Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Νίκος Καρούζος : Η εὐγένεια τῆς κωμωδίας μας- Εἰκόνα


Η ευγένεια της κωμωδίας μας

Όταν ξεραθεί το χαμομήλι στον καλύτερο ήλιο τῆς χρονιάς
έρχονται βράδια νὰ γυρέψει απὸ δαύτο κι ὁ φτωχὸς κι ο πλούσιος
κι όπως κυλάει ζεστὸ μέσα μας καὶ βάλσαμο
κ᾿ ευωδιάζουν τα σπλάγχνα κι αρμονίζονται
φέρνοντας κάποιο αίσθημα φαγωμένης πεταλούδας μὲ τὰ χνούδια της
ένα τίποτα ένα χορτάρι φέρνοντας όλη τὴν ειρήνη
έτσι κι ο Ιησούς ένα τίποτα, μονάχα φτυσμένος
μονάχα η μέσα φλόγα ποὺ λιώνει τὴν αφὴ
κι ο Θεός γυμνοπόδης εν᾿ αρνί στὸν ἀέρα
ψηλά στο δέντρο της βυσσινιάς τὸ καιόμενο πέρα στη δύση.
Ά τί φριχτὸ που είναι το νερό ένα τίποτα κι ο αόρατος
μας έτυχε καθὼς το μαχαίρι στὸ λαιμὸ του κόκορα.


Πέντε Ποιήματα μέσ᾿ τὸ Σκοτάδι. Εἰκόνα

Γυρίζει μόνος
στὰ χείλη του παντάνασσα σιωπὴ
συνέχεια τῶν πουλιών τὰ μαλλιά του.
Ωχρὸς
μὲ βουλιαγμένα ὄνειρα κι ἀνέγγιχτος
νερὸ τρεχάμενο στὰ ρείθρα, ωχρὸς
έλληνας.
Πάντα ὁ δρόμος μέσ᾿ στὰ μάτια του
κ᾿ ἡ λάμψη ἀπ᾿ τὴ φωτιὰ
ποὺ καταλύει
τὴ νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στὰ χέρια τοῦ κλαδὶ ἀπὸ ελιὰ
γεμάτος πόνο χάνεται στὰ δειλινὰ
αισθάνεται
πὼς ὅλα χάθηκαν.
Μὴν τοῦ μιλάτε εἶναι άνεργος
τὰ χέρια στὶς τσέπες του
σὰν δυὸ χειροβομβίδες.
Μὴν του μιλᾶτε δὲ μιλούν στους καθρέφτες.
Άνθη τῆς λεμονιάς
λουλούδια του ανέμου
στεφάνωσέ τον Άνοιξη
τὸν κλώθει ὁ θάνατος.

Μπάτε σκύλοι αλέστε...- Κ.Βάρναλης



Οπως περιέχεται στην εβδομαδιαία έκδοση των πολιτικών προσφύγων στη ΓΛΔ, «Το Δελτίο μας», της 17ης Σεπτ. 1954, αρ. φυλ. 132 και, όπως και πολλά άλλα, είναι στη διάθεση των αναγνωστών σε ηλεκτρονική μορφή, στο Επιμορφωτικό Κέντρο «Χαρίλαος Φλωράκης»:



- Ελα δω, ραγιά, που σε διατάζω.
- Και ποιος είσαι του λόγου σου, που λες ραγιά. Ελα συ εδώ.
- Κύριός σου είμαι. Ομολογιούχος. Πέσε!
- Και για ποιόνε με πήρες; Για Ελληνικό Κράτος;
- Πού το βρήκες το Ελληνικό Κράτος; Εμείς οι ξένοι είμαστε κράτος.
Κράτη εν κράτει, ομολογιούχοι, Ούλεν, Πάουερ, διομολογήσεις, ετεροδικίες, "σύμβουλοι"...
- Κι από μένα τι ζητάς;
- Να πλερώσεις!
- Τι να πλερώσω; Δεν ξέρω τίποτα.
- Ξέραν οι πρόγονοί σου πριν από εκατόν τριάντα χρόνια... Εθνικοί άνδρες ήσαν, εθνικά δάνεια κάνανε χάρις σ' εμάς τους... φιλέλληνες!
- Ποια δάνεια; Τα πλερώσαμε δέκα φορές ως τώρα. Μας χρεώνατε χίλιες λίρες και μας δίνατε στο χέρι εκατό. Οχι μονάχα μια φορά. Πάντα! Τρεις το λάδι τρεις το ξύδι κι έξι το λαδόξυδο. Η προμήθεια, τ' ασφάλιστρα, τα χρεώλυτρα, οι μεσιτείες, οι προκαταβολές των τόκων τρώγανε τη μάννα. Μ' αυτά τα πρώτα δυό "εθνικά δάνεια" φέρατε την Ελλάδα στα "πρόθυρα της καταστροφής".
- Δε σηκώνω κουβέντες. Πλέρω και βιάζομαι...
- Να κάνεις τι;
- Αμ' το ξέρεις από άλλοτες και συ κι οι όμοιοί σου... Η τιμή είναι ανώτερη από κάθε αδυναμία... Μπορείς δε μπορείς, πρέπει να μείνεις τίμιος... Υπόγραψες, νεαρέ μου, και θα τα "κυλίσεις"!
- Και το αίμα που εμείς χύσαμε για σας; Είναι φτηνότερο από το δικό σας το χρυσάφι, που δε μας το δίνατε κιόλας; Για τη δικιά σας την αυτοκρατορία και τα δικά σας τα πετρέλαια και για τα δικά σας τα κεφάλαια χύσαμε το αίμα μας, στην Ουκρανία, στη Μικρά Ασία, στην Αφρική... Και στον τόπο μας! Τι ζητάτε τώρα από τους πεθαμένους;
- Πλέρω!
- Δεν έχω!
- Εχεις και παραέχεις. Οταν μπορείς να πετάς τα λεφτά σου από το παράθυρο, θα πει πως έχεις!
- Δε μούμεινε λάδι.
- Θα σφίξουμε λιγάκι το μάγγανο και θα βγάλεις. Θα βγάζεις, όσο και να σε στίβουμε. Κι όσο περισσότερο σε στίβουμε και βγάζεις, τόσο περισσότερο γίνεσαι άγγελος της ελευθερίας, διότι δεν σου μένει... κουκούτσι να νογάς τι σου γίνεται και τι σου μέλλεται.
- "Ουκ, αν λάβεις παρά του μη έχοντος".
- Θ' αγοράζεις ψωμί και θα το τρώω εγώ με τους εμμέσους φόρους. Πού θα μου πας; Και άκουσ' εδώ ένα πράγμα.
Αν δεν βάζαμ' εμείς όλα μας τα δυνατά η δικιά σας η ολιγαρχία θα είχε εξαφανιστεί. Αυτή μας χρωστάει και την ύπαρξή σου!
- Τη δικιά μου;
- Και βέβαια! Από σένα θα πάρει για να δώσει σ' εμάς. Η μια ολιγαρχία στην άλλη... Ετσι γίνεται πάντα. Οι λαοί δίνουν και το αίμα και το χρήμα κι οι ολιγαρχίες παχαίνουν...
- Φεύγεις ή δε φεύγεις;
- Κουτέ! Οσο μακρύτερα φύγω, τόσο περισσότερο θα τρέχεις για να με πλερώσεις... Δούλε!

Σημείωση: Το παραπάνω χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη, γράφηκε με την ευκαιρία της υποχρέωσης που ανέλαβε η παπαγική κυβέρνηση να πληρώσει και πάλι η Ελλάδα τα εξωτερικά δάνεια, που ως τώρα τάχουμε πληρώσει πολλές φορές».

(από τη στήλη "Ημεροδρόμος Ρίζος" του Ριζοσπάστη 16/4/11)

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

"Η πόρνη" , "Πως μας θέλει η αληθής δημοκρατία"-K.Bάρναλης


Πως μᾶς θέλει ἡ «ἀληθὴς δημοκρατία»

Νὰ μὴν ἀκούω καὶ νὰ μὴ βλέπω νὰ πατώ.
Νὰ μὴ νογάω καὶ νά ῾χω το στόμα βουλωτό.
Να μη με φαρμακών᾿ η μπόχα του καιρου μου.
Χωρὶς αὐτιὰ καὶ μάτια, μύτη και μυαλό,
μουγκὸς νὰ πηαίνω, όποτε μου ῾ρθει, προς νερου μου,
κι άμα τσινάει ὁ Γάϊδαρος νὰ μὴ γελώ.
Καὶ σὰ μὲ καρυδώνουνε μουνούχο σκλάβο
οἱ Ἀμερικάνοι, εγὼ νὰ βλαστημάω τὸ Σλάβο.

Η ΠΟΡΝΗ

Κι αν όλοι σβήσουνε οι αχοί σε δάση και σε θάλασσες
και στων ανθρώπων τις καρδιές,
το γέλιο μου, που σφυριχτό ή βραχνό, βαθυά ξεσπάει
σαν τον αγέρα του χινόπωρου
μέσα στα κρύα και γυμνωμένα δάσα,
πάνω στα μαύρα κύματα και μες τα μαύρα ξάρτια,
όλη θα γέμει τη ζωή με το φαρμάκι του!
Δεν είναι γέλιο της χαράς
ή της καρδιάς, πό’χει το χρέος της κάνει·
είναι το γέλιο της ασύνειδης ταπείνωσης,
που δε μπορεί άλλο να ταπεινωθεί,
είναι το ηδονικό άστραμμα του Μίσους,
που δεν μπορεί να εκδικηθεί!

Δεν είν’ τ’ Ωραίο, που τυραγνά
τη μαύρη σκοτεινή ανθρωπότη
στον ξύπνο και τα ονείρατά της!
Δεν είναι η Ιδέα, που ξάφνου αστράβει
βαθυά στα ποιητικά μελίγγια,
κ’ ένα φτερό ασκημένο και καλό
σε μια στιγμή βλοημένη,
τη σταματάει σε χρώμα, σε πηλό ή σε λόγο
για να οδηγάει και να φωτάει
ανθίζοντας στων ουρανών και στων ψυχών τα σκότη.


(Χωρίς επίθετο όνομα, Ελένη, Ελένη!
που όλη αντηχάς πολέμου αντάρα
δοξαριού βρόντημα ζεστό,
κονταριών τσακίσματα, γκρεμίσματα αλόγων
μέσα σε κουρνιαχτό πνιχτό.
Ω! εσύ αφριστό, θολό ποτάμι
από πηγμένον, αχνιστόν ή σάπιον αίμα.
Ελένη! Ελένη! εσύ χαμέ αδερφών, αντρών και πατεράδων
και τάφε μακρυνέ κι' άκλαυτε τάφε
σε τόπο μακρυνό, εχθρικό και ξένο.
Ω! πρώτη εσύ Γυναίκα, Πόρνη πρώτη,
μες την αυγή του Νου και της Ζωής
γαλάζιο φως του Ονείρου και του Ιδανικού,
πλάσμα του Ενού και των Πολλών,
η δύναμή σου, ως πέρασες στη Φαντασιά,
την εδικιά μου Δε θα παραβγεί,
τη ζωντανή εδικιά μου δύναμη,
της Πόρνης της αληθινής!)

Αυτός ο κόρφος ο ζεστός,
οπού φουσκώνει ορθός, στητός, μικρούλης ή γεμάτος,
ολόφωτος ή σκοτεινός·
η γάμπα ετούτη μου, αλαφριά,
ψιλόλιγνη κι αφροχυμένη,
γλυκειά στο γγίξιμο σαν το κορμί του γλάρου,
ωσάν θαμπό συντέφι ή κόκκινη σκουριά σιδέρου·
τ’ αφάλι ετούτο βαθουλό σε μια κοιλιά κρουστή
ή σε κοιλιά θλιμμένη,
με την ελιά στην κλείδωσή της·
και τούτο, ω, τούτο τ’ αποκοίλι
ακρόνοιχτο τριαντάφυλλον ή γινωμένο σύκο·
και τούτος ο βυθός ο σκότεινος,
ο σκοτεινότερος βυθός μέσα στης Γης τα σκότη και τα βάθη,
ζεστός καθώς ο βίαιος θάνατος,
Πηγή ζωής, Πηγή θανάτου,
είναι της ανθρωπότης η τυράννια
της σκοτεινής και μαύρης ανθρωπότης!

            (Αρχίζει να χορεύει)

Απάνω απ’ όλα η Μοίρα μου είναι!
Καθώς χτυπώ τα παλαμάκια
και γέρνω πίσω το κεφάλι,
κλειώντας τα μάτια κουρασμένα,
μάτια μολύβι απ’ τις αγρύπνιες,
και γυαλωμένα απ’ τις αρρώστιες,
ανοιώ τα μπράτσα ωσάν δοξάρι
και του υψωμένου μου ποδιού τη μύτη
χτυπάω μ’ ανάστροφα δαχτύλια
και με λαρύγγι ξεφωνώ ραϊσμένο:
«Δεν είμ’ εγώ μια ανθρώπινη ζωή,
ούτε μια θηλυκιά κατάρα!
Είμαι η Γυναίκα – Σύμβολο,
η Σφίγγα κ’ η Μαγδαληνή,
γεμάτη όλα τα ονόματα κι’ όλες τις μοίρες
όλες τις ψυχές και τις καρδιές
όλα τα ψέματα και τις αλήθειες·
είμαι όλη εγώ η Ζωή, όλη η Ανθρωπότη,
η σκοτεινή καματερή Ανθρωπότη!»

Εγώ μαι η Πολιτεία των Δυνατών
η Πολιτεία των Λίγων των Κηφήνων,
της Αδικιάς, της Βίας η Πολιτεία
και της Ψευτιάς!
Εγώ μαι η ιερή Πατρίδα,
πόχω τον πόλεμο θεμέλιο,
της ευτυχίας των δυνατών θεμέλιο,
για να μπορούν να χαίρονται, γινόμενοι πιο δυνατοί
και πιο σκληροί,
πιο αχρείοι,
τις αδερφές, τις μάννες των «ηρώων»
μαζί με το αίμα των «ηρώων»!
Εγώ μαι η ιερή Πατρίδα
οπού με την ειρήνη θανατώνω
την ψυχή και το πνέμα των ανθρώπων,
σκεπάζοντάς τους με σκοτάδια και κουρέλια
και δίνοντάς τους λίγες λέξεις,
να ζουν ονειρευάμενοι τις λέξεις
και να πεθαίνουνε για λέξεις!
Είμαι η ιερή Πατρίδα, που διδάχνω
το μίσος, την κλοπή, το φόνο,
σειώντας ένα πανί χρωματιστό,
μπροστά στα μάτια, που τυφλώνω τα με χίλιους τρόπους.

Είμαι η Θρησκεία, που φανερώνω
τη Θέληση των ουρανών
στα πλήθη που δεν έχουν θέληση,
γιατί δεν έχουν γνώση.
Είμαι η Θρησκεία, που ευλογάει
τους χρυσούς, τους επίσημους φονιάδες,
που λάμπουν από λίπος κι από ακαματιά
κ’ έχουν τα μάτια του πετρίτη
που από το πιο μεγάλο ψήλος
βρίσκουν το πιο βαθιά κρυμμένο κέρδος.
Είμαι η Θρησκεία, που καταριέται
τα θύματα, τα θύματά της,
και που, όσο αρνιόνται, τόσο τα βυθίζει
μες την τρομάρα αιώνιας ποινής
πάνω στη Γη και κάτου από το Χώμα!

Εγώ μαι η Τέχνη του Απολύτου,
του έξω καιρού και τόπου η Υέχνη,
χωρίς σκοπό και δίχως όφελο.
Εγώ μαι η Τέχνη της Μορφής,
των λέξεων, των ρυθμών, του αισθήματος,
του υποκειμενισμού, των αντιφάσεων
της Ηδονής!
Εγώ μαι ο αριστοκράτης Στίχος,
η Κεντρική όψη της Ζωής,
των υπερκόσμιων ψιθύρων Ακοή,
πούχασα την αφή της Ζωής
που αλλάζει κύκλους, νόημα και σκοπό
με τους καιρούς.
Εγώ μαι η Τέχνη, που χωρίζω,
αντίς να ενώνω τους ανθρώπους,
και που ανασταίνω μέσα από τους τάφους
παλιές ιδέες, πόχουν πεθάνει,
χτυπώντας τα φτερά του πνεύματος
οπίσω, οπίσω, οπίσω,
σκοτώνοντας τη ζωή και τη λαχτάρα της
για Φως, για Λευτεριά, γι’ Ανέβασμα!
Εγώ μαι η Τέχνη των μωρών, των τσαρλατάνων,
η Τέχνη των μοιχών και των ευνούχων,
η πουλημένη, η ατιμασμένη,
του Μπαρρές, του Κλωντέλ και του ντ' Αννούντσιο.
Είμαι «η Φλογέρα» εγώ «του Βασιλιά»
και «το Πάσχα των Ελλήνων!»

Από το "Φως που καίει" που κυκλοφόρησε ο Κ.Β με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας-Δήμος από το δήμο δηλ το λαό. Όπως αναφέρει ο Η.Κακαβάνης στο βιβλίο του "Ο ΆΓΝΩΣΤΟΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ" ο Κ.Β. εξομολογήθηκε στο Μ.Λουντέμη πως το πρώτο ψευδώνυμο που είχε διαλέξει ήταν Σφύρος Δρεπάνης!)

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ


Το να τυλίγεις τη ζωή μ' ένα πέπλο του απείρου σώζοντάς την απο τα περιττά και στενά της όρια λέγεται Τέχνη.
Το να κάνεις το λόγο μουσική χωρίς καν να χρησιμοποιήσεις μια νότα με τον υπέροχο ήχο του λάμδα και του ρό, του ταυ και του πί λέγεται ποίηση ελληνική
Το να κλείνεις ένα βιβλιο ποιητικό και να βλέπεις τα χέρια σου ιδρωμένα και γεμάτα χώμα ελληνικό, και το πιο σπουδαίο βγάζοντας ένα αναστεναγμό ευχαρίστησης να σκουπίζεις ευχαριστημένος το πρόσωπό σου μ’ αυτά λέγεται Κώστας Βάρναλης.

Η ποίηση είναι μια μαχαιριά στο Θάνατο.

Ο Βάρναλης ήταν ήταν από τους ποιητές που φρόντιζε όσο λίγοι να ακονίζει το ποιητικό του μαχαίρι.

«Γράφω με δύσκολο τρόπο εύκολα πράματα. Γράφω λίγο έλεγε»

Έψαχνε λέξεις, ρίμες, ήχους, ρυθμούς. Και φυσικά νοήματα μαζί με το παίδεμα πάνω στη γλώσσα.

Η γλώσσα του Κ.Βάρναλη είναι μια γλώσσα από πέτρα και κρασί, από ήλιο, χώμα που σηκώνει ο άνεμος μες στην πρωινή θολούρα, σ' ένα δρομο πλάι στα λιόδεντρα, γεμάτη πόνο αλλα και γέλιο βροντερό του εργάτη. Μια γλώσσα απλή, καθημερνή μα πλημμυρισμενη από βαθιά αγάπη για το λαό με όλα τα καλά και τα κακά του.

Η ποίηση είναι μια μαχαιριά στο Θάνατο.

Ο Βάρναλης ήταν ένας από κείνους που τόξεραν καλά. Ηξερε όμως πως δεν έφτανε μόνο αυτό.

"...το ιδεολογικό υπόβαθρο της τέχνης, το κοινωνικό και ηθικό, αν δεν είναι ο πρώτος λόγος της αξίας της, είναι ωστόσο ο τελικός" έλεγε ο Γ.Ρίτσος. Αυτή είναι με λίγα λόγια η Θάλασσα που μεσα της τα βρόγχια της ποίησης διυλίζουν τη ζωή και ξεχωρίζουν το οξυγόνο της.

«Ενας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του
Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ' τις σκάλες των αιώνων
ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά...» έλεγε και πάλι ο Γ.Ρίτσος

Δεν είμαι ειδικός του Βάρναλη, δεν ξερω όσα οι ειδικοί για αυτόν. Ξερω απλά ότι αγαπάω και την ποίηση και τα όσα έκανε κι ότι με συγκινεί η προσωπικότητά του, η επαναστατικότητα και μαζί η παιδικότητα και η ευφυία του. Δεν ξέρω λοιπόν ποια ήταν η σχέση του Ρίτσου με το Βάρναλη εκτός από το ότι ήταν και οι 2 κομμουνιστές.

Νοιώθω όμως ότι τα λόγια του Ρίτσου, τα τόσο όμορφα και προσεκτικά ειπωμένα πριν ειπωθούν από το Ρίτσο, είχαν ήδη γίνει πράξη από το Βάρναλη, αυτό το μεγάλο ποιητή, αλλά μαζί και δάσκαλο και μαρξιστή.

Η ποίηση αλλά και η ζωή του Βάρναλη είναι πλημμυρισμένες από την πίστη στη νίκη του ανθρώπου. Του απλού λαικού ανθρώπου που παλεύει, που αγαπάει, που μεθάει και γλεντάει, που αγωνίζεται να κερδίσει αυτό που του αξίζει κι έτσι ανυψώνεται και κάθεται στο πλάι του Θεού και του μιλάει στον ενικό, του ανθρώπου που κυλιέται στ' ανθρώπινα χωρίς καμια ενοχή. Αυτός ήταν ο Βάρναλης. Η λατρεία του απλού και του γήινου. Η πίστη ότι αυτό το απλό και το γήινο μπορεί να είναι μαζί και θεικό, να είναι το αύριο. Η βαθιά πίστη που έβγαινε από όλα όσα έκανε. Πως αλλιώς θα μπορούσε κάποιος να θυσιάσει τα πάντα έτσι, τόσο απλά και εύκολα χωρίς δεύτερη σκέψη.

"Δε λυπάμαι τα γηρατειά που φεύγουν - τα μωράκια που έρχονται άθελά τους να ζήσουν σκλάβοι, να πεθάνουν σκλάβοι, σ' έναν κόσμο ελεύθερων αφεντάδων. Θα τους μαθαίνουν: η σκλαβιά τους χρέος εθνικόν και σοφία του Πανάγαθου!... Πότε θ' αναστηθούν οι σκοτωμένοι;


Από τον Κ. Βάρναλη δεν ξέρεις ποια πλευρά του να διαλέξεις. Τον ποιητή, το δάσκαλο, τον πολιτικό, τον άνθρωπο, τον αγωνιστή;

Ηταν όλες αυτές πλευρές που κι ο ίδιος ποτέ δεν ξεχώρισε. Ποτέ του δεν ένοιωσε περισσότερο ποιητής απ’ ότι αγωνιστής κι εργάτης απλός της Τέχνης. Αυτό ήταν που του έδωσε ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό. Αυτό του καλλιτέχνη με την καθαρή αγωνιστικη στάση αλλά και με συγκεκριμένη ταξική στόχευση.


Δεν θα πω όμως αλλα εγώ γι αυτό. Θα τα ακούσουμε με τα δικά του λόγια σε να κείμενο, όπου με το δικό του απλό και σταράτο λόγο, ξεκαθαρίζει με τον καλύτερο τρόπο το θέμα της ταξικότητας της Τέχνης.

"Εξόν από τη συναισθηματικήν ευαισθησία, εξόν από την ικανότητά του να καταλαβαίνει κανείς την πραγματικότητα, χρειάζεται και χαρακτήρας. Δυστυχώς τα ταξικά καθεστώτα φροντίζουνε όχι μόνο να χαλάνε το μυαλό, μα και τους χαρακτήρες των θυμάτων τους.

Και τώρα γεννιέται ένα άλλο ζήτημα. Μπορεί, επιτρέπεται η υψηλή τέχνη, που είναι τόσο πιο αληθινή, όσο είναι πιο απάνου,από τοπικούς και χρονικούς προσδιορισμούς, η υψηλά Τέχνη που αντικρύζει τις άφθαρτες ουσίες, όπως ο αητός τον ήλιο, η υψηλή και μεγάλη Τέχνη, που δεν είναι πεχλιβάνης του πανηγυριού, να κυλιέται στη σκόνη, αγκαλιά με χυδαίους ανθρώπους και χυδαία θέματα; η υψηλή και μεγάλη και παγκόσμια Τέχνη, που ουσία της είναι το ιδανικό, χρόνος της η αιωνιότητα και τόπος της το απόλυτο, είναι δυνατό να "πολιτεύεται";

Δεν είναι δυνατό να... μή "πολιτεύεται". (Πρέπει όμως να δώσουμε στη λέξη πολιτεύεται την πλατύτερή της έννοια. Γιατί όλες οι Τέχνες πολιτεύονται. Ολωνώνε και το περιεχόμενο και η τεχνική είναι κοινωνιολογικά καθορισμένα στοιχεία. Όλες στηρίζονται απάνου στις κυρίαρχες αξίες του καιρού τους κι όλες γίνονται στηρίγματα αυτωνών των αξιών. Τέχνη ουδέτερη, ηθική ουδέτερη, επιστήμη ουδέτερη δεν υπάρχουνε.

Και για να μη γενικεύουμε πολύ το ζήτημα, η Τέχνη ίσα ίσα που καυκιέται, πως μένει "υπεράνω της συρράξεως" είναι κείνη που εξυπηρετεί πιο πολύ το καθεστώς της, γιατί το εξυπηρετεί πιο ύπουλα (ξεγελώντας με το ...ουράνιο χαμόγελό της την ανύποπτη ψυχολογία του πλήθους) από την Τέχνη που τάσσεται χωρίς επιφύλαξη κι ανοιχτά με το καθεστώς της. Και για να εξηγούμαστε καλύτερα: Υπάρχει σήμερα Τέχνη που να ζητάει την έξοδο, τη φυγή από τον κόσμο της ασκήμιας, από τον κόσμο της καθημερινής βιοπάλης και δυστυχίας προς τον κόσμο της αιώνιας ομορφιάς, της υπέρτατης γαλήνης και ισορροπίας όλων των δυνάμεων! Ε, αυτή η Τέχνη προσφέρει στα θύματα της ζωής ό,τι και η θρησκεία. Παίζει τον ίδιο ρόλο μ' αυτήνε. Ζητάει ν' απατήσει τα πλήθη και να μεταφέρει όλες τους τις δυσαρέσκειες, όλες τις πιθανότητές τους να καταλάβουνε τι τρέχει, ζητάει να παραλύσει όλη τους τη ζωτικότητα γι αντίδραση μέσα σε τεχνητούς παραδείσους γεμάτους από καπνούς οπίου.

Αυτή η Τέχνη βραβεύεται από το κράτος κι απ' όλα τα επίσημα ιδρύματά του. Τούτο τι σημαίνει; Ότι "προάγει τα εθνικά και τα... κοινωνικά ιδεώδη!" Είναι Τέχνη ταξική. Είναι Τέχνη που "πολιτεύεται". Κι αν αυτή η αριστοκράτισσα Τέχνη, η άυλη("φως το χέρι, φως το πόδι") έχει το δικαίωμα να σκεπάζει τους ανομολόγητους σκοπούς της, όπως η αλεπού του παραμυθιού με το ράσο της καλόγριας, με το ράσο της υποκρισίας και του ταρτουφισμού, γιατί να μη μπορεί να πολιτεύεται με τον τρόπο της και η προλεταριακή Τέχνη, χρησιμοποιώντας για τη δουλειά της τον ωμό ρεαλισμό της και την ειρωνεία της; Ό,τι η αστική Τέχνη κάνει ασυνείδητα ή συνειδητά, η προλεταριακή Τέχνη το κάνει μονάχα συνειδητά, γιατί η ακαταγώνιστη δύναμή της είναι η γνώση της αλήθειας, που βγαίνει από το ματεριαλιστικό αντίκρυσμα της κοινωνίας.

Τώρα δεν είναι δύσκολο να βρεθεί πιο από τα δυό κύρια είδη της Τέχνης, τη συντηρητική και την επαναστατική, έχει περισσότερη ηθική δικαίωση για την ...πολιτική της. Αρκεί να θυμηθούμε πως το καθεστώς που γεννάει τη μια και την άλλη, είναι καθεστώς, που κατρακυλά, που έχασε κάθε ιστορικό λόγο να υπάρχει, και παρατείνει τη ζωή του με περισσότερες ανομίες, περισσότερη τρομοκρατία και περισσότερα ψέματα. Ηθικότερη κι αληθινότερη δε μπορεί να θεωρηθεί η Τέχνη, που είναι αλληλέγγυη με ένα τέτοιο επίσημο παρόν.

Και δεν είναι καθόλου Τέχνη πέρα απ' το Χρόνο. Είναι Τέχνη που ζητάει να σταματήσει το Χρόνο, την εξέλιξη του κόσμου. Τέτοιου ποιού είναι η ...αιωνιότητά της κι η καθολικότητά της!

Αν τώρα αυτή η Τέχνη είναι "καθαρή" Τέχνη (η poesie του Αββά Μπρεμόν) και κείνη, που ζητάει να βοηθήσει την πρόοδο της ανθρωπότητας, είναι ακάθαρτη τέχνη, δε μπορούμε να συζητήσουμε!"

Αυτός ήταν ο Κ.Βάρναλης. Αυτός που στα είκοσί του χάλαγε τον κόσμο μαζί με τους άλλους μποέμ στα καφενεία του λόφου της Δεξαμενής, κι ύστερα κατέβαιναν έτσι για την τρέλα με τα πόδια μεχρι το Φάληρο. Αυτός που "την εποχή των ανοιξιάτικων ερώτων" έκανε καντάδες στην οδό Δεινοκράτους μαζί με τους άλλους ποιητές, που "αγαπούσαν εξ αποστάσεως", μάταια πάντα, την ίδια γυναίκα. Κι ύστερα τα έπαιζε όλα κορώνα γράμματα, με τα "Μαρασλειακά", τα "Άθεικά", το γλωσσικό ζήτημα. Κι ακόμη πιο πολύ που σαν κομμουνιστής πια κατέληγε στα ξερονήσια και τις φυλακές.
Αυτός που δε θέλησε να ξεχωρίσει ποτέ από κανένα, που έμεινε πάντα ένας από μας, ένας κομμουνιστής στο πλάι του λαού μέχρι το τέλος.

(Ειναι η ομιλία που έκανα στην παρουσίαση του εξαιρετικού βιβλίου του Ηρ.Κακαβάνη "Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματα του" που έγινε χθες Τρίτη 20/11 στον "Μπούσουλα" στην Καισαριανή. Το βιβλίο του Η.Κακαβάνη είναι μια καταπληκτική ερευνητική δουλειά πάνω στη ζωή και την ποίηση του Βάρναλη, που επαναφέρει το φαινόμενο Βάρναλης στην στιγμή ακριβώς που έχουμε ανάγκη μια πραγματικά ταξική επαναστατική Τέχνη. Ηταν βέβαια εξαιρετική τιμή για μένα που μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσω για αυτόν τον σπουδαίο ποιητή και άνθρωπο, παρέα με τον Δ.Τσακνή, το Ν.Μπογιόπουλο και την καθηγήτρια Νεοελληνικής λογοτεχνίας Γ.Λαδογιάννη)


Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Κώστας Βάρναλης- Οδηγητής




Δεν είμαι εγώ σπορά της Τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής
Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.

Δεν κατεβαίνω από τα νέφη
γιατί δεν μ' έστειλε κανείς
Πατέρας, τάχα παρηγόρια
για σένα, σκλάβε, που πονείς.

Ουράνιες δύναμες, αγγέλοι,
κρίνα, πουλιά κι ψαλμουδές -
τίποτα! Εμένα παραστέκουν
οι θυμωμένες σας καρδιές.

Εγώ του καραβιού γοργόνα
στ' ορθόπλωρο καράβι μπρος.
Απάνω μου σπάνε φορτούνες
κι άγριος ενάντιά μου καιρός.

Άκου, πως παίρνουν οι αγέρες
χιλιάδων χρόνων τη φωνή!
Μέσα στο λόγο το δικό μου
όλ' η ανθρωπότητα πονεί.

Ω! πως τον παίρνουν οι αγέρες
και πως φωνάζυμε μετά
άβυσσοι μάβροι, τάφοι μάβροι
ποτάμια γαίματα πηχτά!

Μέσα στο νου και στην καρδιά μου
αιώνων φουντώσανε ντροπές
και την παλάμη μου αρματώνουν
με φλογισμένες αστραπές.

Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονάχα οι ζωντανοί -
κ' οι πεθαμένοι μ' ακλουθάνε
σε μια αράδα σκοτεινή.

Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες
άπλαστοι ακόμη με βλογούν
κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους
απάνω μου και τα λυγούν.

Δεν δίνω λέξεις παρηγόρια
δίνω μαχαίρι σ' ολουνούς
καθώς το μπήγω μες το χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.

Όθε περνά, γκρεμίζει κάτου
σαν το βοριά, σαν το νοτιά
όλα τα φονικά ρηγάτα
θεμελιωμένα στην ψευτιά.

Κ' ένα στηλώνει κι ανασταίνει
το 'να βασίλειο της Δουλειάς
(Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς.

Μουσική: Χρήστος Λεοντής

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Γιάννης Ρίτσος - Πάντα μαζί μας, πάντα δικός μας







22 χρόνια χωρίς το Γιάννη Ρίτσο. Χωρίς τη φυσική του παρουσία εννοώ. Γιατί τα ποιήματά του, η ουσία του είναι και θα είναι πάντα εδώ. Ο Γ.Ρίτσος ήταν πάντα μαζί μας, ήταν πάντα δικός μας, πάντα στο πλάι των απλών ανθρώπων, του λαού. Κι αυτό έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Ηταν το πιο σπουδαίο του παράσημο.


«Ενας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του

Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ' τις σκάλες των αιώνων

ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά...»






Καπνισμένο τσουκάλι

Ξέρουμε πως ο ίσκιος μας θα μείνει πάνου στα χωράφια
πάνου στην πλίθινη μάντρα τού φτωχόσπιτου
πάνου στους τοίχους των μεγάλων σπιτιών που θα χτίζουν αύριο
πάνου στην ποδιά τής μητέρας που θα καθαρίζει φρέσκα φασολάκια
στην δροσερή αυλόπορτα. Το ξέρουμε.
Ευλογημένη είναι η πίκρα μας
Ευλογημένη η αδελφοσύνη μας
Ευλογημένος ο κόσμος που γεννιέται.

Κάποτε είμαστε πολύ περήφανοι, αδελφέ μου,
γιατί δεν είμαστε καθόλου σίγουροι.
Μεγάλα λόγια λέγαμε
πολλά χρυσά γαλόνια βάζαμε στο μπράτσο τού στίχου μας
ένα ψηλό λοφίο ανέμιζε στο μέτωπο του τραγουδιού μας
κάναμε θόρυβο-φοβόμαστε, γι αυτό κάναμε θόρυβο
σκεπάζαμε το φόβο μας με τη φωνή μας
χτυπούσαμε τα τακούνια μας στο πεζοδρόμιο
ανοιχτές δρασκελιές, καμπανιστές
όπως κείνες οι παρελάσεις με τ' άδεια κανόνια
που τις κοιτάν οι άνθρωποι απ' τα πορτοπαράθυρα
και που κανείς δεν τις χειροκροτάει.

Τότες βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες, στα μπαλκόνια,
φωνάζαν τα ραδιόφωνα, ξανάλεγαν τους λόγους,
πίσω απ' τις σημαίες κρυβόταν ο φόβος
μέσα στα τύμπανα αγρυπνούσαν οι σκοτωμένοι
κανείς δεν καταλάμβαινε τι γινόταν
οι σάλπιγγες μπορεί να δίναν το ρυθμό στα βήματα
δεν δίναν το ρυθμό στη καρδιά. Ψάχναμε το ρυθμό.
Οι αντιφεγγιές απ' τα όπλα και τα τζάμια κάτι δίναν στα μάτια μια στιγμή - τίποτ' άλλο
ύστερα κανένας δεν θυμόταν λέξη, δεν θυμόταν πρόσωπο και ήχο.
Το βράδυ όταν σβήναν τα φώτα κ' έσερνε ο αγέρας στους δρόμους
τις χάρτινες σημαιούλες
κ' η βαρειά σκιά ενός οδοστρωτήρα έμενε στην πόρτα
εμείς αγρυπνούσαμε
μαζεύαμε τη σκόρπια βουή των δρόμων
μαζεύαμε τα σκόρπια βήματα
βρίσκαμε το ρυθμό, την καρδιά, τη σημαία.

Και να, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα δεν χρειάζονται περισσότερα.
Και αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος
σε όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη
έτσι να λέμε πια τα σύκα : σύκα, και τη σκάφη : σκάφη,
έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: «τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα». Αυτό θέλουμε και μεις.

Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ' τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.

Παραδοχή

Νικημένος απ' το γαλάζιο
με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα της σιωπής
πεθαμένος από ζωή
πεθαμένος από νιότη
βουλιαγμένος κάτου απ' τη φωτιά του
με το φύκι σαλεύοντας στη μασκάλη του-

Το κύμα της μέρας δεν εύρισκε αντίσταση
μήτε σ' ένα χαλίκι της σκέψης του.

Είταν έτοιμος πια για τον έρωτα
και για το θάνατο.

(Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου (1938-1941)

Παραμονές ήλιου

VIII

Δω πέρα σταματούν τα μάτια παραπλανημένα από δυο σύγνεφα.
Ακούγονται φωνές. Ένα παιδί ζητάει ψωμί.
Χτυπάει μια πόρτα. Κι άλλη. Μια ντουφεκιά.
Μια μάνα τρέχει ξεχτένιστη στα χωράφια. Τι περιμένεις;
Τ' αλέτρι μπήγεται στο χώμα. Η σφαίρα τούτη για το θάνατο.
Για τίποτα δεν μετανιώσαμε. Ένα τριαντάφυλλο έβαψε στο αίμα το μαντήλι του
και χαιρετάει τον κόσμο που μας θέλει και τον θέλουμε.

Εαρινή Συμφωνία 

Άκου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ’ τα χείλη των παιδιών
απ’ την άγνοια των χελιδονιών
απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.

Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.

Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που ‘χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που ‘χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.

Χριστέ μου
τι θα ‘τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;

ΙΙ

Είχα κλείσει τα μάτια
για ν' ατενίζω το φως.

Τυφλός.
Είχα κάψει τη φλόγα
για ν' αναπνέω.

Τις νύχτες
αφουγκραζόμουν τους θρόους τής σιγής
κ' η ανάσα του χαμόγελου
δε γνώριζε τη μετάνοια.

Να δακρύζω
πάνω στα διάφανα χέρια μου
από μια διάφανη χαρά
που δεν επιθυμεί.

Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.
Πιο πέρα.
Εκεί που καταλύεται τ' όνειρο
κι η φθορά έχει φθαρεί.

Κ' ήρθες εσύ.

XVI

Χαρά χαρά.
Δε μας νοιάζει
τι θ' αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.

Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.

Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή τού απείρου.

Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
Ένα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.

Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.

Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδυ
την ανάσα τής θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.

Ένα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.



Τρύγος

Άσπρα σπίτια, κάτασπρα,
τα βερικοκιά τα κεραμίδια,
γαλανά παραθυρόφυλλα,
τ’ άλογα τα κανελιά μες στον αυλόγυρο,
τ’ άσπρα μες στο πράσινο,
τα μπαλκόνια μάλαμα και θάλασσα.

Τα μουλάρια στον ανήφορο της πέτρας,
και τα γαϊδουράκια μες στ’ αγκάθια,
ψάθες και μαχαίρια και καλάθια μες στ’ αμπέλια
γέλια.

Δάχτυλα και γόνατα,
στήθια και σαγόνια
μες στο μούστο ματωμένα,
κόκκινες φωτιές κι ιδρώτας,
στις κατηφοριές
το χρυσό κακάρισμα της κότας.

Κι όπως γαλανίζει το βραδάκι,
το μαβί, το βιολετί,
να κι η Παναγιά στη δημοσιά,
πλάι στα κάρα, στα κουδούνια, στα σταμνιά
και στα κλαδωτά μαντίλια,
να τη η Παναγιά
να κρατάει στην ασημένια της ποδιά
πέντε οκάδες κόκκινα σταφύλια.


Με τόσα φύλλα

Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
Με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός
Και τούτοι μες στα σίδερα, και κείνοι μες στο χώμα
Και τούτοι μες στα σίδερα, και κείνοι μες στο χώμα

Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας

Κάτω απ’ το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί
προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την Ανάσταση

Τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
Δεν μπορεί κανείς να μάς το πάρει
Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.



Ειρήνη

Τ’ όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη
Τ’ όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη
Τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα
είναι η ειρήνη. Ο πατέρας που γυρνάει τ’ απόβραδο
μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ’ ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
και οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού
που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
είναι η ειρήνη.
Όταν οι ουλές απ’ τις λαβωματιές
κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
και μες στους λάκκους που ‘καψε η πυρκαγιά
δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα
κι οι νεκροί μπορούν να γείρουν στον πλευρό τους
και να κοιμηθούν δίχως παράπονο
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι η μυρουδιά του φαγητού το βράδυ,
τότε που το σταμάτημα του αυτοκινήτου στο δρόμο
δεν είναι φόβος,
τότε που το χτύπημα στην πόρτα
σημαίνει φίλος,
και το άνοιγμα του παραθύρου κάθε ώρα
σημαίνει ουρανός,
γιορτάζοντας τα μάτια μας
με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,
είναι ειρήνη.
Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα
κι ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει,
τότε που τα στάχυα γέρνουν το ‘να στ’ άλλο λέγοντας:
το φως, το φως
και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως,
είναι η ειρήνη.
Τότε που οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,
τότε που ένα τραγούδι ανεβαίνει από κατώφλι σε κατώφλι τη νύχτα,
τότε που τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει απ’ το σύγνεφο
όπως βγαίνει απ’ το κουρείο της συνοικίας
φρεσκοξυρισμένος ο εργάτης το Σαββατόβραδο,
είναι η ειρήνη.
Τότε που η μέρα που πέρασε,
δεν είναι μια μέρα που χάθηκε,
μα είναι η ρίζα που ανεβάζει τα φύλλα της χαράς μέσα στο βράδυ
κι είναι μια κερδισμένη μέρα κι ένας δίκαιος ύπνος,
που νιώθεις πάλι ο ήλιος να δένει βιαστικά τα κορδόνια του
να κυνηγήσει τη λύπη απ’ τις γωνιές του χρόνου,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι οι θημωνιές των αχτίνων στους κάμπους του καλοκαιριού
είναι τ’ αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.
Όταν λες: αδελφές μου, – όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε.
όταν χτίζουμε και τραγουδάμε,
είναι η ειρήνη.
Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας
Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη.
Και τ’ αλέτρια που χαράζουν βαθιές αυλακιές σ’ όλη τη γη,
ένα όνομα μονάχα γράφουν:
Ειρήνη.
Τίποτ’ άλλο. Ειρήνη.
Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα,
είναι η ειρήνη.
Αδέρφια,
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει όλος ο κόσμος
με όλα τα όνειρά μας
Δώστε τα χέρια αδέρφια μου,
αυτό ‘ναι η ειρήνη.

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Άρης Αλεξάνδρου- Το μαχαίρι, Νεκρή ζώνη, Ανατολή ήλιου, Επιστροφή, Φρόντισε


Το μαχαίρι

Όπως αργεί τ' ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι
έτσι αργούν κι οι λέξεις ν' ακονιστούν σε λόγο.
Στο μεταξύ
όσο δουλεύεις στον τροχό
πρόσεχε μην παρασυρθείς
               μην ξιππαστείς
απ' τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.

Νεκρή ζώνη

Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεχτικός,
όπως είσαι ακριβώς μ' έναν βαριά τραυματισμένο που κουβαλάς
στον ώμο.
Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα
μπορεί να τύχει να γλιστρήσεις στους κρατήρες των οβίδων
μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα συρματοπλέγματα.
Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι με τα γυμνά σου πόδια
κι όσο μπορείς μη σκύβεις
για να μη σούρνονται τα χέρια του στο χώμα.
Βάδιζε πάντα σταθερά
σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν σταματήσει η καρδιά του.
Να εκμεταλλεύεσαι
κάθε λάμψη απ' τις ριπές των πολυβόλων
για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό σου
πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δυο μετώπων.
Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις
σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις εκεί στην άκρη του νερού
εκεί στην πρωινή την πράσινη σκιά ενός μεγάλου δέντρου.
Προς το παρόν, νάσαι πολύ προσεχτικός
όπως είσαι ακριβώς μ' έναν μελλοθάνατο που κουβαλάς στον ώμο.

                          
                                              ΑΝΑΤΟΛΗ ΗΛΙΟΥ
                                                                        στον Γιάννη Ρίτσο
Είταν η ώρα που επρόκειτο να ανάψουν οι φανοστάτες. Δεν είχε
καμιά αμφιβολία, το ‘ξερε πως όπου να ναι θα ανάβανε, όπως και
κάθε βράδι άλλωστε. Πήγε και στάθηκε στη διασταύρωση, για την
ακρίβεια στη νισίδα ασφαλείας, για να δει τους φανοστάτες να ανά-
βουν ταυτόχρονα, τόσο στον κάθετο, όσο και στον οριζόντιο δρόμο.
  Με το κεφάλι ασάλευτο, έστριψε το δεξί του μάτι δεξιά, το αρι-
στερό του αριστερά. Περίμενε, μα οι φανοστάτες δεν ανάβανε. Τα
μάτια του κουράστηκαν, άρχισαν να πονάνε, σ’εκείνη την άβολη
στάση. Σε λίγο δεν άντεξε και έφυγε.
Ωστόσο, το επόμενο σούρουπο, πιστός στο καθήκον, πήγε και
ξαναστάθηκε στη νησίδα του. Οι φανοστάτες και πάλι δεν ανάψανε,
ούτε εκείνο το βράδι, ούτε τις άλλες νύχτες, μα τα μάτια του συνήθι-
ζαν λίγο λίγο, δεν κουράζονταν πια, δεν πονούσαν.
   Και κάποτε, εκεί που στεκόταν και περίμενε, χάραξε εντελώς
ξαφνικά. Εντελώς ξαφνικά, είδε τον ήλιο να ανατέλει, ταυτόχρονα,
απ’τον κάθετο δρόμο και απ’ τον άλλον, τον οριζόντιο.
                                                                      Παρίσι, 1971

Επιστροφή

Έτσι που γυρίσαμε
γυαλίζουνε οι ράγιες στο σκοτάδι
απ’ την πολλή σιωπή
έτσι που γυρίσαμε
βρήκαμε τους εισπράκτορες σφαγμένους
και το πεντακοσάρικο για το εισιτήριο
θα μας περισσεύει
και τα τέσσερα χρόνια
γι’ αυτό που λέγαμε ζωή μας
θα μας λείπουν
έτσι που γυρίσαμε κi οι δρόμοι προχωράνε
τετραγωνίζοντας την άδεια πολιτεία
σε πένθιμους φακέλους
κι αυτός ο αστυφύλακας περνάει και χασμουριέται
Θεέ μου! ας μίλαγε τουλάχιστον αυτός
κι ας μου ζητούσε
την ταυτότητά μου.


Φρόντισε

Φρόντισε οι στίχοι σου να σπονδυλωθούν
με τις αρθρώσεις των σκληρών των συγκεκριμένων λέξεων.
Πάσχισε νάναι προεκτάσεις της πραγματικότητας
όπως κάθε δάχτυλο είναι μια προέκταση στο δεξί σου χέρι.
Έτσι μονάχα θα μπορέσουν σαν την παλάμη του γιατρού
να συνεφέρουν με χαστούκια
όσους λιποθύμησαν
                        μπροστά στο άδειο πρόσωπό τους.