Εἶδα μία χώρα ξωτικιὰ στ᾿ ἀνήσυχο ὄνειρό μου:
πόσ᾿ ὄμορφη δὲ θὰ τὸ πεῖ ποτὲ καμιὰ ψυχή.
Τὸ νοῦ μου πῆρε κι ἄφησα τὸ φτωχικὸ χωριό μου
κι ἔκανα τάμα μόνο ἐκεῖ ν᾿ ἀράξω· μόνο ἐκεῖ.
Τρελλὸ παιδὶ ξεκίνησα δεμένο μὲ τὰ μάγια
τοῦ ὀνείρου μου, κι ἐγνώρισα τὶς χῶρες τοῦ γιαλοῦ,
εἶδα τὶς χῶρες π᾿ ἄστραφταν σὲ κάμπους καὶ σὲ πλάγια,
μὰ ἡ χώρα μου, ὅλο πήγαινα- κι ἤτανε πάντ᾿ ἀλλοῦ.
Διαβάτες μ᾿ ἀνταμώσανε καλοὶ καὶ μοῦ ῾παν: Μεῖνε
εἶν᾿ ὄμορφη κι ἡ χώρα μας· καιρὸς ν᾿ ἀράξεις πιά.
εἶν᾿ ὄμορφη κι ἡ χώρα σας, διαβάτες, μὰ δὲν εἶναι
ἐκείνη ποὺ ὀνειρεύτηκα καὶ μὲ τραβάει μακριά.
Ἔτσ᾿ εἶναι. Σῦρτε, κι ἄστε μὲ νὰ σιγοταξιδεύω
καὶ νὰ περνάω μονάχος μου καὶ κάμπους καὶ βουνά,
ἴσως τὴ βρῶ· μ᾿ ἂν δὲν τὴ βρῶ τὴ χώρα ποὺ γυρεύω
μὴ μοῦ ζητᾶτε, ἀδέρφια μου, ν᾿ ἀράξω πουθενά...
Ἡ Θαμπωμένη Χώρα
Πολλές φορὲς στοῦ δειλινοῦ τὴ μυστικὴ τὴν ὥρα,
ὅταν γυρνῶ μὲ τὴν ψυχὴ βαριὰ συλλογισμένη,
πολλὲς φορὲς στὴν ἐρημιὰ βγαίνει μίαν ἄυλη χώρα,
μιὰ χώρα πάντα σιωπηλὴ καὶ πάντα θαμπωμένη.
Τὰ σπίτια της εἶναι κλειστὰ κι εἶναι παλιά. Κλωνάρια
ξεβγαίνουν μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς φτωχὲς αὐλές, τὶς ρημαγμένες,
στοὺς τοίχους, στὰ κατώφλια τους, φυτρώνουνε χορτάρια
κι οἱ στέγες μὲς στὴν πράσινη τὴ μούχλα εἶναι ντυμένες.
Ἔτσι εἶναι. Κι ἄλλα τά ῾χω δεῖ -θαρρῶ- στὰ μαῦρα ξένα,
ἄλλα ἐδῶ πέρα στὸ χωριό, καὶ κάποια στὸ νησί μου,
κάποια στὸ δρόμο τοῦ γιαλοῦ, σὲ χρόνια εὐτυχισμένα,
κι ὅλα τους, κι ὅλη ἡ χώρ᾿ αὐτὴ μοῦ λέει γιὰ τὴ ζωή μου.
Ἄ! Καθὼς μπαίνω στ᾿ ἄχαρα τὰ βραδινὰ στενά της,
κανένας δὲν ὑπάρχει πιὰ νὰ βγεῖ νὰ μ᾿ ἀπαντήσει,
ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος κι ὁ στερνὸς ποὺ τὰ περνῶ διαβάτης·
θυμᾶμαι ἀγάπες· σβήνεται τὸ λίγο φῶς στὴ δύση·
Σβήνεται ἀγάλια ὁλότελα. Κι ἡ χώρα ἡ θαμπωμένη
μαζὶ μ᾿ ἐκεῖνο σιωπηλὴ βυθίζεται μακριά μου,
γυρνάω σκυφτός. Κι ἀλλοίμονο! τριγύρω μου δὲ μένει
παρὰ ἡ νυχτιά, κι ἡ σκοτεινιὰ κι ἡ ἀτέλειωτη ἐρημιά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου