Δημήτρης Γληνός (φωτογραφία: ΑΣΚΙ) |
Λιμάνι Πειραιά, απόγευμα Παρασκευής 18 Οκτώβρη 1935.
«[…] Στην παραλία του λιμανιού του Πειραιά, όπου ήταν αραγμένο το βαπόρι που θα έφευγε για τη Μυτιλήνη, λίγοι συγγενείς, φίλοι, μαθητές του Γληνού και του Βάρναλη μαζί με τους συγγενείς των συγκρατουμένων συντρόφων τους, περιμέναμε να μεταφερθούν από το Τμήμα μεταγωγών του Πειραιά στο καράβι. Περιμέναμε πολύ. Κάποτε φάνηκε να προχωρεί προς το αραγμένο καράβι μια μακριά σειρά αγωνιστές της δημοκρατίας, της προδομένης από τον αστικό παλαιοδημοκρατικό κόσμο. Αλυσσοδεμένοι δυο-δυο, εργάτες, επαγγελματίες και διανοούμενοι προχωρούν περήφανοι. Κρατάν ψηλά το κεφάλι. Τους συνοδεύει ένοπλο απόσπασμα της χωροφυλακής. Καθώς περνάνε από κοντά μας χαιρετάν και χαιρετάμε το Δάσκαλο, τον Ποιητή και τους αλυσσοδεμένους συντρόφους των. Ο Γληνός φοράει το γαλλικό μπερέ, που του χάρισε ο φίλος του Θράσος Καστανάκης στο Τμήμα μεταγωγών του Πειραιά. Καθώς ανεβαίνει την ανηφορική σκάλα του βαποριού γυρίζει και μας χαιρετά για τελευταία φορά, πριν μπει στο βαπόρι και χαθεί κάτω στο αμπάρι, μαζί με τους συντρόφους του. έχει τα μάτια βουρκωμένα…» [1]
Το καράβι θα φτάσει στη Μυτιλήνη το μεσημέρι της Κυριακής 20 του Οκτώβρη. Οι 33 κρατούμενοι μεταφέρονται στο αστυνομικό τμήμα όπου παραμένουν για έξι μέρες. Το βράδυ της 25ης του Οκτώβρη, ο Γληνός (που είναι άρρωστος), ο Βάρναλης και οι άλλοι αγωνιστές, σιδηροδέσμιοι, οδηγούνται στο καράβι «Μαρία Λ.» που κάνει το δρομολόγιο προς τον Αη Στράτη. Στο κείμενο που ακολουθεί ο Δημήτρης Γληνός περιγράφει το ταξίδι, πως τους υποδέχτηκαν οι παλιοί εξόριστοι και τις πρώτες ώρες του στο νησί της εξορίας.
ΤΡΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Αποβραδίς, που μας ανέβαζαν στο βαπόρι δεμένους δυο δυο, φυσούσε μια φρέσκη, νοτιά και συντάραξε το λιμάνι της Μυτιλήνης.
―«Πολύ φοβάμαι πως δε θα μπορέσει η «Μαρία Λ» να μας βγάλει στον Αϊστράτη» μου λέει ένας σύντροφος. Και καθώς είμαστε κατατσακισμένοι ύστερ’ από τις οχτώ μέρες, που είχαμε περάσει στ’ αστυνομικά μπουντρούμια, η νέα αυτή θαλασσινή περιπέτεια δεν μας ερχότανε βολικά.
Την άλλη μέρα το πρωί στις 26 του Οχτώβρη, περνούσαμε την Άσπρη Θάλασσα ανάμεσα Μυτιλήνης και Λήμνο. Η νοτιά είχε στρώσει και δεν είταν ενοχλητική. ανεβασμένοι στο γεφύρι του βαποριού τρώγαμε με τα μάτια μας τα πελαγήσια μάκρη για να ξεχωρίσουμε το νησάκι της εξορίας μας. Μα τίποτα δεν φαινόταν ακόμη. Ο καπετάνιος της «Μαρίας Λ» ένας τύπος πολιτισμένου θαλασσινού, με κάλεσε
κοντά στον τιμονιέρη. «Σε λίγο θα πάρουμε με το ασύρματο τηλέφωνο την Αθήνα, μου λέει, θ’ ακούσουμε το λόγο τού Κονδύλη μετά τη δοξολογία, πού θα γίνει στη Μητρόπολη».
Και πραγματικά σε λίγο άρχισαν να βγαίνούν από το μεγάφωνο βραχνές και ασυνάρτητες φωνές. Ο διχτάτορας και αντιβασιλέας τυχοδιώχτης στρατοκράτης, που είχε αρπάξει την εξουσία και για να ετοιμάσει το «τίμιο και ελεύθερο» δημοψήφισμα, έστελνε στα ξερόνησα του Αιγαίου καραβιές καραβιές τους δημοκρατικούς και τους αντιφασίστες, με τη λαχανιασμένη φωνή του προσπαθούσε να σκορπίσει τα ψέματά του σ’ όλες τις γωνιές της ελληνικής γης. Ο ναύτης που κρατούσε το τιμόνι, ο πρώτος καπετάνιος, ο τρίτος καπετάνιος που είτανε κι ασυρματιστής, άκουαν τις ασυνάρτητες αγριοφωνάρες που έβγαιναν από το μεγάφωνο μ’ ένα αδιόρατο ειρωνικό χαμόγελο στα χείλια. Μα δεν τους έβγαινε λέξη από το στόμα. Αυτούς τους εβάραινε η σκλαβιά. Και κείνη τη στιγμή είχα μέσα μου ολοζώντανο το παράξενο συναίσθημα της λευτεριάς, που είχα αιστανθεί από τη στιγμή που με πιάσανε.
Και όταν περνούσα σιδεροδεμένος ανάμεσα σε δυο πυκνές γραμμές από σιωπηλά πρόσωπα στον Πειραιά και στη Μυτιλήνη και όταν αργότερα κυκλοφορούσα μέσα στους επιβάτες του βαποριού και στο πλήρωμα, ένιωθα μαζί με μια βαθιά χαρούμενη διάθεση, που σα μεθυστική αρμονία πλημμυρούσε την ψυχή μου, πως μόνο εμείς οι φυλακισμένοι και εξόριστοι είμαστε αληθινά λεύτεροι, τη στιγμή, που όλους τους άλλους σα βραχνάς τους πλάκωνε τα στήθια η σκλαβιά. Τα στόματα κλειστά, σφιχτά τα χείλη, αν και τους έτρωγε τα σωθικά η βουβή αγανάχτηση. Μα δεν έμαθαν ακόμη να μιλούν και να σφίγγουνε τη γροθιά τους. Άμα γίνει αυτό, η υπόθεση της τυραννίας, της κάθε τυραννίας είναι τελειωμένη.
—«Να, μου λέει ο καπετάνιος, 'Εκεί μπροστά μέσα στη θολούρα, ξεχωρίζεις εκείνη τη σκιά; Είναι ο Αϊστράτης. Κατά το μεσημέρι θα φτάσουμε».
***
Οι χαμηλές πλαγιές του νησιού κάνουνε την εντύπωση σα να άδειασε κάποιος από ψηλά έναν τεράστιο κουβά από μαύρη στάχτη και πέτρες. Οι βαλανιδιές που φυτρώνουνε σε κάποιες γωνίτσες του νησιού πυκνές, είναι κι’ αυτές μαύρες σαν καψαλισμένες. Πρασινάδα δε φαίνεται πουθενά. Όσο ζυγώνουμε, ξεχωρίζουμε στ’ ακρογιάλια του νησιού τις κουφάλες και τις πελώριες θαλασσοσπηλιές. Κάπου-κάπου θαρρείς, πως οι κάβοι στέκονται στον αγέρα και από στιγμή σε στιγμή με καμιά μεγάλη φουρτούνα θα γκρεμιστούνε στα βάθη των νερών.
—Εκεί πίσω από τον κάβο θα ξεπροβάλουνε τα σπίτια του χωριού, φτάνουμε.
Μόλις στρίβουμε λίγο ακόμα, ξεχωρίζουμε στην άκρη του γιαλού πάνω στα βράχια, πυκνή μαυρίλα. Χέρια κουνιόνται στον αγέρα, ακούγονται χαρούμενες φωνές.
Να τα σπιτάκια σωριασμένα στην πλαγιά του βράχου. Να ο μικρός γιαλός. Οι βάρκες ζυγώνουν το βαπόρι. Σε λίγο γεμίζουν από το καινούργιο καραβάνι των εξόριστων. Είμαστε τριάντα τρεις.
Μόλις πατήσαμε στη στεριά βρεθήκαμε τριγυρισμένοι από τους ογδόντα παλιούς συντρόφους του νησιού. Πρόσωπα γελαστά μα και σοβαρά και αποφασιστικά χέρια, μας σφίγγουνε αδελφικά. Στη στιγμή νιώθουμε, πως είμαστε εκατόν δέκα τρεις όλοι μαζί, ένας άνθρωπος, μια ψυχή, μια δύναμη, μια θέληση. Ο καθένας μας εκατονταπλασιάστηκε. Τι έγιναν οι βαλίτσες μας; Πώς βρέθηκαν στο κατάστημα της αστυνομίας και ύστερα πέρα στην κολλεχτίβα; Σα να μας σηκώνουν στα χέρια, σα να μην πατούμε στη γη. Καθώς προχωρούμε όλοι μαζί δίπλα στο ποταμάκι, καθώς περνούμε το γεφύρι, καθώς αντικρύζουμε το πηγάδι του χωριού με την ψηλή πεζούλα γύρω - γύρω, καθώς μπαίνουμε στον αυλόγυρο της κολλεχτιβιστικής κουζίνας και παίρνουμε θέση γύρω στα τραπέζια, που είναι φτιαγμένα από βέργιες μαυροδάφνης κάτω από σκιάδα φτιαγμένη από τις ίδιες βέργες και σκεπασμένες με κλαδιά βαλανιδιάς, όλα μας φαίνουνται πως γίνονται σαν μέσα σ’ ένα όνειρο, ειδυλλιακά κι’ ανάλαφρα. Εκείνη τη στιγμή δε μου έκανε καμιά εντύπωση, πώς το πιάτο που μου έφεραν τις ζεστές μαρίδες είτανε τόσο ξεφλουδιασμένο και το μαύρο ψωμί τόσο λασπωμένο. Δε έβλεπα τίποτε άλλο, παρά τους συντρόφους πού έτρεχαν γελαστοί και πρόθυμοι να προλάβουνε κάθε πεθυμιά μας, κάθε σκέψη μας, να μας δώσουν ότι χρειαζόμαστε, να μας σηκώσουνε κάθε βάρος από την ψυχή, να μας δείξουν από την πρώτη στιγμή, πόσο μπορεί κανείς έχοντας μέσα στην ψυχή ένα φωτεινό ιδανικό και τη συντροφικότητα την αδελφοσύνη παραστάτη, μπορεί να ρίχνεται και μέσα στο καμίνι χωρίς να καίγεται, να περπατάει με γυμνά τα πόδια πάνω σε αγκάθια και καρφιά χωρίς να πληγώνεται, να ζήσει χρόνια εξορία και φυλακή χωρίς να χάσει το γέλιο από τα χείλη του, να αντικρίσει την πείνα, την κακοπέραση, χωρίς να λυγίσει η ψυχή του.
— «Πάμε σύντροφε, τώρα να ξεκουραστείς λίγο σ’ ένα σπίτι και το βράδι θα κανονίσουμε, πού θα μείνεις οριστικά».
Βαδίζω με το νέο παιδί, που μ’ οδηγάει πάνω στις τραχές πέτρες και βαριανασαίνω από τον ανήφορο. Τι διάβολο! Αυτές οι πέτρες κατρακυλούν κάτω από τα πόδια μου. Δε νιώθω να περπατήσω, όλο σκοντάφτω. Με βοηθάει λίγο το παιδί. Είναι καμιά εικοσιπενταριά χρονώ, ψηλός, μελαχροινός, με μαύρα κατσαρά μαλλιά, ξεσκούφωτος. Καθώς πηγαίνει δίπλα μου πατώντας στέρεα και ανάλαφρα, τον καμαρώνω. Γι’ αυτόν είν’ όλα εδώ τόσο φυσικά, του είναι τόσο γνώριμα, θάχει πολύν καιρό στην εξορία. Τόνε ρωτώ.—«Είμ’ ένα μήνα εδώ, θα συνηθίσετε και σεις. Μη σας ξαφνίζει τίποτε. Όλα βολεύονται πολύ ωραία».—«Θ’ ανεβούμε πολύ ακόμη; Πιάστηκε η ανάσα μου».
— «Όχι, φτάσαμε. Να εδώ σ’ αυτό το σπίτι». Ανοίγουμε μια πόρτα κι’ ανεβαίνουμε μια σκάλα σανιδένια, που όλο τρίζει και μου φαίνεται, πως θα τσακίσει μόλις την πατήσουμε λίγο πιο βαριά. Το σπίτι παλιό και ασουβάντιστο. Μπαίνουμε σε μια κάμαρα στενόμακρη. Έξι κρεβάτια το ένα κολλητά σχεδόν με το άλλο. Κρεβάτια παράξενα φτιαγμένα κι’ αυτά με βέργες πικροδάφνης.
―«Ξάπλωσε εδώ στη γωνιά και ησύχασε. Γειά σου, σύντροφε, θαρθώ αργότερα να σε πάρω».
Πέφτω στο κρεβάτι. Μα το σώμα μου πονεί ολόκληρο. Το καρδιοχτύπι πού μ’ έπιασε στον ανήφορο δεν καταλαγιάζει. Τα μάγουλά μου και τα μάτια μου καίνε. Καθώς πάω να τα κλείσω, βγάζουνε φλόγες. Το κεφάλι μου είναι βαρύ. Φαίνεται θάχω πυρετό.
Ανοίγω πάλι τα μάτια μου και κοιτάζω γύρω. Είμαι μόνος. Τώρα ένα βάρος μου έχει καθήσει στην ψυχή, ένα χέρι μου σφίγγει την καρδιά.
Μωρέ αυτές oι βέργες της πικροδάφνης μου οργώνουνε το κορμί. Πώς κοιμούνται εδώ πάνω οι σύντροφοι; Θυμήθηκα τους αρχαίους Σπαρτιάτες με τα καλαμένια τους κρεβάτια. Έτσι θα είτανε. Γύρω στους τοίχους καρφιά. Ρούχα κρεμασμένα. Ένα πουκάμισο. Μια πετσέτα λερωμένη, ένα πανωφόρι τριμμένο και τρύπιο. Τα παράθυρα χωρίς τζάμια. Κλείνουνε μόνο τα παραθυρόφυλλα. Μα χαραμάδες μεγάλες. Μωρέ το χειμώνα, τι θα γίνεται εδώ μέσα; Καλά θα τα περάσουμε. Κι’ άξαφνα κοιτάζω το ταβάνι. Δεν υπάρχει οροφή. Τα δοκάρια της στέγης γυμνά και πάνω τα κεραμίδια, τρυπίτσες, σχισμάδες φωτεινές σ’ όλη τη στέγη. Μα εδώ θα περνάει και το νερό και ο αγέρας θ’ αλωνίζει εδώ μέσα.
Κλείνω πάλι τα μάτια μου. Αχ! πως με καίνε! Κι’ άξαφνα ακούω. Τι είν’ αυτά, που τριζοβολάν έτσι; Τι είν’ αυτός ο επίμονος θόρυβος; Ένα μυριόστομο τραγούδι αδιάκοπο, επίμονο. Όλα τα ξύλα του σπιτιού, τα δοκάρια της στέγης, τα πατόξυλα, τα σανίδια στο πάτωμα, τα κουφώματα στα παράθυρα, τα σανίδια της σκάλας, όλα τραγουδούν. Χιλιάδες, εκκατομμύρια σαράκια έχουν στήσει μια ασώπαστη συναυλία, που δεν σταματάει, καθώς φαίνεται, μέρα νύχτα. Τρί, τρί, τρί! τρί, τρί, τρί!
Ο ένας αρχίζει, ο άλλος σωπαίνει. Χιλιάδες μαζί αρχίζουν, χιλιάδες σωπαίνουν. Τρί, τρί, τρί! τρί, τρί, τρί! Γιά στοχάσου! τούτο εδώ το σπίτι θα σαραβαλιαστεί μια μέρα ολάκερο.
Τα σαράκια το τρώνε σύξυλο, από τα θεμέλια ως την κορυφή.
Άκουε! άκουε το τραγούδι τους, επίμονο, ακούραστο, μονότονο, ασώπαστο.
Δεν υπάρχει τρόπος, να σταματήσει κανείς τα εκατομμύρια αυτά τα μικροσκοπικά πριονάκια, που μασούνε τα ξύλα, τα μεγάλα και βαριά δοκάρια κι’ όλο τα κουφαίνουνε, τ’ αλέθουνε, τα κάνουνε σκόνη;
Άκου τα! άκου τα! Αχ! πως με καίνε τα μάτια μου και η καρδιά μου όλο χτυπάει δυνατότερα! Ο πυρετός μου θ’ ανεβαίνει.
Η συναυλία των σαρακιών τώρα την πρωτακούω άραγες; Όχι! Μου φαίνεται πως έχω αρχίσει να την ακούω χρόνια πολλά πριν, από μικρό παιδί, μόλις γνώρισα τον κόσμο και την ζωή. Ναι! Τώρα θυμάμαι. Είναι χρόνια πολλά που άρχισα ν’ ακούω τη μονότονη, την σκληρή, την εκνευριστική αυτή συναυλία των σαρακιών, που τρώει συθέμελα το πελώριο χτίριο της κοινωνίας της αστικής. Τα δοκάρια της σαπίζουν όλα από τα θεμέλια ως την κορφή.
***
Ας προσπαθήσω να ησυχάσω λίγο. Ας γυρίσω από το άλλο πλευρό. Μα ξάφνου πλημμυρίζει όλο το δωμάτιο, το σπίτι, το χωριουδάκι, ο γιαλός, όλο το νησί από μια χάλκινη βουή.
— Νταν, νταν, νταν! Νταν, νταν, νταν! Νταν, νταν, νταν!
Μπα! Έχουνε το λοιπόν τόσο μεγάλη καμπάνα εδώ στο νησάκι αυτό; Είναι σήμερα Σάβατο. Χτυπάει τον εσπερινό.
— Νταν! νταν, νταν! Νταν, νταν, νταν! Νταν, νταν, νταν! Ο χάλκινος ήχος και ο αντίλαλος τα σκεπάζει όλα και μιλάει παράξενα μέσα στην ψυχή. Είναι τόσο επίσημος, τόσο θριαμβικός.
Μα και τόσο κρύος, τόσο άδειος. Τι να λέει άραγες στις ψυχές εκείνων, που τον ακούν απάνω σε τούτο το νησί, στις ψυχές των πιστών χριστιανών;
Είναι ωραίο ν’ ακούει κανείς την καμπάνα του χωριού, την αρμονική φωνή της, που από ράχη σε ράχη πηδάει σ’ όλο το νησί και φτάνει ως πέρα μακριά στο πέλαγος και σκίζει με την ήσυχη βουή της θάλασσας τους ερημικούς γιαλούς.
Μα όσοι την ακούν απάνω σε τούτη τη γη, εκείνοι που χύνουνε τον ιδρώτα τους σκάβοντας το λιγοστό της χώμα το ανακατωμένο με κοτρώνια, οι ωχρές γυναίκες, που ζούνε στις υγρές σκιές των σκοτεινών σπιτιών, τα παιδάκια, που κοιμούνται το βράδι, αφού μασούλισαν μερικά βαλανίδια για βραδινό φαΐ, όλοι αυτοί οι πονεμένοι και οι έρμοι, που ζούνε σε σκοτάδι ψυχικό, περιμένοντας με αγωνία το θάνατο, την αρρώστια, την πείνα τι παρηγοριά, τι απολύτρωση που βρίσκουνε στην επίσημη αυτή και χαρούμενη πρόσκληση που τους έρχεται από το ψηλό καμπαναριό του νησιού.
Είτανε μια φορά, που δε χτυπούσε καθόλου η καμπάνα και οι πονεμένοι έτρεχαν κρυφά μέσα στις εκκλησιές τις χτισμένες στα βάθη της γης ν’ ακούσουνε τη θερμή φωνή της μεγάλης υπόσχεσης. Μα όταν η καμπάνα άρχισε να χτυπάει θριαμβευτικά και επίσημα, η υπόσχεση είχε χαθεί. Η θρησκεία είχε προδώσει τους πονεμένους και κατατρεγμένους της γης. Τώρα τι να ζητήσουνε πια και τι να βρουν; Τ’ αυτιά μου βουίζουνε τώρα ακόμα πιο πολύ και το κεφάλι με πονεί δυνατά. Σίγουρα είμαι άρρωστος. Δεν θα μπορέσω να σηκωθώ από δω χάμου.
***
Μόλις άρχισε να γέρνει ο ήλιος έρχεται ο σύντροφος. Του λέω, πως είμαι άρρωστος.— «Έλα να σε πάω στο σπίτι, που θα μείνεις. Εκεί είναι καλύτερα».
Κατεβαίνουμε σ’ ένα σπίτι πιο συμαζεμένο. Εκεί μέσα βρίσκεται ένα δωμάτιο μικρό. Με βοηθάει να στρώσω χάμω τις κουβέρτες μου. Κρεβάτι δεν έχω ακόμη. Ύστερα μου φέρνει κι’ ένα κύπελλο με τσάι ζεστό.― «Ξάπλωσε τώρα εδώ, σύντροφε. Ύστερ’ από το προσκλητήριο θάρθει να σε ιδεί ο γιατρός».
Στο μικρό δωματιάκι σκοτείνιασε γρήγορα. Το σπίτι είναι όλο άδειο. Οι σύντροφοι βρίσκουνται στο γιατρό. Πρώτη βραδιά στο νησί της εξορίας. Τώρα θα μαζευτούν όλοι στο μεγάλο θάλαμο, θα γίνει το βραδιvό προσκλητήριο κι’ εγώ θα λείπω.
Ακούω στο λιθόστρωτο του δρόμου τα βήματα των συντρόφων, που ανεβαίνουνε στον κεντρικό θάλαμο της κολλεχτίβας. Περνάνε παρέες, παρέες και μιλάνε δυνατά. Πλατιά, ανοιχτόκαρδα γέλοια έρχονται από το δρόμο. Πειράγματα, σχόλια, φωνές. Οι παλιοί με τους καινούργιους έχουνε σμίξει πια ολότελα, σα να έχουνε ζήσει μαζί χρόνια πολλά. Ακούονται τα βήματα πλήθια σα να είναι στρατός. Γύρω μου σκοτάδι βαθύ. Σιγά σιγά τα βήματα μάκρυναν, έσβυσαν. Τώρα είναι όλα σιωπηλά. Ακούω το αίμα, που βουίζει στ’ αυτιά μου με το γοργό σφυγμό της καρδιάς.
Τι θλίψη αβάσταχτη είναι τούτη μέσα στη μοναξιά! Πώς βρέθηκα εδώ κάτου; Ξαπλωμένος στο πάτωμα, απάνω σε δυο κουβέρτες. Τα κόκκαλά μου πονούν. Πώς θα τα βγάλω πέρα; Οι δικοί μου άνθρωποι όλοι τόσο μακριά! Μόνο ύστερ’ από οχτώ μέρες να μάθεις τίποτε απ’ αυτούς! Κι’ αν αρρωστήσει κανείς βαριά εδώ κάτου, μόνος; Η εξορία είναι χτύπημα βαρύ.
Μα τι ακούω; Είναι τραγούδια αυτά; Τι φωνές αρμονικές;
Είναι καμιά χορωδία εδώ στο νησί; Φωνές αντρίκιες, γερές, μεστές, γεμάτες και φωνές νέων. Ερχονται από κάπου ψηλά και μακριά. Είναι πολλοί, πού τραγουδάν, πενήντα, εκατό άνθρωποι.
Α! Είναι οι σύντροφοι στην κολλεχτίβα. Μέσα στη σιγαλιά και το σκοτάδι το τραγούδι σκέπασε όλο το χωριό. Τ’ ακούν παντού, σ’ όλα τα σπίτια. Πέρα ως πέρα στο γιαλό, όπως πρωτύτερα τον ήχο της καμπάνας.
Μα το τραγούδι αυτό είναι ζεστό, είναι γοργό, είναι παλληκαρίσιο, είναι αντρίκιο, είναι ορμητικό. Είναι βουή, επίκληση, παρόρμηση. Είναι ανάσταση στις ψυχές, σάλπισμα, λάμψη σπαθιού, άναμμα της καρδιάς.
Άκου το! Άκου το! Πως κυλάει σαν γάργαρο νερό, σαν καταρράχτης πολύβουος, άκου το πως δυναμώνει! Φοβέρα και χαρά μαζί.
Εμπρός της γης οι κολασμένοι!
Της πείνας σκλάβοι εμπρδς! έμπρός!
Ανασηκώνουμαι, αφουγκράζομαι, το τραγούδι μπαίνει από παντού από τα παράθυρα, από την πόρτα, από τη στέγη. Μου γεμίζει την κάμαρα φως! Πώς τ’ ακούν όλοι αυτοί στο νησί εδώ κάτου; Ξέρουνε, πως τους φωνάζει κι’ αυτούς; Σιωπούν άραγες, στηλώνουνε την λυγισμένη τονς ψυχή;
Άκου το! άκου το! Τι χαρά! Τι φως! Τι λαχτάρα! Τι απόφαση! Τι ορμή!
Στον αγώνα ενωμένοι
κι’ ας μη λείψει κανείς!
Μα ναί! Μόνο για ν’ ακούσει κανείς αυτό το τραγούδι έτσι ειπωμένο, από εκατό στόματα, με τέτια αντρίκια παλληκαριά, άξιζε νάρθει στην εξορία σε τούτο το έρημο νησί!
Για να νιώσει μέσα του να γεννιέται μια καινούργια ψυχή.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΛΗΝΟΣ
[1] Θ. Λυκογιάννη, «Κοντά στο Δάσκαλο». Από το βιβλίο «ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΔΗΜΗΤΡΗ Α. ΓΛΗΝΟΥ, μελέτες για το έργο του και ανέκδοτα κείμενά του», εκδόσεις ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ, Αθήνα 1946.
Το κείμενο του Δημήτρη Γληνού με τίτλο ΤΡΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», φύλλο 3, Μάρτης 1936, σελ. 95-98. Βρίσκεται στο βιβλίο «ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΛΗΝΟΥ, ΕΚΛΕΚΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ, τόμος τέταρτος», εκδόσεις ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, Αθήνα 1975.
Οι πληροφορίες για τις ημερομηνίες από το βιβλίο του Ηρακλή Κακαβάνη «Ο άγνωστος ΒΑΡΝΑΛΗΣ και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του», εκδόσεις ΕΝΤΟΣ, Αθήνα 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου