Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Τσεζάρε Παβέζε Κόκκινη γη και 6 ακόμη ποιήματα


Είσαι σαν κάποια γη

Είσαι σαν κάποια γη
που κανένας ποτέ δεν ονόμασε.
Δεν περιμένεις τίποτα
μόνο τη λέξη
που θ’ αναβλύσει απ’ το βάθος
σαν καρπός στα κλαριά.
Ένας άνεμος σε προλαβαίνει.
Στεγνά και μαραμένα πράγματα
σε κατακλύζανε και φεύγουν με τον άνεμο.
Μέλη και λόγια αρχαία. Τρέμεις
μέσα στο καλοκαίρι.


Το θλιμμένο κρασί

Το δύσκολο είναι να την αράξεις στη γωνίτσα σου δίχως να σε προσέξουν.
Τα υπόλοιπα έρχονται μόνα τους. Τρεις γουλίτσες
και σου ξανάρχεται η όρεξη να χάνεσαι στις σκέψεις σου.
Ορθώνεται ένα μακρινό κύμα με ξεχασμένους ψιθύρους,
τα πάντα θολώνουν, και είναι σαν θαύμα
να υπάρχεις για να χαζεύεις το ποτήρι. Η δουλειά
(γιατί οι άντρες δεν μπορούν να μη σκέφτονται τη δουλειά)
ξαναγίνεται το ανέκαθεν μοιραίο: ότι
είναι ωραίο να υποφέρεις
για να μπορείς να χάνεσαι στον πόνο. Μετά, τα μάτια
ατενίζουν το κενό, σαν πονεμένα μάτια τυφλού.

Αν αυτός ο άντρας σηκωθεί, τραβώντας σπίτι για ύπνο
θα μοιάζει μ’ έναν στραβό που ‘χασε το δρόμο. Ο καθένας
μπορεί να ξεμπουκάρει απ’ τη γωνιά και να τον αρχίσει στις γροθιές.
Μπορεί να εμφανιστεί μια γυναίκα, όμορφη και νέα,
αγκαζέ μ’ έναν άντρα, ανθίζοντας.
Όπως κάποτε μια γυναίκα άνθιζε μαζί του.
Μα δεν βλέπει. Δεν μπορεί να δει. Τραβάει σπίτι για ύπνο
και η ζωή του δεν είναι παρά ένας ψίθυρος σιγής.

Σαν τον γδύσεις, θα βρεις σαραβαλιασμένα μέλη
και την επιδερμίδα, καταφαγωμένη. Ποιος να έλεγε
ότι τον διατρέχουν άθερμες φλέβες
εκεί που άλλοτε ζεμάταγε η ζωή; Κανείς δεν θα πίστευε
πως κάποτε μια γυναίκα γέμιζε χάδια και φιλιά εκείνο το κορμί,
που, λουσμένο στα δάκρυα, τρέμει,
τώρα που έφτασε σπίτι για να κοιμηθεί,
μα δεν τα καταφέρνει, και αντί να κοιμάται, ανθίζει.


Το πρωί γυρίζεις πάντα

Η πρώτη αχτίδα της αυγής
ανασαίνει με το στόμα σου
στο βάθος των έρημων δρόμων .
Γκρίζο φως τα μάτια σου
γλυκές σταγόνες της αυγής
πάνω στους σκοτεινούς λόφους .
Το βήμα σου κι η αναπνοή σου
πλημμυρίζουν τα σπίτια
σαν τον άνεμο της αυγής .
Η πόλη ριγεί ,
ευωδιάζουν οι πέτρες -
είσαι η ζωή , το ξύπνημα .


Άστρο χαμένο
στο φως της αυγής
ψίθυρος αύρας ,
θαλπωρή , ανάσα -
τελείωσε η νύχτα .


Είσαι το φως και το πρωί .



Τη νύχτα που κοιμήθηκες

Ακόμα κι η νύχτα σου μοιάζει ,
η μακρινή νύχτα που κλαίει
βουβά , βαθιά στην καρδιά ,
και τ΄ άστρα περνούν κουρασμένα .
Κάποιο μάγουλο αγγίζει άλλο μάγουλο -
είναι ένα παγωμένο ρίγος , κάποιος
παλεύει , σ' ικετεύει , μόνος ,
χαμένος μέσα σου , μέσα στον πυρετό σου .

Η νύχτα υποφέρει , λαχταρά την αυγή ,
φτωχή καρδιά που τρέμεις .
Ω , κλειστό πρόσωπο , σκοτεινή αγωνία ,
πυρετέ που πικραίνεις τ' αστέρια ,
υπάρχει κάποιος που σαν κι εσένα
λαχταρά την αυγή
γυρεύοντας το πρόσωπο σου στη σιωπή .
Απλώθηκες κάτω απ' τη νύχτα
σαν ένας κλειστός , πεθαμένος ορίζοντας
Φτωχή καρδιά που τρέμεις ,
κάποτε ήσουν η αυγή .

Εσύ δεν ξέρεις 

Εσύ δεν ξέρεις τους λόφους
εκεί που χύθηκε το αίμα.
Όλοι μας φεύγαμε
όλοι μας ρίξαμε
το όπλο και τ’ όνομά μας. Μια γυναίκα
μας κοιτούσε που φεύγαμε.
Ένας μονάχα από μας
στάθηκε εκεί με σφιγμένη γροθιά,
είδε τον άδεια ουρανό,
έσκυψε το κεφάλι και πέθανε
μπροστά στον τοίχο, σωπαίνοντας.
Τώρα, ένα αιμάτινο κουρέλι
και τ’ όνομά του. Μια γυναίκα
μας περιμένει στους λόφους.

Κόκκινη γη 

Κόκκινη γη μαύρη γη,
εσύ έρχεσαι απ’ τη θάλασσα,
απ’ τη φρυγμένη βλάστηση,
όπου λέξεις αρχαίες
κι αιμάτινος μόχθος
και γεράνια στα βράχια-
δε γνωρίζεις τι φέρνεις
από θάλασσα λέξεις και μόχθο,
εσύ, πλούσια σαν μνήμη,
σαν τ’ άνυδρα χώματα,
συ σκληρή και γλυκύτατη
λέξη, αρχαία από αίμα
συσσωρευμένο στα μάτια˙
νεαρή, σαν καρπός
που εποχή είναι και μνήμη-
αναπαύεται η ανάσα σου
κάτω απ’ τον αυγουστιάτικο τον ουρανό,
το βλέμμα σου ελιές
που γλυκαίνουν τη θάλασσα,
και συ ζει ξαναζείς
δίχως έκπληξη, σίγουρη
σαν τη γη σκοτεινή
σαν τη γη, πατητήρι
των ονείρων και των εποχών
που αναδύεται μες στο φεγγάρι
πανάρχαιο, όπως
τα χέρια της μάνας σου
η χύτρα της τζάκι.


Οι γάτες θα το ξέρουν 

Ακόμα θα πέφτει η βροχή
στα γλυκά σου λιθόστρωτα
μια σιγανή βροχή
σαν φύσημα ή σαν βήμα.
Ακόμα η αύρα και η αυγή
θ' ανθίζουν απαλά
σαν κάτω από το βήμα σου,
όταν εσύ θα ξαναγυρίζεις.
Ανάμεσα στα λουλούδια και στα πρεβάζια
οι γάτες θα το ξέρουν.

Θά 'ρθουν άλλες μέρες
θά 'ρθουν άλλες φωνές.
Θα χαμογελάς μονάχη σου.
Οι γάτες θα το ξέρουν.
Θ' ακούς λέξεις παλιές
λέξεις κουρασμένες και άδειες
όπως τα παρατημένα ρούχα
της χθεσινής γιορτής.
Θα κάνεις χειρονομίες
θ' απαντάς με λέξεις'
πρόσωπο της άνοιξης
θα κάνεις και συ χειρονομίες.

Οι γάτες θα το ξέρουν,
πρόσωπο της άνοιξης,
και η σιγανή βροχή,
η αυγή με τα χρώματα των υακίνθων
που κομματιάζουν την καρδιά
εκείνου που δεν ελπίζει πλέον σε σένα,
είναι το λυπημένο χαμόγελο
που χαμογελάς μονάχη σου.
Θά 'ρθουν άλλες μέρες,
άλλες φωνές και ξυπνήματα.
Την αυγή θα υποφέρουμε,
πρόσωπο της άνοιξης.

2 σχόλια: