Δ΄
ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΜΟΥ άθροισα και δε σε βρήκα
πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το χέρι
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!
Πήραν άλλοι τη Γνώση και άλλοι την Ισχύ
το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας
και μικρές προσωπίδες, τη χαρά και τη θλίψη,
στη φθαρμένη την όψη αρμόζοντας.
Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα,
τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου έριξα,
γενναιόδωρα πίσω μου έριξα
την 'Ισχύ και τη Γvώση.
Τις ημέρες μου άθροισα κι έμεινα μόνος.
Είπαν άλλοι: γιατί; κι αυτός να κατοικήσει
το σπίτι με τις γλάστρες και τη λευκή μνηστή.
Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μου άναψαν
γινάτι γι' άλλες, πιο λευκές Eλένες!
Γι' άλλη, πιο μυστικήν αντρεία λαχτάρησα
κι από κει που με μπόδισαν, ο αόρατος, κάλπασα
στους αγρούς τις βροχές να γυρίσω
και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων!
Είπαν άλλοι: γιατί; κι εκείνος να γνωρίσει
κι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια του άλλου.
Άλλου μάτια δεν είδα, δεν αντίκρισα
παρά δάκρυα μέσα στο Κενό πού αγκάλιαζα
παρά μπόρες μέσα στη γαλήνη πού άντεχα.
Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα
και τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!
Ε΄
ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΜΟΥ στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος. Mνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω. Ταράζεται ο καιρός κι απ' τα πόδια τις μέρες κρεμάζει αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων. Ποιοι, πως, πότε ανέβηκαν την άβυσσο; Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές; Τ' ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά. Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω. Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις Εσύ μόνη απ' την κόψη της πέτρας μιλάς. Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις πασχαλιάν αναστάσιμη! Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης! Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται! Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη. Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα. Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά; Τα θεμέλιά μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος!
ΣΤ΄
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ των νεφών και των κυμάτων κοιμάται μέσα μου! Στη θηλή της θύελλας τα σκοτεινά του χείλη και η ψυχή του πάντοτε με της θαλάσσης το λάχτισμα πάνω στα πόδια του όρους! Ξεριζώνει δρυς και δριμύς κατεβαίνει ο θρηίκιος. Μικρά καράβια στου κάβου το γύρισμα ξάφνου μπατάρουν και χάνονται. Και πάλι προβαίνουν ψηλά μες στα νέφη απ' την άλλη μεριά του βυθού. Στις άγκυρες έχουν κολλήσει τα φύκια στα γένια θλιμμένων αγίων. Ωραίες αχτίδες γύρω στην όψη την άλω του πόντου δονούν. Νηστικοί κατά κει τ' άδεια μάτια γυρίζουν οι γέροντες Κι οι γυναίκες τη μαύρη σκιά τους επάνω στον άχραντο ασβέστη φορούν. Μαζί τους εγώ, το χέρι κινώ Ποιητής των νεφών και των κυμάτων! Στο σεμνό τενεκέ με το χρώμα βουτώ τα πινέλα μαζί τους και βάφω: Τα καινούρια σκαριά τα χρυσά και τα μαύρα εικονίσματα! Βοηθός και σκέπη μας Άη Κανάρη! Βοηθός και σκέπη μας Άη Μιαούλη! Βοηθός και σκέπη μας Αγιά Μαντώ!
Ζ΄
ΗΡΘΑΝ ντυμένοι "φίλοι" αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας. Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους. Έφεραν το Σοφό, τον Οικιστή και το Γεωμέτρη, Βίβλους γραμμάτων και αριθμών, την πάσα Υποταγή και Δύναμη, το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας. Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους. Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν' αρχινίσει παιχνίδι ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές. Έστεισαν και θεμέλιωσαν στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα πύργους κραταιούς κι επαύλεις ξύλα κι άλλα πλεούμενα, τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα, στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας. Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους. Ούτε καν ένα χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει. Έφτασαν ντυμένοι "φίλοι" αμέτρητες φορές οι εχθροί μου, τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας. Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε παρά μόνο σίδερο και φωτιά. Στ' ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά. Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Η΄
ΗΡΘΑΝ με τα χρυσά σειρήτια τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία! Και τη σάρκα μου στα δύο μοιράζοντας και στερνά στο συκώτι μου επάνω ερίζοντας έφυγαν. "Γι' αυτούς, είπαν, ο καπνός της θυσίας, και για μας της φήμης ο καπνός, αμήν". Και την ηχώ σταλμένη από τα περασμένα όλοι ακούσαμε και γνωρίσαμε. Την ηχώ γνωρίσαμε και ξανά με στεγνή φωνή τραγουδήσαμε: Για μας, για μας το ματωμένο σίδερο και η τριπλά εργασμένη προδοσία. Για μας η αυγή στο χάλκωμα και τα δόντια τα σφιγμένα ως την ώρα την ύστερη ο δόλος και τ' αόρατο γάγγαμο. Για μας το σύρσιμο στη γης ο κρυφός όρκος μες στα σκοτεινά των ματιών η απονιά και η ποτέ καμιά, καμιά ποτέ Ανταπόδοση. Αδελφοί μας εγέλασαν! "Γι' αυτούς, είπαν, ο καπνός της θυσίας, και για μας της φήμης ο καπνός, αμήν". Αλλά σύ μες στο χέρι μας το λύχνο του άστρου με το λόγο σου άναψες, του αθώου στόμα θύρα της Παράδεισος! Την ισχύ του καπνού στο μέλλον βλέπουμε της πνοής σου παίγνιο και το κράτος και τη βασιλεία του!
ε΄
ΜΕ ΤΟ ΛΥΧΝΟ του άστρου * στους ουρανούς εβγήκα
Στο αγιάζι των λειμώνων * στη μόνη ακτή του κόσμου
Που να βρω τη ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ!
Λυπημένες μυρσίνες * ασημωμένες ύπνο
Μου ράντισαν την όψη * Φυσώ και μόνος πάω
Που να βρω τη ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ!
Οδηγέ των ακτίνων * και των κοιτώνων Μάγε
Αγύρτη που γνωρίζεις * το μέλλον μίλησέ μου
Που να βρω τη ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ!
Τα κορίτσια μου πένθος * για τους αιώνες έχουν
Τ' αγόρια μου τουφέκια * κρατούν και δεν κατέχουν
Που να βρω τη ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ!
Εκατόγχειρες νύχτες * μες στο στερέωμα όλο
Τα σπλάχνα μου αναδεύουν * Αυτός ο πόνος καίει
Που να βρω τη ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ!
Με το λύχνο του άστρου * στους ουρανούς γυρίζω
Στο αγιάζι των λειμώνων * στη μόνη ακτή του κόσμου
Που να βρω τη ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ!