Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019

Μιλτιάδης Μαλακάσης- Στο κοχύλι, Μικρός Θεός


Στὸ κοχύλι

Μέσα στὸ κοχύλι κλείνω
Φλάουτα καὶ βιολιά·
Τὴν ψυχή μου παραδίνω
Σ᾿ ἄυλη ἀγκαλιά.

Ὤ! δὲν ξάνοιξαν τὰ μάτια,
Μήτ᾿ ὁ πλάνος νοῦς,
Τ᾿ ἀθεμελίωτα παλάτια
Στοὺς ὠκεανούς!

Ρίχνω σίδερα, ἁλυσίδες
Τρίγυρες, βαρειές,
Τὶς παλιές μου τὶς φροντίδες,
Τὶς ἀπελπισιές.

Κι ὅπως ζῶ στιγμὲς τὶς ὦρες,
Ὧρες τοὺς καιρούς,
Δρέπω καὶ στὶς ἄγριες μπόρες,
Ρόδα τοὺς ἀφρούς.

Ἔξω ἀπὸ τὸν ἴδιο ἐμένα,
Πρώτη μου φορά,
Μὲ τοῦ γλάρου τ᾿ ἀνοιγμένα
Πέτομαι φτερά.

Καὶ βυθῶ μὲ τὸ δελφίνι
Ποὺ ἄστραψε μὲ μιᾶς,
Μὲς στὴν ἀπεραντοσύνη
Τῆς ἀλησμονιᾶς...

Στὸ κοχύλι μέσα κλείνω
Φλάουτα καὶ βιολιά...


Μικρὸς θεός

Στάλα τὴ στάλα τὸ αἷμα μου στάζουν τὰ νύχια σου, ἀετέ,
Καὶ τὰ μεγάλα σου φτερὰ βαμμένα εἶναι ἀπὸ μένα,
Κι ἂν σπάραξες τὰ σπλάγχνα μου, δὲν ὑποτάχτηκα ποτέ,
Κι ὡς τὸ τέλος μου ἐπολέμησα τῆς μοίρας τὰ γραμμένα.

Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

Αρθούρος Ρεμπώ: Το μεθυσμένο καράβι



Μετάφραση: Καίσαρ Εμμανουήλ


Καθώς κατέβαινα απαλά απ’ τα γαληνά ποτάμια,
Είδα πως αρυμούλκητο, δίχως πλοηγούς κυλούσα:
Κραυγαστικοί Ερυθρόδερμοι τους είχαν στόχο βάλει,
Αφού τους κάρφωσαν γυμνούς σε παρδαλούς πασσάλους.

Το πλήρωμά μου ολόκληρο παντέρημο είχα αφήσει,
Στάρια της Φλάντρας φέρνοντας κι εγγλέζικα μπαμπάκια.
Όταν με τους πιλότους μου τελείωσε εκείνη η αντάρα,
Οι ποταμοί μ’ αφήσαν πια να κατεβώ όπου θέλω.

Μες στον τρελό τον παφλασμό των παλιρροιών, τον άλλο
Χειμώνα, πιο απειθάρχητο κι απ’ τα παιδιά, είχα τρέξει!
Κι όσα χερσόνησα άφησα στο δρόμο μου ποτέ τους
Δεν είχαν νιώσει σαματά πιο θριαμβικό από κείνο.

Η καταιγίδα ευλόγησε τους πελαγίσιους μου όρθρους.
Από φελό αλαφρότερον ορχήθηκα στο κύμα,
Αιώνιο, όπως λεν, παγιδευτή θυμάτων, δέκα νύχτες,
Χωρίς των φάρων τα χαζά να νοσταλγήσω μάτια.

Πιο αβρό παρ’ όσο στα παιδιά του άγουρου μήλου η σάρκα,
Το κύμα, πράσινο, έλουσε το ελάτινο σκαρί μου
Κι έπλυνε κάθε μου κηλίδα από κρασιά γαλάζια
Κι από εμετούς, σκορπίζοντας άγκυρες και τιμόνι.

Και μες στο ποίημα το πλατύ, από τότε, είμαι λουσμένο
Του πόντου, αφέψημα γλυκό από τους χυμούς των άστρων,
Πίνοντας πράσινο γλαυκό, όπου, ωχρό κι έκθαμβο σκάφος,
Ένας πνιγμένος, κάποτε, κυλάει συλλογισμένος,

Όπου, την όψη αλλάζοντας των γαλανών χρωμάτων,
Τρέλα, ρυθμοί απαλοί κι αργοί κάτω απ’ το φως της μέρας,
Πιο δυνατά και από το αλκοόλ και πιο πλατιά απ’ τις λύρες
Του έρωτα υπόκωφα οι πικρές πυκνάδες αναβράζουν.

Ξέρω ουρανούς που σ’ αστραπές σκίζονται, και σιφούνια,
Ρέματα κι αντιμάμαλα· ξέρω το βράδυ ακόμη,
Την οιστρωμένη χαραυγή, λαό από περιστέρια,
Και κάποτε είδα ό,τι ο άνθρωπος φαντάστηκε πως είδε.

Είδα τη δύση εγώ στιχτή από μυστική μια φρίκη,
Κρυσταλλοπέδια απέραντα, μενεξελιά ν’ αυγάζει,
Τα κύματα, όμοια με ηθοποιούς δραμάτων παναρχαίων,
Τα νουφαρένια ρίγη τους μακριά ν’ αργοκυλούνε.

Την πράσινη ονειρεύτηκα νύχτα με τα ένθεα χιόνια,
Φιλιά που ωψώνονται νωθρά στων θαλασσών τα μάτια,
Το ρόισμα των ανάκουστων χυμών φυτών και δέντρων
Και τ’ ωχρογάλαζο όρθρισμα μελωδικών φψσφόρων.

Μήνες εγώ ακολούθησα το καραντί, παρόμοιο
Μ’ ένα βουστάσιο υστερικό, να σπάει μπροστά στις ξέρες,
Ξεχνώντας πως τα διάφωτα των Μαριών τα πόδια
Μπορούν των δύσπνοων Ωκεανών τα ρύγχη να δαμάσουν.

Έπεσα απάνω, ξέρετε, σ’ απίστευτες Φλωρίδες,
Που άνθη και μάτια πάνθηρων σμίγουν, δέρματα ανθρώπων
Κι ουράνια τόξα, τανυστά σα χαλινάρια, επάνω
Από τους πόντους, σε γλαυκά, φανταστικά κοπάδια.

Είδα, τεράστια κιούρτα, εγώ, τους βάλτους ν’ αναβράζουν,
Όπου, στα σκοίνα ανάμεσα, σαπίζει ένας Λεβιάθαν,
Κατρακυλίσματα νερών σ’ ώρες απνοίας κι ακόμη
Τα ουράνια μες στα βάραθρα, στο βάθος να κυλούνε!

Πάγους, πυρόχροους ουρανούς, νερά μαργάρινα, ήλιους
Λευκούς, ναυάγια φρικαλέα μες σε βαθύχροους κόλπους,
Όπου γιγάντινα ερπετά, λεία των κοριών, κυλούνε
Βαριά με μαύρα αρώματα από τα στρεβλά τα δέντρα.

Θέλω να δείξω στους μικρούς ετούτες τις χρυσόφες,
Τα ψάρια ετούτα τα χρυσά που τραγουδούν στο κύμα.
Άνθινοι αφροί ευλογήσανε τα κλυδωνίσματά μου
Κι ανείπωτοι άνεμοι φτερά πολλές φορές μου εδώσαν.

Κάποτε ο πόντος, μάρτυρας κατάκοπος των πόλων,
Που οι στεναγμοί του απάλυναν το σάλο μου, σε μένα
Τα ωχρά του τ’ άνθη ανέβαζε με τις χλωμές του θέρμες,
Και σα γυναίκα απόμενα γονατιστή σε μια άκρη,

Χερσόνησος που επάνω της την κόπρο ταλαντεύει
Και τους καυγάδες κρωκτικών, χρυσόφθαλμων ορνέων.
Κι αρμένιζα ώσπου, ανάμεσα από τους λεπτούς αρμούς μου,
Κάποιοι πνιγμένοι ανάστροφα να κοιμηθούν οδεύαν.

Έτσι εγώ, κάτω απ’ τα μαλλιά των όρμων, πλοίο χαμένο,
Που έχει ο τυφώνας σε ουρανούς χωρίς πουλιά εξορίσει,
Εγώ που οι νέοι Μονίτορες και τ’ άρμενα της Χάνσας
Το μεθυσμένο απ’ το νερό δε θά ’βρουν σκελετό μου,

Ελεύθερο, καπνίζοντας, ζωστό από μπλάβες πάχνες,
Εγώ που ελόγχιζα το χάος, πορφυρωμένο τοίχο,
Όπου, θεσπέσιο γλύκισμα των αγαθών ποιητών σας,
Λειχήνες του ήλιου απλώνονται και μύξες του γαλάζιου,

Εγώ που αρμένιζα, στιχτό από ηλεκτρικά φεγγάρια,
Τρελή σανίδα που η τεφρή συνόδευε ιπποκάμπη,
Όταν οι Ιούλιοι εγκρέμιζαν με ρόπαλα τους θόλους
Των υπερπόντιων ουρανών με τα πυρά χωνιά τους,

Εγώ που έτρεμα νιώθοντας μακριά να μουκανίζει
Των Βεχεμότων ο οργασμός και των πυκνών Μελστρόμων,
Κλώστης αέναος των γλαυκών ακινησιών του απείρου,
Ω! την Ευρώπη νοσταλγώ με τα παμπάλαια τείχη!

Είδα αρχιπέλαγα αστρικά κι είδα νησιά εγώ πλήθος,
Που οι ουρανοί τους οι έξαλλοι είναι ανοιχτοί στο ναύτη.
Σε τέτοιες νύχτες άσωστες κοιμάστε, εξορισμένα,
Άπειρα εσείς χρυσά πουλιά, ω μελλοντική Ευρωστία;

Μα έκλαψα, αλήθεια, εγώ πολύ. Οι αυγές φαρμάκι στάζουν.
Κάθε φεγγάρι είναι στυγνό κι είναι πικρός κάθε ήλιος.
Ο έρωτας μ’ έχει, ο αψύς, βαθιά, μεθυστικά ναρκώσει.
Ω! ας έσπαζε ηκαρίνα μου! Ω! στο βυθό ας κυλούσα!

Αν της Ευρώπης τα νερά ζηλεύω, είναι ένα τέλμα
Μαύρο και κρύο, όπου ένα παιδί γονατιστό, γεμάτο
Θλίψη, ένα βράδυ ευωδιαστό κάποιο καράβι αφήνει
Σα χρυσαλλίδα, τρυφερό, του Μάη ν’ αργοκυλήσει.

Δε μπορώ πιά, λουσμένο απ’ τη ραθυμία σου, ω κύμα,
Να παραβγώ τα φορτηγά που κουβαλούν μπαμπάκι,
Κι ούτε σημάτων και σημαιών την οίηση να διασχίσω
Και κάτω απ’ τ’ άγρια να διαβώ των γεφυρών τα μάτια!

(Νομίζω ότι είναι η πιό όμορφη μετάφραση από τις πολλές που έχουν γίνει που δίνει το ποίημα μαζί με τον ατίθασο και άγριο χαρακτήρα του Ρεμπώ. Το βρήκα στη "μποτίλια στον Άνεμο του Μπάμπη Ζαφειράτου)

Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: Ντουέντε!


"...Πριν από μερικά χρόνια, σ’ ένα διαγωνισμό χορού στο Χερέθ ντε λα Φροντέρα, μια γριά ογδόντα χρονών νίκησε πανέμορφες γυναίκες και κορίτσια με μέσες σα νερό, υψώνοντας απλώς τα χέρια, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι και κτυπώντας τα πόδια στα σανίδια. Ανάμεσα σε μούσες και αγγέλους, ανάμεσα σε καλλονές κορμιού και καλλονές χαμόγελου, το ετοιμοθάνατο ντουέντε, σέρνοντας τα φτερά του τα φτιαγμένα από σκουριασμένα μαχαίρια, δε γινόταν παρά να νικήσει – και νίκησε."

"Κυρίες και Κύριοι,

Από το 1918 που έγινα δεκτός στο "Σπίτι των Φοιτητών" στη Μαδρίτη, ως το 1928 που έφυγα έχοντας συμπληρώσει τις σπουδές μου στη Φιλοσοφική Σχολή, έχω ακούσει πάνω από χίλιες διαλέξεις σ' αυτή την ίδια εκλεπτυσμένη αίθουσα όπου σύχναζε η παλιά αριστοκρατία της Ισπανίας για να διορθώσει την επιπολαιότητα που 'φερνε μαζί της γυρίζοντας από τις γαλλικές πλαζ.



Με τη βαθιά μου ανάγκη για το φως του ήλιου και τον αέρα, η ψυχή μου γέμισε τόση πλήξη, που φεύγοντας από κει μέσα ένιωσα να με σκεπάζει ένα λεπτό στρώμα στάχτης που λίγο έλειπε να γίνει καυτερό πιπέρι εκνευρισμού. Ε, λοιπόν, όχι. Σήμερα, σ' αυτή την αίθουσα, δε θέλω να μπει η τρομερή αλογόμυγα της βαρεμάρας που δένει κάθε κεφάλι με την άϋλη κλωστή του ύπνου και ρίχνει στα μάτια των ακροατών χιλιάδες μικροσκοπικές βελόνες.

Απλά, με τον τόνο της ποιητικής μου φωνής που δεν έχει ούτε αποχρώσεις ξύλου, ούτε λαβυρίνθους δηλητηρίου, ούτε αρνιά που ξαφνικά γίνονται μαχαίρια ειρωνείας, θα προσπαθήσω να σας δώσω ένα μάθημα απλό για το κρυμμένο πνεύμα της πληγωμένης Ισπανίας.

Όποιος ταξιδεύει σε κείνο το τεντωμένο πετσί ταύρου που απλώνεται ανάμεσα στον Χούκαρ, τον Γκουανταλέτε, τον Σίλ και τα ποτάμια της Πισουέργκα, αργά ή γρήγορα θ' ακούσει την έκφραση: "Αυτό έχει πολύ duende!". Ο Μανουέλ Τόρρες, ένας μεγάλος καλλιτέχνης της Ανδαλουσίας, είπε κάποτε σ' έναν άλλο τραγουδιστή: "Έχεις φωνή, έχεις στυλ, όμως ποτέ δε θα πετύχεις γιατί δεν έχεις καθόλου duende". Σ' ολόκληρη την Ανδαλουσία, απ' το βράχο του Χαέν μέχρι τα όστρακα του Καντίθ, οι άνθρωποι μιλούν συνέχεια για το duende κι όταν φανεί, το ένστικτό τους δεν τους γελάει ποτέ. Το αναγνωρίζουν αμέσως. Ο θαυμάσιος τραγουδιστής του φλαμένκο, Ελ Λεμπριχάνο, δημιουργός του ντέμπλα, παραλλαγής του Ανδαλουσιανού cante jonde (βαθιού τραγουδιού) είπε: "Όταν τραγουδώ με duende κανείς δεν παραβγαίνει μπρος μου!". Η γρια τσιγγάνα χορεύτρια Λα Μαλένα φώναξε κάποτε ακούγοντας τον Μπραϊλόφσκυ να παίζει ένα κομμάτι του Μπάχ: "Όλε! Αυτό έχει duende". Κι ο Μανουέλ Τόρρες, που μες στις φλέβες του τρέχει περισσότερη κουλτούρα απ' ό,τι σ' οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο που γνώρισα ποτέ, ακούγοντας τον ίδιο τον Ντε Φάλια να παίζει το "Νocturno del Generalife", είπε αυτή τη θαυμαστή κουβέντα: "Ό,τι έχει μαύρους ήχους έχει duende". Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια.


Αυτοί οι "μαύροι ήχοι" είναι το μυστήριο, οι ρίζες που απλώνονται κάτω βαθιά στο πλούσιο χώμα, γνωστό μα κι άγνωστο σ' όλους μας, απ' όπου όμως βγαίνει ό,τι αληθινό έχει να δείξει η τέχνη. Ο Ισπανός άνθρωπος του λαού μίλησε για "μαύρους ήχους" και λέγοντας αυτό, συμφωνεί με τον μεγάλο Γκαίτε που έδωσε τον ορισμό του duende όταν, μιλώντας για τον Παγκανίνι, τού απέδωσε "μια μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε μα που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ". Έτσι, το duende είναι μια δύναμη κι όχι μια λειτουργία, μια πάλη κι όχι μια αφηρημένη έννοια. 'Ακουσα κάποτε ένα γέρο κιθαρίστα να λέει: "Το duende δε βρίσκεται στο λαρύγγι: ανεβαίνει απ' τις γυμνές πατούσες των ποδιών". Που σημαίνει πως δεν είναι μια ικανότητα, μα αληθινή μορφή, αίμα, αρχαία κουλτούρα, στιγμή δημιουργίας. Αυτή η "μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε και που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ", είναι το ίδιο το πνεύμα της γης. Είναι το ίδιο εκείνο duende που φλόγισε κι έκανε στάχτες την καρδιά του Νίτσε που γύρευε τις εξωτερικές του μορφές στη γέφυρα του Ριάλτο και στη μουσική του Μπιζέ, χωρίς ποτέ ν' αντιληφθεί πως το duende που κυνηγούσε είχε πηδήσει από τους μυστηριακούς Έλληνες στους χορευτές του Καντίθ και στη στραγγαλισμένη διονυσιακή κραυγή του Σιλβέριο σαν τραγουδάει μια siguiriya.



Δε θέλω να μπερδέψει κανείς το duende, που βασικά σημαίνει "άγιο πνεύμα", με το θεολογικό δαίμονα της αμφιβολίας του Λούθηρου που, με μια βακχική σχεδόν μανία, του πέταξε ένα καλαμάρι στη Νυρεμβέργη, ούτε με το Καθολικό δαίμονα, τον καταστρεπτικό κι όχι και τόσο έξυπνο, που μεταμορφώνεται σε σκύλα για να μπει σε μοναστήρια καλογριών. Όχι. Το σκοτεινό κι ολότρεμο duende για το οποίο μιλώ, είναι απόγονος του εύθυμου δαίμονα Σωκράτη, όλο αλάτι και μάρμαρο, που όρμησε ξέφρενα κι άρχισε να τσαγκρουνάει τον κύριο του τη μέρα που πήρε το κώνειο. Απόγονος επίσης και του μελαγχολικού δαίμονα του Ντεκάρτ, μικρού σαν πράσινο αμύγδαλο, που μπουχτισμένος από κύκλους και γραμμές έβγαιναν έξω τις νύχτες και περπατούσε πλάι στα κανάλια ν' ακούσει τους μεθυσμένους ναυτικούς να τραγουδούν.


Κάθε σκαλί που ανεβαίνει ένας άνθρωπος, ή όπως θα 'λεγε ο Νίτσε, ένας καλλιτέχνης, στον πύργο της τελείωσης του γίνεται ύστερα από σκληρή μάχη μ' ένα duende. Όχι μ' έναν άγγελο, όπως έχουν πει, ούτε με μια μούσα. Είναι ανάγκη να γίνει αυτός ο θεμελιώδης διαχωρισμός για να φτάσει κανείς στην καρδιά ενός έργου. Ο άγγελος καθοδηγεί και προικίζει με δώρα, όπως ο 'Αγιος Ραφαήλ, ή φρουρεί και υπερασπίζει, όπως ο 'Αγιος Μιχαήλ, ή προειδοποιεί, όπως ο 'Αγιος Γαβριήλ. Ο άγγελος μπορεί να θαμπώσει αλλά δεν καταφέρνει τίποτε περισσότερο απ' το να πετάξει ανάλαφρα πάνω απ' το κεφάλι του ανθρώπου. Σκορπίζει τη χάρη του, κι ο άνθρωπος, χωρίς καμιά σχεδόν προσπάθεια δημιουργεί, αγαπιέται, χορεύει.

Ο άγγελος στο δρόμο της Δαμασκού, ο άγγελος που γλίστρησε μέσα απ' τα ξύλινα ανοίγματα του μικρού παραθυριού στην Ασσίζη κι εκείνος που ακολούθησε τα βήματα του μυστικιστή Χάιντριχ Σούζο, είναι ένας άγγελος που προστάζει και κανείς δε μπορεί ν' αντισταθεί στη λάμψη του γιατί ανοιγοκλείνει τις ατσαλένιες του φτερούγες στα σύνορα των εκλεκτών





Η μούσα υπαγορεύει και πού  και πού εμπνέει.Τα όσα μπορεί, είναι σχετικά λίγα γιατί μακραίνει και εξαντλείται τόσο γρήγορα -την είδα δυο φορές- που αναγκάστηκα να την περιγράψω με τη μισή καρδιά της από μάρμαρο. Οι ποιητές που εμπνέονται απ' αυτήν, ακούν φωνές χωρίς να ξέρουν από πού έρχονται. Έρχονται απ' τη μούσα που τους ενθαρρύνει και καμιά φορά τους καταβροχθίζει κιόλας. Αυτή ήταν κι η περίπτωση του Απολλιναίρ, ενός μεγάλου ποιητή, που τον κατέστρεψε η μούσα, η ίδια εκείνη που ζωγράφισε πλάι του ο θαυμάσιος κι αγγελικός Ρουσσώ. Η μούσα ξυπνάει την εξυπνάδα και φέρνει μαζί της τοπία με κολόνες και μια ψεύτικη γεύση δάφνης. Πολύ συχνά η εξυπνάδα είναι εχθρός της ποίησης γιατί μιμείται πολύ, γιατί υψώνει τον ποιητή σ' ένα θρόνο στημένο σε κοφτερές κι απότομες άκρες κάνοντάς τον να ξεχνάει πως ξαφνικά, από στιγμή σε στιγμή, εκεί που κάθεται, μπορεί να τον κατασπαράξουν τα μερμήγκια ή μια πελώρια ακρίδα γεμάτη φαρμάκι να πέσει πάνω στο κεφάλι του.



Ενάντια σ' όλα αυτά, οι μούσες που φωλιάζουν στο μονόκλ ή στην απαλή ζεστασιά των βερνικωμένων τριαντάφυλλων ενός κομψού σαλονιο, είναι εντελώς ανίσχυρες. Ο άγγελος και η μούσα έρχονται απ' έξω. Ο άγγελος χαρίζει ακτινοβολία, η μούσα δίνει μορφές (ο Ησίοδος διδάχθηκε απ' αυτές). Χρυσό φύλλο ή πτυχή χιτώνα ο ποιητής δέχεται τα καλούπια έτοιμα, καθισμένος ανάμεσα στους θάμνους της δάφνης του. Το duende, όμως, πρέπει να ξυπνάει μέσα στα ίδια κύτταρα του αίματος.

Πρέπει να σπρώξουμε μακριά τον άγγελο, να διώξουμε με κλωτσιές τη μούσα και να χάσουμε το φόβο που μας γέμιζε το βιολετί άρωμα που αναδίνει η ποίηση του δεκάτου ογδόου αιώνα και το τεράστιο τηλεσκόπιο όπου απλωμένη πάνω στους φακούς βρίσκεται η μούσα χλωμή κι άρρωστη από τα ίδια τα όριά της.

Η αληθινή μάχη είναι το duende!...


Αν θέλει κανείς, ξέρει τον τρόπο να φτάσει στο Θεό. Με την αγριάδα του ερημίτη ή με την κρυφή φωνή του μυστικιστή. Μ' έναν πύργο σαν της Αγίας Τερέζας ή με τα τρία μονοπάτια του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού. Κι ακόμα κι όταν αναγκαστούμε ν' αναφωνήσουμε με τον Ησαΐα: "Αληθινά, εσύ είσαι ο μυστικός Θεός!", τελικά ο Θεός στέλνει τα πρώτα αγκάθια της φωτιάς του σ' όποιον τον γυρέψει.

Για να βρούμε το duende δεν υπάρχει τίποτε να μας βοηθήσει. Ούτε χάρτης ούτε "σωστοί τρόποι". Το μόνο που ξέρουμε είναι πως καίει αίμα σαν κοπανιστό γυαλί, πως εξαντλεί, πως σβήνει τη γλυκιά γεωμετρία που μάθαμε, πως κλωτσάει όλα τα στυλ, πως κάνει τον Γκόγια, ζωγράφο του γκρίζου, του ασημένιου κι εκείνου του ροζ στην καλύτερη αγγλική παράδοση να ζωγραφίζει με τις γροθιές και τα γόνατα τρομερά μαύρα κατράμια, πως αφήνει το Σίντο Βερνταγκέ ολόγυμνο στον κρύο αέρα των Πυρηναίων, πως σπρώχνει το Χόρχε Μανρίκε να περιμένει το θάνατο στην ερημιά της Οκάνια, πως ντύνει το λεπτοκαμωμένο σώμα του Ρουσσώ στο πράσινο κοστούμι του ακροβάτη και βάζει τα μάτια ενός ψόφιου ψαριού στον κόμη Λωτρεαμόν στο Βουλεβάρτο του πρωινού.

Οι μεγάλοι καλλιτέχνες της Βόρειας Ισπανίας, είτε χορεύουν, είτε παίζουν κιθάρα, είτε τραγουδούν, ξέρουν καλά πως χωρίς τον ερχομό του duende δεν υπάρχει αληθινή συγκίνηση. Μπορούν αν θέλουν να ξεγελάσουν ένα ολόκληρο ακροατήριο δίνοντας την εντύπωση πως φλέγονται από duende, όπως καθημερινά γελιόμαστε από ζωγράφους, συγγραφείς και καλλιτεχνικά ρεύματα χωρίς ίχνος duende. Αν όμως προσέξει κανείς καλά και δεν αφήσει την αδιαφορία του να τον παραπλανήσει, αργά ή γρήγορα η απάτη θα ξεσκεπαστεί και το ψεύτικο κατασκεύασμα του duende θα το βάλει στα πόδια."

Κάποτε, η Ανδαλουσιανή τραγουδίστρια του φλαμένκο Pastora Pavon, "Το Κορίτσι Με Τις Κτένες", μια σκοτεινή και βαθειά Ισπανική μεγαλοφυία εφάμιλλη του Γκόγια και του εξαίσιου ταυρομάχου Ραφαήλ ελ Γκάγιο, τραγουδούσε σε μια μικρή ταβέρνα του Καντίθ. Τραγουδούσε με τη φωνή όλο σκιά και λειωμένο μέταλλο, με τη φωνή της σκεπασμένη με φύκια, πλεγμένη στα μακριά μαλλιά της. Στιγμές τη μούσκευε σε μανχανίγια, στιγμές την έχανε σε σκοτεινά κι απόμακρα δάση. Μα τίποτε. Τα ακροατήριο έμεινε ακίνητο. Dε χειροκρότησε κανείς. Ανάμεσα σ' αυτούς που την άκουγαν, βρισκόταν κι ο Ιγκνάθιο Εσπελέτα, ωραίος σα ρωμαϊκή χελώνα, που όταν κάποτε τον ρώτησαν: -"Πώς γίνεται και δεν εργάζεσαι ποτέ;", μ' ένα χαμόγελο άξιο του πάμπλουτου και μακάριου βασιλιά της Ταρνησού Αργανθόνιο, απάντησε:
-"Γιατί να εργαστώ, αφού πατρίδα μου είναι το Καντίθ";

Ήταν εκεί κι η Ελοίσα, η φλογερή αριστοκρατική πόρνη της Σεβίλλης, άμεση απόγονος της Σολέδα Βάργκας που το 1830 αρνήθηκε να παντρευτεί ένα Ρόθτσιλντ γιατί στις φλέβες του έτρεχε αίμα κατώτερο απ' το δικό της. Ήτανε κι οι Φλορίντας που πολλοί τους νομίζουν χασάπηδες ενώ στην πραγματικότητα είναι αρχαίοι ιερείς που συνεχίζουν να θυσιάζουν ταύρους στον Γηρυόνη. Και σε μια γωνιά στεκότανε κι εκείνη η επιβλητική μορφή, ο Ντον Πάμπλο Μουρούμπε, που 'τρεφε ταύρους, μ' ένα πρόσωπο σα μάσκα της Κρήτης. Μόνο ένας μικρόσωμος άντρας, ένας απ' αυτούς τους χορευτές με τη γυναικεία σχεδόν ευαισθησία που ξαφνικά πετιούνται πίσω από μποτίλιες άσπρο μπράντυ, είπε με φωνή χαμηλή, γεμάτη σαρκασμό: "Βίβα Παρί!" σα να 'θελε να πει: "Εδώ δε ζητάμε κόλπα και δεξιοτεχνίες! Εδώ ζητάμε κάτι άλλο!".

Μόλις τ' άκουσε "Το Κορίτσι Με Τις Κτένες", τινάχτηκε σα δαιμονισμένη, σαν τσακισμένη μοιρολογήτρα του Μεσαίωνα, κατάπιε μονορούφι μια γεμάτη κούπα καθάγια, ένα κρασί από νερό φωτιάς, και κάθισε ξανά να τραγουδήσει -χωρίς φωνή, χωρίς ανάσα, χωρίς παιχνίδια και τσακίσματα με το λαιμό να καίει σαν ηφαίστειο αλλά με... ντουέντε. Κατάφερε να γκρεμίσει τις σκαλωσιές του τραγουδιού, ν' αφήσει το δρόμο ελεύθερο σ' ένα μανιασμένο και φλογερό duende, σύντροφο των ανέμων που ξεσηκώνουν την άμμο στην έρημο, που 'κανε αυτούς που την άκουγαν ν' αρχίσουν να σκίζουν τα ρούχα τους με τον ίδιο ρυθμό που προσεύχονται οι Νέγροι στα νησιά της Καραϊβικής μπρος στο εικόνισμα της Αγίας Βαρβάρας.

"Το Κορίτσι Με Τις Κτένες" αναγκάστηκε να κάνει κομμάτια τη φωνή του γιατί ήξερε πως καθισμένοι γύρω άκουγαν οι εκλεκτοί, που ζητούσαν όχι τη μορφή μα το μεδούλι της μορφής, μια μουσική μεταρσιωμένη στην πιο γνήσια ουσία. Έπρεπε να φτωχύνει όλη της την ικανότητα και τα βοηθήματα, έπρεπε δηλαδή να διώξει τη μούσα και να μείνει μόνη για να μπορέσει να 'ρθει το duende, να παλέψει στήθος με στήθος, ελεύθερη μαζί του. Και πως τραγούδησε! Τώρα καιγόταν ολόκληρη, η φωνή της είχε γίνει ένα σιντριβάνι από αίμα που σου 'κοβε την ανάσα με τον πόνο και την αλήθεια της κι άνοιγε σαν το δεκαδάκτυλο χέρι που σχηματίζουν τα καρφωμένα μα γεμάτα θύελλα πόδια ενός Χριστού φτιαγμένου από τον Χουάν ντε Χούνι...


Ο ερχομός του duende προϋποθέτει πάντοτε μια ριζική αλλαγή όλων των μορφών που στηρίζονται σε παλιές βάσεις. Φέρνει μαζί του ένα συναίσθημα φρεσκάδας εντελώς πρωτόγνωρο έτσι όπως μοιάζει με καινούργιο τριαντάφυλλο, με θαύμα, γεννώντας στο τέλος ένα σχεδόν θρησκευτικό ενθουσιασμό.
Σ' όλους τους αραβικούς χορούς και τ' αραβικά τραγούδια η παρουσία του duende γίνεται δεκτή με κραυγές: "Αλά! Αλά!", "Θεέ! Θεέ!", που δε διαφέρει πολύ από το Ολέ της ταυρομαχίας. Και στα τραγούδια της Βόρειας Ισπανίας η εμφάνιση του duende χαιρετίζεται πάντα με την κραυγή "Βίβα Ντίος!", "Ζήτω ο Θεός!", μια βαθιά ανθρώπινη και τρυφερή κραυγή επικοινωνίας με το Θεό μέσα απ' τις πέντε αισθήσεις με τη βοήθεια του ντουέντε, που συγκλονίζει τη φωνή και το σώμα του χορευτή, μια αληθινή και ποιητική φυγή απ' αυτόν τον κόσμο, το ίδιο αγνή με κείνη που ορθώνει μέσα απ' τους επτά του κήπους ο ανεπανάληπτος σχεδόν ποιητής του δέκατου έβδομου αιώνα Πέντρο Σότο ντε Ροχάζ κι ο 'Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος στην ταραγμένη σκάλα του θρήνου του.



Είναι λοιπόν φυσικό, σαν  φτάσει αυτή η φυγή, να νιώσουν όλοι την επίδραση της - οι μυημένοι που ξέρουν πως το στυλ μπορεί να κατακτήσει και το φθηνότερο υλικό, μα κι οι άλλοι, οι αμύητοι, που νιώθουν μια απροσδιόριστη αλλά πέρα για πέρα αυθεντική συγκίνηση. Πριν από μερικά χρόνια σ' ένα χορό στο Χερέθ ντε λα Φροντέρα, μια γριά ογδόντα χρονών νίκησε πανέμορφες γυναίκες και κορίτσια με μέσες σα νερό, υψώνοντας απλώς τα χέρια, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι και κτυπώντας τα πόδια στα σανίδια. Ανάμεσα σε μούσες κι αγγέλους, ανάμεσα σε καλλονές κορμιού και καλλονές χαμόγελου, το ετοιμοθάνατο duende, σέρνοντας τα φτερά του τα φτιαγμένα από σκουριασμένα μαχαίρια, δε γινόταν παρά να νικήσει -και νίκησε..."

"... Όλες οι Τέχνες μπορούν να 'χουν duende, το πεδίο όμως είναι πιο πλούσιο στη μουσική, στο χορό και στην ποίηση που απαγγέλλεται, γιατί απαιτούν για ερμηνευτή ένα σώμα ζωντανό -είναι μορφές που γεννιούνται και πεθαίνουν ακατάπαυστα και καθορίζονται από ένα ακριβές παρόν. Συχνά, το duende του συνθέτη περνάει στον ερμηνευτή. Κι αξίζει να σημειωθεί πως ακόμα κι αν ο συνθέτης ή ο ποιητής είναι
ψεύτικος, το duende του ερμηνευτή μπορεί να δημιουργήσει ένα καινούργιο θαύμα που πολύ λίγο να μοιάζει με το αρχικό δημιούργημα. Τέτοια υπήρξε η περίπτωση της Ελεονόρα Ντούζε, που ξέθαβε αποτυχίες για να τις κάνει επιτυχίες, χάρη σ' αυτό που κείνη τους έδινε. Ή του Παγκανίνι που σύμφωνα με τον Γκαίτε μπορούσε να συνθέσει μελωδίες από εντελώς απλοϊκούς σκοπούς και του απολαυστικού εκείνου κοριτσιού στο Πουέρτο ντε Σάντα Μαρία που το είδα κάποτε να τραγουδάει και να χορεύει εκείνο το τρομερό ιταλικό τραγούδι "Ώ! Μαρί!" με τέτοιο ρυθμό, τέτοιες παύσεις και τέτοιο νόημα, που κατάφερε από το φτηνό τραγούδι να φτιάξει ένα ολόρθο σκληρό φίδι από χρυσάφι. Σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο ερμηνευτής ξανάπλαθε την αρχική δημιουργία: αίμα ζεστό και καλλιτεχνική μεγαλοφυία ζωντάνευαν σώματα πεθαμένα, άδεια από έκφραση.

Όλες οι Τέχνες κι όλες οι χώρες είναι ικανές για duende, για μούσα ή για άγγελο. Η Γερμανία, έξω, από λίγες εξαιρέσεις, κυβερνιέται από τη μούσα. Η Ιταλία έχει μονίμως έναν άγγελο. Η Ισπανία καίγεται αδιάκοπα απ' το duende! Γιατί είναι μια χώρα αρχαίας μουσικής κι αρχαίου χορού, όπου το ντουέντε στίβει λεμόνια από ξημέρωμα. Μια χώρα θανάτου, μια χώρα ανοιχτή στο θάνατο. Σε κάθε χώρα, ο θάνατος είναι ένα τέλος. Φτάνει, και τα παραθυρόφυλλα κλείνουν. Όχι στην Ισπανία. Στην Ισπανία ανοίγουν. Πολλοί Ισπανοί ζουν ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους ως τη μέρα που θα πεθάνουν και τότε τους βγάζουν έξω στον ήλιο. Σε καμιά άλλη χώρα ο πεθαμένος δεν είναι πιο ζωντανός απ' την Ισπανία. Το προφίλ του κόβει σα κόψη ξυραφιού. Τα αστεία γύρω από το θάνατο και μαζί κι η σιωπηλή τους ενατένιση είναι πράγματα γνωστά στους Ισπανούς. Απ' το "Όνειρο Των Νεκροκεφαλών" του Κεβέδο μέχρι το "Σάπισμα Του Επισκόπου" του Βάλντες Λεόλ, κι από τη Μπαρμπέλα του δέκατου έβδομου αιώνα που πέθανε την ώρα της γέννας στη δημοσιά λέγοντας:

Το αίμα της μήτρας μου

Σκεπάζει τώρα τ' άλογο,

Τα πέταλα του αλόγου σου

Αστράφτουν φωτιά πίσσας...

ως το παλικάρι απ' τη Σαλαμάνκα που σκοτώθηκε τελευταία από ένα ταύρο φωνάζοντας την ώρα που πέθαινε:

Φίλοι πεθαίνω!

Φίλοι την έχω άσκημα!

Τρία μαντίλια

Γέμισαν τα σπλάχνα μου,

Κι αυτό εδώ είν' το τέταρτο...

απλώνεται ένας φράκτης από νιτρικά λουλούδια και πίσω του ένας λαός που ατενίζει σκεφτικά το θάνατο. Ένας λαός που στις πιο δύσκολες στιγμές του εμπνέεται από τους στίχους του Ιερεμία και στις πιο λυρικές από μυροφόρα κυπαρίσια. Μα ακόμα, ένας λαός που πιστεύει πως ό,τι έχει μεγαλύτερη σημασία κουβαλάει μέσα του τον αμετάκλητο, μεταλλικό αντίλαλο του θανάτου. Το μαχαίρι κι η ρόδα της άμαξας, το ξυράφι και τ' άγρια γένια των βοσκών, το γυμνό φεγγάρι,η μύγα, τα υγρά ντουλάπια, οι ιερές εικόνες οι σκεπασμένες μ' άσπρη νταντέλλα, ο ασβέστης, η γραμμή των γείσων και των τζαμένιων μπαλκονιών στην Ισπανία κρύβουν μια λεπτή χλόη θανάτου καθώς και φωνές και σύμβολα για το άγρυπνο μυαλό ταράζοντας τη μνήμη μας με τον ασάλευτο αέρα π' αφήνει πίσω του το πέρασμα μας..."

Ο δεσµός της Ισπανικής τέχνης µε τη γη δεν είναι τυχαίος. Είναι µια τέχνη που πνίγεται στ’ αγκάθια και στις πέτρες. Ο θρήνος του Πλεµπέριο και οι χοροί του µεγάλου Χοσέφ Μαρία ντε Βαλντεβιέλσο δεν αποτελούν µεµονωµένα παραδείγματα. Δεν είναι καθόλου σύμπτωση πως απ’ όλες τις μπαλάντες της Ευρώπης το ερωτικό αυτό Ισπανικό τραγούδι ξεχωρίζει:

«Αν είσαι εσύ η αγαπημένη µου, 
Γιατί δε µε κοιτάζεις, πες µου;» 

«Κάποτε είχα µάτια να σε δω,
 τώρα στη σκιά τα’ χω δοσµένα.» 

«Αν είσαι εσύ η αγαπηµένη µου, 
Τότε γιατί δε µε φιλάς,
 αλήθεια, πες µου!». 


«Κάποτε είχα χείλια για φιλιά, 
τώρα στη γη τα’ χω χαρίσει.» 

«Αν είσαι εσύ η αγαπηµένη µου,
 Γιατί δεν µ’ αγκαλιάζεις, πες µου!» 

«Κάποτε είχα χέρια για αγκαλιά, 
Τώρα σκουλήκια έχουν γεµίσει.» 

Ούτε απορεί κανείς όταν συναντάει το τραγούδι αυτό στην παλιότερη λυρική ποίηση της Ισπανίας: 

Στον κήπο θα πεθάνω 
Στο θάµνο της τριανταφυλλιάς θα σκοτωθώ. 
Λίγα τριαντάφυλλα πήγα να κόψω
 Βρήκα το θάνατο στον κήπο 
Μάνα γλυκιά! 
Λίγα τριαντάφυλλα πήγα να κόψω 
Μάνα γλυκιά! 
Βρήκα το θάνατο να περιµένει 
Κρυµµένος στην τριανταφυλλιά! 
Στον κήπο θα πεθάνω
 Στο θάµνο της τριανταφυλλιάς 
θα με σκοτώσουν.

 Τα κεφάλια τα παγωµένα στο φως του φεγγαριού που τα ζωγράφισε ο Θουρµπαράν, το κίτρινο του βουτύρου και το κίτρινο του κεραυνού του Ελ Γκρέκο, η πρόζα του Φρά Σιγκουένθα, ολόκληρο το έργο του Γκόγια, η κάµαρα της εκκλησίας στο Εσκοριάλ, όλη η πολύχρωµη γλυπτική της Ισπανίας, η κρύπτη του παλατιού της Οσούνα, «Ο θάνατος µε την κιθάρα» στο παρεκκλήσι του Μποναβέρντες στη Μεντίνα ντε Ριοσέκο, ολ’ αυτά είναι τα καλλιτεχνικά αντίστοιχα των ζωντανών πανοµοιότυπων στην καθηµερινή ζωή της Ισπανίας, όπως το προσκύνηµα στον Άγιο Ανδρέα του Τεχίδο όπου οι πεθαµένοι έχουν θέση στην ποµπή, τα µοιρολόγια που τραγουδούν στο φως των φαναριών οι γυναίκες της Αστούρια τις νύχτες του Νοέµβρη, ο χορός της Σίβυλλας στις καθεδρικές εκκλησίες του Τολέδο και της Μαγιόρκα, το σκοτεινό θρησκευτικό έργο «Ίν Ρικόρτ» της Τορτόσα, οι αµέτρητες λιτανείες της Μεγάλης Παρασκευής που µαζί µε την πολύ σαφή γιορτή της ταυροµαχίας αποτελούν το λαϊκό θρίαµβο του θανάτου στην Ισπανία. Απ’ όλες τις χώρες του κόσµου µόνο το Μεξικό µπορεί να παραβγεί την Ισπανία σ’ αυτό.

 Μόλις η µούσα µυριστεί το θάνατο, κλείνει την πόρτα, υψώνει ένα µνηµείο, παρελαύνει µια νεκρώσιµη υδρία ή γράφει µε χέρι κέρινο έναν επιτάφιο κι αρχίζει να µαδάει το στεφάνι της σε µια σιωπή που τρεµοσβήνει 13 ανάµεσα σε δυο θλιµµένες αύρες. Κάτω απ’ τη ρηµαγµένη αψίδα της ωδής δένει µε πένθιµα δάκτυλα τα τέλεια λουλούδια που ζωγράφισαν οι Ιταλοί τον δέκατο πέµπτο αιώνα και καλεί τον καθησυχαστικό πετεινό του Λουκρητίου να τροµάξει και να διώξει µακριά ανυποψίαστες σκιές. 

Όταν ο άγγελος υποψιαστεί το θάνατο, κάνει ένα αργό κύκλο κι έρχεται και γνέθει µε νάρκισσους και παγωµένα δάκρυα το ελεγειακό ποίηµα που είδαµε να τρέµει στα χέρια του Κήτς, του Βιγιασαντίνο, του Ερρέρα, του Μπέκερ και του Χουάν Ραµόν Χιµένεθ. Αλλά τι σύγχυση, τι πανικός, αν ο άγγελος νιώσει µια τόση δα αράχνη ν’ αγγίζει τα ροδαλά του δάκτυλα! 

Το ντουέντε δεν εµφανίζεται καν αν δεν δει κάποια πιθανότητα θανάτου, αν δεν πειστεί πως θα µπαινοβγεί ελεύθερα στο σπίτι του, αν δεν είναι σίγουρο πως θα ταράξει εκείνα τα κλαριά που όλοι κουβαλάµε µέσα µας και που θα µείνουν για πάντα απαρηγόρητα. 
Στη σκέψη, στον ήχο και στην κίνηση, το ντουέντε σπρώχνει το δηµιουργό σε µιαν αντρίκεια, τίµια πάλη στο χείλος του πηγαδιού. Κι ενώ η µούσα κι ο άγγελος αποσύρονται µε το βιολί ή µε το διαβήτη τους, το ντουέντε πληγώνει, και στο γιάτρεµα αυτής της πληγής που ποτέ δεν κλείνει, βρίσκεται η ρίζα ό,τι πρωτόγνωρου και θαυµαστού κρύβει το έργο του ανθρώπου. 

Η µαγική ιδιότητα ενός ποιήµατος στηρίζεται στη συνεχή παρουσία του ντουέντε έτσι που εκείνος που το αντικρίζει να βαφτίζεται σε σκοτεινά νερά. Γιατί µε το ντουέντε είναι πιο εύκολο να νιώσεις και ν’ αγαπήσεις και ξέρεις πως και ’σενα θα σε νιώσουν, πως και συ θ’ αγαπηθείς. Κι αυτός ο αγώνας για έκφραση και για την επικοινωνία της έκφρασης φτάνει σε στιγµές που παίρνει στην ποίηση τη µορφή µιας πάλης µέχρι θανάτου. 

Ας θυμηθούμε την περίπτωση της Αγιας Τερέζας, της κατ' εξοχήν "φλαμένκα" που ειχε το ντουεντε μέσα της, όχι επειδή με τρεις εξαίσιες κινήσεις σταμάτησε έναν άγριο ταύρο, πράγμα που 'γινε όχι γιατί καυχήθηκε για την ομορφιά της μπροστά στον Φρα Χουαν ντε Λα Μιζέρια, ούτε γιατι χαστούκισε τον απεσταλμένο του Πάπα, αλλά γιατί υπήρξε από τους λίγους εκλεκτούς που το ντουέντε, (όχι  ο άγγελος, ο άγγελος δεν επιτίθεται ποτέ) κάρφωσε μ' ένα βέλος γυρεύοντας να τη σκοτώσει γιατί τού 'κλεψε το τελευταίο του μυστικό, τη λεπτή εκείνη γέφυρα που ενώνει τις πέντε αισθήσεις με το κέντρο της ζωής, μετουσιωμένη σε γυμνή σάρκα, γυμνό σύννεφο, γυμνή θάλασσα: του Έρωτα πέρα απ' το χρόνο.
Υπήρξε μια υπέροχη νικήτρια του ντουέντε αντίθετα απ΄ το Φίλιππο της Αυστρίας, που κυνηγώντας γεμέτος λαχτάρα τη μούσα και τον Άγγελο της Θεολογίας, βρέθηκε φυλακισμένος απ' το ντουέντε του ψυχρού πάθους στο παλάτι του Εσκοριάλ, όπου η Γεωμετρία σκλαβώνει και το όνειρο και το ντουέντε φοράει τη μάσκα της μούσας προς αιώνια τιμωρία του μεγάλου Βασιλιά. 
Είπαµε πως το ντουέντε γυρεύει την πληγή, το χείλος του γκρεµού, κι ότι εµφανίζεται πάντα εκεί που οι µορφές χάνονται η µια µέσα στην άλλη σε µια νοσταλγία βαθύτερη απ’ την εξωτερική έκφρασή τους. 
Στην Ισπανία (όπως και στην Ανατολή, όπου ο χορός είναι εκδήλωση θρησκευτική), το ντουέντε ασκεί απεριόριστη εξουσία πάνω στα σώµατα των χορευτών του Καντίθ, που ύµνησε ο Μαρτιάλις, στα στήθια των τραγουδιστών που ύµνησε ο Γιουβενάλις και σ’ όλη την τελετή της ταυροµαχίας, ενός πράγµατι θρησκευτικού δράµατος όπου, όπως και στη θεία λειτουργία, λατρεύεται και θυσιάζεται ένας θεός. 
Είναι σα να συγκεντρώνεται όλος ο δαιµονισµός του κλασικού κόσµου σ’ αυτό το τέλειο θέαµα, σύµβολο του πολιτισµού και της µεγάλης ευαισθησίας ενός λαού που ανακάλυψε τον ωραιότερο θυµό, την ωραιότερη µελαγχολία και τον ωραιότερο πόνο του ανθρώπου. Ούτε στον Ισπανικό χορό ούτε στην ταυροµαχία υπάρχει καµιά διασκέδαση. Το ντουέντε φροντίζει να γεννήσει τον πόνο µέσα στο δράµα, ξεκινώντας από ζωντανές µορφές κι ετοιµάζει τη σκάλα της φυγής απ’ την πραγµατικότητα που µας περιβάλλει. 

Το ντουέντε επιδρά πάνω στο σώμα της χορεύτριας όπως ο άνεμος πάνω στην άμμο. Με μαγικές δυνάμεις μεταμορφώνει ένα απλό κορίτσι σε φεγγαρόπληκτη παραλυτική, κάνει ένα τσακισμένο γεροζητιάνο που γυρίζει τις ταβέρνες να κοκκινίζει σαν έφηβος, κρύβει μέσα σε μακριές πλεξίδες το άρωμα του λιμανιού τη νύχτα και κάθε στιγμή εμπνέει στα χέρια κινήσεις που γέννησαν τους χορούς όλων των καιρών.
 Μα αξίζει να τονιστεί πως το ντουέντε δεν επαναλαμβάνεται ποτέ, όπως τα σχήματα της θάλασσας δεν επαναλαμβάνονται ποτέ στη θύελλα.

Το ντουέντε φτάνει την πιο εντυπωσιακή µορφή του στην ταυροµαχία, γιατί απ’ τη µια έχει να παλέψει µε το θάνατο, που µπορεί να φέρει την καταστροφή, κι απ’ την άλλη µε τη γεωµετρία, µε το µέτρο, που αποτελούν τη βάση αυτού του θεάµατος.
Ο ταύρος έχει την τροχιά του, ο ταυροµάχος τη δικιά του, κι ανάµεσα στις δυο τροχιές υπάρχει ένα σηµείο υπέρτατου κινδύνου όπου βρίσκεται το αποκορύφωµα του τροµερού παιχνιδιού. 
Είναι δυνατό να οδηγεί η µούσα τη µουλέτα1 και ο άγγελος τη µπαντερίγιας2 και να θεωρηθεί καλός ο ταυροµάχος. Μα την ώρα της κάπας, όταν ο ταυροµάχος ειν’ ακόµα δυνατός, χωρίς πληγές, κι αργότερα, την ώρα του τελικού φόνου, είν’ απαραίτητη η βοήθεια του ντουέντε.
 Ο ταυροµάχος, που προκαλεί επιδεικτικά το θάνατο τροµάζοντας το κοινό, δεν κάνει ταυροµαχία. Βρίσκεται απλώς στην παράλογη εκείνη κατάσταση του ανθρώπου που παίζει µε τη ζωή του. Κι αυτό το κάνει ο καθένας. Ο άλλος, ο ταυροµάχος που τον δαγκώνει το ντουέντε, δίνει ένα τέλειο µάθηµα Πυθαγόρειας µουσικής, τόσο τέλειο που ξεχνάµε πως ρίχνει συνέχεια την καρδιά του στα θυµωµένα κέρατα του ταύρου.
 Ο Λαγκαρτίχο µε το ρωµαϊκό του ντουέντε, ο Χοσελίτο µε το εβραϊκό του ντουέντε, ο Μπελµόντε µε το µπαρόκ του ντουέντε κι ο Καγκάντσο µε το τσιγγάνικό του ντουέντε, από το σούρουπο της αρένας δείχνουν σε ζωγράφους, ποιητές και µουσικούς τα τέσσερα µεγάλα µονοπάτια της Ισπανικής παράδοσης. 

Η Ισπανία είναι η µόνη χώρα όπου ο θάνατος υποδέχεται την κάθε άνοιξη µε µεγάλες σάλπιγγες κι όπου η τέχνη κυβερνιέται πάντα από ένα οξύτατο ντουέντε που της έχει δώσει τον ξεχωριστό της χαρακτήρα και τη φρεσκάδα της. 
Το ντουέντε που για πρώτη φορά στη γλυπτική γεµίζει τα µάγουλα των αγίων του έξοχου Ματέο ντε Καµποστέλα µε κόκκινο αίµα, είναι το ίδιο που κάνει τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού να κλαίει µε βογκητά και καίει γυµνές νύµφες στα θρησκευτικά σονέτα του Λόπε ντε Βέγκα. 
Το ντουέντε που ύψωσε τον Πύργο του Σααγκούν και δουλεύει µε πύρινα τούβλα στο Καλαταγιούντ και στο Τερουέλ, είναι το ίδιο που ξεσκίζει τα σύννεφα του Ελ Γκρέκο, που πετάει µε τις κλωτσιές τους χωροφύλακες που ενοχλούν τον ποιητή Κεβέδο και τα δαιµόνια του Γκόγια. 
Όταν βρέχει, ξετρυπώνει έναν εµπνευσµένο Βελάσκεθ πίσω απ’ τα βασιλικά γκρίζα του. Όταν χιονίζει, πετάει στο δρόµο έναν Ερρέρα ολόγυµνο για ν’ αποδείξει πως το κρύο δε σκοτώνει. Όταν ο ήλιος καίει, το ντουέντε σέρνει µέσα στις φλόγες του τον Μπερουγκέτε και τον κάνει ν’ ανακαλύψει µια καινούργια διάσταση στη γλυπτική.
 Η µούσα του Γκόνγκορα κι ο άγγελος του Γκαρθιλάσο βγάζουν το δάφνινο στεφάνι τους όταν περνάει το ντουέντε του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού όταν: 

Το πληγωµένο ελάφι 
Προβάλλει στο βουνό. 

Η µούσα του Γκονθάλο ντε Μπερθέο κι ο άγγελος του Αρχιερέα της Ίτα παραµερίζουν να περάσει ο Χόρχε Μανρίκε σα φτάνει βαριά πληγωµένος στις πύλες του πύργου του Μπελµόντε. Η µούσα του Γκρεγκόριο Ερνάντεθ κι ο άγγελος του Χοσέ ντε Μόρα αποτραβιούνται να κάνουν τόπο στο ντουέντε του Μένα που έρχεται χύνοντας δάκρυα από αίµα. Η µελαγχολική µούσα της Καταλλονίας κι ο µουσκεµένος απ’ τη βροχή άγγελος της Γαλικίας πρέπει να σκύψουν ευλαβικά το κεφάλι µπρος στο ντουέντε της Καστίλλης, τόσο ξένο και µακρινό απ’ το ζεστό ψωµί και την ήρεµη αγελάδα που βόσκει ξένοιαστη δίπλα σ΄ ένα άπλωµα ξερής γης κι ανεµόδαρτου ουρανού. 
Το ντουέντε του Κεβέδο και το ντουέντε του Θερβάντες, το ένα µε πράσινες φωσφορικές ανεµώνες και το άλλο µε γύψινες ανεµώνες του Ρουϊντέρα, στεφανώνουν το βωµό του ντουέντε στην Ισπανία.
 Είναι φανερό πως κάθε τέχνη έχει το δικό της ξέχωρο ντουέντε. Όλα όμως ενώνουν τις ρίζες τους στο σημείο όπου προβάλλουν οι «μαύροι ήχοι» του Μανουέλ Τόρες, ύστατη ύλη, αδέσποτη κι ολότρεμη κοινή βάση του μουσαμά – «μαύροι ήχοι» που πίσω τους ανακαλύπτουμε τρυφερά αδελφωμένα, ηφαίστεια, μερμήγκια, ζέφυρους και τη μεγάλη νύχτα να ζώνει σφιχτά στη μέση της το Γαλαξία. 

Κυρίες και Κύριοι: 
έστησα τρεις αψίδες και με χέρι αδέξιο τοποθέτησα 16 πάνω τη μούσα, τον άγγελο και το ντουέντε. 
Η μούσα μένει ακίνητη. Μπορεί να κρατήσει τον πολύπτυχο χιτώνα της, τα αγελαδίσια μάτια της που ατενίζουν την Πομπηία ή την πλατιά μύτη με τα τέσσερα πρόσωπα που της έδωσε ο φίλος της ο Πικάσσο.
 Ο άγγελος μπορεί να ανεμίσει στα μαλλιά που ζωγράφισε ο Αντονέλλο ντε Μεσσίνα ή να φτερουγίσει στις πτυχές του Λίππι και στο βιολί του Μασσολίνο και του Ρουσσώ. 
Μα το ντουέντε; Πού είναι το ντουέντε; Μέσα από την άδεια αψίδα υψώνεται ένας άνεμος του νου που πνέει ακατάπαυστα πάνω από τα κεφάλια των νεκρών σε μια ατελείωτη αναζήτηση για καινούρια τοπία κι ανυποψίαστους τόνους. Ένας άνεμος που μυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκομμένο χορτάρι και πέπλο μέδουσας αγγέλλοντας το αιώνιο βάπτισμα των νιογέννητων πραγμάτων.
Είναι φανερό πως κάθε τέχνη έχει το δικό της ξέχωρο ντουέντε. Όλα όμως ενώνουν τις ρίζες τους στο σημείο όπου προβάλλουν οι “μαύροι ήχοι” του Μανουέλ Τόρες, ύστατη ύλη, αδέσποτη κι ολότρεμη κοινή βάση του μουσαμά – «μαύροι ήχοι» που πίσω τους ανακαλύπτουμε τρυφερά αδελφωμένα, ηφαίστεια, μερμήγκια, ζέφυρους και τη μεγάλη νύχτα να ζώνει σφιχτά στη μέση της το Γαλαξία. Κυρίες και Κύριοι: έστησα τρεις αψίδες και με χέρι αδέξιο τοποθέτησα πάνω τη μούσα, τον άγγελο και το ντουέντε. Η μούσα μένει ακίνητη. Μπορεί να κρατήσει τον πολύπτυχο χιτώνα της, τα αγελαδίσια μάτια της που ατενίζουν την Πομπηία ή την πλατιά μύτη με τα τέσσερα πρόσωπα που της έδωσε ο φίλος της ο Πικάσσο. Ο άγγελος μπορεί να ανεμίσει στα μαλλιά που ζωγράφισε ο Αντονέλλο ντε Μεσσίνα ή να φτερουγίσει στις πτυχές του Λίππι και στο βιολί του Μασσολίνο και του Ρουσσώ. Μα το ντουέντε; Πού είναι το ντουέντε; Μέσα από την άδεια αψίδα υψώνεται ένας άνεμος του νου που πνέει ακατάπαυστα πάνω από τα κεφάλια των νεκρών σε μια ατελείωτη αναζήτηση για καινούρια τοπία κι ανυποψίαστους τόνους. Ένας άνεμος που μυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκομμένο χορτάρι και πέπλο μέδουσας αγγέλλοντας το αιώνιο βάπτισμα των νιογέννητων πραγμάτων». [Πηγή: www.doctv.gr]

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

Νίκος Γκάτσος - Αμοργός








Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα

Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια

Αλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμμένα στη θάλασσα

Μήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμμένα λατίνια

Κι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν

Μόνο ν’ ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη

Να κυματίσουνε τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια

Με της καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα

Και τότε θα ‘ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι

Μες στους οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες

Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων

Όταν ο θερισμός εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων



Γι’ αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας

Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια

Να τραγουδήστε τη Μπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους

Όπως περνάει η όχεντρα μες απ’ τα περιβόλια των κριθαριών

Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα

Κι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.



Και μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι

Μη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια

Μη γίνεσαι ΠEΠPΩMENON

Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι

Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου

Ούτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου

Ούτε μεταξωτή φορεσιά για το κεφάλι της φάλαινας.

Είναι πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους

Είναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου

Είναι φωτιά σ’ ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα

Είναι των Τούρκων συμπεθεριό των Αυστραλών πανηγύρι

Είναι λημέρι των Ούγγρων

Που το χινόπωρο οι φουντουκιές πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται

Βλέπουν τους φρόνιμους πελαργούς να βάφουν μαύρα τ’ αυγά τους

Και τόνε κλαίνε κι αυτές

Καίνε τα νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας

Στρώνουν αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες

Με τ’ ασημένια τους χαϊμαλιά με την κορώνα και την πορφύρα

Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιές

Για να περάσουν οι ποντικοί να πάνε σ’ άλλο κελάρι

Να μπούνε σ’ άλλες εκκλησιές να φαν τις Άγιες Τράπεζες

Κι οι κουκουβάγιες παιδιά μου

Οι κουκουβάγιες ουρλιάζουνε

Κι οι πεθαμένες καλογριές σηκώνουνται να χορέψουν

Με ντέφια τούμπανα και βιολιά με πίπιζες και λαγούτα

Με φλάμπουρα και με θυμιατά με βότανα και μαγνάδια

Με της αρκούδας το βρακί στην παγωμένη κοιλάδα

Τρώνε τα μανιτάρια των κουναβιών

Παίζουν κορώνα-γράμματα το δαχτυλίδι τ’ Άη-Γιαννιού και τα φλουριά του Αράπη

Περιγελάνε τις μάγισσες

Κόβουν τα γένια ενός παπά με του Κολοκοτρώνη το γιαταγάνι

Λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού

Κι ύστερα ψέλνοντας αργά μπαίνουν ξανά στη γη και σωπαίνουν

Όπως σωπαίνουν τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ.



Έτσι σ’ ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο

Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή

Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει

Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μία τρυφερή μου αγάπη

Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι

Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της

Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά σιγά σαν τον κλέφτη

Από το παραθύρι της άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!

..........

Λένε πως τρέμουν τα βουνά και πως θυμώνουν τα έλατα

Όταν η νύχτα ροκανάει τις πρόκες των κεραμιδιών να μπουν οι καλικάντζαροι μέσα

Όταν ρουφάει η κόλαση τον αφρισμένο μόχθο των χειμάρρων

Η όταν η χωρίστρα της πιπεριάς γίνεται του βοριά κλωτσοσκούφι.



Μόνο τα βόδια των Αχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας

Βόσκουν ακμαία και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει

Τρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρό νερό μες στ’ αυλάκια

Μυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ’ τον ίσκιο της ιτιάς να κοιμηθούνε.



Πετάτε τους νεκρούς είπ’ ο Ηράκλειτος κι είδε τον ουρανό να χλομιάζει

Κι είδε στη λάσπη δυο μικρά κυκλάμινα να φιλιούνται

Κι έπεσε να φιλήσει κι αυτός το πεθαμένο σώμα του μες στο φιλόξενο χώμα

Όπως ο λύκος κατεβαίνει απ’ τους δρυμούς να δει το ψόφιο σκυλί και να κλάψει.

Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπό σου;

Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ’ όνομά του

Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του

Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει

Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις

Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει

Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου

Άνθη πουλιά ελάφια

Να βρεις μίαν άλλη θάλασσα μίαν άλλη απαλοσύνη

Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ’ άλογα

Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις

Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.

Γιατί κι εσύ θα χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα χει γεράσει.

Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει

Παρ το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο

Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου

Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη

Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου

Δεν ωφελεί το παράπονο

Ίδια παντού θα ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων

Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων

Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας

Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη

Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ’ ένα χαρούμενο χέρι

Φτάνει ν’ ανθίσει μόνο

Λίγο στάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη...

..............

Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει

Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ’ άστρα

Μόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές

Και νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.



Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα

Μόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα

Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά

Και τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα.



Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει

Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει

Κρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης

Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.



Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο

Μόνο ένα βράδυ του Μαγιού πέρασε ένας αγέρας

Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου

Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.



Κι αν θα διψάσεις για νερό θα στύψουμε ένα σύννεφο

Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι

Μόνο καρτέρει μία στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος

N’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.



Μα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη

Είταν του Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα

Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου

Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.


..................



Ξύπνησε γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιά βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας. Το ξέρω είσαι μία φλέβα γυμνή κάτω από το φοβερό βλέμμα του ανέμου είσαι μία σπίθα βουβή μέσα στο λαμπερό πλήθος των άστρων. Δε σε προσέχει κανείς κανείς δε σταματά ν’ ακούσει την ανάσα σου μα συ με το βαρύ σου περπάτημα μες στην αγέρωχη φύση θα φτάσεις μία μέρα στα φύλλα της βερυκοκιάς θ’ ανέβεις στα λυγερά κορμιά των μικρών σπάρτων και θα κυλήσεις από τα μάτια μιας αγαπητικιάς σαν εφηβικό φεγγάρι.

Υπάρχει μία πέτρα αθάνατη που κάποτε περαστικός ένας ανθρώπινος άγγελος έγραψε τ’ όνομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει ακόμα κανείς ούτε τα πιο τρελά παιδιά ούτε τα πιο σοφά τ’ αηδόνια. Είναι κλεισμένη τώρα σε μια σπηλιά του βουνού Ντέβι μέσα στις λαγκαδιές και στα φαράγγια της πατρικής μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη φθορά και στο χρόνο αυτό το αγγελικό τραγούδι θα πάψει ξαφνικά η βροχή και θα στεγνώσουν οι λάσπες τα χιόνια θα λιώσουν στα βουνά θα κελαηδήσει ο άνεμος τα χελιδόνια θ’ αναστηθούν οι λυγαριές θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με τα κρύα μάτια και τα χλωμά πρόσωπα όταν ακούσουν τις καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριά μοναχές τους θα βρουν καπέλα γιορτινά να φορέσουν και φιόγκους φανταχτερούς να δέσουν στα παπούτσια τους.

Γιατί τότε κανείς δε θ’ αστιεύεται πια το αίμα των ρυακιών θα ξεχειλίσει τα ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια τους στα παχνιά το χόρτο θα πρασινίσει στους στάβλους στα κεραμίδια θα πεταχτούν ολόχλωρες παπαρούνες και μάηδες και σ’ όλα τα σταυροδρόμια θ’ ανάψουν κόκκινες φωτιές τα μεσάνυχτα. Τότε θα ‘ρθούν σιγά-σιγά τα φοβισμένα κορίτσια για να πετάξουν το τελευταίο τους ρούχο στη φωτιά κι ολόγυμνα θα χορέψουν τριγύρω της όπως την εποχή ακριβώς που είμασταν κι εμείς νέοι κι άνοιγε ένα παράθυρο την αυγή για να φυτρώσει στο στήθος τους ένα φλογάτο γαρύφαλο.

Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη παρηγοριά και πιο πολύτιμη συντροφιά από μία χούφτα ροδόσταμο και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικό από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Ευρώτα. Καληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μία καλύτερη μέρα. Οι ταξιδιώτες των Ινδιών ξέρουνε περισσότερα να σας πουν απ’ τους Βυζαντινούς χρονογράφους.

............................



O άνθρωπος κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του

Κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και αντάξια της αθανάτου καταγωγής του

Όπως επίσης κατέλιπεν ίχνη των ερειπίων του λυκαυγούς χιονοστιβάδας ουρανίων ερπετών χαρταετούς αδάμαντας και βλέμματα υακίνθων

Εν μέσω αναστεναγμών δακρύων πείνης οιμωγών και τέφρας υπογείων φρεάτων.


......................

Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω

Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας

Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους

Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι

Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.



Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει

Μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα

Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει

Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες

Μπράτσα σηκώνουνται γυμνά με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη

Μπερδεύουνται κραυγές παιδιών με το κελάδημα του πουνέντε

Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες στα ρουθούνια των αγελάδων

Μαντήλια καλαματιανά κυματίζουνε

Και μία καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι

Σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ’ αστέρια

Τόσους αιώνες φευγάτο

Από των Γότθων την ψυχή κι από τους τρούλους της Βαλτιμόρης

Κι απ’ τη χαμένη Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι.

Μα πάνω στ’ αψηλὰ βουνά ποιοί να ναι αυτοί που κοιτάνε

Με την ακύμαντη ματιά και το γαλήνιο πρόσωπο;

Ποιάς πυρκαγιάς να ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;

Μήνα ο Καλύβας πολεμάει μήνα ο Λεβεντογιάννης;

Μήπως αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες;

Ουδ’ Καλύβας πολεμάει κι ουδ’ ο Λεβεντογιάννης

Ούτε κι αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες.

Πύργοι φυλάνε σιωπηλοί μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα

Κορφές κυπαρισσιών συντροφεύουνε μία πεθαμένη ανεμώνη

Τσοπαναρέοι ατάραχοι μ’ ένα καλάμι φλαμουριάς λένε το πρωινό τους τραγούδι

Ένας ανόητος κυνηγός ρίχνει μία ντουφεκιά στα τρυγόνια

Κι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ’ όλους

Με μία βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του

Και κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα

Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Χελμού να πει μία καλησπέρα της Γκόλφως.



Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου

Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα

Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς

Μίαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω

Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας

Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους

Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι

Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.


.................


Ο Ιππότης κι ο θάνατος (1513)





Καθώς σε βλέπω ακίνητο
Με του Ακρίτα τ’ άλογο και το κοντάρι του Αη-Γιωργιού να ταξιδεύεις στα χρόνια
Μπορώ να βάλω κοντά σου
Σ’ αυτές τις σκοτεινές μορφές πού θα σε παραστέκουν αιώνια
Ώσπου μια μέρα να σβηστείς κι εσύ παντοτεινά μαζί τους
Ώσπου να γίνεις πάλι μια φωτιά μες στη μεγάλη Τύχη που σε γέννησε
Μπορώ να βάλω κοντά σου
Μια νεραντζιά στου φεγγαριού τους χιονισμένους κάμπους
Και το μαγνάδι μιας βραδιάς να ξεδιπλώσω μπροστά σου
Με τον Aντάρη κόκκινο να τραγουδάει τα νιάτα
Με το Ποτάμι τ’ Ουρανού να χύνεται στον Αύγουστο
Και με τ’ Αστέρι του Βοριά να κλαίει και να παγώνει –
Μπορώ να βάλω λιβάδια
Νερά που κάποτε πότισαν τα κρίνα της Γερμανίας
Κι αυτά τα σίδερα που φορείς μπορώ να σου τα στολίσω
Μ’ ένα κλωνί βασιλικό κι ένα ματσάκι δυόσμο
Με του Πλαπούτα τ’ άρματα και του Νικηταρά τις πάλες.
Μα εγώ που είδα τους απογόνους σου σαν πουλιά
Να σκίζουν μιαν ανοιξιάτικη αυγή τον ουρανό της πατρίδας μου
Κι είδα τα κυπαρίσσια του Μοριά να σωπαίνουν
Εκεί στον κάμπο του Αναπλιού
Μπροστά στην πρόθυμη αγκαλιά του πληγωμένου πελάγου

Όπου οι αιώνες πάλευαν με τους σταυρούς της παλληκαριάς
Θα βάλω τώρα κοντά σου

Τα πικραμένα μάτια ενός παιδιού
Και τα κλεισμένα βλέφαρα
Μέσα στη λάσπη και το αίμα της Ολλανδίας.

Αυτός ο μαύρος τόπος
Θα πρασινίσει κάποτε.
Το σιδερένιο χέρι του Γκετς θ’αναποδογυρίσει τ’ αμάξια
Θα τα φορτώσει θημωνιές από κριθάρι και σίκαλη
Και μες στους σκοτεινούς δρυμούς με τις νεκρές αγάπες
Εκεί που πέτρωσε ο καιρός ένα παρθένο φύλλο
Στα στήθια που σιγότρεμε μια δακρυσμένη τριανταφυλλιά
Θα λάμπει ένα άστρο σιωπηλό σαν ανοιξιάτικη μαργαρίτα.


Μα εσύ θα μένεις ακίνητος
Με του Ακρίτα τ’ άλογο και το κοντάρι ου Αη – Γιωργιού θα ταξιδεύεις στα χρόνια
Ένας ανήσυχος κυνηγός απ’ τη γενιά των ηρώων
Μ’ αυτές τις σκοτεινές μορφές που θα σε παραστέκουν αιώνια
Ώσπου μια μέρα να σβυστείς κι εσύ παντοτινά μαζί τους
Ώσπου να γίνεις πάλι μια φωτιά μες στη μεγάλη Τύχη που σε γέννησε
Ώσπου και πάλι στις σπηλιές των ποταμιών ν’ αντηχήσουν

Βαριά σφυριά της υπομονής
Όχι για δαχτυλίδια και σπαθιά
Αλλά για κλαδευτήρια και αλέτρια.

Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

Χόρχε Λούις Μπόρχες: Ποιητική τέχνη



Ποιητική τέχνη

Ένα ποτάμι ν’ ατενίζεις από χρόνο και νερό
και να θυμάσαι πως ο χρόνος είν’ άλλο ποτάμι,
να ξέρεις πως χανόμαστ’ όπως το ποτάμι
κι ότ’ οι μορφές περνούνε καθώς το νερό.

Να νοιώθεις πως η αγρύπνια είν’ άλλος ύπνος
που νείρεται πως δε νείρεται, κι ο θάνατος
που η σάρκα μας φοβάται – νάν’ ο θάνατος
της κάθε νύχτας π’ ονομάζετ’ ύπνος.

Να βλέπεις στην ημέραν ή στο χρόνον ένα σύμβολο
των ημερών του ανθρώπου και των χρόνων,
να μεταλλάζεις τη συντέλεια των χρόνων
σε μουσική, σε μύθο και σε σύμβολο.

Να βλέπεις μες στο θάνατο τον ύπνο και στη δύση
ένα χρυσό θλιμένο, τέτοια είναι κ’ η ποίηση
που είναι φτωχή κι αθάνατη. Ναι, κ’ η ποίηση
καθώς η αυγή επιστρέφει, κι ως η δύση.

Κάποτε προς τις βραδυνές ώρες κάποια μορφή
από το βάθος μας κοιτάζει ενός καθρέφτη,
Ωσάν αυτόν η τέχνη πρέπει νάναι τον καθρέφτη
που μας αποκαλύπτει την ίδια μας μορφή.

Λένε πως ο Οδυσσέας, κορεσμένος απ’ τα θαύματα,
από έρωτα έκλαψε ξεκρίνοντας την Ιθάκη
πράσινη, ταπεινή. Κι’ η τέχνη ’ναι κι αυτή μια Ιθάκη
από πράσινη αιωνιότητα κι όχι θαύματα.

Είν’ ακριβώς καθώς τ’ ατέρμονο ποτάμι
που μένει και περνά, κάτοπτρον απ’ τον ίδιο
άστατο εκείνο Ηράκλειτο, που και ίδιο
κι άλλον τον ξέρουμε, καθώς τ’ ατέρμονο ποτάμι.

Μετάφραση : Άγγελος Παρθένης


Ηράκλειτος Το δεύτερο μισοσκόταδο. Η νύχτα που βαθαίνει μες στον ύπνο Η κάθαρση κι η λησμονιά. Το πρώτο μισοσκόταδο. Το πρωινό που ήταν αυγή. Η μέρα που ήταν πρωί. Η πλούσια μέρα που θα καταλήξει σε μια χαμένη βραδιά. Το δεύτερο μισοσκόταδο. Η νύχτα – τούτο το άλλο ένδυμα του χρόνου. Η κάθαρση κι η λησμονιά. Το πρώτο μισοσκόταδο… Το φευγαλέο ξημέρωμα και, καθώς ξημερώνει, η αγωνία του Έλληνα. Τι υφάδι είναι τούτο του είναι του θα ‘ναι και του ήταν; Και ποιο είναι τούτο το ποτάμι που μέσα του κυλάει ο Γάγγης; Τι είναι τούτο το ποτάμι που την πηγή του δεν αντέχεις καν να φανταστείς; Τι είναι τούτο το ποτάμι που παρασέρνει ξίφη και μυθολογίες; Είναι ανώφελο να κοιμηθώ. Κυλάει μες στον ύπνο, στην έρημο, στα υπόγεια. Με παρασέρνει το ποτάμι και το ποτάμι τούτο είμαι εγώ. Είμαι από μια ύλη από αινιγματικό χρόνο που συνεχώς μεταβάλλεται. Ίσως η πηγή να βρίσκεται μέσα μου Ίσως απ’ τη σκιά μου να αναβλύζουν οι μέρες: ανελέητες και φανταστικές. [Πηγή: www.doctv.gr]

Ηράκλειτος Το δεύτερο μισοσκόταδο. Η νύχτα που βαθαίνει μες στον ύπνο Η κάθαρση κι η λησμονιά. Το πρώτο μισοσκόταδο. Το πρωινό που ήταν αυγή. Η μέρα που ήταν πρωί. Η πλούσια μέρα που θα καταλήξει σε μια χαμένη βραδιά. Το δεύτερο μισοσκόταδο. Η νύχτα – τούτο το άλλο ένδυμα του χρόνου. Η κάθαρση κι η λησμονιά. Το πρώτο μισοσκόταδο… Το φευγαλέο ξημέρωμα και, καθώς ξημερώνει, η αγωνία του Έλληνα. Τι υφάδι είναι τούτο του είναι του θα ‘ναι και του ήταν; Και ποιο είναι τούτο το ποτάμι που μέσα του κυλάει ο Γάγγης; Τι είναι τούτο το ποτάμι που την πηγή του δεν αντέχεις καν να φανταστείς; Τι είναι τούτο το ποτάμι που παρασέρνει ξίφη και μυθολογίες; Είναι ανώφελο να κοιμηθώ. Κυλάει μες στον ύπνο, στην έρημο, στα υπόγεια. Με παρασέρνει το ποτάμι και το ποτάμι τούτο είμαι εγώ. Είμαι από μια ύλη από αινιγματικό χρόνο που συνεχώς μεταβάλλεται. Ίσως η πηγή να βρίσκεται μέσα μου Ίσως απ’ τη σκιά μου να αναβλύζουν οι μέρες: ανελέητες και φανταστικές. [Πηγή: www.doctv.gr]

Κυριακή 19 Μαΐου 2019

Νικήτας Ράντος -Σπαράγματα

Να φύγει!
Αλλού να διεκδικήσει της πολύ φιλίας τα πρωτεία.
 Να φύγει; να αγωνισθεί; 
— Παίζεται η φήμη του. 
Είναι άντρας, δε φοβάται τη μάχη.
 Μα η φήμη της ομορφιάς πώς σώζεται;

.....

Ό ταν αποτυχία συνθλίβει αισθήματά μας
 κι οι άλλες xt οι προάλλες είν' πολλές 
για να οδεύει άνετα η σάρκα μέσα από τόσες αναποδιές 
δεν αρκούν οι επιθυμίες της να πάψουν να εξεικονίζονται
 πρέπει κι εμείς να φύγουμε, να βρούμε το θάρρος κάποιας φυγής.

΄΄΄΄΄΄

Κήπον κλεισμένον εκάρπωσα 
νυχτάνθεμα και κυνανθοί 
ευωδία αβύσσων, 
κήπος γραμμάτων με περιβάλλει, 
πολύχρωμος ερμητικός
 χρωματόσωμον ο λόγος.
 Βασανίζω εικόνες
 με λέξεις που τις καθυστερούν 
αναγνωρίζω διαφορές 
αλλιώς δεν επέρχεται το ποίημα 
κι επανέρχονται τοπωνυμίες κι ανέκδοτα.
 Καθυστερημένα όνειρα βρωμούν σαν μπακαλιάρος 
Γιαννιώτικα Πολίτικα, μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα
 βρωμούν σαν παλαμίδα.
 Στιγμές σκορπισμένες στα βράχια 
πεύκα πεπονόφλουδες κάπότές καπότες
στιγμές βουλιαγμένες στα χρόνια. 
Το φύσημα πνοής ανάμεσα στα φύλλα και τα φύλα. 
Δαφνί και δάφνη ο κόσμος εντόσθια εντός μου. 
Τώρα ζητώ την μανίαν ν' αμβλύνει το χαρτί.

.....

Οι πίνακες κρέμονται στα μουσεία μέχρι να γίνουν αριστουργήματα. Οι αλήτες μένουν κλειδωμένοι στα κελιά τους μέχρι να γίνουν εγκληματίες.
....

Γιατί να προσεύχεσαι ενώ μπορείς να ανησυχείς; (από τους Αφορισμούς)
....

Αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι μεγάλοι δάσκαλοι που σπάνια βρίσκονται στα πανεπιστήμια, γιατί ο ρόλος των δασκάλων δεν είναι να εξηγούν αλλά να επι-κοινωνούν ανακαλύψεις. Οι μεγάλοι δάσκαλοι μπορούν μόνο να εμπνεύσουν, γι’ αυτό δεν γίνονται καθηγητές αλλά ηγέτες. (Αποσπάσματα από Πανεπιστημιακές διαλέξεις και κείμενα)
.....

«Άναψες φωτιά μεσ’ στην καρδιά μας
Μη σβύσει προτού κάψει πύργους και παλάτια» (αφιέρωμα «Μ»).
.....

«Οι δειλοί φοβούνται τ’ αποτελέσματα, είναι τύποι αντιποιητικοί. Μα η τέχνη είναι πυριτιδαποθήκη, απόδειξη ο Παρθενών!».
.....

Συχώρεσέ με, δάσκαλε, για την ασέβειά μου
συχώρεσέ με αν ευχηθώ
να ’ναι λίγα τα ψωμιά σου.
.......


« Ελευθερώστε τους προφήτες
Σκεπάστε τον ουρανό με ποιήματα
Τρομοκρατήστε τον κόσμο!»(«Τραγούδι της λησμονιάς»)

Νικήτας Ράντος: Αναχώρηση δίχως αστέρια - Κοντά στον άξονά τους-Σκάκι -Υπενθύμισα στον εαυτό μου


Μένει το μέλλον πίσω μας. Ίσως
να προφτάσομε να χαράξουμε το
ήρθεν η στιγμή.



  Αναχώρηση δίχως αστέρια


Καθώς ή ανάμνηση τό νερό κάτω από τό καράβι καί ή ώρα
των πιό μεγάλων μυστικών
Τό όνομά σου είναι μπλε ένα μπλέ της φωτιάς καί της έλπίδας
Θά ’θελα νά τό αφανίσω
Νά κηλιδώσω τό ζεστό σου αίμα καί νά πνίξω την τόλμη μου
Τό αίμα χάθηκε στά μοιρολόγια
Έχασα τό κλειδί των όνειροπολήσεών σου
Σέ έχασα σά μιά πεντάρα ανάμεσα σέ εκατομμύρια άλλες
Ζήλευα τόν ίδιο μου τόν εαυτό
Καί την απεραντοσύνη των θαλασσών


’Αλλά είναι εσένα πού λυπάμαι
Τά ταξίδια σου χωρίς όνειρα
Τίς άγονές σου νύχτες
Τά μαλλιά σου πού παίζουν μόνα τους
Τά όνειρά σου χωρίς καθρέφτες παγωμένα όπως ή έπιθυμία ένός άλλου
Ίχνη αίματος καταυγάζουν τό πρόσωπο



Είμαι άπείρως περισσότερος από τό πλούσιο καί ηδυπαθές χρώμα
ένός εγκλήματος
Πέρα από ένας καθρέφτης γιά τά μάτια σου
Πέρα από τήν αναχώρησή σου
Πέρα από ένα αβέβαιο μέλλον
Περπατάω χωρίς ηχώ
Ή επιστροφή σου δέ θά προσέθετε τίποτα
Μαζί είμαστε πάρα πολλοί γιά μάς τούς ίδιους
Πάρα πολλοί σάν ένας στρατός σέ άτακτη υποχώρηση ή μιά κακή σοδειά
“Ολα μυρίζουν προδοσία ένα όνειρο πού διακόπτεται μιά σκέψη
πού ξεφεύγει απ’ τόν αέρα
Ή αναμονή έκ γενετής τυφλή
Πριν σέ γνωρίσω ή φωτιά ήτανε ιερή
Τώρα είναι ή γη πού καταρρέει
Θά επινοήσουμε κάτι άλλο
Μιά καρδιά πού νά λειτουργεί σά δαιμόνια μηχανή
Μιά ήμιτονοειδή ή έναν καινούργιο χαρταετό
‘Έναν καινούργιο χώρο ένα καινούργιο επίχρισμα γιά την αύγή
Δεν τά ’κλεψαν δλα ούτε τά καταβρόχθισαν
Ό ουρανός είναι απέραντος καί πέφτοντας τό πιό μικρό αστέρι
θά τρόμαζε τά μάτια σου



(Παρίσι 1939)



Κοντὰ στὸν ἄξονά τους…

Κοντὰ στὸν ἄξονά τους – μιὰ νύχτα, μιὰ νύχτα γιομάτη – ἀνοίξαμε,
κάτου ἀπὸ τὴ σκιὰ διπλωμένων πανιῶν, τὰ μαῦρα πέπλα τῆς χαρᾶς μας.
Κι ἀντὶς ἀπὸ γέλοια κι ἀντὶς ἀπὸ δάκρυα – δὲν εἴχαμε καιρὸ γιὰ τέτοιες ἐκδηλώσεις –
κλείσαμε τὰ ὁλάνοιχτα μάτια μας, ἀνοίξαμε τὰ σφραγισμένα μας χείλια.
Διπλασιάστηκε ἡ νύχτα καὶ μᾶς κατάπιε.
Ποτισμένη ἀπὸ μαῦρα φιλιά, φάνηκε ἄσπρη.
Σφιχτοδεμένοι, τὸν κόσμον ὅλο εἴδαμε ἀλλιῶς
– καὶ στὸ ἄγγιγμα τῶν δοντιῶν δυὸ στομάτων ἔτριξε ἡδονικὰ ὁ σκελετὸς τὴν ἀπόκρισή του.



Σκάκι

Ένας κόσμος-ένας κόσμος τετράγωνος ο κόσμος μου.
Στις απλοποιημένες του διαστάσεις χαρακώνονται οι ορίζοντες των
ημερών, της ισονυκτίας η αντιθετική επιφάνεια.
Όλα τα εγκλήματα της ζωής-πανουργίες φόνοι-ξαναζούν απάνου
στο σιντέφι και στον όνυχα όπου επίπονα γλιστρούν άκαρδου
νου τα φιλντισένια σύμβολα τα είδωλα από κοράλλι.
Ο δρόμος τους, οι επικίνδυνοι σταθμοί των, οι απογοητεύσεις και
τα λάφυρα-χαρές γι αυτό που ήτανε καρδιά.
Τώρα με του χεριού τη σπάνια κίνηση να περιπλέξει το ξερό
παιχνίδι.
Το αίμα που κυλάει, οι βιασμοί, ό,τι κρυφό έχει η ψυχή, δε διακρίνεται
στις αυστηρές του μεταβολές.
Όσοι όμως ξέρουν τους κανονισμούς, στο κάτοπτρο βλέπουν τις
φρικτές εικόνες που δύο παίκτες κλείσανε σʼ εβένινο πλαίσιο
και προσπαθούν με λιτές κούκλες να σκεπάσουν.

*
Την Ευρυδίκη που θα χάσεις την έχεις ήδη χάσει
ήσουν εσύ η Ευρυδίκη όταν ο χάρος
απʼ τη ζωή και την Ελένη σου
να σʼ αποσύρει τάχθηκε.

Σε ξαναείδε η μέρα.
Ρίξε πίσω σου το φως που μας προσδοκά
ατένισε άσβηστον φως. Φως κι ο λόγος.
Ζει του Ολυμπιονίκη μονάχα ο Πίνδαρος.
Ρήματα Σίβυλλας, αποφάσεις κύβων
το σεληνόφως της Ελένης
της φλογεράς λύρας η αδαμάντινη λάμψη
διακόπτουν το χάος.

*
Φαίδρα φαιδρή μου Φαιδρούλα
απόψε θα χύσουμε αίμα, οδός Μαυρομιχάλη
θα ποδοπατήσουμε αισθήματα κι αισθήσεις.
Τυραννοκτόνοι! Δεν είναι για σένα
η σωφροσύνη της Κυράς Λίμνης
χανούμισσα εσύ χαμένων χαδιών
πορταΐτισσα της Μανίας, λέαινα
της Ακρόπολής μου. Απόψε τα χαλάσματα!

*

Φανάρια ραγίζουν τη νύχτα αόρατου δρόμου
αντιμέτωπος θέληση δεν συγκρατεί τα φρένα
το θύμα: τριαντάχρονος. Συντρίμματα τα πόδια του
τρεις μήνες τουλάχιστον θα μείνει κατάκλινος
προ τριών ημερών συγκατοικεί η ασθένειά μου
στο δωμάτιό του, τον χαρακτηρίζουν
μεσιτικές εργασίες αστικών ακινήτων
στην περιοχή Chelsea. Αναπτύσσει ο νους του
λόγους ακυρώσεων συμβολαίων κι εξοικονόμησε
δομικές ανάγκες δύο του ιατρών.
Ελληνικό μαγειριό της γειτονιάς μας σερβίρει
άριστο καφέ με μηλόπιτες, γεύση apple-pie.

Τον ξαναείδα τις προάλλες, μα τώρα που εύρωστα δέντρα
διακλαδώνουν νέους χαραχτήρες, νέες ουράνιες συνταγές
νέες εκτιμήσεις του τύπου μου χαράσσουν το χαραχτήρα.
Νεότης, γεράματα εντυπώνονται. Σήμερα και χθες
το μελτέμι παίζει με κλάσματα μύθων
καταθέτω εικόνες ενώ η φωτεινή μου
Ελένη συγκρατεί τις φρένες μας εντός του κειμένου.

Ακτίνες κοβαλτίου, μόρια ιωδίου σπέρνονται
στον καταραμένο χώρο. Νέες διαστάσει της ιατρικής.
Παρηγοριέμαι με την αστρολογία κι αυτή
από καιρό σε καιρό καρκινοβατεί με ζωδιακό φως.



Υπενθύμισα στον εαυτό μου

περιπέτεια φόβου και τόλμης.
Το Σαράντα ξεκίνησα από την Λισσαβώνα.
Μα τι συμβαίνει στην Λισσαβώνα;
Ραγίζονται τοίχοι, συσσωρεύονται λέξεις
πλουτίζεται η ρητορική
στο ταξίδι των σελίδων χορεύει η σκέψη
αστράφτει η τύχη και βροντοφωνεί
mare tenebrosa! Η ιστορία δαμάζει
τον ωκεανό με τριήρεις και πετρελαιοφόρα
θησαυροί Κνωσού και Ινδιών
τόλμη θαλασσοπόρων
κύματα του πληθυσμού
ποιητική σύλληψη και κατάληψη της εξουσίας
όνειρα κι αγώνες, αγωνία και ελπίδες.

Τρίτη 9 Απριλίου 2019

Γ.Σεφέρης: Γ' Τὸ ναυάγιο τῆς «Κίχλης» - Φως





«Τὸ ξύλο αὐτὸ ποὺ δρόσιζε τὸ μέτωπό μου

τὶς ὦρες ποὺ τὸ μεσημέρι πύρωνε τὶς φλέβες

σὲ ξένα χέρια θέλει ἀνθίσει. Πάρ᾿ το, σοῦ τὸ χαρίζω-

δές, εἶναι ξύλο λεμονιᾶς...»




Ἄκουσα τὴ φωνὴ

καθὼς ἐκοίταζα στὴ θάλασσα νὰ ξεχωρίσω
ἕνα καράβι ποὺ τὸ βούλιαξαν ἐδῶ καὶ χρόνια-
τὄ᾿λεγαν «Κίχλη» ἕνα μικρὸ ναυάγιο- τὰ κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξὰ στὸ βάθος, σὰν πλοκάμια
ἢ μνήμη ὀνείρων, δείχνοντας τὸ σκαρί του
στόμα θαμπὸ κάποιου μεγάλου κήτους νεκροῦ
σβησμένο στὸ νερό. Μεγάλη ἀπλώνουνταν γαλήνη.

Κι ἄλλες φωνὲς σιγὰ-σιγὰ μὲ τὴ σειρά τους
ἀκολούθησαν- ψίθυροι φτενοὶ καὶ διψασμένοι
ποὺ βγαίναν ἀπὸ τοῦ ἥλιου τ᾿ ἄλλο μέρος, τὸ σκοτεινό-
θἄ ῾λεγες γύρευαν νὰ πιοῦν αἷμα μία στάλα-
ἤτανε γνώριμες μὰ δὲν μποροῦσα νὰ τὶς ξεχωρίσω.

Κι ἦρθε ἡ φωνὴ τοῦ γέρου, αὐτὴ τὴν ἔνιωσα
πέφτοντας στὴν καρδιὰ τῆς μέρας
ἥσυχη, σὰν ἀκίνητη:

«Κι ἂ μὲ δικάσετε νὰ πιῶ τὸ φαρμάκι, εὐχαριστῶ-
τὸ δίκιο σας θἆ ῾ναι τὸ δίκιο μου ποῦ νὰ πηγαίνω
γυρίζοντας σὲ ξένους τόπους, ἕνα στρογγυλὸ λιθάρι.

Τὸ θάνατο τὸν προτιμῶ-
ποιὸς πάει γιὰ τὸ καλύτερο ὁ θεὸς τὸ ξέρει».

Χῶρες τοῦ ἥλιου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρίσετε τὸν ἥλιο.
Χῶρες τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρίσετε τὸν
ἄνθρωπο.


Τὸ φῶς

Καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια

πληθαίνουν οἱ κριτὲς ποὺ σὲ καταδικάζουν-

καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια καὶ κουβεντιάζεις μὲ λιγότερες

φωνές,

βλέπεις τὸν ἥλιο μ᾿ ἄλλα μάτια-

ξέρεις πὼς ἐκεῖνοι ποὺ ἔμειναν, σὲ γελοῦσαν,

τὸ παραμίλημα τῆς σάρκας, ὁ ὄμορφος χορὸς

ποὺ τελειώνει στὴ γύμνια.

Ὅπως, τὴ νύχτα στρίβοντας στὴν ἔρμη δημοσιά,

ἄξαφνα βλέπεις νὰ γυαλίζουν τὰ μάτια ἑνὸς ζώου

ποὺ ἔφυγαν κιόλας, ἔτσι νιώθεις τὰ μάτια σου

τὸν ἥλιο τὸν κοιτᾶς, ἔπειτα χάνεσαι μὲς στὸ σκοτάδι-

ὁ δωρικὸς χιτώνας

ποὺ ἀγγίξανε τὰ δάχτυλά σου καὶ λύγισε σὰν τὰ βουνά,

εἶναι ἕνα μάρμαρο στὸ φῶς, μὰ τὸ κεφάλι του εἶναι στὸ

σκοτάδι.

Κι αὐτοὺς ποὺ ἀφῆσαν τὴν παλαίστρα γιὰ νὰ πάρουν

δοξάρια

καὶ χτύπησαν τὸ θεληματικὸ μαραθωνοδρόμο

κι ἐκεῖνος εἶδε τὴ σφενδόνη ν᾿ ἀρμενίζει στὸ αἷμα

ν᾿ ἀδειάζει ὁ κόσμος ὅπως τὸ φεγγάρι

καὶ νὰ μαραίνουνται τὰ νικηφόρα περιβόλια-

τοὺς βλέπεις μὲς στὸν ἥλιο, πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο.

Καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ κάναν μακροβούτια ἀπ᾿ τὰ μπαστούνια

πηγαίνουν σὰν ἀδράχτια γνέθοντας ἀκόμη,

σώματα γυμνὰ βουλιάζοντας μέσα στὸ μαῦρο φῶς

μ᾿ ἕνα νόμισμα στὰ δόντια, κολυμπώντας ἀκόμη,

καθὼς ὁ ἥλιος ράβει μὲ βελονιὲς μαλαματένιες

πανιὰ καὶ ξύλα ὑγρὰ καὶ χρώματα πελαγίσια-

ἀκόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξὰ

πρὸς τὰ χαλίκια τοῦ βυθοῦ

οἱ ἄσπρες λήκυθοι.




Ἀγγελικὸ καὶ μαῦρο, φῶς,

γέλιο τῶν κυμάτων στὶς δημοσιὲς τοῦ πόντου,

δακρυσμένο γέλιο,

σὲ βλέπει ὁ γέροντας ἱκέτης

πηγαίνοντας νὰ δρασκελίσει τὶς ἀόρατες πλάκες

καθρεφτισμένο στὸ αἷμα του

ποὺ γέννησε τὸν Ἐτεοκλῆ καὶ τὸν Πολυνείκη.

Ἀγγελικὴ καὶ μαύρη, μέρα-

ἡ γλυφὴ γέψη τῆς γυναίκας ποὺ φαρμακώνει τὸ φυλακισμένο

βγαίνει ἀπ᾿ τὸ κύμα δροσερὸ κλωνάρι στολισμένο στάλες.

Τραγούδησε μικρὴ Ἀντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε...

δὲ σοῦ μιλῶ γιὰ περασμένα, μιλῶ γιὰ τὴν ἀγάπη

στόλισε τὰ μαλλιά σου μὲ τ᾿ ἀγκάθια τοῦ ἥλιου,

σκοτεινὴ κοπέλα-

ἡ καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ βασίλεψε,

ὁ τύραννος μέσα ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο ἔχει φύγει,

κι ὅλες οἱ κόρες τοῦ πόντου, Νηρηίδες, Γραῖες

τρέχουν στὰ λαμπυρίσματα τῆς ἀναδυομένης

ὅποιος ποτέ του δὲν ἀγάπησε θ᾿ ἀγαπήσει,

στὸ φῶς-

καὶ εἶσαι

σ᾿ ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ πολλὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ

τρέχοντας ἀπὸ κάμαρα σὲ κάμαρα, δὲν ξέροντας ἀπὸ ποῦ

νὰ κοιτάξεις πρῶτα,

γιατὶ θὰ φύγουν τὰ πεῦκα καὶ τὰ καθρεφτισμένα βουνὰ

καὶ τὸ τιτιβισμα των πουλιῶν

θ᾿ ἀδειάσει ἡ θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, ἀπὸ βοριὰ

καὶ νότο

θ᾿ ἀδειάσουν τὰ μάτια σου ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς μέρας

πῶς σταματοῦν ξαφνικὰ κι ὅλα μαζὶ τὰ τζιτζίκια.





Πόρος, «Γαλήνη», 31 τοῦ Ὀχτώβρη 1946

Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Καρυωτάκης: «Επέσαμε θύματα εξιλαστήρια του "περιβάλλοντος" και της "εποχής"»

Ο Καρυωτάκης και η εποχή του...
Προσωπογραφία του ποιητή από τον Γιώργη Βαρλάμο

Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται 89 χρόνια από το θάνατο του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη ο οποίος, αυτοκτονώντας στα 32 του χρόνια, άφησε πίσω του, εκτός από τρεις ποιητικές συλλογές, πλήθος ερωτήματα που προβληματίζουν, ακόμη και σήμερα, την κριτική και τους αναγνώστες του. Το φάντασμα του ποιητή δεν «στοίχειωσε» μόνο την πόλη της Πρέβεζας, αλλά και τη νεότερη ελληνική ποίηση. Τι ήταν τελικά ο Καρυωτάκης; Ηταν ο εγωπαθής μισάνθρωπος, ο περιθωριακός, ο παρακμιακός, ο ψυχικά άρρωστος; `Η ήταν ο μαχητικός συνδικαλιστής και ο άτεγκτος και αυστηρός κριτής της εποχής του; Ερωτήματα πιθανόν αναπάντητα, χαρακτηρισμοί, κάποιες φορές, ανακριβείς, και κατηγοριοποιήσεις ενίοτε παραπλανητικές, δεν βοηθούν την κριτική έρευνα του έργου του. Η υπερβολική ενασχόληση με την προσωπική ιδιορρυθμία του και κυρίως με την αυτοκτονία του συσκότισε το έργο του και παραμόρφωσε την ποιητική του φυσιογνωμία.



Αυτό που κυρίως πρέπει να έχουμε στο νου μας, είναι ότι ο Καρυωτάκης υπήρξε ο κατεξοχήν αντιπροσωπευτικός ποιητής της γενιάς του, όπως επισημαίνει ο Τέλλος Αγρας, ο σημαντικότερος κριτικός της καρυωτακικής ποίησης. Ως τέτοιος, λοιπόν, θα πρέπει να κριθεί, ενώ λυδία λίθος της ποιητικής του αξίας είναι ο τρόπος με τον οποίο συνδιαλέγεται ως ποιητής με την ταραγμένη εποχή που ζει.

Η ιστορική πραγματικότητα των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα σηματοδοτεί το «αστέρι» με το οποίο ο Καρυωτάκης και η γενιά του ήρθαν στη ζωή. Αν, προσεγγίζοντας την καρυωτακική ποίηση, αγνοήσουμε αυτήν την πραγματικότητα, αδικούμε, νομίζω, και τον ποιητή και το έργο του. Πρόκειται για μια εποχή γεμάτη συγκρούσεις και αντιθέσεις. Από τη μια ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, η Οκτωβριανή Επανάσταση, η παγκόσμια οικονομική ύφεση, και από την άλλη, στην Ελλάδα, η οικονομική κρίση, η πολιτική αστάθεια, η ιδεολογική σύγχυση. Ταυτόχρονα, το νεοϊδρυμένο Κομμουνιστικό Κόμμα δεν έχει ακόμα ωριμάσει και το εργατικό κίνημα αναπτύσσεται κάτω από τη βαριά σκιά της κρατικής τρομοκρατίας και καταστολής. Οι τραγικές συνέπειες της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η ήττα, ο θάνατος, η προσφυγιά, κλονίζουν τις αρχές και τα ιδανικά της αστικής τάξης και, παράλληλα, τις βεβαιότητες μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, ιδιαίτερα της μικροαστικής. Μπροστά σ' αυτήν την τραγική πραγματικότητα, ο Καρυωτάκης δεν μένει αδιάφορος. Αντίθετα, την αποτυπώνει στην ποίησή του με ειλικρίνεια και ρεαλισμό και αναδεικνύεται δίκαια ως ο αντιπροσωπευτικός ποιητής της γενιάς του. Με ποιον τρόπο συνέβη αυτό; «Ολοι οι δρόμοι οδηγούνε στη Ρώμη», γράφει ο Αγρας, «Ολοι οι δρόμοι ωδήγησαν τον Καρυωτάκη στη Σάτιρα».


Με τη σάτιρα, λοιπόν, και μάλιστα με την πολιτική σάτιρα, ο ποιητής εξελίσσεται σε έναν από τους πρωτοπόρους του ποιητικού ρεαλισμού στον τόπο μας. «Η σάτιρα», παρατηρεί ο Αγρας, «είναι η σφαίρα, όπου, ολιγώτερον από κάθε άλλη, η ποίησις μένει άπρακτη και αδιάφορη από τον έξω κόσμον. Κι ο έξω κόσμος είναι ο ρεαλισμός, η κοινωνία - η πολιτική. Στο Αγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον Κόσμο, ο Μιχαλιός, Ωδή εις Ανδρέαν Κάλβον, Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον - ιδού τέσσερα ποιήματα του Καρυωτάκη εμπνευσμένα από την πολιτική, χωρίς όμως να ξεφεύγουν καθόλου από τα σύνορα της τέχνης».



Με την πολιτική σάτιρα ο ποιητής εγκαταλείπει τα ιδιωτικά θέματα και παραμερίζοντας την εσωστρέφειά του συναντά το «περιβάλλον» και την «εποχή». Η συνάντηση αυτή, προσωπική και βιωματική αρχικά, μετουσιώνει την ποίησή του, όχι μόνο ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς τη μορφή της. Χωρίς να προσπαθεί πια να δραπετεύσει από την πραγματικότητα, ζει από κοντά το δράμα της προσφυγιάς ως προϊστάμενος του Γραφείου Εγκαταστάσεως Προσφύγων, θέση στην οποία τοποθετήθηκε στις 18 Δεκέμβρη 1923. Ταυτόχρονα, όμως, έρχεται αντιμέτωπος με τις καταχρήσεις και τις αυθαιρεσίες πολλών απ' αυτούς που εμπλέκονται στην υπόθεση της αποκατάστασης των προσφύγων. Το ελληνικό κράτος είναι υποχρεωμένο να λύσει ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα: Από τη μια έπρεπε να αποκαταστήσει 1.500.000 πρόσφυγες, ενώ από την άλλη είχε να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις των «γηγενών», αντιδράσεις που έφταναν μέχρι την αυτοδικία, για τις υποχρεωτικές απαλλοτριώσεις.

Ετσι, λοιπόν, η τραγωδία των προσφύγων από τη μια και η δυσοσμία των δημοσίων σκανδάλων από την άλλη λειτουργούν σαν ωστικό κύμα που ρίχνει τον Καρυωτάκη στον έξω κόσμο, στην πραγματικότητα της εποχής του: Εκλέγεται στις 13 Γενάρη του 1928 γενικός γραμματέας της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών και ως συνδικαλιστής δρα με πάθος και μαχητικότητα. Συγκρούεται με την εξουσία, αποκαλύπτει σκάνδαλα και μετατίθεται δυσμενώς στην Πρέβεζα, «στη θλιβερώτερη επαρχία του θλιβερώτερου τόπου του κόσμου», όπως τη χαρακτήρισε κάποιος κριτικός.


Ο τρόπος με τον οποίο ο Καρυωτάκης ανταποκρίνεται - τόσο με τις πράξεις του όσο και με την ποίησή του - στη Μικρασιατική Εκστρατεία και στην τραγωδία που επακολούθησε, φανερώνει τη σχέση του με την κοινωνία της εποχής του. Η σάτιρα Εις Ανδρέαν Κάλβον, ένα από τα σημαντικότερα ίσως πολιτικά ποιήματα της νεότερης ελληνικής ποίησης, αποτυπώνει έξοχα τη σχέση αυτή. Η ειρωνεία, ο σαρκασμός, η ανελέητη επίθεση στις αξίες των αστών συγκροτούν τον θεματικό πυρήνα του ποιήματος. Μορφολογικά το ποίημα παρουσιάζει ενδιαφέρον, γιατί συνθέτει την παρωδία με τη σάτιρα. Από τη μια, οι δεκαπέντε πεντάστιχες στροφές του μιμούνται το λεξιλόγιο, τη σύνταξη και τη στιχουργική των κάλβειων ωδών, ενώ από την άλλη η ανάπτυξη του θέματος, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τις εξωκειμενικές σημάνσεις, παραπέμπει στις δραματικές συνέπειες της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Θα λέγαμε ότι η παρωδία υποστηρίζει τη σάτιρα και η σάτιρα προϋποθέτει την παρωδία. Διαλεγόμενος, λοιπόν, ο Καρυωτάκης με τον Ανδρέα Κάλβο και τις Ωδές του, γίνεται άτεγκτος κριτής της πολιτικής, κοινωνικής και ηθικής παρακμής της εποχής του.



Ο Κάλβος έγινε μεγάλος ποιητής υμνώντας τους αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης και τα ιδανικά τους. Από την αρετή τους άντλησε την ποιητική μεγαλοσύνη του. Σε μια εποχή παρακμής όμως, μας λέει ο Καρυωτάκης, ένας ποιητής σαν τον Κάλβο είναι καταδικασμένος στη σιωπή. Πώς θα μπορούσε να εμπνευστεί από τις πολιτικές φιλοδοξίες, τις ίντριγκες και τα ψεύτικα οράματα που εξέθρεψαν τη Μεγάλη Ιδέα και οδήγησαν τον Αύγουστο του 1921 τον ελληνικό στρατό στον Σαγγάριο, τον μοιραίο ποταμό, όπου, παρά τη νίκη των Ελλήνων, κρίθηκε η τύχη της Μικρασιατικής Εκστρατείας; Ο Κάλβος έγραψε τις Ωδές του σε μια εποχή που η αστική τάξη βρισκόταν στην ακμή της. Ο Καρυωτάκης, από την άλλη, βίωσε με τον πιο τραγικό τρόπο την παρακμή της αστικής τάξης, η οποία, και με το ξεθώριασμα της Μεγάλης Ιδέας, δεν μπορούσε πια να εμπνεύσει κανένα ιδανικό στην ελληνική κοινωνία. Συνομιλώντας με τον Κάλβο, ο Καρυωτάκης καταγγέλλει:

Ιππους δεν επιβαίνουσι, / αμή την εξουσίαν / και του λαού τον τράχηλον / ιδού, μάχονται οι ήρωες / μέσα στα ντάνσιγκ. / Τις δάφνες του Σαγγαρίου / η Ελευθερία φορέσασα / γοργά από μίαν χείρα / σ' άλλην περνά και σύρεται / δούλη στρατώνος.

Αναρωτιέμαι πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε αυτό το ποίημα, παρά ως την ενσυνείδητη αντίθεση του ποιητή στη στάση και τη συμπεριφορά της αστικής τάξης της εποχής του.


Ωστόσο, ο Καρυωτάκης συνειδητοποιεί ταυτόχρονα την προσωπική του αδυναμία, καθώς και την αδυναμία των ποιητών της γενιάς του να δράσουν, να συγκρουστούν δυναμικά με το κατεστημένο και, με την ανατροπή του, να αλλάξουν τελικά τον κόσμο. Με ειρωνεία που φτάνει τον σαρκασμό, γράφει στο ποίημα Ολοι μαζί:



Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς, / κι αν ξενυχτούμε κάτω απ' τα γεφύρια, / επέσαμε θύματα εξιλαστήρια / του «περιβάλλοντος» και της «εποχής».

Οπως φαίνεται, ο ποιητής δεν έχει αυταπάτες για την έλλειψη εσωτερικής δύναμης, που τον οδήγησε πρώτα στην αδράνεια, έπειτα στο προσωπικό αδιέξοδο και τέλος στην αυτοκτονία.

Ο Καρυωτάκης δεν πρόλαβε να γράψει πολλά ποιήματα - εξάλλου σύντομη ήταν η ζωή του, σύντομο και το έργο του. Κατήγγειλε, όμως, με πάθος και παρρησία τις «δημόσιες αμαρτίες» της εποχής του. Τις κατήγγειλε ως ποιητής μείζων και, ως τέτοιον, πρέπει να τον θυμόμαστε: «[...] μη τον ξεχνάτε, και ακόμη, να τον αγαπάτε», μας προτρέπει ο Ανδρέας Εμπειρίκος. «Ητο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις - είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης».

Μαρία ΠΕΣΚΕΤΖΗ
Διδάκτωρ Φιλολογίας



Κωστας Καρυωτάκης - Εις Ανδρέαν Κάλβον και 3 ακομη ποιηματα



Ω μεγάλε Ζακύνθιε,
των ωδών σου τα μέτρα,
υψηλά, σοβαρά,
τους αγώνες εκάλυπτον
εκτεταμένους.

Της δουλείας τα βάρβαρα
σκοτάδια κατεξέσχισεν,
όταν εγράφη πύρινος,
η αστραπή των όπλων 
(και η αρετή σου).

Ως ήλιος, αναβάν
τον Όλυμπον, εστάθη
πάνω εις γυμνά χωράφια,
εις ανθισμένα ερείπια, 
γνώριμον κλέος.

Αλλά το θείον έναυσμα
η φωνή σου δεν είναι
τώρα πλέον. Μας έρχεται
μακρινός και παράταιρος 
ήχος τυμπάνου.

Ολόκληρος αιών,
χείμαρρος, την Ελλάδα,
ταραγμένος, εσάρωσεν
από τα ιδανικά σου, 
την οικουμένην.

Κράτει λοιπόν, ω γέροντα,
την επιτύμβιον πλάκα.
Το πεπαλαιωμένον σου
τραγούδι κράτει. Φύγε,
παραίτησόν μας.

Ή, αν προτιμάς, εξύμνησοναν
τίς γεγυμνωμένων
ξιφών, όσα μαστίγια
προς θρίαμβον επισείονται
 των καφενείων.

Ίππους δεν επιβαίνουσι,
αμή την εξουσίαν
και του λαού τον τράχηλον,
ιδού, μάχονται οι ήρωες
 μέσα εις τα ντάνσιγκ.

Τις δάφνες του Σαγγάριου
η Ελευθερία φορέσασα,
γοργά από μίαν χείρα
σ’ άλλην περνά και σύρεται,
δούλη στρατώνος.

Καθώς, όταν την εύκολον
λείαν αποκομίσει,φεύγει,
 διστάζει, κι έπειτασε 
μια γραμμήν ελίσσεται
πλήθος μυρμήγκων,

μεγάλα προπορεύονται
έντομα, μέγα φέροντα
βάρος, ακολουθούσι,
με φορτίο ελαφρότερο,
μικρότερα άλλα,

και δε βλέπουν στο πλάγι τους
το παιδάκι που στέκει
να γελά τον αγώνα των,
και δεν βλέπουν ότι ύψωσε
τώρα το πέλμα —

ούτω την χώρα νέμεται
η στρατιά της ήττης,
του λαού την απόφασιν,
άτεγκτον, φοβεράν
περιφρονούσα.

Αλλά τί λέγω; Θρήνησε,
θρήνησε την πατρίδα,
νεκράν όπου σκυλεύουν
αλλοφρονούντα τέκνα της,
ω Ανδρέα Κάλβε.

Μικράν, μικράν, κατάπτυστον
ψυχήν έχουν αι μάζαι,
ιδιοτελή καρδίαν,
και παρειάν αναίσθητον
εις τους κολάφους.


Στο άγαλμα της Ελευθερίας
που φωτίζει τον κόσμο



Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου.
 Το φως σου,χωρίς να καίει, 
τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
5λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.

Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτρέτο του Dorian Gray.

Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις τους λείπει.


[Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες…]


Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,

στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.

Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,

στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,

μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,

χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.

Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.

Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις

είναι το καταφύγιο που φθονούμε.




Τί νέοι που φτάσαμεν εδώ


Τί νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.

5Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νιώθουμε τ’ άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.

Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ

νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ’ ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τί να ’χουμε, τί να ’χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ’ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

Αλέξανδρος Μάτσας -Οδυσσέως σύντροφοι και 3 ακόμη ποιήματα!

ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ

Αντεραστής ανάμεσά μας πλάγιασεν
 ο Ύπνος. Πήρε τα γλαυκά μάτια
 και τά ʼκλεισε· πήρε το στόμα
κι έσβησε το μειδίαμα και το φιλί.
 Την ξανθή κόμη χτένισαν τα ήσυχα νερά
 της λήθης, που παρέσυραν τʼ αγαπημένο σώμα
 στον κόσμο των αστέρων και των σκιών.

 Φίλτρα σιγής βιάζουν τα σφαλισμένα χείλη,
 φωνές υπνόβιες τʼ αυτιά, και μες στις φλέβες
ακούω τη βαθιά βοή του ταξιδιού.

 Β!
Ανέδυσες απʼ το βυθό του ύπνου
μʼ αστέρια και κοχύλια μες στα χέρια,
και μες στα μάτια σου, τη σκοτεινή δροσιά
 των θαλασσών.

Καθώς τʼ ανοίγεις, θέλω πρώτος να δεχθώ
το βλέμμα των· μήπως συλλάβω, προτού σβήσει,
 το νόημα του κόσμου που σʼ εκράτησεν
 ολονυκτίς


ΣΥΣΚΟΤΙΣΙΣ 

Βγαίνοντας, κοντοστάθηκε στην όχθη
 της νύκτας, ωσάν δύτης μπρος στη θάλασσα. 
Το σκότος τον κατέκλυσε γοργά. 
Αυτιά και μάτια στάθμισαν τους ήχους
 και την ιδιαίτερη της ώρας οπτική,
 5 έναστρη δρόσος τον πλημμύρισε.
 Ένα στερέωμα κινήθηκε στις φλέβες του. 
Προχώρησε μʼ απόφαση, γεμάτος 
απʼ τη χαρά της ασφαλούς μαντείας, 
νιώθοντας εις τους τοίχους των σπιτιών 
 το βάρος των κλεισμένων ύπνων· 
αλάνθαστος στην ερμηνεία των βημάτων
 και των κινήσεων των σκιών. 

Η μέρα θα τον εύρει χωρίς μνήμη.
 Ίσως, στα μάτια του, καμιάν ανταύγεια, 
 στʼ αυτιά του, μιαν ηχώ του ταξιδιού· 
κι άγνωστον άρωμα στο σώμα του.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟΝ 

Κι αν τίποτα δεν ήθελες να δώσεις, 
η μνήμη μου φιλάργυρη κρατά 
στα μάτια μου, στα χείλη και στο σώμα, 
 τα κλοπιμαία·

 τις δυνατές στιγμές της αληθείας σου,
 το πρόσωπο που σκότωσες, αυτόχειρ,
 τα μάτια σου που είδα φωτισμένα 
από το νόημα της προδομένης σου ζωής.

ΟΔΥΣΣΕΩΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ 

Οι άλλοι γύρισαν για νά βρουν την Ιθάκη 
και το ζεστό ψωμί του νόστου, και κλειστές 
εστίες, όπου στέναζαν γυναίκες. 
Έφερναν πίσω δώρα και χρυσό· 
έπη καλά για βασιλέων εστιάσεις,
 και μες στα μάτια των, πολλά θαμμένα.
 Όταν εκείνα θα ξυπνούν, το βλέμμα 
θα χάνει την σεμνήν ελαία, την αυλή,
 τʼ αγαπημένα πρόσωπα των φίλων, 
και θα πεινά γιʼ άλλες τροφές. 
Τη νύκτα, όταν πέφτουν οι φρουρές 
του σώματος, κι οι άγκυρες ʼλαφρώνουν· 
θα ξαναβρίσκουν ίσως το ταξίδι.
 Δύτης, με πέτρα αγαπητό κεφάλι 
που ξένο πια τον ώμο του βαραίνει,
καθένας θα βυθίζεται βαθιά
 στη λήθη· των ονείρων θηρευτής 
εκστατικός, συμπότης των σκιών 
που αλιεύουν άστρα στο βυθό. 
 Κυψέλη δεν θα γίνει, μήτε δένδρο
  σοφό, με ρίζες έμπειρες στη γη,
 με φύλλωμα σεμνό, κι υποταγμένο 
στην ασφαλή δικαιοσύνη των καιρών,
 με την σκιά που γράφει της ημέρας 
την ήσυχη πορεία, κι ωριμάζει 
 στην πρώτην ήβη της νυκτός. 
Οι μέρες και τα έργα θα περνούν 
χωρίς να γίνουν μέλισσες και γύρις· 
δίχως ο νους του να γνωρίσει τη χαρά 
της ώριμης κηρήθρας, σαν το θέρος
 ολόχρυσο στον κόλπο της σταλάζει. 
Αυτά διαβάζαμε στα ξένα μάτια 
που τα δικά μας συναντούσαν στις ακτές 
και μας θυμίζαν την Ιθάκη.
 Κι αν τʼ αγαπήσαμε ποτέ, τι τάχα; 
 Αυτά τα μάτια, λέγαμε, κανείς 
δικός μας θʼ αποκτήσει, της θαλάσσης
 θεριστής. 
 Στέγη λαμπρά και δάπεδον αβάτων κόσμων,
 θείος της θάλασσας αγρός! 
Φαιδρών αφρών αειθαλής συγκομιδή,
  στάχεις αμέτρητοι του πόντου, νίκη
 της ανδροβούλου πρώρας της νεώς! 
Νυμφίοι, και ζεμένοι στο κουπί 
σαν άροτρον, εσπέρναμε δελφίνια 
το έαρ της θαλάσσης, και νησιά 
 που συνοδεύαν το καράβι κι έδυαν.
 Βλέπαμε πρώτα μια κορφή, κατόπιν 
τα δάση, τους λειμώνας με σπαρτά και
 δένδρα, και τα έργα των ανθρώπων.
 Η πόλις ήτο πάλλευκη και τελευταία. 
 Κι αυτήν δεν την κοιτάζαμε πολύ, 
μην η βουλή μας δειλιάσει. 
Έχουμε κι άλλα, λέγαμε, πελάγη 
να σπείρομε, κι είμαστε νέοι ακόμα.
 Οι άνεμοι το νου μας κατοικούσαν. 
 Το κύμα είχε μάθει το ρυθμό
 της δυνατής καρδιάς μας, κι ο βυθός
 μας είχε δώσει τη σιγή του.
 Καμιά φορά, σκυμμένοι στους σκαρμούς,
 τη μέρα βλέπαμε να λούεται στα βάθη 
του σκοτεινού σαπφείρου, μες στʼ αργό 
στερέωμα, δεσμία νύκτας ξένης. 
Θαλάσσιο ξύλο μόνο μας εχώριζε.
 Δίψα ζωής, ελέγαμε, δίψα θανάτου, 
μοιραίες αδελφές, απʼ την αυτή πηγή 
 γεμίζετε τις δίδυμες υδρίες! 
ω κυβερνήτιδες του πλοίου, των ψυχών μας 
 πλοηγοί!
 Γιʼ αυτό και δεν γυρίσαμε στʼ ακίνητα χωράφια,
 στα σπίτια μας, στους τάφους· τα πιστά 
 παιδιά, τα χωρίς δόξα.
 Της ποντοπόρου μέρας κυνηγοί.
 Πάντα σε κάποια θάλασσα, στο πλοίο,
 κέντρον πλανώμενον της γλαυκής σφαίρας 
 του Καιρού.