Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

Tάσος Λειβαδίτης : Διαπιστώσεις- Ραψωδία της Οδύσσειας

Διαπιστώσεις

Οι ονειροπόλοι στέκονται πάντα στην άκρη γιατί μόνον από κει θα περάσει,
οι φτωχοί που τους ελεούν προσφέρουν μεγαλόψυχα τον εαυτό τους
οι λέξεις μεγαλώνουν μέσα σε βράδια λησμονιάς
γυναίκες σιδερώνουν τα ξένα ασπρόρουχα κι ύστερα
πηγαίνουν στην πόρτα και κλαίνε
κι αυτός που κάνει ένα μεγάλο κύκλο πριν πάει στο σπίτι του,
γιατί δεν θέλει ακόμα να το παραδεχτεί- όχι μη με ρωτάς ,
τίποτα δεν θα επανορθωθεί
παιδιά έρημα που φεύγουν αθόρυβα από την παιδική ηλικία
ανέμελα πουλιά που βρίσκονται έναν ολόκληρο χρόνο σε άδεια
τ' αγάλματα έχουν κι αυτά τις μελαγχολικές τους ώρες
ποιήματα-κλειδιά για την τρέλα ή τον ουρανό
η φήμη - αυτό το σφαγείο
ονειρεύομαι ένα νοσοκομείο για τ' άρρωστα παραμύθια,
κύκνους μες τα καπέλα των κατάδικων,
δάφνες για νικημένους,
εμείς οι ξεχασμένοι που μας αρκεί ένα χαμόγελο
για να περάσουμε τα σύνορα του κόσμου.
Αντίο, αντίο...Τίποτα δεν θα επανορθωθεί


25η Ραψωδία της Οδύσσειας (απόσπασμα)


Και νάμαι τώρα
διασχίζοντας το Άπειρο
πιο ανάλαφρος απ' τους τρελλούς και τα παιδιά,
η έλξη της γής δεν είναι παρά τα χέρια αυτού του τέρατος που λέγεται: χώμα
μα, να, 
η ταχύτητα ξυστρίζει το πετσί μου απ' την κόπρο της βαρύτητας,
ενώ σκυμένα πάνω μου τα ουράνια σώματα, 
σα νυστέρια
χειρουργούν το απόστημα
της προϊστορίας μου.

....

Α το θαυμαστό ταξίδι μου!
Βλάστηση από λάμψεις
εκρήξεις σιωπής
ήλιοι που δε βασίλευαν ποτέ, πυρπολώντας το κρανίο μου
με καινούργιες περηφάνειες,
γιγάντιες εικόνες τίναξαν στον αέρα
το φτωχό παλαιοπωλείο της μνήμης μου,
μετεωρίτες σαν ολοπόρφυρα πουλιά, σκοτάδια που τραγουδούσαν, τοπεία
 από αιώνια νεότητα --με τούτα τα λαχανιασμένα χέρια
θέρισα
της πρώτης αθωότητας τα γιασεμιά,
 κάτω απ' τα πόδια μου διαβαίνουν οι χιλιετητρίδες, 
ραχητικές βοιδάμαξες
φορτωμένες αγάλματα που πέθαναν,
και φθαρμένα σκηνικά από παλιές επαναστάσεις.


Ενώ σκυφτές στου γαλαξία τις όχθες
πλύστρες με κυκλώπεια χέρια
πλένουν μες στη λάμψη
τα λαρύγγια των ποιητών

Είδα τη μέρα σαν έναν καταράχτη χρυσά νομίσματα
ξεπληρώνοντας κάθε αυγή
όλα τα προαιώνια χρέη,
είδα τη νύχτα σα μια ζάχαρη από πεφτάστερα
να πέφτει μες το γάλα των παιδιών.
Είδα τη ζωή και το θάνατο να ρίχνονται στα ζάρια
στο απερίγραπτο παιχνίδι της αιωνιότητας
Και πάντα ο νικητής ήμουν εγώ. Εγώ που όλα τα γνώρισα
και τ'αγάπησα όλα. Εγώ
που θα ζήσω
και θα πεθάνω.



Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

Τάσος Λειβαδίτης - Καντάτα

                         


Καντάτα


ΣΚΗΝΙΚΟ:
Συνοικιακός δρόμος σύγχρονης πόλης. Αρχίζει να βραδιάζει

ΠΡΟΣΩΠΑ:


Ποιητής: σκυμμένος στο τραπέζι μιας καμάρας γράφει. Φαίνεται όμως πως η έμπνευση είναι δύστροπη απόψε. Πετάει το στυλό και βγαίνει στο μπαλκόνι ν’ ανασάνει λίγο.

Ο άνθρωπος με το κασκέτο: ψηλός, βλογιοκομένος άντρας .

Περνάει συχνά απ’ αυτό το δρόμο, πάντα κατά το ηλιοβασίλεμα - και κανείς δεν ξέρει από πού έρχεται, ούτε πού πάει. Μόνο τα παιδιά που παίζουν, μόλις τον δουν σταματάνε το παιχνίδι και τον τριγυρίζουν. Εκείνος χαμογελάει. Κάθεται ύστερα σ’ ένα σκαλοπάτι κι αρχίζει κάθε φορά κι απόνα ωραίο παραμύθι. Και τα μάτια των παιδιών, μεγάλα κι ερωτηματικά μέσα στο βράδι, τον κοιτάζουν. Σήμερα θα τους πει μια ιστορία παλιά όσο κι ο κόσμος. Α, ναι – συχνά του αρέσει να μιλάει σε ύφος βιβλικό.


Διάφοροι περαστικοί: αυτός που σφύριζε την Παλόμα, ο άλλος που νόμιζε πως ήτανε σοφός, ένας με μάτια πυρετικά αυτός που βγήκε απ’ το καπηλιό. Ο πιο τρομερός απ’ όλους, ο γέρος με την κρεατοελιά, ένας αγνωστικιστής, αυτός με την κουρασμένη μνήμη, κάποιος που μας έμοιαζε πολύ- άπειροι τύποι σαν την άμμο της θάλασσας και σαν τ’ άστρα τ’ ουρανού. Και σαν τα σκιρτήματα της ψυχής άπειροι.

Χορός: Γυναίκες, δεξιά, μαζεμένες σε μια ξώπορτα κουβεντιάζουν τα δικά τους.

Αριστερά, άντρες, πλάϊ στη σκαλωσιά μιας οικοδομής, λένε ένα τραχύ, δυνατό τραγούδι. Αλήθεια, πού τόμαθαν;





---



ποιητής  Ω αρετή της συγγνώμης, αρετή της υπομονής, αρετή της αυταπάρνησης,  μα πάνω απ’ όλα, υπέρτατη αρετή, σαν τους απλούς ανθρώπους,
 να δέχεσαι υπάκουα , κατανυχτικά, το πέρασμα του χρόνου,
 κατανοώντας αόριστα το βαθύ μυστήριο της αιώνιας κίνησης κι αλλαγής
 και σχεδόν συγκατανεύοντας – σα να σαι λίγο κι εσύ ο δημιουργός του.

Κι α, ποιά άλλη, αλήθεια, πιο απροσμέτρητη λεηλασία
υπάρχει της απρόσιτης αιωνιότητας,
 απ’ το τραγούδι.

( Κοιτάζει στο βάθος την πολιτεία. )

Το βράδι έπεσε αθόρυβα κι ανέκκλητα
 σαν τη σκιά του αιώνιου χωρισμού πάνω από έναν μεγάλον έρωτα.
 Ανάβουν τα φώτα, οι απίθανες ρεκλάμες στους κινηματογράφους,
οι βιτρίνες με τους απαγορευμένους παραδείσους ,
 μεταξωτά, μισόγυμνα φορέματα με πόδια και κεφάλι
 παριστάνοντας απεγνωσμένα τις γυναίκες, λαχεία, νοσταλγίες,
 τα μπαρ με τα ξένα ονόματα, κι οι τράπεζες που κλείνουν,
 τα σκοτεινά χρηματοκιβώτια σα μεγάλα υδρωπικά φέρετρα
κι οι υπάλληλοι που πηγαινόρχονται πάνω στις άσπρες
και μαύρες πλάκες, σαν τα θλιβερά πιόνια
 σ’ ένα πελώριο φανταστικό σκάκι – αόρατα χέρια
 παίζουν ένα παιχνίδι τρομερό.

« Είναι αργά, αύριο », λέει ο θυρωρός της πολυκατοικίας,
 η γυναίκα κρατάει αγκαλιασμένο ένα παλιό, ξεθωριασμένο εικόνισμα μιας αγίας,
«μα είναι θαυματουργό », κλαίει εκείνη, σ’ έναν κόσμο
που κανείς δεν πιστεύει
κι ο θυρωρός κλείνει τη βαρειά τζαμωτή πόρτα
 κατάμουτρα στις δυο άγιες θλιμμένες γυναίκες. Και πέφτει το βράδυ.

Τυχαίες συναντήσεις, χειρονομίες ανεπαίσθητες, βλέμματα αφηρημένα
 δίχως πρόθεση – μικρές, αόριστες λεπτομέρειες ορθώνοντας σιγά-σιγά
 ένα βαρύ πεπρωμένο. « Αύριο », λες,
και μέσα σ’ αυτήν τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο
το πελώριο ποτέ.



Ασήμαντες λέξεις ειπωμένες αδιάφορα
που σε συντρίβουν για πάντα.


Ο άνθρωπος με το κασκέτο

1. Και τις ημέρες εκείνες οι άντρες με τις καπαρντίνες και τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες πήραν το έγγραφο της διαταγής.
2. Και πήγαν να τον συλλάβουν.
3. Ήταν δε αυτός άνθρωπος φτωχός, επιγραφοποιός το επάγγελμα.

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Kοράσιον ετραγούδαγε

(Παραδοσιακό μικρασιάτικο τραγούδι από την Ύστερη Βυζαντινή εποχή)

Kοράσιον ετραγούδαγε σ' ένα ψηλό παλάτι
κι επήρ' αγέρας τη φωνή στα πέλαγα την πάει.
Kι όσα καράβια τ' άκουσαν όλα πανιά εμαϊνάραν.
[Kι ένα καράβι της φιλιάς, καημένο της αγάπης
ούτε μαϊνάρει τα πανιά ούτε τα παίρνει κάτου
τα μπάσο μούδο τα'ριξε και στη φωνή πηγαίνει.
- Kόρη μ' άλλαξε το σκοπό [και πες άλλο τραγούδι.
- Kαι πως ν' αλλάξω το σκοπό, να πω άλλο τραγούδι,
εγώ κι αν ετραγούδησα για μοιρολόι το 'πα:
έχω άντρα στην ξενιτιά, έχω αδελφό στα ξένα
κι ο άντρας μ' βαριαρρώστησε και γιατρικά γυρεύει,
θέλει νερό απ' τον τόπο του και μήλ' απ' τη μηλιά του,
σταφύλι από το κλήμα του οπο' 'χει στην αυλή του.
Όσο να πάγω για νερό να φέρω και το μήλο,
ο άντρας μου ξαρρώστησε κι άλλη αγάπη πήρε.
Κάνω να τον καταραστώ και πάλι τον λυπούμαι.
Από ψηλά να γκρεμιστεί στα χαμηλά να πέσει
κι γης ξουράφια να γενεί και να τον πετσοκόψει.
Κι εγώ διαβάτης να γενώ κι από 'κει να περάσω.
Καλώς τα κάνετε γιατροί, καλώς τα πολεμάτε,
'κονίστε τα μαχαίρια σας, κόφτε και μη λυπάστε.
Έχω πανί στον αργαλειό σαράντα πέντε πήχες,
τις δέκα τ'ς έχω για ξαντό, τις δέκα για φιτίλι
και τ'ς άλλες τ'ς αποδέλοιπες να δένει τις γιαράδες.




Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Πάμπλο Νερούντα - 5 ποιήματα

Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ


'Ολη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
κοντά στη θάλασσα, στο νησί.
'Ησουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.

'Ισως πολύ αργά
ενώθηκαν τα όνειρά μας,
στα ψηλά ή στα βαθιά,
στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος,
στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.

'Ισως το όνειρό σου
χωρίστηκε από το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με έψαχνε
όπως πρώτα
όταν δεν υπήρχες ακόμα,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλάι σου,
και τα μάτια σου έψαχναν
αυτό που τώρα
- ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό -
σου δίνω με γεμάτα χέρια,
γιατί εσύ είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.

Κοιμήθηκα μαζί σου
όλη τη νύχτα, ενώ
η σκοτεινή γη γυρίζει
με ζωντανούς και νεκρούς,
και σαν ξύπνησα ξάφνου
καταμεσής στη σκιά
το μπράτσο μου τύλιγε τη μέση σου.
Ούτε η νύχτα, ούτε ο ύπνος
μπόρεσαν να μας χωρίσουν.

Κοιμήθηκα μαζί σου
και ξύπνησα με το στόμα σου
βγαλμένο από τον ύπνο
να μου δίνει τη γεύση από τη γη,
από τη θάλασσα, από τα φύκια,
από το βάθος της ζωής σου,
και δέχτηκα το φιλί σου
μουσκεμένο από την αυγή
σαν να έφθανε
από τη θάλασσα που μας περιβάλλει.



ΣΚΥΒΩ ΤΑ ΒΡΑΔΥΑ


Σκύβω στα βράδυα τραβώ τα περίλυπα δίχτυα μου
στους ωκεανούς των ματιών σου.

Εκεί ξαπλώνει και καίγεται στην πιο ψηλή φωτιά
η μοναξιά μου που κουνάει τα μπράτσα σαν ναυαγός.

Κάνω κόκκινα σινιάλα στα απόντα μάτια σου
που κυματίζουν σαν τη θάλασσα στην όχθη ενός φάρου.

Φύλαγες μόνο σκότη, μακρινή και δική μου γυναίκα,
από το βλέμμα σου αναδύεται κάποτε η παραλία του τρόμου.

Σκύβω στα βράδυα ρίχνω τα περίλυπα δίχτυα μου
σε κείνη τη θάλασσα που πάλλει τους ωκεανούς των ματιών σου.

Τα νυχτοπούλια ραμφίζουν τα πρώτα αστέρια
που σπινθηρίζουν σαν την ψυχή μου όταν σε αγαπώ.

Καλπάζει η νύχτα στη μαύρη φοράδα της
σκορπίζοντας γαλάζια στάχυα στο λιβάδι.





ΠΡΙΝ ΣΕ ΑΓΑΠΗΣΩ



Πριν σε αγαπήσω, τίποτα δεν ήταν
δικό μου: όλο βωλόδερνα στους δρόμους:
τίποτα αξία κι όνομα δεν είχε:
έλπιζε ο κόσμος μόνο στον αέρα.

Είχα γνωρίσει σταχτερά σαλόνια,
τούνελ κατοικημένα απ' το φεγγάρι,
στέγαστρα άπονα που αποχαιρετιόνταν,
ερωτήσεις που επέμεναν στην άμμο.

Βουβά ήταν όλα, πεθαμένα κι άδεια,
πεσμένα, ξεπεσμένα κι αφημένα,
ήαταν αναλλοτρίωτα όλα ξένα,

όλα ήταν κανενός κι όλα των άλλων,
ώσπου η φτώχεια σου κι η ομορφιά σου
γέμισαν το φθινόπωρο με δώρα.


ΣΟΝΑΤΕΣ ΓΙΑ ΜΕΝΑ

Μ' αρέσει μες στη νύχτα να σε νιώθω

Μ' αρέσει μες στη νύχτα να σε νιώθω κοντά μου,
αθώρητη στον ύπνο σου, σοβαρή κι ερεβένια,
ενώ εγώ τις σκοτούρες μου ξεμπλέκω
σαν να 'ταν τάχα δίχτυα μπερδεμένα.

Απούσα, μέσα στα όνειρα ταξιδεύει η καρδιά σου,
μα το εγκαταλειμμένο κορμί σου ανασαλεύει
στα τυφλά αναζητώντας με, τον ύπνο αξαινοντάς μου,
σαν το φυντάνι που διπλό γίνεται μες στον ίσκιο.

Όρθή, θα 'σαι άλλη που αύριο θα ζήσει,
όμως από τα χαμένα μέτωπα μες στη νύχτα,
από το ζω και δεν ζω που βρισκόμαστε, κάτι

μένει που μες στης ζωής το φως μας πλησιάζει
λες και έχει με φωτιά η σφραγίδα του ίσκιου
τα κρυφά πλάσματα του σημαδέψει.


ΕΙΜΑΙ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ

Είμαι πεινασμένος για το στόμα σου,τη φωνή σου, την κόμη σου
και μες στους δρόμους διαβαίνω νηστικός, σιωπηλός,
δε με βαστάει το ψωμί, η αυγή μ' ανατρέπει,
αναζητάω τον ρευστό ήχο των ποδιών σου την ημέρα.

Είμαι πεινασμένος για το γέλιο σου που γλιστράει,
για τα χέρια που έχουν χρώμα ορμητικού σιτοβολώνα,
είμαι πεινασμένος για τη χλωμή πέτρα των νυχιών σου,
θέλω να τραγανίσω το δέρμα σου σαν ένα άθικτο αμύγδαλο.

Θέλω να φάω τον καμένο κεραυνό μες στην ομορφιά σου,
την περήφανη μύτη του αλαζονικού προσώπου,
θέλω να φάω τη φευγαλέα σκιά των βλεφάρων σου.

Και πεινώντας έρχομαι και πάω μυρίζοντας το σούρουπο,
αναζητώντας σε, αναζητώντας τη ζεστή καρδιά σου
αν ένα λιοντάρι στη μοναξιά του Κιτρατούε.

Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Εκείνος που καταβάλει...- Γιώργος Σαραντάρης


Εκείνος που καταβάλει τον περισσότερο μόχθο
Ο αλαργινός δουλευτής που απομακρύνεται
Από τα τραγούδια και τα πιοτά
Από την αύρα και το κύμα μιας καρδιάς
Που αναπαύεται

Μερώνει τον τόπο
Ευλαβικά χώνεται στον τάφο
Και λησμονά την ανθισμένη νεότητα
Τους πύργους που με συνέχεια έφτιαχνε
Παιδί και άντρας

 Την αρμονία δεν ένοιωσε μες στην αφή
Ποια λυσσαλέα χαρά λοιπόν τον τρέφει

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Τ.Λειβαδίτης - Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, Ασφαλής κατεύθυνση


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγείς στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ΄τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις
πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν΄αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ΄απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ΄απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ΄ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι΄ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ΄τ΄άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν΄ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ΄ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ΄αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη :
Ειρήνη
σα ναγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ΄ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ΄την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν΄ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.



Ασφαλής κατεύθυνση

Κι επειδή τα οικονομικά μου πήγαιναν όλο και στο χειρότερο, άρχισα να γίνομαι εφευρετικός : κατέβαινα, λόγου χάρη, στο υπόγειο όπου βρισκόταν ένα παλιό χαλασμένο ρολόι, το έβαζα στην πιο κρίσιμη ώρα και περίμενα - κι ας είναι ευλογημένο τ' όνομα του Θεού, ποτέ δεν έπεσα έξω, ύστερα, υπερήφανος, πήγαινα στο οινομαγειρείο, όπου ο ατμός απ' τις κατσαρόλες με γέμιζε θρησκευτικές σκέψεις, συνωστιζόταν ο φτωχόκοσμος, μέθυσοι με ποδοπατημένα καπέλα, λόγια χιλιοειπωμένα σαν τις εποχές, ώσπου, τέλος, πιωμένος, έπαιρνα από πίσω κάποιον απ' τους νεκρούς μου κι έτσι έβρισκα πάντα το σπίτι μου.


Μια νύχτα θα κάνουμε μία μεγάλη σκέψη αλλά δεν πρέπει να την πούμε πουθενά, είναι η μόνη δικαιοσύνη. Ύστερα θα βγούμε στους δρόμους, θα βρέχει και η βροχή έχει και εκείνη την ιδιωτική της ζωή, ενώ εμείς δεν είχαμε. Θα αργοπορήσουμε μπροστά σε ένα φαρμακείο, μιας και είμαστε θνητοί και αφού οι ουρανοί γνωρίζουν την αθωότητα μας. Τέλος όπως θα ξημερώνει θα χτυπήσουμε την πόρτα του σπιτιού μας, αλλά κανείς δεν θα μας γνωρίζει. Είναι απίστευτο σαν τις μεγάλες μέρες που ζήσαμε. Αντίο λοιπόν, ας ανοίξουμε την ομπρέλα μας και ας προσπεράσουμε βιαστικά το τέλος μίας εποχής.

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Kι εσύ να λείπεις...- Γ.Ρίτσος - (βίντεο από τη συναυλία για τα 90 χρόνια του Μίκη)

Kι εσύ να λείπεις...

Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της
και συ να λείπεις.
Να `ρχονται οι άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα
και συ να λείπεις.
Να `ρχονται τα κορίτσια στο παγκάκι του κήπου
με χρωματιστά φορέματα
και συ να λείπεις.

Ένα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό,
πολλές σημαίες να ανεμίζουν στα μπαλκόνια
να λένε δυνατά τη λέξη "σύντροφος"
και συ να λείπεις.
Σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται
και σένα να σου λείπουν τα χέρια.
Δυο κορμιά να παίρνουνται και συ να κοιμάσαι
κάτω από το χώμα.

Και τα κουμπιά του σακακιού σου
να αντέχουν πιότερο από σένα κάτω απ’ το χώμα
κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει,
όταν η καρδιά σου που τόσο αγάπησε τον κόσμο θα `χει λιώσει.



Ετσι απλά με μια κιθάρα του Μανώλη Ανδρουλιδάκη και μια μεγάλη φωνή.
Το βίντεο του Χρήστου Ζουλιάτη που σώζει συχνά θησαυρούς που κυλάνε πλάι μας χωρίς να το καταλαβαίνουμε

Λόρκα - Ψυχή απούσα και 2 ακόμη ποιήματα


Ψυχή απούσα

Δε σε γνωρίζει ο ταύρος, ούτε η συκιά,
ούτε τα άλογα, ούτε τα μυρμήγκια του σπιτιού σου.
Δε σε γνωρίζει το παιδί ούτε το σούρουπο
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.
Δε σε γνωρίζει η ράχη της πέτρας,
μήτε η μαύρη φορεσιά όπου μέσα της συντρίβεσαι.
Δε σε γνωρίζει η βουβή σου θύμιση
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.
Το Φθινόπωρο θα ‘ρθει με τους σαλίγκαρους,
με της ομίχλης τα σταφύλια και τα σφιχτοδεμένα όρη,
όμως κανείς δε θα θελήσει τα μάτια σου να δεί
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.
Γιατί για πάντα έχεις πεθάνει,
όπως όλοι οι νεκροί της Γης,
όπως όλοι οι νεκροί, που λησμονιούνται
σαν τα ψόφια σκυλιά στοιβαγμένοι.
Κανείς δε σε γνωρίζει. ΌΧι. Κανείς. Όμως εγώ σε τραγουδάω.
Εγώ θα τραγουδώ παντοτινά το ωραίο προφίλ σου και τη χάρη σου.
Τη φημισμένη φρόνηση της γνώσης σου.
Τη δίψα σου για θάνατο, τη γεύση των χειλιών σου.
Τη θλίψη που είχε μέσα της η θαρραλέα χαρά σου.
Θα αργήσει πολύ να γεννηθεί, αν ποτέ γεννηθεί,
ένας τόσο λαμπερός, τόσο πλούσιος σε περιπέτειες, ανδαλουσιανός.
Εγώ θα τραγουδώ τη χάρη του με λέξεις που θρηνούν
και θα θυμάμαι μια θλιμμένη αύρα στα λιόδεντρα.


Άλλο τραγούδι


Έσβησε τ’ όνειρο για πάντα!
Στη βροχερή τη νύχτα
μαθαίνει η καρδιά μου
την τραγωδία τη φθινοπωρινή
που τα δέντρα αργοστάζουν


Και μες στη γλυκειά θλίψη
του τοπίου που πεθαίνει
κοπήκανε οι φωνές μου
Έσβησε το όνειρο για πάντα.
Για πάντα!Θεέ μου!
Κι όλο πέφτει το χιόνι
στον έρημο κάμπο
της ζωής μου,
κι η πλάνη
που πάει μακρυά,φοβάται
μην παγώσει ή μην χαθεί


Πώς μου λέει το νερό
πως το όνειρο έσβησε για πάντα!
Είναι τ’ όνειρο απέραντο;
Η ομίχλη το κρατάει
κι η ομίχλη δεν είν’ άλλο
παρά η κούραση μόνο του χιονιού.


Ο ρυθμός μου ολοένα τραγουδάει
πως το όνειρο έσβησε για πάντα
Και μες στο αχνό το βράδυ
μαθαίνει η καρδιά μου
την τραγωδία τη φθινοπωρινή
που τα δέντρα αργοστάζουν.



Σονέτο του γλυκού παραπόνου


Φοβάμαι μη χάσω το θαύμα
των αγαλμάτινων ματιών σου και τη μελωδία
που μου αποθέτει τη νύχτα στο μάγουλο
το μοναχικό ρόδο της ανάσας σου

Πονώ που είμαι σε τούτη την όχθη
κορμός δίχως κλαδιά μα πιότερο λυπάμαι
που δεν έχω τον ανθό, πόλφο ή πηλό
για το σκουλήκι του μαρτυρίου μου.

Αν είσαι εσύ ο κρυμμένος μου θησαυρός
αν είσαι εσύ ο σταυρός και ο υγρός μου πόνος,
αν ειμαι το σκυλί της αρχοντιάς σου
μη με αφήσεις να χάσω ό,τι έχω κερδίσει

και στόλισε τα νερά του ποταμού σου
με φύλλα από το φρενοκρουσμένο μου φθινόπωρο.

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Γράμμα στον Ζολιό Κιουρί -Γιάννης Ρίτσος, Άη Στράτης Νοέμβρης 1950





Αγαπημένε μου Ζολιό,


σου γράφω από τον Άη - Στράτη.
Βρισκόμαστε δω πέρα, κάπου τρεις χιλιάδες
άνθρωποι απλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι
με μια τρύπια κουβέρτα στον ώμο μας
μ' ένα κρεμμύδι, πέντε ελιές κ' ένα ξεροκόμματο φως στο ταγάρι μας
άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο
άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας
εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως και συ
τη λευτεριά και την ειρήνη.



Αδελφέ μου Ζολιό,
κάμποσα χρόνια τώρα τριγυρνάμε
από ξερονήσι σε ξερονήσι
κουβαλώντας στη ράχη μας τις σκηνές μας
μην προφταίνοντας να στήσουμε τις σκηνές μας
μην προφταίνοντας να στήσουμε δυο λιθάρια να βάλουμε πάνου το τσουκάλι μας
μην προφταίνοντας να ξυριστούμε και να καπνίσουμε μισό τσιγάρο στα γόνατα της αυγής.
Από προσκλητήριο σε προσκλητήριο
από αγγαρεία σε αγγαρεία
κουβαλώντας στις τσέπες μας κάτι παλιές φωτογραφίες της άνοιξης
- όσο πάει ξεθωριάζουν - δε γνωρίζονται -
θα 'ταν αυτός ο κήπος μας - πώς ήταν;
- πώς είναι ένα στόμα που λέει "σ' αγαπώ" ;
πώς είναι δυο χέρια που ανεβάζουν στον ώμο την κουβέρτα σου
όταν εσύ κοιμάσαι μόνο με το φρεσκοπλυμένο πουκάμισο του χαμόγελου; - δε θυμόμαστε.
Θυμόμαστε μονάχα
μια φεγγερή φωνή μέσα στη νύχτα
μια σιγανή φωνή να λέει: λευτεριά και ειρήνη.


Έτσι από ξερονήσι σε ξερονήσι
κουβαλώντας από λύπη σε λύπη το μπόγο μας
κουβαλώντας την καρδιά μας μέσα στο μπόγο μας
κουβαλώντας την πίστη μας μέσα στην καρδιά μας
πολλές φορές δίχως ψωμί
πολλές φορές δίχως νερό
μ' αλυσίδες στα χέρια
μην προφταίνοντας να πιάσουμε φιλία μ' ένα δέντρο ή μ' ένα παράθυρο
πάντα μ' αλυσίδες στα χέρια
γιατί είμαστε κάτι άνθρωποι έτσι απλοί
κάτι κεφάλια αγύριστα
που ποτέ δεν ξεμάθαμε ν' αγαπάμε
όπως και συ, τη λευτεριά και την ειρήνη.

Περάσαμε πολύν καιρό στο Μακρονήσι
κοιμηθήκαμε μάγουλο με μάγουλο με το θάνατο,
πολλοί αφήσανε κει πέρα τα κόκκαλά τους
πολλοί αφήσανε τα πόδια τους και τα χέρια τους
πολλοί τώρα περπατάνε με δεκανίκια
πολλοί δεν περπατάνε καθόλου
πολλοί φωνάζουν τις νύχτες στον ύπνο τους
πολλοί δεν έχουν καθόλου μιλιά
πολλοί δεν μπορούνε πια να δουν
πως σεργιανάει ένα σύγνεφο την τριανταφυλλιά θλίψη του στην ευγένεια των βραδινών νερών
πολλοί δεν μπορούνε πια να καταλάβουν τη φωνή της μάνας τους-
κι όλο το φταίξιμό μας ήταν που αγαπάμε
όπως και συ, τη λευτεριά και την ειρήνη.

Εκεί, Ζολιό, ήταν πέτρες, πολλές πέτρες
μονάχα πέτρες με σφιγμένα δόντια
μονάχα φωνές πιο σκληρές απ' τις πέτρες
και πληγές σιωπηλές σαν τις πέτρες
και μπότες που χτυπούσαν τις πέτρες.
Τούτες τις πέτρες κουβαλούσαμε στη ράχη μας,
τούτες τις πέτρες σκάβαμε με τα νύχια μας.
Δεν ξέρω αν ήταν ουρανός - δεν ήταν.
Μονάχα πέτρες, πολλές πέτρες,
κι όμως, Ζολιό, πάνου σ' αυτές τις πέτρες
ακούγαμε κρυφά τα βράδια,
με τ' αυτί κολλημένο στην πληγή μας,
ακούγαμε να σεργιανάει η λευτεριά κ' η ειρήνη.

Βέβαια, Ζολιό, κάπου θα υπήρχε ο αποσπερίτης
ξεφυλλίζοντας τη μαργαρίτα του πόνου απ' τη λύπη του κόσμου,
και βέβαια θα υπήρχε - δε βλέπαμε.
Απ' όλες τις μεριές ήμασταν κλειδωμένοι
από παντού μας με τα τυφλά τους μάτια τα ντουφέκια
από παντού τα κλεφτοφάναρα άνοιγαν τρύπες στο σκοτάδι
παντού μέσα σ' αυτές τις τρύπες καθόταν σταυροπόδι ο θάνατος - μας κοίταζε -
απάνου σ' όλες τις σκοπιές οι φρουροί φώναζαν:
Αλτ, τις ει; Αλτ, τις ει; Αλτ, τις ει;
Δεν ήταν τίποτα
μονάχα ο φόβος τους
δε βλέπαν τίποτα
μονάχα τον ίσκιο τους -
όμως εμείς το ξέραμε, Ζολιό,
κάτου απ' τις μαύρες καμάρες που άνοιγαν οι φωνές τους
έρχονταν να μας ανταμώσουν συνωμοτικά
η λευτεριά κ' η ειρήνη.

Ζολιό,
ήταν πικρό το ψωμί που γευτήκαμε
ήταν πικρό να ξημερώνει και να μη νοιάζεσαι να πλυθείς και να κοιτάξεις τον ήλιο
ήταν πικρό να βραδιάζει και να μη σε γνωρίζει ένα αστέρι
ήταν πικρό να νυχτώνει δίχως να 'χεις ένα στίχο να σταυρώσεις το προσκέφαλό σου
ήταν πικρό να θέλουν να πεθάνεις πριν προφτάσεις να πεις το τραγούδι σου
ήταν πικρό να 'ναι τόσο όμορφη η ζωή και συ να πρέπει να πεθάνεις
γιατί αγαπάς τη λευτεριά και την ειρήνη.
Οι νύχτες μας στάθηκαν πολύ βαριές
σαν όταν δε σ' αφήνουνε να πεις την αλήθεια
και το φεγγάρι κρεμόταν στον ουρανό
όπως κρέμεται η τραγιάσκα του σκοτωμένου στο καρφί της πόρτας
κι όταν βγάζαμε τα παπούτσια μας
και μέσα στις τσέπες μας καθόταν ο φόβος
και μέσα στα νύχια μας καθόταν ο φόβος -
δε λέω, Ζολιό, πολύ φοβόμαστε για μας
μα πιότερο φοβόμαστε, Ζολιό,
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


Πολλά τραβήξαμε, Ζολιό, πολλά,
πολλά τραβάμε,
να κοιμόμαστε με τις αρβύλες μας
να μην έχουμε νερό στην κάψα του μεσημεριού
να μην έχουμε γράμματα στην παγωνιά της νύχτας
να μην μπορούμε να ακούσουμε τη σιωπή
ανάμεσα σε δυο λόγια
ανάμεσα σε δυο χέρια που σφίγγονται
τη σιωπή λίγο πριν απ' τον ύπνο
τη σιωπή λίγο πιο ύστερα απ' τον έρωτα
τη σιωπή όταν κλείνει ένα παντζούρι στη βροχή
τη σιωπή όταν ανοίγει ένα λουλούδι
όταν ανάβουμε τη λάμπα και δε λείπει κανένας
όταν σβήνουμε τη λάμπα και λέμε "καληνύχτα"
τη σιωπή ύστερ' απ' τα χειροκροτήματα
εκείνη τη βαθιά, στοχαστική σιωπή
που σχεδιάζει με το δάχτυλο στο χώμα την ευτυχία του κόσμου
ύστερ' απ' την παρέλαση της λευτεριάς και της ειρήνης.


Ζολιό, μας κυνηγάνε στην πατρίδα μας
γιατί αγαπάμε πολύ την πατρίδα μας
γιατί αγαπάμε τούτες τις γριούλες μας ελιές
με τα σταχτιά τσεμπέρια τους και το ρυτιδωμένο τους χαμόγελο
γιατί αγαπάμε τα βασανισμένα αμπέλια μας με το θυμό τους και τη λύπη τους
ετούτα τα σπασμένα μάρμαρα που φέγγουνε το βράδι τα φτωχά
κατώφλια μας και τα νυχτέρια μας
ετούτες τις πορτοκαλιές που ανάβουνε τα κίτρινα φανάρια τους
πάνου από τα σκυμμένα μέτωπα
ετούτα τα πλατάνια που κρατάν στους ώμους τους τον ήλιο και
τα χρόνια και τα καριοφίλια
ετούτα 'δω τα χωματένια χέρια που κρατάνε την τιμή του κόσμου.
Μας κυνηγάνε, Ζολιό, γιατί δε θέλουμε
να βλαστημάν το χώμα μας οι ξένες μπότες
γιατί δε θέλουμε, Ζολιό, να 'ναι η πατρίδα μας
έξω απ' τη λευτεριά και την ειρήνη.


Τώρα όσο πάει λιγοστεύουν οι καρέκλες γύρω στο τραπέζι του σπιτιού μας
κ' είναι λυπημένες οι καρέκλες πάνου απ' τον ίσκιο τους,
όταν βραδιάζει είναι μονάχες οι καρέκλες
κ' η φοινικιά είναι μονάχη στην αυλή του σπιτιού μας
βρέχει τη μοναξιά της πάνου στο χώμα
κ' η μάνα μας είναι πιο μονάχη
όταν πλέκει τα τσουράπια κείνου του λείπει
και δεν ξέρει κείνος που λείπει είναι σκοτωμένος
και καμιά γειτόνισσα δεν έρχεται να νυχτερέψει μαζί της
γιατί φοβούνται οι άνθρωποι τις μανάδες των ηρώων
(είδες, Ζολιό, πώς καταντήσαν τους ανθρώπους;)
μονάχα απ' το περβάζι του παράθυρου
σκύβουν να την καλησπερίσουν
οι δυο κουμπάρες της: η λευτεριά κ΄ η ειρήνη.


Ζολιό, εδώ πέρα κάνουν τη ζωή πολύ δύσκολη
και το θάνατο πολύ εύκολο.
Κι όμως ποτέ δεν πεθαίνει εύκολα κανένας.
Ξέρεις εσύ πόσο στοιχίζει στον κόσμο ακόμα ένα άδειο κρεβάτι
δυο άδεια σκονισμένα παπούτσια κάτου απ' το κρεβάτι
ο ήλιος που μπαίνει τ' απόγευμα στο σπίτι από το δυτικό παράθυρο
φωτίζοντας το σακάκι του νεκρού που κρέμεται ακόμα στον τοίχο,
εσύ ξέρεις πόσο στοιχίζει στον κόσμο να σκοτώνονται
κείνοι που αγάπησαν τη λευτεριά και την ειρήνη.


Είναι σκληρή εδώ η ζωή -
πάντα έτσι γίνεται όπου οι νεκροί πληθαίνουν.
Ανάμεσα απ' τη σκαλωσιά μιας κρεμάλας
κοιτάμε τον ουρανό.
Αυτά είναι τα παράθυρά μας.
Κι ωστόσο είναι να κλαις από χαρά , Ζολιό -
για δες πως φέγγει ο ήλιος -
ανάμεσα από τούτα τα παράθυρα μια λυγαριά περνάει το χέρι της -
μας χαιρετάει,
μας χαιρετάει όλη η ζωή - κ' είναι να κλαις από χαρά χαϊδεύοντας
ετούτο το αργασμένο, το ιδρωμένο χέρι που σου απλώνει ο κόσμος.
Ζολιό, πώς φέγγει ο ήλιος!
Θαρρώ πως τούτο γίνεται
γιατί αγαπάμε κάθε μέρα πιο πολύ
όπως και 'σύ, τη λευτεριά και την ειρήνη.


Εδώ οι καρδιές είναι σαν τα καμένα σπίτια,
-ούτε στέγη, ούτε πόρτες, ούτε παράθυρα,
παντού καψαλιασμένες τρύπες
παντού καπνισμένα δοκάρια,
από παντού μπαίνει ουρανός.
Κ' είναι παράξενο, Ζολιό, - δεν είναι; -
να βλέπεις ανάμεσα σ' αυτές τις τρύπες
να περνάνε τα σύγνεφα και τα χρόνια
να περνάνε τα πουλιά και τα δειλινά
ν' ανάβουν και να σβήνουν τ' αστέρια
ανάμεσα από τούτα τα μαύρα δοκάρια.
Είναι παράξενο να υπάρχουνε τόσα καμένα σπίτια
και να κοιτάς τον ουρανό μες από τα καμένα σπίτια
και πιο παράξενο να 'ναι τόσο γαλάζιος ο ουρανός
πάνου από τόσα καμένα σπίτια.
Κι όμως παράξενο καθόλου, μες απ' τα γυμνά πλευρά
να φέγγει την καρδιά μας τόση λευτεριά και ειρήνη.


Κάθε μέρα πληθαίνουν οι τάφοι,
τάφοι, τάφοι, τάφοι,
γέμισε η γη μας τάφους, αδελφέ μου,
δεν έμεινε μια σπιθαμή στη γη μας
να φυτέψουμε τριαντάφυλλα
να παίξουν τόπι τα παιδιά
να φιληθούν δυο αγαπημένοι.
Μα πάντα μένει πολύς τόπος
πάνου απ' τους τάφους μας, Ζολιό
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


Πολύν καιρό δεν κουβεντιάσαμε παρά μόνο με το θάνατο,
ψειρίσαμε στα γόνατά μας το θάνατο
όπως ψειρίσαμε τη φανέλα μας
κι ακόμα μες στις τσέπες μας μένουν τα ψίχουλα
απ' το ψωμί που μοιραστήκαμε με το θάνατο
γι' αυτό και τα λόγια μας είναι άβολα
γι' αυτό κ' είναι πικρό το στόμα μας
που δεν μπορέσαμε ακόμα να φιλήσουμε στο κούτελο
τη λευτεριά και την ειρήνη.


Λίγο - λίγο γδυθήκαμε απ΄ όλα τα στολίδια
μείναμε μόνο με τη γύμνια μας
γυμνοί, θεόγυμνοι,
κουβαλώντας τις πέτρες στον ανήφορο
κάτου απ' τις βρισιές και τα μαστίγια
σκάβοντας με τα νύχια μας τη νύχτα
για ν' ανοίξουμε μια τρύπα στο φως
μαύροι απ' το κάρβουνο της νύχτας
μαύροι σαν τους αδελφούς μας τους Μαύρους
σαν τους αδελφούς μας ανθρακωρύχους
με μια λάμπα μονάχα κρεμασμένη στη ζώνη μας
μ' ένα κόκκινο αστέρι μονάχα στην καρδιά μας
φωτίζοντας το δρόμο μη σκοντάψει
η λευτεριά κ' η ειρήνη.


Αγαπημένε μου Ζολιό,
έχω καιρό ν' ακούσω ένα αστέρι
να σκάβει μια γούβα στην καρδιά μου
για να φυτέψει ένα λουλούδι.
Σκληρή η ζωή μάς στάθηκε, Ζολιό,
να 'μαστε ολημερίς μέσα στον ήλιο
και να μην έχουμε μια θύμηση από ήλιο,
να 'μαστε πλάι στη θάλασσα
και να μην έχουμε δυο πήχες θάλασσα
για να τυλίξουμε την καρδιά μας που καίγεται,
να κουβαλάμε ολοχρονίς το μπόγο μας,
ένα βαμένο αμπέχωνο, μια καραβάνα, ένα παγούρι,
τον καημό μας, τον καημό των δικώνε μας, τον καημό του κόσμου
και να μη βρίσκουμε μια θέση ν' απαγγιάσουμε
να ζυμώσουμε το χώμα με το δάκρυ μας
να φτιάξουμε σταμνιά για τα φτωχά παράθυρα
να κρυώνουν το νερό της λευτεριάς και της ειρήνης.


Πες μας, Ζολιό, πώς κοιμάται το μεσημέρι
ανάμεσα στα στάχυα και τις παπαρούνες,
πώς κατεβαίνει η γαλήνη το βράδι απ' το βουνό
(λέω, θα 'ναι τα μαλλιά της νοτισμένα απ' τ' αστέρια),
πώς λυγίζει ένα κλωνάρι στη μέση της αυγής,
πώς είναι τα χέρια της μητέρας
όταν διπλώνει τις πετσέτες ύστερ' απ' το δείπνο,
πώς είναι ο ίσκιος της αδελφής πάνου στον τοίχο
όταν σιμώνει στη λάμπα να περάσει την κλωστή στη βελόνα
και να μπαλώσει αιωπηλά τη λύπη του σπιτιού μας;
Πες μας, Ζολιό, πώς είναι;
Ξεχάσαμε, Ζολιό, όλα τα ξεχάσαμε
κι όλα μαζί τα βρήκαμε μέσα σε μια βουή από φως
κοιτάζοντας μόνο μπροστά τη λευτεριά και την ειρήνη.


Αλήθεια, δε θυμόμαστε
πώς χαιρετάει ένα πράσινο φύλλο τη μέρα
πώς χτίζουν τα μερμήγκια το σπίτι τους
πώς σεργιανάει η λιακάδα στα περβόλια
τι χρώμα παίρνει η σκιά του δέντρου μέσα στο νερό
τι λέει ένα σύγνεφο σταυρώνοντας τα χέρια του στο λιόγερμα
τι σχήμα παίρνει το σώμα της γυναίκας κάτου απ' τ' άσπρο σεντόνι
- δε θυμόμαστε,
θυμόμαστε μονάχα κείνους που πεθάνανε
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


Είναι δύσκολο τώρα να ξεχωρίσεις τη φωνή του δειλινού
και το βήμα του καλοκαιριού στ' ακρογιάλι,
είναι δύσκολο ν' ακούσεις μιαν αχτίνα που διπλώνει το δάχτυλο
και χτυπάει το τζάμι μιας παιδικής κάμαρας το απόγευμα,
δύσκολο - σαν έχεις ακούσει τις φωνές των πληγωμένων στις χαράδρες
σαν έχεις δει τ' αστέρια σα σκουριασμένα κουμπιά στα χιτώνια
των εκτελεσμένων
σαν έχεις δει τα φορεία ν΄ ανηφορίζουν τη νύχτα
σαν έχεις δει τη νύχτα να μη λέει "αύριο"
σαν έχεις δει πόσο δύσκολα κερδίζουμε
τη λευτεριά και την ειρήνη.


Ξεμάθαμε πολλά, Ζολιό,
ξεμάθαμε πως γλιστράει το ψάρι της γαλήνης στα ρηχά της σιγαλιάς
πως μπλέκονται οι γαλάζιες φλέβες στα χέρια της άνοιξης - ξεμάθαμε
μάθαμε τώρα κάτι πράματα απλά
πολύ απλά
πολύ σίγουρα
πως ο ουρανός αρχίζει απ' το ψωμί
πως δεν είναι δίκιο άλλοι να βγάζουν το ψωμί
κι άλλοι να τρώνε το ψωμί
πως δεν είναι δίκιο να φτιάχνουν κανόνια
και να λείπουν τ' αλέτρια, - απλά πράματα,
μπορεί κ' ένα παιδί να τα πει σε μια φυσαρμόνικα της τσέπης
μπορεί κ' ένας καλός φαντάρος που ονειρεύτηκε τη μάνα του
να τιναχτεί απ' τον ύπνο του και να τα πει σε μια σάλπιγγα
κ' οι νεκροί μας τα ξέρουν πιο καλά - κάθε νύχτα η σιωπή τους τα φωνάζει -
απλά πράματα
- δεν είμαστε σοφοί, Ζολιό,
απλά πράματα λέμε
πολύ απλά τα λέμε
πως αξίζει κανένας να ζει και να πεθαίνει
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


Ζολιό, πολύν καιρό είχα μείνει
δίχως χαρτί, δίχως μολύβι, δίχως μουσική
μην ξέροντας κάθε φορά από πού βγαίνει ο ήλιος
νιώθοντας ξένο το χέρι τού αγέρα πάνου στο χέρι μου
νιώθοντας ξένο το στόμα της στάμνας στο στόμα μου
δίχως να κόβω τα γένεια μου
δίχως να γράφω στίχους -
ξέμαθα πια, Ζολιό, να γράφω στίχους
έμαθα μονάχα να γράφω τούτες τις δυο λέξεις
λευτεριά και ειρήνη.


Ζολιό, το ξέρω, τα τραγούδια μου
είναι χοντροκομένα κι απελέκητα,
φοράνε χοντροπάπουτσα οι στίχοι μου
με πολλές αράδες καρφιά για ν' αντέχουν στα κατσάβραχα
καθώς ανηφοράνε όλο το θάνατο
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


Ναι, σα χωριάτης είναι το τραγούδι μου
με μπαλωμένο βρακί
με σκισμένο πουκάμισο
με το χώμα σφηνωμένο στα νύχια του
με το πρόσωπο σκαμένο απ' την αλμύρα και τον ήλιο
απ' τον καημό κι απ' την ελπίδα κι απ' την αγάπη
και μ΄ ένα κόκκινο γαρύφαλλο στ' αυτί του
- κοίτα πως σφίγγει ο στίχος μου μέσα στα δάχτυλά του την καρδιά μου
όπως σφίγγει ο χωριάτης το σκούφο του
μπαίνοντας κι αυτός στο Συνέδριό σας
μπαίνοντας για να πει κι αυτός δυο λόγια
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


Μα αυτού μέσα, Ζολιό, είναι τ' αδέρφια μας,
είναι τ΄ αδέρφια μας που τ' ανταμώσαμε στην ίδια πίκρα
όταν μασούσαν μια μπουκιά ψωμί μπροστά στο γκρεμισμένο σπίτι τους
όταν βάζαν στο γυλιό τους το μωρό τους και τις σφαίρες τους
και πολεμούσαν για την ειρήνη
όταν ψάχναν στις στάχτες της πυρκαϊάς να βρουν το πόμολο
τής πόρτας τους και τα χνάρια της ζωής τους,
γι' αυτό δε ντρέπεται ο στίχος μου
να περπατήσει ανάμεσό σας με τις αρβύλες του
ν' αφήσει την καρδιά μου αδέξια πάνου στο τραπέζι σας
όπως αφήνει ο χωρικός ένα μικρό άσπρο πρόβατο
απάνου στην ποδιά της λευτεριάς και της ειρήνης.


Είναι πικρή η ζωή, Ζολιό, και δεν μπορώ να τραγουδήσω
όταν πίσω απ' το στενό παράθυρο της φυλακής
πίσω απ' τα σιδερένια τετράγωνα
είναι στριμωγμένα τα πρόσωπα των αγωνιστών
κοιτάζοντας το δρόμο με τις λίγες σκονισμένες πιπεριές
ακούγοντας τη φωνή ενός παιδιού έξω απ' το φούρνο
και τη θλιμένη φυσαρμόνικα του δειλινού πίσω απ' τους λόφους.
Μακριά σφυράει το τραίνο της Λαρίσης - μες στο σφύριγμά του
κουβαλάει τη μυρωδιά των θερισμένων κάμπων της Θεσσαλίας.
Αχ, έξω να βραδιάζει αργά ένα βράδι ελληνικό όλο διαφάνεια,
φώτα ν' ανάβουν στις υπαίθριες μπυραρίες της λεωφόρου Αλεξάνδρας
-στον αγέρα
μια μυρωδιά τηγανητής μαρίδας και ροδάκινου-
Κι ακόμη αυτά τα πρόσωπα να μένουν στριμωγμένα πίσω από τα κάγκελα
κόβοντας ένα κλωναράκι αστέρια να μυρίζουν στον ύπνο τους,
ν' ακούν τη δύναμη τους άνεργη να σκάβει τα πλευρά τους
ν' ακούν το βήμα του δεσμοφύλακα στο διάδρομο
ν' ακούν το μεγάλο κλειδί να στρίβει στην πόρτα
κι όλο να περιμένουνε τη λευτεριά και της ειρήνη.


Θα ξέρεις βέβαια, Ζολιό, για το Μανώλη Γλέζο
-α, πώς να σου το πει το στόμα μου, Ζολιό,
όταν περνούσε με τα δυο του χέρια στις τσέπες τού παντελονιού
τα σοκάκια της Πλάκας,
ωραίο παιδί χαμογελώντας στ' όνειρο τού κόσμου πάνου απ' τις
οροσειρές της δυστυχίας
όταν σκαρφάλωνε τα βράχια της Ακρόπολης
σφίγγοντας μες στις δυο νεαρές γροθιές του
την οργή όλων των λαών και την ελπίδα τους
όταν κάτου από τ' ανοιχτά ρουθούνια των πεινασμένων πολυβόλων
έσπαγε με τις δυο γροθιές του τον κυρτό σταυρό
έσπαγε με τις δυο γροθιές του όλα τα δόντια του θανάτου -
Και, να που χρόνια τώρα
ο Μανώλης ο Γλέζος, Ζολιό,
κοιτάει το φως πίσω απ' τα σίδερα
κι ακόμη με τα δυο του χέρια, σημαδεμένα από τις χειροπέδες,
σκουπίζει τα κλαμένα μάτια τού κόσμου
σκουπίζει το ιδρωμένο μέτωπο
της λευτεριάς και της ειρήνης.


Έμαθες τίποτα, Ζολιό, για τη γιαγιά - Βαγίτσα;
Την ώρα που την παίρναν για να τη σκοτώσουν
είχε πλυθεί κ' είχε φορέσει τα καλά της
είχε βάψει μονάχη τα παπούτσια της
κ' είχε ένα φαρδύ χαμόγελο πίσω απ' τις ρυτίδες της
όπως είναι το λιόγερμα πίσω απ' τα κυπαρίσσια του χωριού της.
Έβγαλε από τον κόρφο της το μαύρο της μαντήλι
και χόρεψε στο προαύλιο της φυλακής "έχετε γεια βρυσούλες",
"έχετε γεια", η γιαγιά - Βαγίτσα χόρεψε
ανεμίζοντας το μαύρο μαντήλι της.
Ζολιό, την είδες τη γιαγιά - Βαγίτσα;
Δεν μπορεί, θα την είδες, Ζολιό,
την ώρα που χόρευε πιασμένη απ' το χέρι
της λευτεριάς και της ειρήνης.


Είναι όμορφος ο κόσμος, Ζολιό,
α, ναι, είναι όμορφος ο κόσμος
όταν η γιαγιά - Βαγίτσα ανεμίζει το μαύρο μαντήλι της
κάτου απ' τη μύτη του Χάροντα -
τόσο όμορφος ο κόσμος που μπορούμε να πεθάνουμε
κρατώντας το μαντήλι της γιαγιά - Βαγίτσας και χορεύοντας
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


Κ' η Μαρία Λεοντίδου, αδελφέ μου,
η παραδουλεύτρα,
που συγύριζε ξένα σπίτια και σπίτι δεν είχε
που 'πλενε τα ξένα ρούχα και δεν είχε πουκάμισο
κ' είχε δυο χοντρά χέρια
δυο χέρια από καημό και σίδερο
δυο χέρια βασανισμένα απ' τον πικρό μόχτο
δυο χέρια σα δυο καμένα δέντρα στο λιοβασίλεμα
- τη σκότωσαν, Ζολιό, τη Μαρία
μα λέω που μεθαύριο θα μπουμπουκιάσουν τα χέρια της
μέσα στη λευτεριά και στην ειρήνη.


Ζολιό, η Μαρία είχε μάθει
όπως και 'μεις πως ο ουρανός αρχίζει απ' το ψωμί,
γι' αυτό, λίγο προτού πεθάνει,
έδεσε τα χοντρά της χέρια στην καρδιά της
κοίταξε απ' τη μεριά που βγαίνει ο ήλιος
κ' είπε:
"αν είναι να χορτάσει ο κόσμος το ψωμάκι
έτσι που δεν το χόρτασα ποτές μου εγώ
ας πάω κ' εγώ -
μονάχα να χορτάσει ο κόσμος το ψωμάκι".
Τι λες, Ζολιό, δε θα ξαναβρούμε τη Μαρία
να κρατάει μες στα χοντρά της χέρια μια μεγάλη σκούπα
πρωινές αχτίνες
και να σκουπίζει τα πλατιά πεζοδρόμια του μέλλοντος
ή να κρατάει μια θεόρατη καισαριανιώτικη σημαία,
μεθαύριο, λέω, που θα γιορτάζουμε
τη λευτεριά και την ειρήνη;


Πήρε τ' αυτί σου τίποτα, Ζολιό,
και για την άλλη μας γιαγιά τη Μαμαλίνα;
Η γιαγιά Μαμαλίνα
είναι μια γριούλα ενενήντα χρονώ
έχει δυο δεντράκια ρυτίδες γύρω στα μάτια της
έχει μια μαύρη φούστα γιομάτη θάνατο
και μιαν αυλακιά περηφάνεια ανάμεσα στα φρύδια
σαν ένα καμπαναριό ανάμεσα στα σύγνεφα.
Το 'να της το παιδί σκοτώθηκε στην Αλβανία
τ' άλλο της τής το σκότωσαν οι Γερμανοί
τ' άλλο της το 'στησαν στον τοίχο τις προάλλες,
κ' η γιαγιά - Μαμαλίνα,
η γιαγιά μας, Ζολιό,
δικάστηκε ισόβια
γιατί αγαπούσε η καψερή
όπως κ' εγώ κι όπως κ' εσύ
τη λευτεριά και την ειρήνη.


Τώρα η γιαγιά - Μαμαλίνα
μες στο κελί της μετράει τούς πεθαμένους
πλέκει τσουράπια για τους πεθαμένους
πλέκει μια μάλλινη χωριάτικη φανέλα για τον κόσμο που κρυώνει
πλέκει ένα κόκκινο σκουφάκι για την Άνοιξη.
Α, δεν το βάζει κάτου η γιαγιά - Μαμαλίνα,
η γιαγιά μας, Ζολιό,
ψήνει στο μπρίκι της το καφεδάκι της -αν έχει-
κι απ' το ίδιο πήλινο φλιτζάνι της κερνάει
τη λευτεριά και την ειρήνη.


Ζολιό, θα 'χα χιλιάδες τέτοια να σου πω
μα δε με παίρνει η ώρα.
Ζολιό, είναι τώρα κάπου δέκα χρόνια
που οι νύχτες μας περνούν σκυφτές κάτου απ' τ' αστέρια τους
όπως περνούν οι εργάτριες φορτωμένες τσουβάλια στάρι -
μες απ' τις τρύπες πέφτουνε στο δρόμο φούχτες τ' άστρα-
δε μας παίρνει ο καιρός να μαζέψουμε τούτο το στάρι
να φτιάξουμε φαρδιά καρβέλια
να τ' αραδιάσουμε στο μεσιανό δοκάρι του κόσμου,
-δε μας παίρνει η ώρα, Ζολιό,- μάς κυνηγάνε,
και βιάζουμε να σου στείλω το γράμμα μου
γιατί δεν ξέρεις αύριο τι γίνεται
γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται στη χώρα μας
για 'κείνον που λέει την αλήθεια
γι' αυτόν που βιάζεται να χαιρετήσει
τη λευτεριά και την ειρήνη.


Ζολιό,
θα 'θελα ακόμα να σου εξομολογηθώ
πως τα βράδια που αρχίζει ο ουρανός να μας γνωρίζει
κ' η Μεγάλη Άρκτος στέκεται έξω απ' την αυλόπορτα της σιγαλιάς
μένουμε ώρες με το δάχτυλο ξεχασμένο στην κουμπότρυπα της λύπης
να συλλογιόμαστε τον κόσμο και τα βάσανά του
ένα βιβλίο που απόμεινε μισοδιαβασμένο
ένα τραγούδι που κόπηκε στη μέση
ένα τραγούδι που δε γράφτηκε ποτέ
μια τσατσάρα που απόμεινε μονάχη σ' ένα κλεισμένο σπίτι
μια ξυριστική μηχανή και το σαπούνι πάνου στο νιφτήρα
και 'κείνον που δεν έχει ανάγκη πια να ξυριστεί-
Αχ, έτσι τρυφερά να συλλογιόμαστε τον κόσμο
και να θυμώνουμε φορές - φορές, Ζολιό,
που δεν μπορούμε πια να 'μαστε θυμωμένοι
που δεν μπορούμε να μισούμε όσους μάς κάναν το κακό
-βλέπεις η αγάπη πάντοτε, Ζολιό, βαραίνει πιότερο απ' το μίσος-
και πώς πεινάει η παλάμη μας να σφίξει μια παλάμη-
να σφίξει και του εχτρού μας την παλάμη
κι όχι που κουραστήκαμε, Ζολιό,
κι όχι που ξερροζιάσανε τα χέρια μας
μα είναι γιατί αγαπάμε, όπως και 'συ,
τη λευτεριά και την ειρήνη.


Ζολιό,
πολλοί θα βάζαν την υπογραφή τους κάτου απ' το γράμμα μου
όμως δεν ξέρουν γράμματα
θα 'βαζαν μονάχα ένα σταυρό
σαν τους χωρικούς τού Μπονίκρο,
μα τούτοι που δεν ξέρουνε να βάζουν την υπογραφή τους
ξέρουν να βάζουν όλη την καρδιά τους
για τη λευτεριά και την ειρήνη
και 'γω υπογράφω για όσους ξέρουν
να βάζουν όλη την καρδιά τους
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


Ζολιό, πες και στους άλλους αδελφούς μας
στον Έρεμπουργκ, στον Αραγκόν και στο Νερούντα,
στον Ελυάρ, στον Πικασσό και σ' όλα μας τ' αδέρφια
πως είμαστε 'δω πέρα τρεις χιλιάδες εξόριστοι
όχι για τίποτ' άλλο, αδέρφια μου,
παρά μονάχα, να, γιατί και 'μεις όπως και 'σεις
σηκώνουμε στη ράχη μας ένα αγκωνάρι απ' το καμένο σπίτι μας
να χτίσουμε για κείνους που θα 'ρθούν ένα καινούργιο σπίτι με πολλά παράθυρα
πολλά φαρδιά παράθυρα προς την ανατολή
να μη νυχτώνει από νωρίς η καρδιά των μανάδων
να μην κοιμούνται κάθε βράδι τα παιδιά δίπλα στο θάνατο.
Και πού θα πάει, Ζολιό; -θα λυώσουμε μια μέρα τις οβίδες
να φτιάξουμε σφυριά κι αλέτρια και μπαλκόνια και φτερά
κ' ένα άγαλμα Άφτερης Χαράς στη στάση, εκεί, των λεωφορείων, στη φτωχογειτονιά μας
στη γειτονιά μας που θα μερμηγκιάζει απ' τα γιαπιά
κάτου απ' τ' ασίγαστο χωνί του χεροδύναμου μεγάφωνου των συνδικάτων
που όλο θα λέει, θα λέει σταράτα και με νούμερα
για τις τεράστιες καταχτήσεις των λαών στο πλάνο της ανοικοδόμησης
και θ' απαγγέλλει ποιήματα των νέων προλετάριων ποιητών
για το χαρούμενο έρωτα
για τους υδατοφράχτες
και για τον εξηλεκτρισμό του κόσμου.
Αχ, έτσι, αδέρφια μου, να μην υπάρχουν πια καμένα σπίτια
μα να 'ναι όλος ο κόσμος ένα σπίτι ασβεστωμένο με τη βούρτσα του ήλιου
κι αχ, έτσι, αδέρφια μου, τούτο το σπίτι να το συγυρνάει μονάχα
η μάνα μας η Λευτεριά κ' η πρωτοθυγατέρα της η Ειρήνη.



Γιάννης Ρίτσος


Φρεντερίκ Ζολιό Κιουρί: Πυρηνικός επιστήμονας με σπουδές στη Φυσική και τη χημεία, γυιός του Πιερ και της Μαρίας Κιουρί, μέλος του ΚΚΓ από το 1942. Συνιδρυτής και πρόεδρος του Παγκόσμιου Συμβούλιου Ειρήνης, τιμήθηκε με το βραβειο Λένιν το 1950

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Στάθης Κουτσούνης-Ελένη, ενόραμα

Ελένη



καθόταν μόνη στον κοιτώνα
η ακόλαστη σάρκα της συντηρούσε τη μνήμη
και στο μυαλό της έρχονταν
σκηνές από τον πόλεμο
παλικάρια που πέσανε για χάρη της στη μάχη
ήρωες που λιώνανε για ένα άγγιγμα
για μια ματιά της

της άρεσε κι ο Πάρις κι ο Μενέλαος
και τόσοι άλλοι Τρώες και Έλληνες

τώρα καθώς κοιτάζεται γυμνή στον καθρέφτη
ξελιγωμένη απ’ τη λαγνεία
που βράζει αμείωτη στο κορμί της
βλέπει τις ρυτίδες της σαν τύψεις
για τους εραστές που πόθησε
μα δεν την κλέψανε

και ξεσπάει σε λυγμούς
όταν φαντάζεται πόσες ακόμη Τροίες
θα μπορούσε η αχαλίνωτη
μανία της να κουρσέψει




ενόραμα
χτυπά μεσάνυχτα η πόρτα του στάβλου της
και μπαίνει αποφασισμένος


σε θέλω της είπε και της πρόσφερε
ανθοδέσμη από τριφύλλι

η αγελάδα ξαφνιάστηκε
μισό λεπτό καθίστε ψέλλισε
κι έσπευσε στο λουτρό κολακευμένη
για να βάλει λίγο κραγιόν

αμέσως έπειτα τον άκουσε να λέει
λόγια τρυφερά και παθιασμένα
για την ξεχωριστή περπατησιά της
το συνεσταλμένο βλέμμα της
για το χνότο της που ονειρευόταν μήνες
να τον ζεσταίνει τις νύχτες του χειμώνα
της εξομολογήθηκε πως γούσταρε
ν’ αρμέγει με το στόμα τα μαστάρια της
πως λύσσαγε να γλείφει σαν λουκούμι
τα πλούσια πισινά και τα λαγόνια της
ή να ρουφάει από τα πόδια της το κότσι

προς τα χαράματα την είχε καταφέρει
έπεσαν και παλέψανε άγρια στον αχυρώνα
λιγωμένη εκείνη από τη γλύκα της γλώσσας

σε λίγο ένιωσε μέσα της το μόριο του
μαχαίρι ακονισμένο να τρυγάει τα σωθικά της
να την κόβει αλύπητα ως το κόκαλο

όταν ξημέρωσε κρεμόταν κομματιασμένη
στη βιτρίνα του κρεοπωλείου
και στο βάθος του αίματός της
άκουγε τον Χασάπη να την κολακεύει ακόμη
στους λιμασμένους του πελάτες

Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

Σεζαρ Βαγιέχο -Πρόσεχε, Ισπανία, τη δική σου Ισπανία





Πρόσεχε, Ισπανία, τη δική σου Ισπανία!
Πρόσεχε το δρεπάνι χωρίς σφυρί,
πρόσεχε το σφυρί χωρίς δρεπάνι!
Πρόσεχε το θύμα παρά τη θέλησή του,
το δήμιο παρά τη θέλησή του
και τον μη αφοσιωμένο παρά τη θέλησή του!

Πρόσεχε αυτόν που πριν αλέκτωρ λαλήσει
θα σε έχει απαρνηθεί τρεις φορές,
και αυτόν που σε απαρνήθηκε, μετά, τρεις φορές!
Πρόσεχε τα κρανία χωρίς κνήμες
και τις κνήμες χωρίς κρανία!
Πρόσεχε τους νέους δυνατούς!
Πρόσεχε αυτόν που τρώει τα πτώματά σου,
αυτόν που καταβροχθίζει τους ζωντανούς νεκρούς σου!
Πρόσεχε τον εκατό τοις εκατό πιστό!
Πρόσεχε τον ουρανό απ' την από δω πλευρά του αέρα
και πρόσεχε τον αέρα πέρα απ' τον ουρανό!
Πρόσεχε αυτούς που σ' αγαπούν!
Πρόσεχε τους ήρωές σου!
Πρόσεχε τους νεκρούς σου!
Πρόσεχε τη Δημοκρατία!
Πρόσεχε το μέλλον!...

Τι με ωφελεί που μαστιγώνομαι με τη γραμμή...

Τι με ωφελεί που μαστιγώνομαι με τη γραμμή
και πιστεύω πως με ακολουθεί τριποδιστά η τελεία ;

Τι με ωφελεί που έβαλα
στους ώμους ένα αβγό αντί για μανδύα ;

Τι με ωφελεί που ζω
Τι με ωφελεί που πεθαίνω ;

Τι με ωφελεί που έχω μάτια ;
Τι με ωφελεί που έχω ψυχή ;

Τι με ωφελεί που τελειώνει μέσα μου ο πλησίον μου
κι αρχίζει στο μάγουλο μου ο ρόλος του ανέμου ;

Τι με ωφελεί που μετράω τα δυο μου δάκρυα ,
ολολύζω γη και κρεμάω τον ορίζοντα ;

Tι με ωφελεί που κλαίω , που δεν μπορώ να κλάψω
και γελάω για το λόγο που έχω γελάσει ;

Τι με ωφελεί που ούτε ζω , ούτε πεθαίνω ;


Μάζα

…Προκάτ τρελό σενάριο
και σκηνικά “στημένα”
μας όρισαν τα ερπετά
που ζουν στα παρακήνια..,
κι εμείς.., “χωρίς να θέλουμε”..,
παίζουμε τη ζωή “μας”..,
ζωή απ’ τα καλούπια -τους
κι απ’ την υποταγή μας..!


Ξεκινάμε ανθρώποι…
και, μετά, στα σχολειά..,
σπουδαστήρια πετάγματος, τάχα..,
τα φτερά μας ‘ξαλείφουνε δόλια..,
κι η ζωή μας πορεία
σε σχοινί τεντωμένο…
κι από κάτ’ ένας βόθρος
ανοιχτή αγκαλιά..!
Τελικά.., με κομμένα φτερά
και το πέταγμα χίμαιρα..,
καταντάμε κατθρώποι..! (1)


Σικέ μιας Μοίρας έρμαια…
καταραμένο κλήρο
μας δώσαν σκάρτη μοιρασιά
της Γης οι Μοιροπλάστες..,
κι εμείς.., σαν τον δεχτήκαμε..,
φτιάχνουμε την ψυχή “μας”..,
ψυχή απ’ τα κουρέλια -τους
κι απ’ την ψευδαίσθησή μας..!


μετάφραση: Αλέξανδρος Ζήβας

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

Μπέρτολτ Μπρεχτ Η παρέλαση του παλιού καινούργιου





Στεκόμουν πάνω σ’ ένα λόφο κι είδα το Παλιό να πλησιάζει, μα ερχόταν σα Νέο.
Σέρνονταν πάνω σε καινούργια δεκανίκια που κανένας δεν είχε ξαναδεί
Βρομούσε νέες μυρουδιές σαπίλας που κανείς δεν είχε ξαναμυρίσει.
Η πέτρα που πέρασε κατρακυλώντας ήταν η νεότερη εφεύρεση
Και τα ουρλιαχτά από τους γορίλες που βαράγανε τα στήθια τους
Συνθέτανε την πιο μοντέρνα μουσική.
Παντού μπορούσες να δεις τάφους ανοιχτούς που χάσκανε άδειοι καθώς
το Νέο πλησίαζε την πρωτεύουσα.
Ολόγυρα στέκανε όσοι εμπνέονταν από τον τρόμο, κραυγάζοντας:
Φτάνει Το Νέο, το Ολοκαίνουργιο, χαιρετήστε το Νέο, γίνεται και εσείς νέοι σαν και εμάς!
Κι αυτοί που ακούγανε, τίποτα άλλο δεν ακούγανε από τις κραυγές τους,
Μα αυτοί που βλέπανε, βλέπανε αυτά που δεν φωνάζονταν.
Έτσι το Παλιό έκανε την εμφάνισή του σε Νέο μασκαρεμένο,
Και έφερε αλυσοδεμένο μαζί του το Νέο να το παρουσιάσει σαν Παλιό.
Το νέο βάδιζε αλυσοδεμένο και ντυμένο με κουρέλια.
Αποκαλύπτονταν τα θεσπέσια μέλη του.
Κι η πομπή συνέχιζε να προχωράει μες τη νύχτα,
μα αυτό που πήρανε για χάραμα ήταν το φως απ’ τις φωτιές στον ουρανό.
Και η κραυγή: Φτάνει Το Νέο, το Ολοκαίνουργιο, χαιρετήστε το Νέο,
γίνεται και εσείς νέοι σαν και εμάς!
Πιο εύκολα θα ακουγότανε, αν όλα δεν είχανε πνιγεί μες τις ομοβροντίες των όπλων

Μπέρτολτ Μπρεχτ,
1938 Από τη συλλογή
Ποιήματα του Σβέντμποργκ