Κ.Β. εξομολογήθηκε στο Μ.Λουντέμη πως το πρώτο ψευδώνυμο που είχε διαλέξει ήταν Σφύρος Δρεπάνης!)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου