Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Άρης Αλεξάνδρου- Το μαχαίρι, Νεκρή ζώνη, Ανατολή ήλιου, Επιστροφή, Φρόντισε


Το μαχαίρι

Όπως αργεί τ' ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι
έτσι αργούν κι οι λέξεις ν' ακονιστούν σε λόγο.
Στο μεταξύ
όσο δουλεύεις στον τροχό
πρόσεχε μην παρασυρθείς
               μην ξιππαστείς
απ' τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.

Νεκρή ζώνη

Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεχτικός,
όπως είσαι ακριβώς μ' έναν βαριά τραυματισμένο που κουβαλάς
στον ώμο.
Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα
μπορεί να τύχει να γλιστρήσεις στους κρατήρες των οβίδων
μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα συρματοπλέγματα.
Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι με τα γυμνά σου πόδια
κι όσο μπορείς μη σκύβεις
για να μη σούρνονται τα χέρια του στο χώμα.
Βάδιζε πάντα σταθερά
σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν σταματήσει η καρδιά του.
Να εκμεταλλεύεσαι
κάθε λάμψη απ' τις ριπές των πολυβόλων
για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό σου
πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δυο μετώπων.
Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις
σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις εκεί στην άκρη του νερού
εκεί στην πρωινή την πράσινη σκιά ενός μεγάλου δέντρου.
Προς το παρόν, νάσαι πολύ προσεχτικός
όπως είσαι ακριβώς μ' έναν μελλοθάνατο που κουβαλάς στον ώμο.

                          
                                              ΑΝΑΤΟΛΗ ΗΛΙΟΥ
                                                                        στον Γιάννη Ρίτσο
Είταν η ώρα που επρόκειτο να ανάψουν οι φανοστάτες. Δεν είχε
καμιά αμφιβολία, το ‘ξερε πως όπου να ναι θα ανάβανε, όπως και
κάθε βράδι άλλωστε. Πήγε και στάθηκε στη διασταύρωση, για την
ακρίβεια στη νισίδα ασφαλείας, για να δει τους φανοστάτες να ανά-
βουν ταυτόχρονα, τόσο στον κάθετο, όσο και στον οριζόντιο δρόμο.
  Με το κεφάλι ασάλευτο, έστριψε το δεξί του μάτι δεξιά, το αρι-
στερό του αριστερά. Περίμενε, μα οι φανοστάτες δεν ανάβανε. Τα
μάτια του κουράστηκαν, άρχισαν να πονάνε, σ’εκείνη την άβολη
στάση. Σε λίγο δεν άντεξε και έφυγε.
Ωστόσο, το επόμενο σούρουπο, πιστός στο καθήκον, πήγε και
ξαναστάθηκε στη νησίδα του. Οι φανοστάτες και πάλι δεν ανάψανε,
ούτε εκείνο το βράδι, ούτε τις άλλες νύχτες, μα τα μάτια του συνήθι-
ζαν λίγο λίγο, δεν κουράζονταν πια, δεν πονούσαν.
   Και κάποτε, εκεί που στεκόταν και περίμενε, χάραξε εντελώς
ξαφνικά. Εντελώς ξαφνικά, είδε τον ήλιο να ανατέλει, ταυτόχρονα,
απ’τον κάθετο δρόμο και απ’ τον άλλον, τον οριζόντιο.
                                                                      Παρίσι, 1971

Επιστροφή

Έτσι που γυρίσαμε
γυαλίζουνε οι ράγιες στο σκοτάδι
απ’ την πολλή σιωπή
έτσι που γυρίσαμε
βρήκαμε τους εισπράκτορες σφαγμένους
και το πεντακοσάρικο για το εισιτήριο
θα μας περισσεύει
και τα τέσσερα χρόνια
γι’ αυτό που λέγαμε ζωή μας
θα μας λείπουν
έτσι που γυρίσαμε κi οι δρόμοι προχωράνε
τετραγωνίζοντας την άδεια πολιτεία
σε πένθιμους φακέλους
κι αυτός ο αστυφύλακας περνάει και χασμουριέται
Θεέ μου! ας μίλαγε τουλάχιστον αυτός
κι ας μου ζητούσε
την ταυτότητά μου.


Φρόντισε

Φρόντισε οι στίχοι σου να σπονδυλωθούν
με τις αρθρώσεις των σκληρών των συγκεκριμένων λέξεων.
Πάσχισε νάναι προεκτάσεις της πραγματικότητας
όπως κάθε δάχτυλο είναι μια προέκταση στο δεξί σου χέρι.
Έτσι μονάχα θα μπορέσουν σαν την παλάμη του γιατρού
να συνεφέρουν με χαστούκια
όσους λιποθύμησαν
                        μπροστά στο άδειο πρόσωπό τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου