Αντεραστής ανάμεσά μας πλάγιασεν
ο Ύπνος. Πήρε τα γλαυκά μάτια
και τά ʼκλεισε· πήρε το στόμα
κι έσβησε το μειδίαμα και το φιλί.
Την ξανθή κόμη χτένισαν τα ήσυχα νερά
της λήθης, που παρέσυραν τʼ αγαπημένο σώμα
στον κόσμο των αστέρων και των σκιών.
Φίλτρα σιγής βιάζουν τα σφαλισμένα χείλη,
φωνές υπνόβιες τʼ αυτιά, και μες στις φλέβες
ακούω τη βαθιά βοή του ταξιδιού.
Β!
Ανέδυσες απʼ το βυθό του ύπνου
μʼ αστέρια και κοχύλια μες στα χέρια,
και μες στα μάτια σου, τη σκοτεινή δροσιά
των θαλασσών.
Καθώς τʼ ανοίγεις, θέλω πρώτος να δεχθώ
το βλέμμα των· μήπως συλλάβω, προτού σβήσει,
το νόημα του κόσμου που σʼ εκράτησεν
ολονυκτίς
ΣΥΣΚΟΤΙΣΙΣ
Βγαίνοντας, κοντοστάθηκε στην όχθη
της νύκτας, ωσάν δύτης μπρος στη θάλασσα.
Το σκότος τον κατέκλυσε γοργά.
Αυτιά και μάτια στάθμισαν τους ήχους
και την ιδιαίτερη της ώρας οπτική,
5 έναστρη δρόσος τον πλημμύρισε.
Ένα στερέωμα κινήθηκε στις φλέβες του.
Προχώρησε μʼ απόφαση, γεμάτος
απʼ τη χαρά της ασφαλούς μαντείας,
νιώθοντας εις τους τοίχους των σπιτιών
το βάρος των κλεισμένων ύπνων·
αλάνθαστος στην ερμηνεία των βημάτων
και των κινήσεων των σκιών.
Η μέρα θα τον εύρει χωρίς μνήμη.
Ίσως, στα μάτια του, καμιάν ανταύγεια,
στʼ αυτιά του, μιαν ηχώ του ταξιδιού·
κι άγνωστον άρωμα στο σώμα του.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟΝ
Κι αν τίποτα δεν ήθελες να δώσεις,
η μνήμη μου φιλάργυρη κρατά
στα μάτια μου, στα χείλη και στο σώμα,
τα κλοπιμαία·
τις δυνατές στιγμές της αληθείας σου,
το πρόσωπο που σκότωσες, αυτόχειρ,
τα μάτια σου που είδα φωτισμένα
από το νόημα της προδομένης σου ζωής.
ΟΔΥΣΣΕΩΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ
Οι άλλοι γύρισαν για νά βρουν την Ιθάκη
και το ζεστό ψωμί του νόστου, και κλειστές
εστίες, όπου στέναζαν γυναίκες.
Έφερναν πίσω δώρα και χρυσό·
έπη καλά για βασιλέων εστιάσεις,
και μες στα μάτια των, πολλά θαμμένα.
Όταν εκείνα θα ξυπνούν, το βλέμμα
θα χάνει την σεμνήν ελαία, την αυλή,
τʼ αγαπημένα πρόσωπα των φίλων,
και θα πεινά γιʼ άλλες τροφές.
Τη νύκτα, όταν πέφτουν οι φρουρές
του σώματος, κι οι άγκυρες ʼλαφρώνουν·
θα ξαναβρίσκουν ίσως το ταξίδι.
Δύτης, με πέτρα αγαπητό κεφάλι
που ξένο πια τον ώμο του βαραίνει,
καθένας θα βυθίζεται βαθιά
στη λήθη· των ονείρων θηρευτής
εκστατικός, συμπότης των σκιών
που αλιεύουν άστρα στο βυθό.
Κυψέλη δεν θα γίνει, μήτε δένδρο
σοφό, με ρίζες έμπειρες στη γη,
με φύλλωμα σεμνό, κι υποταγμένο
στην ασφαλή δικαιοσύνη των καιρών,
με την σκιά που γράφει της ημέρας
την ήσυχη πορεία, κι ωριμάζει
στην πρώτην ήβη της νυκτός.
Οι μέρες και τα έργα θα περνούν
χωρίς να γίνουν μέλισσες και γύρις·
δίχως ο νους του να γνωρίσει τη χαρά
της ώριμης κηρήθρας, σαν το θέρος
ολόχρυσο στον κόλπο της σταλάζει.
Αυτά διαβάζαμε στα ξένα μάτια
που τα δικά μας συναντούσαν στις ακτές
και μας θυμίζαν την Ιθάκη.
Κι αν τʼ αγαπήσαμε ποτέ, τι τάχα;
Αυτά τα μάτια, λέγαμε, κανείς
δικός μας θʼ αποκτήσει, της θαλάσσης
θεριστής.
Στέγη λαμπρά και δάπεδον αβάτων κόσμων,
θείος της θάλασσας αγρός!
Φαιδρών αφρών αειθαλής συγκομιδή,
στάχεις αμέτρητοι του πόντου, νίκη
της ανδροβούλου πρώρας της νεώς!
Νυμφίοι, και ζεμένοι στο κουπί
σαν άροτρον, εσπέρναμε δελφίνια
το έαρ της θαλάσσης, και νησιά
που συνοδεύαν το καράβι κι έδυαν.
Βλέπαμε πρώτα μια κορφή, κατόπιν
τα δάση, τους λειμώνας με σπαρτά και
δένδρα, και τα έργα των ανθρώπων.
Η πόλις ήτο πάλλευκη και τελευταία.
Κι αυτήν δεν την κοιτάζαμε πολύ,
μην η βουλή μας δειλιάσει.
Έχουμε κι άλλα, λέγαμε, πελάγη
να σπείρομε, κι είμαστε νέοι ακόμα.
Οι άνεμοι το νου μας κατοικούσαν.
Το κύμα είχε μάθει το ρυθμό
της δυνατής καρδιάς μας, κι ο βυθός
μας είχε δώσει τη σιγή του.
Καμιά φορά, σκυμμένοι στους σκαρμούς,
τη μέρα βλέπαμε να λούεται στα βάθη
του σκοτεινού σαπφείρου, μες στʼ αργό
στερέωμα, δεσμία νύκτας ξένης.
Θαλάσσιο ξύλο μόνο μας εχώριζε.
Δίψα ζωής, ελέγαμε, δίψα θανάτου,
μοιραίες αδελφές, απʼ την αυτή πηγή
γεμίζετε τις δίδυμες υδρίες!
ω κυβερνήτιδες του πλοίου, των ψυχών μας
πλοηγοί!
Γιʼ αυτό και δεν γυρίσαμε στʼ ακίνητα χωράφια,
στα σπίτια μας, στους τάφους· τα πιστά
παιδιά, τα χωρίς δόξα.
Της ποντοπόρου μέρας κυνηγοί.
Πάντα σε κάποια θάλασσα, στο πλοίο,
κέντρον πλανώμενον της γλαυκής σφαίρας
του Καιρού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου