Η χαμένη Υπερβόρειος
Το μάθαμε καλά πως Υπερβόρειος διόλου δεν υπάρχει
πέρα από τις Ριπαίες οροσειρές, όσο κι αν τα γλαυκά όρια της,
ανάλογα με τις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις των γεωγράφων,
μετακινούνταν όλο πιο μακριά.
Σήμερα βεβαιώθηκε:
μια σκέτη φαντασία η χώρα απ’ όπου μας ερχόντανε
οι κύκνοι και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες
Λαοδίκη και Υπερόχη ετοίμαζαν για τους θεούς
τα πρώτα φρούτα της σοδειάς, προσεχτικά τυλίγοντας τα
σ’ άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί.
Και τώρα αναρωτιόμαστε
που τάχατε ν’ αποδημεί ο Απόλλωνας κάθε χειμώνα
με τ’ άρμα του που το ‘σερναν λάμποντες κύκνοι και γρύπες,
κρούοντας τη χρυσή του λύρα, όταν εμείς μήνες και μήνες
μάταια κατά το Μάρτη καρτερούσαμε το γυρισμό του
συντάσσοντας μέσα στο κρύο τους γιορτινούς του παιάνες;
Ή μήπως πια ούτε Απόλλωνας ούτε και λύρα υπάρχει;
Ωστόσο ακόμη συνεχίζουμε τον μισοτελειωμένο παιάνα
αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως
βρεθεί κανένα νέο κα το προσθέσουμε την ύστατη ώρα,
πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του,
μικρότερος η μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο.
Το διαζευκτικόν «ή»
Όταν το δόρυ του Διομήδη, οδηγημένο απ’ της θεάς το χέρι,
μπήχτηκε στα πλευρά τ’ άγριου θεού, του κρανοφόρου, ο Άρης
μια σκέτη φαντασία η χώρα απ’ όπου μας ερχόντανε
οι κύκνοι και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες
Λαοδίκη και Υπερόχη ετοίμαζαν για τους θεούς
τα πρώτα φρούτα της σοδειάς, προσεχτικά τυλίγοντας τα
σ’ άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί.
Και τώρα αναρωτιόμαστε
που τάχατε ν’ αποδημεί ο Απόλλωνας κάθε χειμώνα
με τ’ άρμα του που το ‘σερναν λάμποντες κύκνοι και γρύπες,
κρούοντας τη χρυσή του λύρα, όταν εμείς μήνες και μήνες
μάταια κατά το Μάρτη καρτερούσαμε το γυρισμό του
συντάσσοντας μέσα στο κρύο τους γιορτινούς του παιάνες;
Ή μήπως πια ούτε Απόλλωνας ούτε και λύρα υπάρχει;
Ωστόσο ακόμη συνεχίζουμε τον μισοτελειωμένο παιάνα
αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως
βρεθεί κανένα νέο κα το προσθέσουμε την ύστατη ώρα,
πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του,
μικρότερος η μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο.
(Επαναλήψεις 1969)
Το διαζευκτικόν «ή»
Όταν το δόρυ του Διομήδη, οδηγημένο απ’ της θεάς το χέρι,
μπήχτηκε στα πλευρά τ’ άγριου θεού, του κρανοφόρου, ο Άρης
τότε
τέτοια βρυχήθηκε ιαχή που κατατρόμαξαν Αχαιοί και Τρώες,
γιατί ‘ταν (λέει ο Ποιητής) σάμπως ν’ αλάλαξαν εννέα ή δέκα
χιλιάδες πολεμόχαροι πολεμιστές μαζί.
Ω, αυτό το «ή» -
έκφραση περιπαιχτικής και ευγενικής ταυτόχρονα ακριβολογίας,
αμφίθυμο χαμόγελο μιας αμετάδοτης και αμέτοχης σοφίας
που στρέφει σκωπτικά προς τον εαυτό της και τους άλλους
γνωρίζοντας καλά πως ακατόρθωτη είναι
η ακρίβεια, πως ακρίβεια δεν υπάρχει, (γι’ αυτό κι ασυχώρετο
το ύφος το πομπικό της βεβαιότητας, - ο θεός να μας φυλάει).
«Ή», διαζευκτικό, σεμνή συνέπεια στο μυστήριο της αοριστίας,
βαθιά ανταπόκριση στην πολλαπλότητα ουσιών και φαινομένων,
μ’ εσένανε βολεύουμε κι εμείς τις δυσκολίες του βίου και του ονείρου,
τις τόσες αποχρώσεις και εκδοχές του μαύρου έως το αόρατο άσπρο.
(Επαναλήψεις 1969)
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΕΞΟΡΙΑΣ
γιατί ‘ταν (λέει ο Ποιητής) σάμπως ν’ αλάλαξαν εννέα ή δέκα
χιλιάδες πολεμόχαροι πολεμιστές μαζί.
Ω, αυτό το «ή» -
έκφραση περιπαιχτικής και ευγενικής ταυτόχρονα ακριβολογίας,
αμφίθυμο χαμόγελο μιας αμετάδοτης και αμέτοχης σοφίας
που στρέφει σκωπτικά προς τον εαυτό της και τους άλλους
γνωρίζοντας καλά πως ακατόρθωτη είναι
η ακρίβεια, πως ακρίβεια δεν υπάρχει, (γι’ αυτό κι ασυχώρετο
το ύφος το πομπικό της βεβαιότητας, - ο θεός να μας φυλάει).
«Ή», διαζευκτικό, σεμνή συνέπεια στο μυστήριο της αοριστίας,
βαθιά ανταπόκριση στην πολλαπλότητα ουσιών και φαινομένων,
μ’ εσένανε βολεύουμε κι εμείς τις δυσκολίες του βίου και του ονείρου,
τις τόσες αποχρώσεις και εκδοχές του μαύρου έως το αόρατο άσπρο.
(Επαναλήψεις 1969)
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΕΞΟΡΙΑΣ
24 Νοεμβρίου 1948
Όλα ξεχάστηκαν πριν ειπωθούν.
Κι η σιωπή δεν είναι καταφύγιο.
2 Δεκεμβρίου
Ο ουρανός είναι μια τρύπα.
Δεν χωράμε.
4 Δεκεμβρίου
Πρόβατο, πρόβατο της παγωνιάς
μικρό ποίημα
πιάσε με απ’ το χέρι.
Η αυγή έχει τ’ αγκάθι της
και το σκαμνί της.
Ως το βράδυ ας πιστέψουμε.
4 Ιανουαρίου
2 Δεκεμβρίου
Ο ουρανός είναι μια τρύπα.
Δεν χωράμε.
4 Δεκεμβρίου
Πρόβατο, πρόβατο της παγωνιάς
μικρό ποίημα
πιάσε με απ’ το χέρι.
Η αυγή έχει τ’ αγκάθι της
και το σκαμνί της.
Ως το βράδυ ας πιστέψουμε.
4 Ιανουαρίου
Κι άξαφνα
μια θύμηση από πουλιά
που βούλιαξαν στο άγνωστο
15 Ιανουαρίου
Πολιορκώ το μαύρο σημάδι βήμα βήμα
διπλασιάζω το πράσινο ενός φύλλου
πολλαπλασιάζω μιαν αίσθηση ησυχίας
χρησιμοποιώ μεταφορές, μεταφέρω
άλλοτε αλλού πουθενά.
Άξαφνα νιώθω να βρίσκομαι
Πολιορκημένος από το μαύρο σημάδι.
15 Ιανουαρίου
Πολιορκώ το μαύρο σημάδι βήμα βήμα
διπλασιάζω το πράσινο ενός φύλλου
πολλαπλασιάζω μιαν αίσθηση ησυχίας
χρησιμοποιώ μεταφορές, μεταφέρω
άλλοτε αλλού πουθενά.
Άξαφνα νιώθω να βρίσκομαι
Πολιορκημένος από το μαύρο σημάδι.
24 Ιανουαρίου
Ακούμπησα το στόμα μου στη θύμησή σου
ξενύχτησα τον πόνο και την ηδονή
ανάμεσα σε τέσσερα κεριά
σβησμένων στίχων
31 Ιανουρίου
Μητέρα νύχτα - είπε
τύλιξέ με στα μαύρα μαλλιά σου
διάτρητον απ' τ' άστρα σου
ζώντας την ταπείνωση
να μην είμαι νεκρός.
(Μιλούσε μόνος προς τον τοίχο.
Η έμφαση ήταν φανερή
ίσως ελπίζοντας πως κάποιος τον ακούει.)
(στρατόπεδο κρατουμένων Κοντοπούλι Λήμνου 1948)
....
Το αίμα
Ύστερα, μια κηλίδα από αίμα φάνηκε στην άσφαλτο·
η κηλίδα μεγάλωνε, απλωνόταν, κατάπινε
την αυλή, την καρέκλα, το πηγάδι, το σίγλο·
έμεινε απ’ έξω ένα μέτρο σκοινί – τόσο μόνο.
Το ρολόι της Μητρόπολης έγινε κόκκινο·
το ίδιο και το Ταχυδρομείο. Η κηλίδα απλωνόταν,
κατάπινε τα σπίτια, τα τηλεγραφόξυλα, τον ήλιο,
κατάπινε κι εμάς – μας έκρυβε μέσα στο κόκκινο.
Και μόνο που είδαμε το μέγεθος της, νιώσαμε και πάλι
ωραίοι, απλοί, συντεταγμένοι, αθωωμένοι.
(Κιγκλίδωμα 1969)
Επίλογος
Ζωή, – ένα τραύμα στην ανυπαρξία.
Νύχτα
Ψηλός ευκάλυπτος μ’ ένα φαρδύ φεγγάρι.
Ένα άστρο τρέμει στο νερό.
Ουρανός άσπρος, ασημένιος.
Πέτρες, γδαρμένες πέτρες ως επάνω.
Ακούστηκε πλάι στα ρηχά
Δεύτερο, τρίτο πήδημα ψαριού.
Εκστατική, μεγάλη ορφάνια – ελευθερία.
(Πέτρες 1968)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου