Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019
Χρυσόθεμις- Γιάννης Ρίτσος
(Ήσυχο απομεσήμερο στα τέλη του καλοκαιριού. Λιακάδα. Αραιά σύννεφα. Κάτι σαν πρώτη πνοή φθινοπώρου. Μια νεαρή δημοσιογράφος, σταλμένη από ’να μεγάλο συγκρότημα εφημερίδων, ανηφορίζει τον αρχαίο, μυθικό λόφο, περνάει τα αφρούρητα τώρα προπύλαια, ανεβαίνει τα πέτρινα σκαλιά και χτυπάει το ρόπτρο του μισοερειπωμένου αρχοντικού. Στην παλάμη της ένιωσε τη ζέστη του μετάλλου. Η ίδια η γηραιή Δέσποινα κατέβηκε να της ανοίξει. Την οδήγησε σ’ ένα μεγάλο σαλόνι που μύριζε σκόνη, μαραμένα τριαντάφυλλα, μουχλιασμένο βελούδο και μετάξι. Η νέα της μιλάει με πολύ σεβασμό. Της εξηγεί το σκοπό της επίσκεψής της, — κάποια συνέντευξη, λέει. Κάτι είπε ακόμα για την "καθάρια, σιωπηλή, μοναχική της ελευθερία". Η Δέσποινα, φανερά συγκινημένη, μ’ ένα παιδιάστικο ρόδισμα ρυτιδωμένο πρόσωπό της, στριφογυρίζει με τον αντίχειρα και τον μεσαίο του δεξιού χεριού, ένα παράξενο δαχτυλίδι που φοράει στον παράμεσο του αριστερού. Την ακούει μ’ ευγενική προσοχή, όπου μόλις διαφαίνεται κάποια αφαίρεση, κάποια αμηχανία και κάποια αόριστη προετοιμασία. Σιωπή. Τα σκονισμένα κρύσταλλα του πολυελαίου αστράφτουν πότε πότε. Έξω, στον κήπο, ακούστηκε ήμερη η φωνή του γερο-κηπουρού, — ίσως μιλούσε μ’ ένα πουλί, μ’ ένα σκυλί ή μ’ ένα λουλούδι. Αμέσως ύστερα ακούστηκαν τα τζιτζίκια σε άξαφνη παραφορά. Τότε, η γηραιή Δέσποινα, σαν ενθαρρυμένη και προστατευμένη απ’ αυτόν τον συγκεχυμένο θόρυβο, άρχισε να μιλάει σ’ έναν τόνο μετρημένο που, ωστόσο, δεν καλύπτει κάποια απόχρωση μακρινής, ανεξήγητης ευδαιμονίας. Ένα πουλί στάθηκε στο περβάζι του παράθυρου. Συγκατάνευσε. Έφυγε).
Πώς έγινε και με θυμήθηκαν; Εμένα κανένας ποτέ δε με θυμάται. Κανένας
ποτέ δε με πρόσεξε. Παράπονο δεν έχω. Καλά μου ήταν όλα,
κι ίσως καλύτερα έτσι.
Ξέρετε, στο πέρασμα του χρόνου,
τα πάντα, όσο πικρά ή και τρομερά, μας φαίνονται σαν απαραίτητα,
σαν χρήσιμα κι όμορφα μάλιστα. Και τούτο το τραχύ βουνό από πάνω μου
ήταν μια συντροφιά —μια προστασία σχεδόν,— ντυνόμουν τον ίσκιο του.
Λοιπόν, μέσ’ από την αφάνειά μου, χαιρόμουν να βλέπω και ν’ ακούω. Μπορούσα
να ονειρεύομαι ελεύθερα. Ήταν όμορφα, αλήθεια — σα να ’ζησα
έξω απ’ την ιστορία, σ’ έναν δικό μου ανέγγιχτο, απόλυτο χώρο,
προφυλαγμένη, και παρούσα ωστόσο.
Ώρες ολόκληρες παρατηρούσα
το αποκλεισμένο νερό μες στο ποτήρι με τους σάπιους μίσχους
από λουλούδια ξεχασμένα εκεί· — κάτι βελούδινο
και γλοιώδες
έμενε στο ποτήρι, απλωνόταν στην κάμαρα, σ’ όλο το σπίτι —
Κι εκείνη η κούραση κι η αναβολή —γεμάτη ευγένεια—
να μην μπορείς να πάρεις τα λουλούδια να τα ρίξεις έξω απ’ το παράθυρο, στον κήπο,
να πλύνεις το ποτήρι· —γιατί τάχα;— Το σάπιο στεφάνι
θα ’μενε πάλι μυστικά μες στο ποτήρι, μες στο σπίτι, ολόγυρα στα μέτωπά μας —
κάτι βαθύ και τρομερό, που δεν του ’λειπε ωστόσο κάποια χάρη.
Προς τί, λοιπόν, η επέμβασή μας; Πολύ νωρίς διδάχτηκα
πως τίποτε κανένας δεν μπορεί να αποτρέψει. Τα βράδια
το ζεστό χνότο απ’ τους τοίχους των σπιτιών ξεχύνεται στο δρόμο·
η σκιά ενός πελώριου αλόγου ατμίζεται στο φεγγαρόφωτο. Αν τούτο δεν είναι
απάντηση σε τίποτε, θαρρώ πως δεν υπάρχει απάντηση.
Μεγάλα φέρετρα περάσαν από τούτη την πύλη — μεγάλα σαν καράβια·
νεκροί με επίσημες στολές, με ψηλά κράνη, σκεπασμένοι με σημαίες και λουλούδια,
κι άλλοι γυμνοί, ντυμένοι μόνο την ωχρότητά τους και την απορία τους,
κι ένα σφαγμένο κορίτσι, μ’ ένα τεράστιο, κάτασπρο πέπλο· ο αέρας
ανέβασε ψηλά το πέπλο, το ’δεσε πάνω σ’ ένα σύννεφο ανοιξιάτικο
κι έμεινε εκεί, να κυματίζει ερημικό, φέγγοντας πότε πότε
με γαλανές ανταύγειες το προαύλιο και τη σκάλα. Ίσως και να ’ταν
ανταύγειες απ’ τους χαρταϊτούς που υψώνανε στο διπλανό χωράφι
οι συνομήλικοί της, γιατί άλλαζαν κάθε τόσο τα χρώματα· — τα έβλεπα
στους μηρούς και στα στήθη ενός αγάλματος έξω στον κήπο. Μα πάλι
δεν ήταν παρά μόνο οι γαλανοί κυματισμοί του άσπρου πέπλου.
Έφυγαν. Τίποτα δεν έχει μείνει. Όλα τα ξόδεψαν για το όνομά τους
κι όχι για τον εαυτό τους — (μήπως τάχα κι εμείς;). Δεν μετανιώσαν.
Άλλωστε ήταν αργά κάθε φορά να μετανιώσουν. Δεν χρειαζόταν.
Στο γυρισμό απ’ το κοιμητήρι, όλοι κοιτούσαμε κάτου στο χώμα.
Γινόταν μια μεγάλη παύση τόσο που θα νόμιζε κανένας
πως όπου να ’ναι θα σκεφτόμαστε κάτι επιτέλους.
Κι άξαφνα
ακούγονταν χιλιάδες δυνατές οπλές κάτω στον κάμπο και στους δρόμους —
οι καβαλάρηδες ξεπρόβαιναν πίσω απ’ τις λεύκες· κλείναν τα περάσματα·
σημαίες μεσίστιες κι άλλες αναπεπταμένες μες στο ντουφεκίδι.
Δεν ήξερες ποιοί φτάναν και ποιοί φεύγαν — τί γινόταν. Άλλοι τρέχαν,
άλλοι κρυβόνταν, άλλοι κάτι γράφανε στο γόνατό τους, άλλοι αυτοκτονούσαν,
άλλοι εκτελούνταν τα χαράματα μπροστά στο γυμνό τοίχο του τουβλάδικου,
άλλοι συνεργάζονταν με τα δυο κουμπιά του γιλέκου τους ξεκούμπωτα ακόμη.
Παρατημένες αγελάδες σεργιανούσανε στην αγορά περίσκεπτες,
κοιτούσαν τα ρολόγια, τους καθρέφτες, τις βιτρίνες των καταστημάτων
σα να ’ταν ν’ αγοράσουνε καινούρια γούνα. Μια παλιά ζυγαριά
ήταν πεσμένη ανάσκελα στη μεγάλη αποθήκη. Την έστησαν πρόχειρα
κι άρχισαν πάλι να ζυγιάζουν τσουβάλια, βαρέλια, κασόνια,
καλάθια, ντενεκέδες, νταμιτζάνες. Άλλοι ζυγιάζαν τα μικρά παιδιά τους.
Κάποιος έφερε να ζυγιάσει ένα πουλί. Το πουλί πέταξε· βγήκε απ’ την πόρτα.
Εκείνος φώναξε: «Δεν έχει βάρος, δεν έχω βάρος, δεν έχουμε βάρος·
χανόμαστε· χαθήκαμε· χάσαμε το βάρος μας· πετάμε» —
κι άνοιγε διάπλατα τα χέρια του σα να ’ταν όντως να πετάξει.
Το γέλιο του ακουγόταν πέρα απ’ τα μεσάνυχτα, κοντά στο ποτάμι.
Ύστερα τίποτα. Μήτε κατάρες πια και μήτε επευφημίες. Μόνη μορφή ελευθερίας
απόμεινε η σιωπή. Στα εγκαταλελειμμένα περιβόλια
θεριεύαν οι τσουκνίδες, τα σπερδούκλια και κάτι παράξενα αγκάθια
με άγνωστα χρυσαφιά λουλούδια σαν αστέρια ερήμωσης. Τα πηγάδια στερέψαν —
αν έριχνες μια πέτρα χτυπούσε στην πέτρα, κι ο ήχος συνεχιζόταν
σ’ ένα ατελεύτητο βάθος ώς την άλλη μεριά. Κι αν κοιταζόσουν μέσα,
ένα μονάχο μάτι, σκοτεινό, χωρίς τσίνορα, σε κοιτούσε κατάματα,
κάνοντας κοίλο ολόκληρο το πρόσωπό σου σα μια ξέβαθη τρύπα.
Αργότερα έπιασαν μεγάλα κρύα. Κοπάδια λύκοι κατεβαίναν
στα χωριά και στην πόλη. Όλοι κλειδώνονταν στα σπίτια. Χιόνισε κιόλας.
Ένα απερίγραπτο άσπρο είχε σκεπάσει τις στέγες, τα δέντρα, τη μνήμη,
σαν ευλάβεια, σαν άφεση, —καθώς εκείνο το πέπλο που σας έλεγα—
και πίσω του διακρίνονταν όλο το μαύρο, ατεμάχιστο, ανώδυνο, ήρεμο.
Τα ξημερώματα βρίσκαν στους δρόμους ψόφια πρόβατα, σκυλιά, γαϊδούρια,
κάτι λιγνά, περίλυπα άλογα. Τα μελίσσια είχαν αφήσει τις κυψέλες τους.
Το καλαμπόκι, το κριθάρι, το στάρι ακριβαίνανε. Ωστόσο,
κάποιο πρωινό, που άνοιξα τα παντζούρια, είδα τριγύρω στη μάντρα του κήπου
ένα σωρό παιδιάστικους, χάρτινους ανεμόμυλους. Μπορεί και να ’ταν
αυτός που πήγε να ζυγιάσει το πουλί. Στο δρόμο ακούστηκε πάλι
ένα παιδί να διαλαλεί κουλούρια· — η φωνή του και το άρωμα
από ζεστό ψωμί και σουσάμι ξανάδινε σχήμα στα δέντρα, στις πόρτες,
στα χέρια και στα πρόσωπα. Το διάφανο πρωινό φεγγάρι
αποτραβιότανε με βήματα ένοχα, τριανταφυλλένια,
πλάι σε μια σιδερένια σκάλα υπηρεσίας, στριφτή, σκουριασμένη.
Φώναξα τότε τη μεγάλη αδελφή μου. «Κοίτα, κοίτα», της είπα. Μετρούσα:
«δυο, τρεις, εφτά, δεκάξι, δεκαεννέα», τους ανεμόμυλους. Εκείνη
στράφηκε προς τα εκεί· δεν είδε τίποτε· γύρισε και με κοίταξε
κι αμέσως έφυγε οργισμένη. Εγώ λυπήθηκα σα να ’χα φταίξει.
Έσκυψα πάλι απ’ το παράθυρο. Τίποτε, αλήθεια. οι ανεμόμυλοι είχαν φύγει.
Εκείνο τον παλιό καιρό, μια μέρα, κάτω στον κήπο, —θυμάμαι—
η μουσική των τζιτζικιών, όπως απόψε περίπου, κατέβαινε απ’ τα πεύκα
μέσα στο θορυβώδες φως, το διακοπτόμενο κάποτε
απ’ την πνοή μιας αύρας. Και τότε τα φύλλα των ευκάλυπτων
αγγίζαν στιγμιαία τη σιωπή. Οι σκιές στο χώμα
γίνονταν χρυσογάλανες, σκοτεινές, επιμήκεις. Σε λίγο
έσβηναν πάλι τα πάντα. Όμως εκείνη η ελάχιστη σιωπή
απόμενε σαν μια μαβιά κηλίδα στον κατάφωτο αέρα. Θυμάμαι
τις ψάθινες πολυθρόνες του κήπου, ζεστές απ’ τον ήλιο, να στέκουν
εμπεριστατωμένες, θετικές, αξιόπιστες, στα τέσσερα πόδια τους. Αυτό μονάχα.
Κι εκείνη η κηλίδα, σαν από τζάμι μακρινού παραθύρου,
μετατοπίζονταν απ’ τις πλεχτές πολυθρόνες στο τραπέζι, κι εκεί σταματούσε
πλάι στα ασημένια κουταλάκια. Τα ποτήρια του προγεύματος κάτω απ’ τα δέντρα
γίνονταν τότε γαλανά με πράσινες κουκκίδες. Μια μέρα
χύθηκε το νερό στο φόρεμα της αδελφής μου, —
μια λουλακιά ζωγραφιά σχεδιάστηκε πάνω του. «Δωσ’ το μου να στο πλύνω», φώναξα.
«Δεν είναι τίποτα, —λέει·— το νερό δε λεκιάζει». «Δώσ’ το μου, δώσ’ το μου»,
φώναξα πάλι. Όλοι με κοίταζαν. Σώπασα. Κι η ζωγραφιά μεγάλωνε,
γέμιζε ολόκληρο το φόρεμα, τα χέρια της, τα πόδια της, το πρόσωπό της —
η αδελφή μου είχε γίνει γαλάζια· μόνο η άκρη απ’ το ένα της σαντάλι
απόμεινε λευκή. Κανείς δε βλέπει τα ολοφάνερα. Τα άλλα —
ω, τα άλλα —ποιά;— μετακινήσεις, ασχολίες, χειρονομίες
μες στο αμετάβλητο και αμετακίνητο, που λένε. Δε βλέπουν καθόλου.
Καλύτερα τάχα; Χειρότερα; —Ποιός ξέρει;— Δε βλέπουν.
Αποτραβήχτηκα εδώ πέρα. Είναι ήσυχα. Μήτε ο απόηχος δε φτάνει
απ’ τις γεννήσεις, τους γάμους, τους θανάτους. Κουράστηκα. Τα ίδια και τα ίδια —
άλλοι ανεβαίνουν, άλλοι κατεβαίνουν — ίδιοι οι πρώτοι κι οι δεύτεροι κι οι τρίτοι,
(κι οι πιο καλοί, σαν φτάσουνε στην εξουσία — ξέρετε). Ένας τοίχος
με σκουριασμένους γάντζους ώς επάνω ψηλά, μες στη νύχτα. Ποτέ μου
δεν κατάφερα να πιαστώ σ’ ένα γάντζο ν’ ανέβω — δεν προσπάθησα, βέβαια·
ξεχνιόμουνα κοιτάζοντας ένα άστρο διαλυμένο στο νερό σα μια σταγόνα λεμόνι
μέσα στο τσάι, — ξάνθαινε κάπως το σκοτάδι. Όλοι φοβόμασταν. Κι ίσως πιότερο εκείνοι.
Ωστόσο αυτή η κουραστική επανάληψη, στο τέλος τέλος, σαν να μεταλλάζει
σε κάτι ωραίο και σχεδόν υγιεινό· — σου δίνει την εντύπωση, έτσι κάπως,
του φευγαλέου και του ανεξάντλητου ταυτόχρονα —μια γαλήνια διάρκεια,
κάτι άγνωστο και οικείο, —σε αλαφρώνει·— μια ιδέα τρομερής αιωνιότητας —
αιωνιότητας ωστόσο.
Ένα ήσυχο χαμόγελο κρέμεται μέσα μας,
όπως κρεμάμε σ’ ένα έρημο δωμάτιο έναν πίνακα — μιαν αρχαία ναυμαχία
σε σκοτεινό πράσινο χρώμα, νύχτα, με χρυσά και κόκκινα στίγματα· στην άκρη,
μπροστά, στην αμμουδιά, διακρίνεται ένας γέρος χωλός ναυτικός· έχει ανάψει
λίγη φωτιά κι έχει στημένη σε δυο πέτρες τη χύτρα του —
έτσι μονάχος, έτσι απόμαχος, σαν έξω απ’ τον κόσμο,
στεριώνοντας τον κόσμο πάνω σε δυο πέτρες καπνισμένες.
Αισθάνεσαι μια μυρωδιά ψαρόσουπας σ’ αυτόν τον πίνακα,
μια μυρωδιά ταπεινοσύνης και βουβής ελευθερίας — της μόνης.
Το σάλιο σού γεμίζει το στόμα· —νιώθεις πάλι να πεινάς— και σ’ αρέσει.
Για τ’ άλλα — μήτε μάθαμε τί φταίει, ποιός φταίει. Από τα πριν τραβηγμένος ο κλήρος.
Δε μ’ άρεσαν τα τυχερά παιχνίδια, οι λοταρίες. Δεν έπαιξα ποτέ μου. Κάποτε, η μητέρα
τράβηξε στ’ όνομά μου ένα λαχνό. Μου ’πεσε τότε
ένα μεγάλο κινέζικο βάζο· — βρίσκεται ακόμη
σ’ εκείνο το δωμάτιο των αχρήστων. «Παράξενο»,
είπε η μητέρα, «να ’χει τύχη ετούτο το παιδί. Παράξενο», είπε πάλι.
«Παράξενο, παράξενο». Κι εγώ χαμογελούσα. Με τα χρόνια,
όλοι το ξέχασαν. Εγώ το θυμόμουν. «Έχω τύχη, έχω τύχη»,
έλεγα και ξανάλεγα καθώς κατέβαινα τη μέσα σκάλα, το βράδυ
ή καθώς πλάγιαζα με σβηστό φως, παρατηρώντας, κολλημένο στο τζάμι,
το ρόδινο φρύδι του νέου φεγγαριού· — «έχω τύχη, έχω τύχη». Και τότε,
ένα λεπτό κοριτσίστικο γέλιο χυνόταν σα νερό από στενόλαιμο λαγήνι
ψηλά, από κάποιο φωτισμένο παράθυρο, στο σκοτεινό θερινό κήπο.
Ω, ναι, στάθηκα πάντα τυχερή· — παράξενο. Ούτε η ίδια
δεν ήθελα να το πιστέψω. Παραξενεύομαι ακόμη και τώρα· —
γι’ αυτό και η συστολή κι η ευγνωμοσύνη μου σαν τύχαινε κάποιος
παιδαγωγός, μουσικός, ή ο κηπουρός να μου απευθύνει
μια «καλησπέρα» ή «καληνύχτα». Γύριζα γύρω με προφύλαξη το βλέμμα
να δω μήπως και χαιρετούσαν κάποιον άλλο. Ένα χαμόγελο τεράστιο
μου γέμιζε το πρόσωπο, ξεχείλιζε απ’ τ’ αυτιά μου· — ήταν άπρεπο —το ξέρω—
δοκίμαζα να το περιορίσω· πάσκιζα· δεν το μπορούσα· —
μονάχα σφίγγοντας τα φρύδια του μπορεί κανείς να περιορίσει
ένα χαμόγελο, (κι ίσως και να ’χουν δίκιο αυτοί που λένε:
οι συνοφρυωμένοι είναι οι πιο πράοι, οι πιο γλυκείς και ταπεινόφρονες
και δυνατοί μαζί, πολύ δυνατοί, — μπορεί να ’χουν δίκιο), εγώ δεν το μπορούσα.
Αργά το απόγευμα, χειμώνα καλοκαίρι, στον κήπο, ή εδώ στο παράθυρο, κάτω
απ’ την επίδραση του αποσπερίτη, ανέβαζα τ’ αριστερό μου χέρι
ν’ αγγίξω τα χείλη μου, αργά, προσεχτικά, αφηρημένα, γύρω γύρω,
σα να ’ταν να βοηθήσω στο σχηματισμό μιας άγνωστης λέξης ή σα να ’ταν
να στείλω κάπου ένα φιλί αναβλημένο.
Κείνα τα χρόνια,
πολλές φορές, σεργιανώντας μονάχη στον κήπο, μου ’χε τύχει
να ’ρχεται αθόρυβα πίσω απ’ τη ράχη μου η σελήνη, και ξάφνου
να μου σκεπάζει με τις δυο παλάμες της τα μάτια. «Ποιός είμαι;», ρωτούσε.
«Δεν ξέρω, δεν ξέρω», αποκρινόμουν για να με ξαναρωτήσει.
Εκείνη δε ρωτούσε πια. Χαλάρωνε τα δάχτυλα της. Έστρεφα πίσω.
Οι δυο μας, πρόσωπο με πρόσωπο. Το δροσερό μάγουλό της
πάνω στο μάγουλό μου· κι όλο το χαμόγελό της — της το άρπαζα κι έτρεχα
με κυνηγούσε ολόγυρα στο σιντριβάνι.
Κάποια νύχτα
μ’ έπιασε επ’ αυτοφώρω η μητέρα: «Με ποιόν κουβεντιάζεις;».
«Κυνηγούσα τη γάτα μη φάει τα χρυσόψαρα», αποκρίθηκα. «Ανόητη»,
είπε η μητέρα· «δεν εννοείς να μεγαλώσεις». Κείνη τη στιγμή,
όντως η γάτα τρίφτηκε στα πόδια μου. Ένα μεγάλο χρυσόψαρο
τινάχτηκε έξω από το σιντριβάνι. Το άρπαξε η γάτα
και κρύφτηκε μες στις τριανταφυλλιές. Φώναξα. Την κυνήγησα —
(τρόμαξα μη μου φάει το ’να χέρι της σελήνης) — κι η μητέρα με πίστεψε.
Έτσι γίνεται πάντοτε. Δεν ξέρουμε πια πώς να φερθούμε,
πώς να μιλήσουμε, σε ποιόν, και τί να πούμε. Μένουμε μόνοι
με αφανείς δυσκολίες, σε αφανείς πολέμους, χωρίς νίκη ούτε ήττα,
με πλήθος αφανείς εχθρούς ή, μάλλον, εχθρότητες. Ωστόσο
και με πολλούς συμμάχους —αφανείς κι αυτούς— καθώς η σελήνη
του παλιού κήπου, καθώς το χρυσόψαρο ή ακόμη κι η γάτα.
Μιαν άλλη νύχτα, (έκανε ζέστη αφόρητη μες στην τραπεζαρία — καλοκαίρι·
ολάνοιχτα παράθυρα· τραβηγμένες κουρτίνες), η μητέρα
φαινόταν οργισμένη, το ίδιο κι ο πατέρας, κι η μεγάλη αδελφή μου·
μιλούσαν δυνατά — μεγάλωνε το στόμα τους γεμάτο σκοτάδι· πότε πότε
φωτίζονταν απ’ τις λυχνίες η γλώσσα τους σα να πασκίζαν
να καταπιούν μια γουλιά φως· δεν τα κατάφερναν· πνιγόνταν·
έπνιγε ο ένας τον άλλον. Τους κοιτούσα. Δεν ξεχώριζα λόγια.
Κείνη την ώρα μπήκε απ’ το παράθυρο μια νυχτερίδα
κουβαλώντας μαζί της λίγα αστέρια, ένα κομμάτι βελούδινη νύχτα,
δυο φύλλα μουριάς, (ναι, μουριάς), το ελάχιστο βέλασμα
ενός μικρού προβάτου πλάι στο ποτάμι, την ώρα που το άστρο των ποιμένων
τρέμει μες στο νερό τόσο φιλέρημο, τόσο συγκινημένο
που τα σπουργίτια αναστενάζουν στον ύπνο τους, γυρνώντας
απ’ τ’ άλλο τους πλευρό, και τα πρόβατα υπόσχονται στο θεό τους
να γίνουν ακόμη πιο καλά. Μεμιάς οι μεγάλοι σώπασαν.
Μπορεί και ν’ αφουγκράστηκαν κείνο το βέλασμα. Μπορεί να φοβηθήκαν
το μακρινό, το ωραίο, το άγνωστο. Ωστόσο το ακούσανε. Τότε, η μητέρα
άρπαξε μια πετσέτα απ’ το τραπέζι και κυνήγησε τη νυχτερίδα·
παρά λίγο να σβήσουν κι οι λυχνίες.
Πολύ την αγάπησα
σ’ αυτή τη στάση τη μητέρα — παρότι και πάλι
αγέρωχη, επιθετική, επιβλητική, — με την άσπρη πετσέτα ν’ ανεμίζει
στο ’να της χέρι — σα μονόφτερο πουλί, και δεν μπορούσε να πετάξει. Στα μεγάλα της μάτια
σπίθιζε μυστικά η επιθυμία να φύγει μες στη νύχτα, μέσα σ’ όλη τη νύχτα.
Πήρα τότε κι εγώ μια πετσέτα και την έβαλα σα δεύτερο φτερό στ’ άλλο της χέρι.
Εκείνη χαμογέλασε συνένοχα· κι ύστερα, αμέσως:
«Τρελάθηκες, λοιπόν;», είπε οργισμένη. Η νυχτερίδα είχε φύγει·
είχε φύγει μαζί και το ποτάμι· — πρόφτασα κι είδα
το φωτεινό διασκελισμό του ποταμιού στο περβάζι. Η κουβέντα
ξανάρχισε πιο δυνατή. Δε μ’ ένοιαζε. Ήμουν ήσυχη. Τους λυπόμουνα μόνο.
Είχα κι εγώ τους μυστικούς συμμάχους μου, —σας το ’πα,—
ώς κι ένα δεύτερο φτερό μέσα στα μάτια της μητέρας.
Εκείνο το «δεν εννοείς να μεγαλώσεις», είχε πάψει από καιρό να με πικραίνει —
το ’νιωθα μάλιστα, έτσι κάπως σαν προνόμιό μου — η άλλη μου όραση, η κρυφή χαρά μου. Τα χαράματα
έβγαινα μόνη μες στην εύπιστη δροσιά του κήπου. Καθόμουν
και κοίταζα ώρες τα πουλιά.
Πολύ συχνά, κάποιο σπουργίτι
κατέβαινε στη γη και περπατούσε αστεία, μιμούμενο με ακρίβεια
τα κορίτσια στο πρώτο ραντεβού τους· — δεν το ’πα στα κορίτσια
μη και θυμώσουν με όλα τα πουλιά· παρότι πολύ το λαχταρούσα
ν’ ανακοινώσω αυτή την ανακάλυψή μου, ή κι αποκάλυψη μπορείς να πεις —γιατί όχι;—
έτσι πίστευα τότε (ίσως και τώρα·) — κάτι τέτοια ασήμαντα πράγματα
φτιάχνουν καμιά φορά το πρόσωπό μας και τον κόσμο, — έτσι δεν είναι;
Αυτό μπορεί να το γνωρίζουν τα πουλιά, κι ίσως γι’ αυτό κι εκείνα
δεν εννοούν να μεγαλώσουν πολύ — μπορεί να φυλάγονται, μπορεί να φοβούνται·
αλλάζουν χρώματα, κρύβονται μέσα στα φύλλα. («Η αφάνεια», έλεγε
ο γέροντας παιδαγωγός μου, «είναι το προσωπείο του βάθους»). Το τραγούδι τους, όμως,
α, δεν αντέχουν να το κρύψουν ώς το τέλος· και τότε
όλα τα βέλη κι οι σφεντόνες στρέφονται προς τη φωνή τους, — προδίδονται μόνα.
Στα παιδικά μου χρόνια, ποτέ δε μου χάρισαν κι εμένα στη γιορτή μου μια κούκλα.
Μάζευα τις σπασμένες κούκλες της μεγάλης αδελφής μου. Τους κολλούσα πάλι
τα χέρια, τα πόδια, τα μαλλιά, τα μάτια. Τους έφτιαχνα καινούρια ρούχα·
τις χτένιζα· — γίνονταν όμορφες· — πιο όμορφες από πριν. Η αδελφή μου τις ζήλευε·
μου τις έπαιρνε πάλι. Λυπόμουνα. Δε θύμωνα. Πιότερο απ’ όλα
λυπόμουνα την αδελφή μου· — δεν της έφτανε τίποτα.
Μια μέρα
χάθηκε το ’να μάτι της πιο όμορφης κούκλας — ένα μεγάλο καταγάλανο μάτι.
Σας έτυχε ποτέ να δείτε μια μονόφθαλμη κούκλα; — Μια τρύπα· ένα χάσμα· —
μέσ’ από κει μας κοιτάει κάτι αόριστο, απόμακρο, δικό μας· —
μ’ αυτή ακριβώς την τρύπα με κοιτούσε, με εμπιστεύονταν η κούκλα·
ήταν το αληθινό της μάτι. Γίναμε φίλες.
Ύστερ’ από χρόνια,
μετά το μεγάλο ταξίδι του πατέρα, βρήκα εκείνο το μάτι
σ’ ένα μαύρο βελούδινο κουτί. Δεν είπα τίποτα της αδελφής μου.
Το ’βαλα σ’ ένα δαχτυλίδι μου δαχτυλιδόπετρα· — δεν το κατάλαβε κανένας·
όλοι θαυμάσανε την ασυνήθιστη πολύτιμη πέτρα.
Γι’ αυτό σας έλεγα —ω, ναι, τα πάντα ήταν όμορφα— ποιό νόημα τάχα
να ’χει κι η θλίψη κι η χαρά μες στο αδιαίρετο τίποτα; — ποιά σημασία
μέσα σ’ αυτό το ευτυχισμένα αδιάφορο τοπίο, —όχι αδιάφορο—
ένας απέραντος ευδιάθετος θάνατος· — και λέω «ευδιάθετος»
ίσως μεταβιβάζοντάς του τη δική μου πρόσκαιρη διάθεση
αυτού του αποψινού περίλαμπρου λυκόφωτος —τί χρώματα, θε μου—
ή παίρνοντας εγώ τη θέση του (τη βολική, πραγματική μου θέση),
έτσι σα να ’ναι ο μυστικός καθρέφτης μας που μας δείχνει αδιάψευστο,
ολόκληρο το πρόσωπό μας, καθάριο, αδιάπτωτο, ωραίο,
σχεδόν αθάνατο —μα τί σχεδόν;— πράγματι αθάνατο.
Μέσα σε μια μεγάλη κάμαρα ακατοίκητη, κρεμόταν από χρόνια,
ένας παλιός καθρέφτης με χρυσή κορνίζα. Στην κάμαρα εκείνη
δεν έμπαινε κανείς. Πετούσαν ανάκατα εκεί μέσα
ό,τι άχρηστο και παλιωμένο — λάμπες, πολυθρόνες, κηροπήγια, τραπεζάκια,
πορτρέτα πατρογονικά κι άλλα καθαιρεμένων στρατηγών, ποιητών, φιλοσόφων,
ανθοδοχεία κρυστάλλινα με παράξενα σχήματα, τρίποδες, μπρούντζινα μαγκάλια,
μεγάλες προσωπίδες, γύψινες, μετάλλινες, κι άλλες μικρές από μαύρο βελούδο,
ταριχευμένα κεφάλια ελαφιών κι άγριων ζώων, ταριχευμένα
πολύχρωμα πουλιά, γαλάζια και χρυσά, με γαμψά ράμφη —τ’ όνομά τους δεν το ’ξερα—
κρεμάστρες, πανοπλίες, κονσόλες και βαριά παραπετάσματα
σε πορφυρό συνήθως ή βαθυπράσινο χρώμα. Ήταν εκεί το καταφύγιό μου.
Μύριζε σκοροφαγωμένο ρούχο, σκόνη και δροσιά. Λοιπόν, ο καθρέφτης,
κρεμάμενος ψηλά στον τοίχο, συγκέντρωνε ολόκληρο το φως — ήταν το μάτι
της τυφλής, πολυδαίδαλης κάμαρας.
Το μάτι εκείνο
βασίλευε ήρεμο, αβασίλευτο, πάνω απ’ την αχρηστία και την ερήμωση,
την αθανάτιζε μάλιστα· — μνήμη ιερή σε βαθειά λησμοσύνη. Κάποιο δείλι,
ανέβηκα σ’ ένα σεντούκι και κοιτάχτηκα μες στον καθρέφτη· —τίποτα δεν είδα—
τίποτα, μόνο φως, — ένα φως σκοτεινό, σα να ’μουν η ίδια
ολόκληρη από φως — κι ήμουν, στ’ αλήθεια. Κατάλαβα, τότε,
(ή, μάλλον, θυμήθηκα) πως πάντοτε ήμουν φως. Μια αράχνη
σεργιάνιζε στο φέγγος του καθρέφτη και στο πρόσωπό μου. Δεν τρόμαξα διόλου.
Η αράχνη δεν ήμουν εγώ. Ένα ξένο, λεπτότατο σώμα γλιστρούσε
πάνω στο κρύσταλλο, με αμέτρητα, γωνιώδη πόδια, — τα ’βλεπα μεγεθυσμένα
με τις αργές αιχμές τους. Σε κίνηση αργή, σε χρόνο αργό, σχεδόν ακίνητον. Λίγο λίγο
ξεχώρισα και το υλικό μου πρόσωπο, ρόδινο και μαβί, σκιώδες·
τα μάτια ένα πράσινο θαλάσσιο, εκστατικό, και γύρω μου πάντα
το ακαθόριστο φως, — φωτοστεφανωμένη μες στην παραμέληση, μέσα στη μοναξιά μου,
μες στην αφάνειά μου. Δεν μπόρεσα ν’ αντέξω
τούτη τη μυστική ευτυχία: να ’μαι ολόφωτη, μ’ ένα λεπτό προσωπείο πραγματικότητας
τριανταφυλλένιο και μαβί. Πήδηξα κάτω απ’ το σεντούκι,
άρπαξα ένα παμπάλαιο κλειδί παρατημένο σε κάποιον μαρμάρινο νιπτήρα,
το ’σφιξα και το φίλησα. Και τότε, στον πυλώνα απέξω, αντήχησε το κέρας
των κυνηγών, περίεργα μελαγχολικό και κουρασμένο — τελεσίδικο.
Βράδιαζε αργά, κι έφεγγε πάντα ο καθρέφτης στον τοίχο.
Η αράχνη είχε φύγει. Αισθανόμουν ακόμη να φέγγω απ’ τα μέσα,
μοναχική, ταυτισμένη μαζί του, ερωτευμένη,
κρατώντας το κλειδί του υπογείου στα δυο μου χέρια.
Για τούτο
σας έλεγα πως παίρνω τη θέση του (την πιο πραγματική μου θέση)
τη θέση του θανάτου μου — δηλαδή του θανάτου.
Τώρα γνωρίζετε
πως ήμουν προνομιούχος. Ναι. Γι’ αυτό ντρεπόμουν, είχα τύψεις,
ντρέπομαι τώρα ακόμη πιο πολύ που το εξομολογούμαι. Τί προνόμια τάχα;
Γνώρισα την ωραία ματαιότητα, την ήρεμη, την περίπου χαρούμενη·
ξάπλωσα μέσα της ή πάνω της, όπως το καλοκαίρι σε μια θημωνιά, παρατηρώντας
το βραδινό ουρανό, τα δάση, τα γαλάζια βουνά, μυρίζοντας άπληστα
τη ζεστή δρόσο, το θυμάρι, το άχυρο, το μακρινό ποτάμι,
την ευωδιά των θερισμένων σταχυών — όχι καθόλου με την έννοια
του ψωμιού, του νερού, της χρησιμότητας, — με την έννοια μονάχα
ενός γενικού θερισμού, πραϋντικού, ενώ από λόφο σε λόφο,
από αμπέλι σε αμπέλι, τα σκυλιά των γεωργών και των βοσκών αλυχτούσαν
μια ολόλευκη παντάνασσα πανσέληνο με σταυρωμένα χέρια, δίχως βρέφος.
Ήταν μια γεύση —δεν ξέρω— από βαθύ γαλάζιο διαλυμένο —
μια γεύση υπαρκτής ανυπαρξίας, υπογραμμισμένης κάποτε
από τη μετακίνηση κάποιου πουλιού στον ύπνο του· —μια σιγαλιά πολύβοη—
κι εγώ ήμουν ολόκληρη η σιωπή και μέρος της σιωπής. Δάγκωνα ένα μυρτόκλωνο
μη και φωνάξω. Γιατί το ’νιωθα: το στόμα μου μεγάλωνε
θαυμαστικό, για μια μεγάλη κραυγή, και τα δόντια μου
αραίωναν κι αυτά, χωρίζονταν, για ν’ αφήσουν διέξοδο
σ’ εκείνη την κραυγή. Την κράτησα. Διαλύθηκε εντός μου.
Αυτή ’ταν η σιωπή. Κι εγώ ήμουν αέρινη — μπορούσα να πετάξω.
Θυμάμαι στην κηδεία της μητέρας, — μια βελούδινη μαύρη πεταλούδα
με στίγματα πορτοκαλιά, πέρασε ανάερη, ζυγιάστηκες στο φέρετρο· — α, εκείνη
η μυστική ελαφρότητα, — σήκωσε ολόκληρο το βάρος μας,
αλάφρωσαν τα πράγματα, αλαφρώσαμε. Τότε μονάχα
μπόρεσε να πετάξει και το φέρετρο· — κι ήταν βαρύ, φορτωμένο
λουλούδια και μαργαριτάρια· έξι δεκάδες άλογα το σέρναν,
κι αργούσε μέσα στο λιοπύρι. Ιδρώναν άλογα κι άνθρωποι. Μονομιάς κατάλαβα
πως όλα τα στολίδια είναι βαριά — και τ’ άνθη ακόμα. Η πεταλούδα,
μαύρη, σας λέω, με στίγματα πορτοκαλιά, πήρε στους ώμους της το φέρετρο κι εχάθη.
Όλα είχαν σβήσει μες στο φως. Μονάχα ένα άσπρο σύννεφο
στεκόταν ήρεμο στο λόφο, κοιτώντας αλλού — το ’δα κι αυτό. (Παράξενο να βλέπεις
με τόση ακρίβεια — κι ευφροσύνη μάλιστα, σε τέτοιες ώρες). Γυρίζοντας σπίτι,
μας πήρε η μυρωδιά από σέλινο, καρότο και βρασμένη πατάτα.
Φάγαμε θυμωμένοι, με αργές, πεισμωμένες κινήσεις.
Μετά το γεύμα, ο αδελφός μας έφυγε, — κυνηγημένος, είπαν,
από τις Ερινύες. Τίποτα τέτοιο. Απομακρύνθηκε ήσυχα,
μονάχα λίγο πιο στοχαστικός και κάπως σκυμμένος. Ξαφνικά τα δωμάτια
μεγάλωσαν απέραντα. Δεν ήταν μια γωνιά να κρυφτούμε. Κι απέξω
συνεχιζόταν η απερίγραπτη λιακάδα. Τα τζιτζίκια φωνάζαν·
μπαίνανε μες στο σπίτι· κάποιο στάθηκε ασάλευτο
στο δαντελένιο κουρτινάκι σα μια νότα χοντρή, χνουδωτή, κάπως παράταιρη —
«εδώ, εδώ, εδώ», φώναξε επίμονα. «Εδώ». —Τί «εδώ»;—
έκανα να ρωτήσω. Κρατήθηκα. Δεν έβγαλα άχνα.
Κείνη τη μέρα οι υπηρέτριες μιλούσανε πιο δυνατά, χτυπούσαν τις πόρτες,
χτυπούσαν τα πόδια τους στο πάτωμα, στα σκαλοπάτια (αυτές οι τόσο αθόρυβες πριν λίγο),
χτυπούσαν στην κουζίνα τα μαχαιροπίρουνα, σπάσαν και κάτι ποτήρια.
Ένα όμορφο κίτρινο φόρεμα, που χτες ακόμη το φορούσε η μητέρα,
είχε απομείνει σωριασμένο σε μια πολυθρόνα, — εκεί συγκεντρωνόταν
όλο το φως κι η σιωπή. Και το βουρτσάκι των δοντιών της, καθώς μπήκα στο λουτήρα,
μεγάλωνε, μεγάλωνε, γέμιζε ακέριο τον καθρέφτη. Όπως περνούσα απ’ την πόρτα,
μου ξέγδαρε το γόνατο. Φοβήθηκα μη και μ’ αρπάξει απ’ το φουστάνι
και με κρατήσει κλεισμένη στο λουτρό, να βλέπω στη γωνιά το δίχτυ του αδελφού μας
που κυνηγούσε μικρός πεταλούδες.
Τότε
πλησίασα τον καθρέφτη και δοκίμασα, πρώτη φορά, να βάψω τα χείλη μου, μ’ εκείνο
το μυστικό και ιερό κοκκινάδι της μητέρας. Πάνω στα χείλη μου
απλώθηκε ένα ωραίο, μετανιωμένο λιόγερμα — μια λυπημένη κόκκινη λάμψη.
Τότε μονάχα μπόρεσα να κλάψω, — ευτυχισμένη που μπορούσα να κλαίω.
Και το βουρτσάκι των δοντιών ξανάγινε μικρό — μικρότερο από πρώτα. Κι έκλαψα
για τη μητέρα, για τον εραστή της, για τον άντρα της,
για το μικρό σφαγμένο κορίτσι, για την άλλη αδελφή μου, (πώς είχαν
αδειάσει μονομιάς τα μάτια της) — θαρρείς και δεν ήξερε
για τί να ζήσει πια. Πιότερο ακόμη
έκλαιγα για την ήσυχη φυγή του αδελφού μου· — καθώς περνούσε το φράχτη,
έκοψε ένα κλαδάκι λυγαριά, το πέρασε στη ζώνη του, κι ύστερα
μύρισε αργά τα δάχτυλά του.
Σ’ εκείνη τη στάση, καθώς έφευγε,
ήταν σα να κρατούσε το πηγούνι του για ν’ απομείνει ακίνητος
με τον αγκώνα ακουμπισμένο σ’ ένα αόρατο τραπέζι. Κι αλήθεια,
έμεινε ακίνητος, θαρρώ. Περπατούσε καθούμενος, — ίσως
γιατί, όπως λένε, κάποιες ώρες κάθε μετακίνηση
μας καθηλώνει στο ίδιο μέρος — δεν υπάρχει άλλο μέρος.
Έκλαψα κείνη την ημέρα για όλη μου τη ζωή, για τα περήφανα άλογα,
για τα διωγμένα σκυλιά, για τα πουλιά, για τα μερμήγκια,
για το γαϊδούρι του μπαρμπα-Σταμάτη που έβοσκε ήσυχα στον κάμπο,
σ’ ένα κατάξερο κίτρινο χωράφι, — το ’βλεπα απ’ το παράθυρο· —
«γαϊδουράκι μου, γαϊδουράκι μου», φώναζα μέσα μου — και λέοντας «γαϊδουράκι μου»,
εννοούσα τον κόσμο.
Τότε βάλθηκα να κλαίω δυνατότερα
ίσως για να μ’ ακούσει η αδάκρυτη αδελφή μου. Οι υπηρέτριες μαζεύαν απέξω
τα μεγάλα ζεσταμένα χαλιά· — την κόκκινη ζέστα τους
την ένιωσα, μεγάλη, υγιεινή, σ’ όλο το σώμα μου. Τα μάτια μου στεγνώσαν. Ο κόσμος
ήταν ζεστός, χνουδωτός, ολοπόρφυρος — μαζί κι οι πεθαμένοι.
Τη νύχτα, περασμένα μεσάνυχτα, ακούστηκε στο δρόμο,
κάτω ακριβώς απ’ τα παράθυρά μου, το βήμα ενός διαβάτη· —
ίσως ποτέ κανένας δεν περπάτησε μ’ αυτό τον τρόπο κάτω απ’ το φεγγάρι
κι ίσως ποτέ κανένας να μην είχε ακούσει όπως εγώ ένα τέτοιο βήμα.
Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που ερχότανε στον κόσμο.
Ήταν ο τελευταίος που έφευγε απ’ τον κόσμο. Και, ποτέ, κανένας
δεν είχε ρθει μήτε είχε φύγει.
Όπως σας είπα,
ο κόσμος ήταν ζεστός, χνουδωτός, ολοπόρφυρος — χωρίς κανένα ρήγμα.
Μονάχα το φεγγάρι δρόσιζε το χνούδι μιας κουβέρτας που ’χε μείνει στο μπαλκόνι.
Τα ξημερώματα, βγήκα κρυφά στον κήπο· κάθισα στο πιο ακρινό παγκάκι
μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, δίχως να διαβάζω. Ένα μικρό παράξενο μαμούδι
έπεσε πάνω στη σελίδα. Το αναμέρισα λίγο. Τότε, εκείνο
γύρισε ανάποδα, σαλεύοντας στον αέρα ένα σωρό λεπτότατα πόδια —
ένας ολόκληρος κόσμος με χιλιάδες κινήσεις. Κείνη την ώρα
με φώναξε απ’ την πόρτα η αδελφή μου.
Στη φωνή που μας καλεί
(θα το ’χετε προσέξει) υπάρχει πάντα
ένα μαμούδι ανάποδο που, ξάφνου,
γυρίζει απ’ τη σωστή μεριά κι εξαφανίζεται.
Πίσω του μένει
κάποια απορία για μας: — ποιά να ’ταν η σωστή του θέση (κι η δική μας)
αυτή, ή η άλλη μες στα φύλλα του ύπνου, πέφτοντας από ψηλά ή πετώντας;
Ύστερα φύσηξε ένας άνεμος μεγάλος, σαρώνοντας ώς πέρα
αγκάθια, εφημερίδες, χαρτοφάναρα, δάφνες, γεφύρια·
οι πόρτες γέρναν, στέκονταν διαγώνια. Ο χτεσινός αυλάρχης,
με το μαχαίρι ακόμη στην κοιλιά του, ανέβαινε τη μέσα σκάλα.
Λουρίδες αίμα χαρακώναν τα πλακάκια του διαδρόμου.
Μπρος στον εξώστη φώναζαν τα πλήθη με παράξενες μαύρες σημαίες.
Εκείνο το τεράστιο έφιππο άγαλμα σωριάστηκε άξαφνα στο χώμα. Τότε
ο κόσμος σκόρπισε περίτρομος κι άδειασε ο χώρος.
Την άλλη μέρα (αλήθεια, μια άλλη μέρα) αντίκρισα την έρημη πλατεία
ασβεστωμένη απ’ τη σιωπή. Μονάχα πέντε αυγά είχαν μείνει
στη βάση του παλιού φανοστάτη. Μια γυναίκα βγήκε απ’ το στάβλο
με μεγάλη προφύλαξη. Πήρε τ’ αυγά, που, αμέσως
βάφτηκαν κόκκινα. Μια άλλη γυναίκα, ενεδρεύοντας στο απέναντι παράθυρο:
«Οι κότες σου —είπε— αρχίσαν να γεννοβολάνε κόκκινά αυγά;». Κι η πρώτη:
«Είναι που ρόδισαν απ’ την αυγή», είπε και τα ’χωσε στις τσέπες της ποδιάς της.
Στο δρόμο φάνηκε ένας όμορφος στρατιώτης. Πέρασε σιμά τους.
Οι δυο γυναίκες γέλασαν ένα μικρό δίδυμο γέλιο. Απ’ τους λόφους
χύθηκε η μέρα σα γάλα — μοσκοβολώντας, πράγματι, γάλα.
Η μια γυναίκα μπήκε στο στάβλο. Η άλλη σφάλιζε τα τζάμια. Ο στρατιώτης
είχε εξαφανιστεί μες στη λευκότητα. Επιπλέαν μονάχα στον αέρα,
ταλαντευόμενα, ελαφρά, κείνα τα πέντε κόκκινα αυγά σα να ’ταν κούφια.
Αυτό το θυμάμαι καλά. Όσο για τ’ άλλα, των μεγάλων, ποτέ μου
δεν κατάλαβα τίποτα. Ανεβάζαν τα χέρια τους πάνω
ψηλά, ψηλά, σα να ’ταν να κρατήσουνε κάποιο δοκάρι
που θα ’πεφτε οπωσδήποτε. Βέβαια, θαρρούσαν
τη στάση τους αυτή μεγαλόπρεπη. Ανοίγαν το στόμα
αρπαχτικό, ρητορικό ή θρηνητικό — μια τρύπα γεμάτη σκοτάδι
και μέσα μέσα θαμπόφεγγε μια σιδερένια, πανάρχαιη, αστήριχτη σκάλα.
Έφυγαν όλοι. Τώρα κάθομαι εδώ και κοιτάω και ξεχνάω και θυμάμαι.
Τα πάντα ήταν καλά. Δε μου χρειάζεται τίποτε, — χορταστική ολιγάρκεια.
Βάζω τα χέρια μου στα γόνατά μου· αγγίζω το κενό· κρατιέμαι
απ’ το κενό. Στέκομαι ακόμη ορθή σ’ ένα εξαίσιο, ετοιμόρροπο μπαλκόνι,
πιασμένη απ’ τα κάγκελα — μετέωρη σχεδόν. Σε τούτα τα κάγκελα,
μετάλλινα, λεία, αντιλαμβάνομαι τις αλλαγές του καιρού, το κρύο, τη ζέστη,
την υγρασία, τ’ αστέρια — εικονικές αλλαγές. Ένα σπουργίτι, πότε πότε,
κάθεται εκεί και με κοιτάει· — γνωριζόμαστε. Δεν έχουμε τίποτα να πούμε.
Θυμάμαι κάποιο απόγευμα, — η μητέρα είχε βγει για κάποια επίσκεψη πριν λίγο·
μπήκα στην κάμαρά της· φόρεσα τα παπούτσια της —ζεστά απ’ τα πόδια της ακόμα—
η ξένη εκείνη ζέστα· — ψήλωσα μεμιάς σα να γνώρισα
μιαν ανεξήγητη αμαρτία. Ολόκληρη βδομάδα δεν τολμούσα
να κοιτάξω στα μάτια τη μητέρα. Κρυβόμουν στους θάμνους του κήπου
προσμένοντας μια τιμωρία ή μιαν ανταμοιβή, — δεν ξέρω.
Ω, ναι, κι εγώ περίμενα. Ήμουνα πάντοτε η πρώτη να τρέξω
στο χτύπημα της πόρτας — κι ας μην ήταν για μένα. Ο ταχυδρόμος
ξεχώριζε κάτω απ’ τον κάμπο με την πέτσινη τσάντα του, σα να ’χε
ένα τετράγωνο κομμάτι φως επάνω στο μηρό του.
Περίμενα
πως κάποιο γράμμα θα ’ρχόταν και για μένα. Ανάμεσα σε τόσα
επίσημα έγγραφα κι αναφορές κι αιτήσεις, ένας ρόδινος φάκελος
κι επάνω του γραμμένο τ’ όνομά μου. — «Χρυσόθεμις, Χρυσόθεμις»,
θ’ άκουγα να φωνάζουν όλοι παραξενεμένοι. «Ένα γράμμα, Χρυσόθεμις, για σένα». Εγώ,
θα ’παιρνα αδιάφορα το γράμμα, θα κλεινόμουν σ’ εκείνο το δωμάτιο
όπως κλείνεται κανείς με το θεό, — μονάχα οι δυο μας,
αφήνοντας όλο τον κόσμο απέξω, γιατί ο κόσμος όλος
θα ’μουν εγώ κι ο θεός, κι η ταυτισμένη εικόνα μας μες στον παλιό καθρέφτη.
Τ’ άλλα κορίτσια μέναν όλη μέρα κάτω απ’ τα μεγάλα πεύκα
σαν κάπως άγρια απ’ τις επιθυμίες τους κι απ’ την ομορφιά τους,
ξοδεύοντας ρυθμούς, κινήσεις, γέλια, με μαλλιά αναστατωμένα,
κατάσπαρτα μ’ εκείνες τις διπλές, ξερές πευκοβελόνες,
με ανόητα σκουλαρίκια από κεράσια, (οι βούλες του φωτός που τρέχανε στους τοίχους
και στον καθρέφτη του παλιού δωματίου, ίσως και να ’ταν
από τη στρογγυλάδα των γονάτων τους), όταν εγώ, λησμονημένη, μόνη,
περήφανη από μιαν ουράνια περηφάνια, διάβαζα πάλι και πάλι
το γράμμα που είχα γράψει στον εαυτό μου. (Μήπως έτσι δε γίνεται πάντα;)
Τί δύσκολα που ’ναι τα λόγια —δε νομίζετε;— Ο σωστός μας λόγος
μονάχα στον εαυτό μας απευθύνεται ή, τουλάχιστον,
μονάχα ο εαυτός μας τον ακούει σωστά. Όλα τ’ άλλα
μικρές ή μεγάλες προφάσεις, παζαρέματα, μεταμφιέσεις.
Σαν νύχτωνε κατέβαινα την μέσα σκάλα του σπιτιού σα να ’μπαινα σ’ ένα πηγάδι,
έχοντας γύρω απ’ το κεφάλι μου κείνο το αόριστο φως του καθρέφτη —
κι ήταν αυτό που χυνόταν ώς κάτω στα πόδια μου· —έτσι έβλεπα να περπατήσω·—
φωτίζονταν μάλιστα κι οι γλάστρες πλάι στη σκάλα. Μέσα στην τραπεζαρία
είχαν ανάψει κιόλας τις λάμπες (ευτυχώς) —το δικό μου το φως δε φαίνονταν διόλου—
ήταν κι οι ομιλίες, κι οι ανταύγειες των μαχαιριών, κι η πείνα, — πού να ξεχωρίσεις;
Η νύχτα απλωνόταν πυκνόφυλλη πάνω απ’ το σπίτι, σπιθίζοντας όλη
από δροσοσταλίδες και άστρα. Ένα άλογο χανόταν στο βάθος
γαλάζιο με αργυρές ραβδώσεις. Οι καθρέφτες κλείναν. Στο κρεβάτι,
ονειρευόμουν τους βοσκούς κοιμισμένους. Το μάγουλό τους
ακουμπισμένο πάνω στο σουραύλι. Όταν ξυπνούσαν
θα ’χαν εκεί ένα ρόδινο βαθούλωμα καθώς ουλή από τραύμα
μιας μάχης μακρινής και μυστικής. Οι βοσκοί πάντα
μου φαίνονταν ωραίοι, γιατί ’ναι μόνοι· — κι οι μόνοι ονειρεύονται,
και τους ονειρευόμαστε κι εμείς, ψηλά, στα βουνά, μέσα στους θάμνους,
ελεύθεροι από μάρτυρες, ανείδωτοι — μόνοι, με μόνους.
Μονάχα ο έρωτας, που λένε κι η ομορφιά, αντιστέκονται κάπως στο χρόνο —
παρόλο που ούτε το ’να ούτε τ’ άλλο ξέρω τί σημαίνουν — ένα κάτι
σαν ψαύσιμο ελαφρό στον αυχένα.
Τα θερινά μεσημέρια
κοιτούσα απ’ το παράθυρο τον κοντινό λοφίσκο. Εκεί πάνω
μαζεύονταν οι κυνηγοί κάτω απ’ τα δέντρα· τρώγαν μεγάλα καρπούζια·
τα δόντια τους λαμποκοπούσαν καθώς δάγκωναν την κόκκινη σάρκα —
λαμποκοπούσαν τόσο που έσφιγγα τη φούστα μου με πείσμα
ανάμεσα στα γόνατά μου. Αργότερα απομένανε στο χώμα
οι μαύροι σπόροι να ξεραίνονται μες στο λιοπύρι
σαν θρύμματα μιας όμορφης νύχτας — σκόρπιες στάχτες
από κρυφές πυρκαϊές, μικρά μικρά μαύρα σημάδια
μιας ήσυχης, μιας τρυφερής μετάνοιας πριν απ’ την αμαρτία.
Κάποτε ένα χαμόγελο ανεξήγητο κυματίζει στον αέρα. Ένα δείλι, στον κήπο,
σκυφτή στο εργόχειρό μου, αναμετρώντας το άσκοπο των γεγονότων,
το άσκοπο του ίδιου του κεντήματος —μη σταματώντας ωστόσο να κεντάω—
μια λάμψη ξαφνική μού γέμισε τα χέρια και τα μάτια· — δυο μεγάλα πόδια
ξυπόλυτα, νεαρά, με άψογα νύχια, είχαν περάσει
εκεί μπροστά μου. Ο νέος κηπουρός μας
σάρωνε τα πεσμένα φύλλα των ευκάλυπτων. Δε σήκωσα τα μάτια, —
μου ’φτανε η εικόνα εκείνων των γυμνών ποδιών και της σκούπας.
Η κάθε μέρα κάτι μας αφήνει για τη νύχτα· —είναι δύσκολος κάποτε ο ύπνος
αν κάτι ωραίο δεν έχεις ν’ αντιπαραθέσεις στο σκοτάδι που ενεδρεύει. Τώρα
μόνον τ’ αγάλματα μένουν στη διάθεσή μου — ανέγγιχτα κι αυτά, γυμνά, δίχως δάφνες,
ή εκείνοι οι μακρινοί σαλπιγκτές πάνω στα τείχη, ορθοί, γραμμένοι
στον χρυσοπόρφυρο ουρανό της εσπέρας — δεν είναι λίγο.
Γι’ αυτό κι η ευχαριστία μου κι η προσευχή μου πριν απ’ τον ύπνο,
κι ο καλός ύπνος, και τ’ όμορφο ξύπνημα, κι ο καλός θάνατος, —
με το καλό να ’ρθει —παράπονο δεν έχω,— τον γνώρισα·
είμαστε φίλοι πια· σ’ αυτόν χρωστάω τα περισσότερα:
το νόημα της ζωής — θέλω να πω την έλλειψη κάθε νοήματος. Πολύ αργά το μαθαίνουμε —
ένα άγγιγμα ήσυχου φτερού —και το φτερό διαποτισμένο από ύψος—
έτσι λέμε τουλάχιστον — δικαιολογίες, μεταστροφές, θλιμμένες πανουργίες.
Μήπως θα θέλατε ν’ ανάψω φως; Σα να ’χει σκοτεινιάσει κάπως.
Εμείς κρατήσαμε στο σπίτι τις παλιές μας λάμπες πετρελαίου· —
συνηθίσαμε, βλέπετε· τις έχουμε πονέσει, παρότι
χαίρομαι τα καινούργια πράγματα, — μου επιτρέπουν να βλέπω
μέσ’ απ’ τις αλλαγές αυτό που λέμε αμετάβλητο. Πολύ διασκεδάζω
με τις προόδους στα καπέλα, στα ενδύματα, στις ομπρέλες, στα αμάξια,
στα βιολοντσέλα, στη μαγειρική, στις φυλακές, στα αερόπλοια, — ω, θε μου,
η μη αλλαγή, η ωραία, η αδυσώπητη, — κι απόφαση κανείς δεν το παίρνει.
Τα λαδοφάναρα, τα κηροπήγια, οι λυχνίες αντικατασταθήκαν
με ηλεκτρικά λαμπιόνια — ευκολίες, δυσκολίες. Τις νύχτες
κοιτάω μακριά στην πολιτεία τις μεγάλες πολύχρωμες ρεκλάμες·
καμιά φορά σβήνω τη λάμπα — αφήνω να φωτίζεται το δωμάτιό μου
από τον έξω μακρινό φωτισμό — πότε γαλάζιο ή κίτρινο ή μενεξεδένιο,
πότε τριανταφυλλί ή βερικοκί, — μια ξένη κάμαρα, με ξένα φώτα —
ξένη κι εγώ με την επίγνωση του μακρινού και του άφταστου, με τη βαθύτατη εκείνη
επίγνωση της ήμερης γενικής ξενιτιάς, σα μυστική φιλία
με όλους και με όλα, — μια και τίποτα πια δεν μας αγγίζει
κι ούτε μπορεί, φυσικά, να μας προσβάλει — μια θεσπέσια φαντασμαγορία.
Κι η κάμαρά μου —καράβι χρυσό μενεξεδένιο— ταξιδεύοντας μέσα στη νύχτα,
κι εγώ κατάμονη μες στο καράβι —καθόλου, μα καθόλου θλιμμένη,—
ούτε τιμόνι, ούτε κουπί· — ξέροντας τα άχρηστο (και μάλιστα επιζήμιο)
του τιμονιού, του κουπιού, της πυξίδας.
Θυμάμαι
εκείνη τη μεγάλη νύχτα — την παραμονή του φόνου: Ο αδελφός μου
στάθηκε μια στιγμή στο κεφαλόσκαλο έξω της μαρμάρινης σκάλας,
κοίταξε αμίλητος τον ουρανό, με το κεφάλι του όμορφα υψωμένο:
«Μόνα κουπιά μας —είπε— ίσως να ’ναι τ’ αστέρια· μα κι εκείνα
δεν τα κρατάμε εμείς, — πώς θα μπορούσε;». Τον ένιωσα αμέσως.
Η μεγάλη αδελφή μου δεν κατάλαβε. Του ’δωσε το σπαθί κρυμμένο κάτω απ’ την ποδιά της.
Λοιπόν, δε φέραμε στο σπίτι ηλεκτρικό. Κρατήσαμε τις λάμπες —
πιο συμπαθητικές αυτές· —το καπνισμένο γυαλί, η οσμή του πετρελαίου—
μια ζεστασιά· κι οι μεγάλες σκιές στο ταβάνι, στους τοίχους. Πότε πότε
κρεμάμε μια παλιά φουρκέτα απ’ τα μαλλιά της μητέρας
μη σπάσει το γυαλί. Τότε μου φαίνεται η φουρκέτα
σαν ένας ελάχιστος ιππέας με χαλύβδινο θώρακα
καβάλα στο γυάλινο άλογό του, μια νύχτα καταιγίδας.
Έτσι, πάντα,
το καθετί της μητέρας μού ’δινε την εντύπωση του πάνοπλου· — τί πάνοπλο, αλήθεια;
Μας άφησε κι αυτή μ’ ένα πελέκι στο πλευρό σα δεύτερο φτερό της.
Ύστερα φτάσαν τα μεγάλα ποντίκια, η σκουριά, ο ξυλοφάγος, ο σκόρος —
με τον καιρό αποθρασυνθήκανε, μασούσαν ολοφάνερα τα ξύλα, τους τοίχους,
τα υφάσματα, τα σίδερα· — τίποτα δεν μπορούσες να φυλάξεις.
Τους τα παραχωρήσαμε, λοιπόν, κι εμείς, —δε μας ένοιαζε διόλου,—
μήτε που ακούγαμε το ατέλειωτο ροκάνισμά τους. Αυτή ακριβώς την ώρα
ανακαλύψαμε το αδούλωτο μέσα στην πλήρη παράδοση.
Πελώριοι αρουραίοι
σκύβανε στα μεγάλα κιούπια, πίνανε το λάδι, σκαρφαλώναν στο ταβάνι,
έτρωγαν τα φιτίλια απ’ τις καντήλες, ροκανίζαν με απληστία
τα παπούτσια μας κάτω απ’ τα κρεβάτια.
Κι ήταν στιγμές που θαρρούσες
πως κάποιοι περπατούσαν κάτω, χαμηλά, στα υπόγεια, μες στο χώμα,
κι εμείς, ασάλευτες, ψηλά, πάνω απ’ τις μάταιες κινήσεις,
πάνω απ’ το φόβο της φθοράς, σαν άφθαρτες, σαν τελειωμένες.
Μια νύχτα, ανέβηκε ένας αρουραίος στο κρεβάτι μου — ετοιμάζονταν ίσως
να μου μασήσει το χέρι. Τον κοίταξα στα μάτια, σχεδόν με συμπάθεια.
Εκείνος απέφυγε το βλέμμα μου, στράφηκε κι έφυγε. Στο τέλος
μας εγκατέλειψαν και οι αρουραίοι — όχι γιατί δεν είχαν πια τί να φάνε,
αλλά γιατί δεν τους φοβόμασταν. Μονάχα, κάποτε, θυμάμαι, η αδελφή μου,
περασμένα μεσάνυχτα, στάθηκε για ώρα μπροστά στον καθρέφτη
και χτενιζόταν με πολλή προσοχή. Μάζεψε πάνω τα μαλλιά της
και φόρεσε ένας κράνος του πατέρα. Πλάγιασε έτσι, με το κράνος.
Εγώ προσποιόμουν πως κοιμάμαι. Όμως εκείνη: «Ξέρεις —μου είπε—
φοβάμαι μη μου φάνε τα μαλλιά· — κι οι φαλακρές γυναίκες
μοιάζουν μ’ εκείνες του ψυχιατρείου, τις κουρεμένες. Όχι, όχι, δε θέλω —»,
και μονομιάς έμοιασε του πατέρα. Σε λίγο
ξανάβγαλε το κράνος, το ακούμπησε σε μια καρέκλα κι εκοιμήθη.
Η φλόγα του κεριού τρεμοσάλευε πράσινη πάνω στο κράνος.
Όλα αποσύρθηκαν με τον καιρό σαν τα ποντίκια, σαν τους αυλοκόλακες, τους υπηρέτες
ή σαν τα κύματα πιότερο. Μόνο μια μυρωδιά από αλάτι έχει απομείνει,
η μυρωδιά μιας διάρκειας, μαζί μ’ εμάς, χωρίς εμάς, —τι σημαίνει;—
κείνο το αλάτι στο ψωμί, στο νερό, στον αέρα —
αυτό που λέμε ελευθερία, χωρίς να ξέρουμε ποτέ τί ζητάμε και τί είναι.
Αυτό ακριβώς δεν άντεξε η μεγάλη αδελφή μου. Ένα απόγευμα
χώθηκε μες στο τζάκι, βάφτηκε με την καπνιά —χέρια και πρόσωπο και πόδια—
ύστερα στάθηκε μπρος στον καθρέφτη και κοιτάζονταν: «Άι, άι — θρηνούσε —
άι, η καημένη κατακάηκε, άι, η μαύρη καταμαύρισε», κι έχυνε μαύρα δάκρυα,
μαύρα, στ’ αλήθεια, απ’ την καπνιά. Δεν ήξερα πια τί να κάνω·
πήρα ένα κόκκινο μεταξωτό πανί και το ’κοψα λουρίδες. Τότε, αμέσως,
εκείνη σώπασε. Κοίταξε απ’ το παράθυρο σχεδόν γαληνεμένη
δένοντας ένα κόκκινο κουρέλι ολόγυρα στο μέτωπό της.
«Ο ήλιος —είπε— βασιλεύει κόκκινος, — τί κόκκινος, θε μου.
Όλοι περνάμε, λοιπόν, ησυχάζουμε». Και ξάφνου ανάλαμψε η εσπέρα
κόκκινη, με μαβιές και πράσινες κηλίδες. Πλησίασα στο παράθυρο· στον κήπο
κάτω από μια πολυθρόνα διακρίνονταν κάτι μεγάλα σαντάλια,
πολύ μεγάλα, καταπόρφυρα, — δεν ήταν κανενός μας. Πάνω στους λόφους
άρχισαν να χτυπούν οι εσπερινές καμπάνες. Μια υπηρέτρια
έτρεχε κάτω απ’ τους ευκάλυπτους κρύβοντας κάτι μες στον κόρφο της.
Κι έπεφτε η νύχτα.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια, (πώς πέρασαν; — δεν το ’νιωσα), κι εγώ
πάντα στο περιθώριο των συμβάντων, — είμαι τάχατε εγώ που έχω ζήσει, μη ζώντας,
τόσες και τόσες ζωές, και την ίδια τη ζωή μου; Μια φορά μόνον,
σαν ήτανε τιμωρημένη για το πείσμα της η μεγάλη αδελφή μου,
της πήγα κρυφά τροφή και νερό.
Πολύ ευχαριστήθηκα
που κάποιον θα μπορούσα να νοιαστώ, που κάποιος είχε την ανάγκη μου. Μ’ άρεσε
κι όλη η ετοιμασία, το μυστήριο, ο κίνδυνος. Δεν τα κατάφερα.
Με πιάσαν μπρος στην πόρτα. Με τιμώρησαν και μένα.
Ήταν μια ξέχωρη χαρά να ’χω τιμωρηθεί για κάποιον και για κάτι·
εγώ, η τιμωρημένη πάντα από τον ίδιο τον εαυτό μου, ν’ αξιωθώ επιτέλους
μια τιμωρία για μια πράξη — ήμουν πολύ περήφανη για τούτο.
Έβλεπα πια τα πράγματα κι εμένα σε μια σχέση φανερή προς τους άλλους. Θυμάμαι
που έτσι κλεισμένη σε μια κάμαρα μετρούσα τα κουμπιά του φουστανιού μου,
κι ήτανε πέντε, —δεν το ’ξερα— ένα όμορφο 5, — το ’βλεπα μεγάλο
γραμμένο στον τοίχο· — κι ήταν πέντε ακριβώς τα δάχτυλά μου που μετρούσαν.
Όσο για τη μητέρα, — η δύστυχη ποτέ δεν τιμωρήθηκε. Εκείνη
μονάχα τιμωρούσε· (και θαρρώ πως μόνον οι τιμωρημένοι
έχουν καιρό και τρόπο να σκεφτούν· μόνο οι τιμωρημένοι
μεγαλώνουν σωστά —κι ας μη φαίνεται— διατηρώντας ώς το τέλος
όλα τα στάδια της αύξησής τους).
Η άμοιρη μητέρα
τα πλήρωσε όλα μονομιάς. Ποτέ δεν την είδα να κλαίει
ή να παρακαλεί. Μόνο, την ύστατη στιγμή, τα σκοτεινά της μάτια
σταμάτησαν πελώρια, σαστισμένα, πανέμορφα, σαν μεμιάς να συλλάβαν
όλο το νόημα της ζωής, όλη τη ματαιότητα της όποιας εξουσίας,
ίσως κι όλο το νόημα της ομορφιάς — πάντοτε ανέφικτης, κι ωστόσο βιωμένης.
«Η αίσθηση του ωραίου» —θυμάμαι που ’λεγε ο παιδαγωγός μας— «συνυφαίνεται πάντα
με την έννοια του μάταιου». Και μονάχα το ωραίο θαρρώ μπορεί ν’ αντέξει
άντικρυ σ’ όλο το μάταιο κι ανεξήγητο, χωρίς ελπίδα
δικαίωσης ή ανάστασης. — Α, εκείνη η ευγενική ανιδιοτέλεια. Η αδελφή μου
δεν ανεχόταν το ανεξήγητο, — κι ίσως γι’ αυτό παραλόϊσε. Μονάχα
στα τελευταία της χρόνια το ’ριξε στο πλέξιμο — φανέλες, κάλτσες,
γάντια, κασκόλ, —όχι που κρύωνε— δε φόρεσε ποτέ κανένα·
γέμισε μια κασέλα ολάκερη· — καθόταν πάνω της τα βράδια
σκυφτή, με σταυρωμένα χέρια· —ω, ναι, θα κρύωνε·— δεν τα φορούσε·
Κάποτε, πάνω στην αρρώστια της, όταν σωθήκαν οι κλωστές της,
ξήλωσε μια παλιά, ετοιμόρροπη, λινή κουβέρτα
κλωστή κλωστή —κοβόταν— κόμπο κόμπο, κι έφτιαξε με τη βελόνα
έναν περίφημο άθλο καρτερίας —ένα μικρό πετσετάκι·— μου το χάρισε —
(παρόλο το χαμένο λογικό της, είχε θυμηθεί πως ήταν τα γενέθλιά μου).
Ποτέ δεν έλαβα πολυτιμότερο δώρο. Το ’χω πάντα κοντά μου. Κι αλήθεια,
κάθε όμορφο πράγμα έχει μια ατέλειωτη προϊστορία και χιλιάδες αθώρητους κόμπους
και μια μικρή βελόνα υπομονής με χιλιοτρυπημένα δάχτυλα. Ίσως
η άλλη όψη του ωραίου να ’ναι η αγιότητα, —ποιός ξέρει;— τίποτα δεν έχω μάθει.
Έφυγαν όλα. Απόμεινε μονάχα αυτή η απέραντη ησυχία. Θαυμάζω:
ήμουνα τάχα εγώ; —πόσα πρόσωπα;— όλα ξένα, όλα δικά μου, αγαπημένα —
το δικό μου πρόσωπο. Κι η αίσθηση τούτη η εξαίσια, κάποιες ώρες,
πως τίποτα δε χάθηκε· — δε χάνεται τίποτα. — Ακούτε;
Κλείνουν τα μαγαζιά στην αγορά, εκεί κάτω. Ο θόρυβος τούτος
από κλειδιά, λουκέτα, σιδερένια ρολά, πολύ μ’ αρέσει. «Τέλος. Τέλος. Τέλος»,
είναι σα να φωνάζουν τα κλειδιά, από πόρτα σε πόρτα,
από λόφο σε λόφο, από χρόνο σε χρόνο, τούτοι οι χάλκινοι αγγελιαφόροι —
τέλος της εμπορίας και των συναλλαγών, — δε νομίζετε;
Στο βάθος
τα βουνά γαλανίζουν. Ένα ρόδινο νέφος ανασαίνει ακόμη
πάνω απ’ τους κήπους. Κάποιος ανεβαίνει περίσκεπτος
μια ξύλινη σκάλα. Βγαίνει στην ταράτσα. Κοιτάζει. Εκεί πάνω
βρίσκεται κιόλας το φεγγάρι, πλάι σ’ ένα ποτήρι
ξεχασμένο από χτες στο πεζούλι.
Πάντα το φεγγάρι
μας δίνει την εντύπωση του ποτηριού, — πότε γεμάτο γάλα,
πότε γεμάτο παγωμένο ή χλιαρό νερό, κι άλλοτε πάλι
γεμάτο ένα παράξενο κίτρινο υγρό, όπου διαλύονται ακόμη
δυο τρεις λευκές παστίλιες δυνατό υπνωτικό, — η μία
αφήνει μιαν ουρά λεπτές φυσαλίδες απ’ τη βάση προς τα επάνω,
ένα λεπτό λοφίο μιας άφαντης, ήσυχης νίκης —ένα θρόισμα, θε μου—
ο όμορφος ύπνος πλησιάζει, χωρίς όνειρα, ο ύστατος ύπνος.
Πέρασαν πια τα χρόνια. Αλάφρωσα πολύ, παραβάρυνα. Χαίρομαι
αυτή την ελαφρότητα κι αυτό το βάρος. Ένα βαθύ χαμόγελο
με ανασηκώνει απ’ τις μασκάλες. Δεν πατώ στο χώμα· — ντρέπομαι
μη και με δει κανείς να περπατώ στον κήπο σαν πουλί. Ντρέπομαι
γι’ αυτή την παιδική μου ελαφρότητα. Αράζω εδώ στο παράθυρο
με τις βροχές, με τις λιακάδες, — δεν χόρτασα ακόμη να βλέπω.
Τα πρωινά της άνοιξης σηκώνομαι πολύ νωρίς, την ώρα
που όλα βαθιά μας και τριγύρω φέγγουν ήσυχα, με την όμορφη θλίψη
την άσκοπη και αναίτια σαν την ίδια τη ζωή. Ο ελάχιστος βόμβος
απ’ το φτερό μιας μέλισσας αφήνει ένα μεγάλον ίσκιο
σ’ όλο το μήκος της διαφάνειας. Άλλοτε κάθομαι κι ακούω τα τζιτζίκια,
αυτούς τους νάνους τρελούς τυμπανιστές, γύρω στις πολεμίστρες,
μέσα σ’ εκείνα τα εκτυφλωτικά μεσημέρια· — οι φωνές τους
δεν αφήνουν καθόλου κενά· χτίζουν τα ρήγματα στα τείχη. Εκεί κάτω
αστράφτει η πεδιάδα των σταχυών σ’ ένα λαχάνιασμα μαλαματένιο.
Λοιπόν, δε χόρτασα. Ξεχνιέμαι ακόμη κοιτώντας ένα σύννεφο στη δύση,
ένα παράξενο σύννεφο σαν καμωμένο από μικρά καθρεφτάκια της τσέπης, —
μου ρίχνει τις λάμψεις του στα μάτια· δε μ’ αφήνει να σοβαρευτώ, παρότι
αισθάνομαι την έλευση της νύχτας πίσω απ’ όλες τις λάμψεις, παρότι
είναι μια γεύση διάχυτη στον αέρα από στάχτη και τριμμένη κανέλα.
Με το φθινόπωρο μ’ αρέσει να κοιτάζω τα ξεθωριασμένα τραμ που στρίβουν πλάι στο μαιευτήριο,
κάτι μεγάλα σκυθρωπά απογεύματα με ολόγυμνα δέντρα,
κι οι φωνές των παιδιών, κάτω στο γήπεδο, είναι τόσο θλιμμένες
και τόσο ανυποψίαστες μαζί.
Απ’ το δυτικό παράθυρο
φαίνεται και το κοιμητήρι με τ’ αγάλματα απ’ τον ελαιώνα —
μαρμάρινοι έφηβοι, μαρμάρινα πουλιά, μαρμάρινοι άγγελοι με μεγάλες φτερούγες —
επάνω τους ανάβουν και σβήνουν πολύχρωμες οι φλόγες της δύσης.
Ώσπου βραδιάζει, και λευκάζουν γαλήνια τ’ αγάλματα — ένα απόμακρο άσπρο
πραϋντικό και παρήγορο· κι έρχεται η νύχτα να το αλλάξει
σ’ ένα γαλάζιο μαργαριταρένιο με ρόδινες ραβδώσεις. Εκεί πέρα
είναι και το αγαλμάτιο της σφαγμένης κόρης, μικρό σαν ένα δόντι
που σε βασάνισε πολύ, και το ’βγαλες, και πια δε σε πονάει. Τα μεσάνυχτα
ακούω να πλαταγίζει ένα τραπεζομάντιλο σ’ ένα τραπέζι του κήπου.
Ένα καράβι περνάει με στον καθρέφτη. Μια σκοινένια σκάλα
κρεμιέται στον πολυέλαιο της σάλας. Αισθάνεσαι
την υγρασία που πέφτει στα παγκάκια των πάρκων· τις λειχήνες
που ντύνουν λίγο λίγο τα αγάλματα. Κι ύστερα πάλι ησυχία.
Τίποτα πια δεν περιμένω. Εδώ τελειώνω. Μόνο επάνω στον κλειστό γυναικωνίτη
ακούγεται τις νύχτες ασταμάτητος κείνος ο χτύπος
από τη χτένα του αργαλειού, κάτι υφαίνοντας, (δεν το ακούτε;) —
ένα ύφασμα ατελείωτο με αόριστα σχέδια, σε αόριστο χρόνο,
σε αόριστη μυστική αναμονή. Μπορεί και να ’ναι κάποια ξεχασμένη βάβω
υφαίνοντας τα τελευταία προικιά μου, εμένα, της ανύμφευτης· ή πάλι
μπορεί και να ’μαι η ίδια εγώ, περιμένοντας —τί;— μήτε που ξέρω.
Α, ναι, περίμενα πως κάποιος, κάποτε, θα ’ρχόταν να πάρει
το ύφασμα εκείνο και το μυστικό της ύφανσης·— η ίδια εγώ να το αποθέσω
πάνω στα γόνατά του, όπως τώρα, σ’ εσάς, αυτά τα λόγια,
σα να ’χει μόνο αυτό μια σημασία.
Πολύ σας κούρασα, καλή μου φίλη.
Κι εγώ είμαι κουρασμένη. Συγχωρήστε με. Τώρα μπορώ να φύγω,
ευτυχισμένα κουρασμένη, δίχως όνειρα πια κι επιθυμίες
μόνο με την απέραντη κι εξαίσια επιθυμία να ζητώ συγγνώμη
απ’ όλους κι απ’ όλα.
Συγγνώμη. Συγγνώμη. Συγχωρήστε με
εμένα την ασήμαντη, που για πράξη καμία
να περηφανευτώ δεν έχω — τίποτε. Μονάχα τούτη η αναγάλλια
να σας ζητώ συγγνώμη, —ευχαριστώ·— κι η υστάτη μου συγγνώμη
για μένανε την ίδια — από καιρό προετοιμασμένη κι ίσως δικαιωμένη.
(Έχει σκοτεινιάσει. Σιωπή. Η νεαρή δημοσιογράφος μαζεύει τα χαρτιά της, φανερά συγκινημένη. «Συγγνώμη», είπε μόνο. «Σας κούρασα πολύ», έτσι σαν μακρινή ηχώ, κι έκανε να φιλήσει το χέρι της Δέσποινας. Εκείνη το αποτράβηξε διακριτικά. Σε λίγο, ο κρότος κι η φλόγα ενός σπίρτου, μέσα σε κάτι απέραντο και άηχο. Άναψε το κηροπήγιο. Έφεξε τη μέσα σκάλα. "Συγγνώμη", ξανάπε η δημοσιογράφος κι έσφιξε κάτω απ’ τη μασχάλη της το χαρτοφυλάκιο με τη στενογραφημένη συνέντευξη — βεβαία για την προσωπική της επιτυχία. Καθώς περνούσε απ’ τον κήπο, σκόνταψε σε κάτι μαλακό κι επίμηκες. Ανατρίχιασε. Θυμήθηκε τους αρουραίους. Ήταν ο λαστιχένιος σωλήνας του ποτίσματος. Τα παγκάκια του κήπου γυαλίζαν απ’ την υγρασία αντανακλώντας την αστροφεγγιά. Απέραντος, βαθύς ουρανός. Μυστική, κουρασμένη ευδαιμονία.
Τη μέρα που δημοσιεύτηκε η συνέντευξη, η γηραιή Δέσποινα είχε πεθάνει. Δυο κλειστές άμαξες συνόδεψαν το φέρετρό της — τρεις υπερήλικες συγγενείς, ο γερο-κηπουρός κι η νεαρή δημοσιογράφος με την εφημερίδα στα χέρια της.
Η συνέντευξη έκανε, πράγματι, μεγάλη εντύπωση. Βγήκε σε ξεχωριστό βιβλίο, σε αλλεπάλληλες εκδόσεις. Κι έβλεπες τώρα, συχνότατα, τα ανοιξιάτικα ή θερινά απομεσήμερα, τίποτα νεαρά ζευγαράκια ή γεροντοκόρες ή και ποδοσφαιριστές ακόμη, ν’ αφήνουν ένα ματσάκι μενεξέδες ή λίγα αγριολούλουδα στον τάφο της, πλάι στα μεγάλα επίσημα στέφανα που καταθέταν κάθε τόσο διάφορες καλλιτεχνικές, επιστημονικές, φιλανθρωπικές ή πολιτικές οργανώσεις.
Κάποιο πρωινό, στα πέτρινα σκαλιά κείνου του τάφου, βρήκαν νεκρό το γερο-κηπουρό. Κρατούσε λίγα άσπρα τριαντάφυλλα, το κλουβί με τα καναρίνια, μια μενεξεδένια ομπρέλα, — πιθανόν να την είχε φέρει μη και βραχεί το άγαλμα της Κυρίας του. Χτες βράδυ είχε πρωτοβρέξει. Στα γένια του μέναν ακόμη κάτι βροχοστάλες).
ΓΥΑΡΟΣ, ΛΕΡΟΣ, ΣΑΜΟΣ, Μάης 1967–Ιούλιος 1970
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου