Ζωγράφισα
ένα λουλούδι που δεν υπάρχει.
Θα του δώσω
ένα όνομα που δεν υπάρχει
θα το αγαπήσω
με μιαν αγάπη που δεν υπάρχει.
Θα 'ρθεί να το βρει και να παίξει μαζί του
ο μικρός ρόδινος άνεμος
που δεν υπάρχει
μέσα σε μιαν άνοιξη που δεν υπάρχει.
Είμαι ο κηπουρός του,
ο άνεμός του,
η μέλισσα κι η πεταλούδα του.
το καλλιεργώ
σ' έναν κήπο μυστικό που δεν υπάρχει.
Είναι ένα λουλούδι ολότελα δικό μου
κανείς
δε θα μπορέσει να μου το κλέψει,
να το μολέψει,
δεν αγοράζεται, δεν πουλιέται,
δε σπαταλιέται
σε νεκρά βάζα
και κήπους φθινοπωρινούς
Ζωγράφισα
ένα λουλούδι που δεν υπάρχει
να το χαρίσω μια μέρα
μαζί με την καρδιά μου
στον αγαπημένο ενός έρωτα
που δεν υπάρχει.
Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014
Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014
Μίλτος Σαχτούρης - Τοῦ θηρίου, Καμπάνες, Δεν ειναι Οιδίποδας
Τοῦ θηρίου
Μὴ φεύγεις θηρίο
Θηρίο μὲ τὰ σιδερένια δόντια
Θὰ σοῦ φτιάξω ἕνα ξύλινο σπίτι
Θὰ σοῦ δώσω ἕνα λαγήνι
Θὰ σοῦ δώσω κι ἕνα κοντάρι
Θὰ σοῦ δώσω κι ἄλλο αἷμα νὰ παίζεις.
Θὰ σὲ φέρω σ᾿ ἄλλα λιμάνια
Νὰ δεῖς τὰ βαπόρια πῶς τρῶνε τὶς ἄγκυρες
Πῶς σπάζουν στὰ δυὸ τὰ κατάρτια
Κι οἱ σημαῖες ξάφνου νὰ βάφονται μαῦρες.
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ ἴδιο κορίτσι
Νὰ τρέμει δεμένο στὸ σκοτάδι τὸ βράδυ
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ σπασμένο μπαλκόνι
Καὶ τὸ σκύλο οὐρανὸ
Ποὺ βαστοῦσε τὴ βροχὴ στὸ πηγάδι.
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τοὺς ἴδιους στρατιῶτες
Αὐτὸν ποὺ χάθηκε πᾶν τρία χρόνια
Μὲ τὴν τρύπα πάνω ἀπ᾿ τὸ μάτι
Κι αὐτὸν ποὺ χτυποῦσε τὶς νύχτες τὶς πόρτες
Μὲ κομμένο τὸ χέρι.
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ σάπιο Μῆλο
Μὴ φεύγεις θηρίο
Θηρίο μὲ τὰ σιδερένια δόντια.
ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ
Εἶναι πουλιὰ
ποῦ δὲν πετᾶνε
εἶναι πουλιὰ
θαμμένα
μέσ᾿ σὲ κουτιά
Εἶναι δωμάτια
καὶ εἶναι λέξεις
ποὺ σκίζουνε τὸ κεφάλι
σὰν καρφιά
Εἶναι καρφιὰ
ποῦ δὲν πονᾶνε
εἶναι καρφιὰ
π᾿ ἀνακουφίζουν
Ὅταν χτυπήσουν
πάλι οἱ καμπάνες
θὰ πεταχτοῦμε
σὰν τὰ πουλιά
Δὲν εἶναι Οἰδίποδας
Ἕνας μεγάλος οὐρανὸς γεμάτος χελιδόνια
τεράστιες αἴθουσες δωρικὲς κολῶνες
τὰ πεινασμένα τὰ φαντάσματα
καθισμένα σὲ καρέκλες στὶς γωνιὲς
νὰ κλαῖνε
τὰ δωμάτια μὲ τὰ νεκρὰ πουλιὰ
ὁ Αἴγιστος τὸ δίχτυ Κώστας
ὁ Κώστας ψαρὰς πονεμένος
ἕνα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα ποὺ ἀνεμίζουνε
νεράντζια σπᾶνε τὰ τζάμια στὰ παράθυρα
καὶ μπαίνουν μέσα
ὁ Κώστας σκοτωμένος
ὁ Ὀρέστης σκοτωμένος
ὁ Ἀλέξης σκοτωμένος
σπᾶνε τὶς ἁλυσίδες στὰ παράθυρα
καὶ μπαίνουν μέσα
ὁ Κώστας Ὀρέστης Ἀλέξης
ἄλλοι γυρίζουνε στοὺς δρόμους ἀπὸ τὸ πανηγύρι
μὲ φῶτα μὲ σημαῖες μὲ δέντρα
φωνάζουν τὴ Μαρία νὰ κατέβει κάτω
φωνάζουν τὴ Μαρία νὰ κατέβει ἀπὸ τὸν Οὐρανό
τ᾿ ἄλογα τ᾿ Ἀχιλλέα πετοῦν στὸν οὐρανό
βολίδες συνοδεύουνε τὸ πέταμά τους
ὁ ἥλιος κατρακυλάει ἀπὸ λόφο σὲ λόφο
καὶ τὸ φεγγάρι εἶναι ἕνα πράσινο φανάρι
γεμάτο οἰνόπνευμα
τότε νυχτώνει σιωπὴ τοὺς δρόμους
καὶ βγαίνει τυφλός με τὸ μπαστούνι του
παιδιὰ τὸν ἀκλουθᾶνε στὶς μύτες τῶν ποδιῶν
δὲν εἶναι Οἰδίποδας
εἶναι Ἠλίας τῆς λαχαναγορᾶς
παίζει μίαν ἐξαντλητικὴ θανάσιμη φλογέρα
εἶναι νεκρὸς Ἠλίας τῆς λαχαναγορᾶς
Μὴ φεύγεις θηρίο
Θηρίο μὲ τὰ σιδερένια δόντια
Θὰ σοῦ φτιάξω ἕνα ξύλινο σπίτι
Θὰ σοῦ δώσω ἕνα λαγήνι
Θὰ σοῦ δώσω κι ἕνα κοντάρι
Θὰ σοῦ δώσω κι ἄλλο αἷμα νὰ παίζεις.
Θὰ σὲ φέρω σ᾿ ἄλλα λιμάνια
Νὰ δεῖς τὰ βαπόρια πῶς τρῶνε τὶς ἄγκυρες
Πῶς σπάζουν στὰ δυὸ τὰ κατάρτια
Κι οἱ σημαῖες ξάφνου νὰ βάφονται μαῦρες.
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ ἴδιο κορίτσι
Νὰ τρέμει δεμένο στὸ σκοτάδι τὸ βράδυ
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ σπασμένο μπαλκόνι
Καὶ τὸ σκύλο οὐρανὸ
Ποὺ βαστοῦσε τὴ βροχὴ στὸ πηγάδι.
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τοὺς ἴδιους στρατιῶτες
Αὐτὸν ποὺ χάθηκε πᾶν τρία χρόνια
Μὲ τὴν τρύπα πάνω ἀπ᾿ τὸ μάτι
Κι αὐτὸν ποὺ χτυποῦσε τὶς νύχτες τὶς πόρτες
Μὲ κομμένο τὸ χέρι.
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ σάπιο Μῆλο
Μὴ φεύγεις θηρίο
Θηρίο μὲ τὰ σιδερένια δόντια.
ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ
Εἶναι πουλιὰ
ποῦ δὲν πετᾶνε
εἶναι πουλιὰ
θαμμένα
μέσ᾿ σὲ κουτιά
Εἶναι δωμάτια
καὶ εἶναι λέξεις
ποὺ σκίζουνε τὸ κεφάλι
σὰν καρφιά
Εἶναι καρφιὰ
ποῦ δὲν πονᾶνε
εἶναι καρφιὰ
π᾿ ἀνακουφίζουν
Ὅταν χτυπήσουν
πάλι οἱ καμπάνες
θὰ πεταχτοῦμε
σὰν τὰ πουλιά
Δὲν εἶναι Οἰδίποδας
Ἕνας μεγάλος οὐρανὸς γεμάτος χελιδόνια
τεράστιες αἴθουσες δωρικὲς κολῶνες
τὰ πεινασμένα τὰ φαντάσματα
καθισμένα σὲ καρέκλες στὶς γωνιὲς
νὰ κλαῖνε
τὰ δωμάτια μὲ τὰ νεκρὰ πουλιὰ
ὁ Αἴγιστος τὸ δίχτυ Κώστας
ὁ Κώστας ψαρὰς πονεμένος
ἕνα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα ποὺ ἀνεμίζουνε
νεράντζια σπᾶνε τὰ τζάμια στὰ παράθυρα
καὶ μπαίνουν μέσα
ὁ Κώστας σκοτωμένος
ὁ Ὀρέστης σκοτωμένος
ὁ Ἀλέξης σκοτωμένος
σπᾶνε τὶς ἁλυσίδες στὰ παράθυρα
καὶ μπαίνουν μέσα
ὁ Κώστας Ὀρέστης Ἀλέξης
ἄλλοι γυρίζουνε στοὺς δρόμους ἀπὸ τὸ πανηγύρι
μὲ φῶτα μὲ σημαῖες μὲ δέντρα
φωνάζουν τὴ Μαρία νὰ κατέβει κάτω
φωνάζουν τὴ Μαρία νὰ κατέβει ἀπὸ τὸν Οὐρανό
τ᾿ ἄλογα τ᾿ Ἀχιλλέα πετοῦν στὸν οὐρανό
βολίδες συνοδεύουνε τὸ πέταμά τους
ὁ ἥλιος κατρακυλάει ἀπὸ λόφο σὲ λόφο
καὶ τὸ φεγγάρι εἶναι ἕνα πράσινο φανάρι
γεμάτο οἰνόπνευμα
τότε νυχτώνει σιωπὴ τοὺς δρόμους
καὶ βγαίνει τυφλός με τὸ μπαστούνι του
παιδιὰ τὸν ἀκλουθᾶνε στὶς μύτες τῶν ποδιῶν
δὲν εἶναι Οἰδίποδας
εἶναι Ἠλίας τῆς λαχαναγορᾶς
παίζει μίαν ἐξαντλητικὴ θανάσιμη φλογέρα
εἶναι νεκρὸς Ἠλίας τῆς λαχαναγορᾶς
Ετικέτες
Μίλτος Σαχτούρης
Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014
Ένα φιλί για καληνύχτα...
Ένα φιλί για καληνύχτα...
Φύλαξέ το κάτω απ' το μαξιλάρι
Ή κάπου εκεί,
μαζί με τις ασήμαντες λεπτομέρειες
μιας μικρής μεσημεριάτικης βόλτας
ανεβαίνοντας τα σκαλιά μιας πόλης φανταστικής
εκεί που χάνεται ο χρόνος
ανάμεσα στα πέτρινα σοκάκια
και τα χαμένα απογεύματα
Σώπασε τα λυπημένα σου τραγούδια
Σώπασε τα λυπημένα σου τραγούδια
Σκέπασέ τα με τα μαλλιά σου
Κλείσε τα μάτια κι άνοιξε
ένα παράθυρο πουλί
μια αστραπή χαμόγελο
μια γέφυρα χρυσή κλωστή
μια αστραπή χαμόγελο
μια γέφυρα χρυσή κλωστή
βαδίζοντας γυμνή πάνω στο κύμα
σε μέρη που δεν πήγες
μ ένα φιλί για καληνύχτα...
. . . γιώργος σαρρής . . .
μ ένα φιλί για καληνύχτα...
. . . γιώργος σαρρής . . .
Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014
Αισιοδοξία
Μικρός
ήμουν στη σιγουριά
Τώρα σύρτες κι αμπάρες
απελπίζουν πόρτες
μυαλά "ανοιχτά"
και χέρια ...αισιόδοξα
Όμως η αισιοδοξία
είναι ένα χωριό παράξενο
με λίγα λόγια, πολύ λίγα
ή και καθόλου
Δέντρα με φύλλα κόκκινα
και ρίζες ματωμένες
κορμούς
μ' ανθρώπων κύτταρα
και dna όλο πείσμα
Τρελά χαμόγελα παντού
και πράξη ώριμη
συνειδητή χωρίς περικοκλάδες
και περιττά περιτυλίγματα
Οι συννεφιές που πάνε κι έρχονται
κανένα δεν τρομάζουν
Λυτρωτικές οι καταιγίδες
ηλεκτροφόρες κι όλο φως
φίλοι καλοί οι χειμώνες
κι η αμφιβολία
ακατοίκητη εντελώς!
Εκεί το πρωί που κοκκινίζει ο ήλιος
κάνουν έρωτα τ'αδύνατα οργιάζουν
και τα παιδιά που γεννιούνται
κατεβάζουν στα γρήγορα φεγγάρια κι άστρα
και παίζουν μπάλα με τις μαύρες τρύπες
τη σκοτεινή ύλη και τ'ανερμήνευτα φαινόμενα
Κι ύστερα τα ξαναβάζουν όλα στη θέση τους
χτυπάνε το Θεό στην πλάτη
σα φιλαράκι τους παλιό
και του λένε:
"Κέρνα ό,τι θες
Εδώ είμαστε..."
Μικρός
ήμουν κι εγώ...
μικρός στη σιγουριά
. . . γιώργος σαρρής . . .
ήμουν στη σιγουριά
Τώρα σύρτες κι αμπάρες
απελπίζουν πόρτες
μυαλά "ανοιχτά"
και χέρια ...αισιόδοξα
Όμως η αισιοδοξία
είναι ένα χωριό παράξενο
με λίγα λόγια, πολύ λίγα
ή και καθόλου
Δέντρα με φύλλα κόκκινα
και ρίζες ματωμένες
κορμούς
μ' ανθρώπων κύτταρα
και dna όλο πείσμα
Τρελά χαμόγελα παντού
και πράξη ώριμη
συνειδητή χωρίς περικοκλάδες
και περιττά περιτυλίγματα
Οι συννεφιές που πάνε κι έρχονται
κανένα δεν τρομάζουν
Λυτρωτικές οι καταιγίδες
ηλεκτροφόρες κι όλο φως
φίλοι καλοί οι χειμώνες
κι η αμφιβολία
ακατοίκητη εντελώς!
Εκεί το πρωί που κοκκινίζει ο ήλιος
κάνουν έρωτα τ'αδύνατα οργιάζουν
και τα παιδιά που γεννιούνται
κατεβάζουν στα γρήγορα φεγγάρια κι άστρα
και παίζουν μπάλα με τις μαύρες τρύπες
τη σκοτεινή ύλη και τ'ανερμήνευτα φαινόμενα
Κι ύστερα τα ξαναβάζουν όλα στη θέση τους
χτυπάνε το Θεό στην πλάτη
σα φιλαράκι τους παλιό
και του λένε:
"Κέρνα ό,τι θες
Εδώ είμαστε..."
Μικρός
ήμουν κι εγώ...
μικρός στη σιγουριά
. . . γιώργος σαρρής . . .
Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014
Κ.Χ.Μύρης : 1944 (Ήταν ο τόπος μου)
Ήταν ο τόπος μου
βράχος και χώματα,
ήλιος και μαύρο κρασί
όργωνα θέριζα
όργωνα θέριζα
και με τον Όμηρο
σε τραγουδούσα, λαέ μου
Πάνω στα κύματα
Πάνω στα κύματα
νύχτες ολόκληρες
σε ονειρεύτηκα
Ήταν τα σπίτια μου
Ήταν τα σπίτια μου
άσπρα γαρύφαλλα
και τα κορίτσια σεμνά
είχαν αλμύρα
είχαν αλμύρα
στα χείλη, στα μάτια τους,
καίγανε την Οικουμένη
Και τα παιδιά μου
Και τα παιδιά μου
με μια φυσαρμόνικα
τα ξελογιάζανε
Ηταν ο τόπος μου
Ηταν ο τόπος μου
σαν το χαμόγελο
όνειρο καθημερνό
κάποιος τον πούλησε,
κάποιος τον πούλησε,
κάποιος το ρήμαξε
σα δανεισμένη πραμάτεια
Τώρα τ’ αγόρια μου
Τώρα τ’ αγόρια μου
παίζουν το θάνατο
στα χαρακώματα
(από το "Χρονικό")
Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014
Κύμα φθινόπωρο
Λεωφόρος νωπή
Κυματίζει φθινόπωρο
Ακτογραμμή καλοκαιριού
που γράφει ο φλοίσβος
Έρημη άμμος ξαπλωμένη και γυμνή
σε απείρου χρόνο
να πλημμυρίζει ασπρίλα
αφρό βουβό από Σεπτέμβρη κουρασμένο
Λεωφόρος νωπή, χώμα κόκκινο
στη βαρεμάρα κόβει βόλτες ο αέρας
και τριγυρνάει νωθρός κι αναποφάσιστος
Ξυπνάνε οι άνθρωποι
Ψηλαφιστά μες των ονείρων τις σκιές
Ψηλαφιστά
στων οραμάτων τα αγάλματα
Ζευγαρώνει ο φόβος
με τ' αβέβαια βήματα
μες του αγνώστου το τρέμουλο
αποτύπωμα αφήνει
Μονοπάτι αχνοφαίνεται η άβυσσος
την προβάλουν με πείσμα οι οθόνες...
Σαρκοβόρος καιρός
που σαρκάζει τ'αδιάφορα βλέμματα
Ποιος πιστεύει; ποιος πονάει κι αντέχει;
Ποιος λυγίζει και χάνεται;
Ποιος διψάει για ζωή κι αντιστέκεται;
Λεωφόρος νωπή
Χώμα υγρό, χώμα κόκκινο
Ο αόρατος φλοίσβος
όλο γράφει, όλο σβήνει
Κυματίζει φθινόπωρο
πιάνει ψύχρα τα βράδια
Πρωτοβρόχια με ψέματα
θα μας βρούνε στο δρόμο
Που πηγαίνουν οι σκέψεις γυμνές;
κι ο βοριάς; κι η πυξίδα;
Πολιορκία λερού αλατιού
οξειδώνει το διάφανο διάστημα
το γυαλί το θαμπό
που ολοένα θαμπώνει
Κυματίζει φθινόπωρο
Έχω ένα όνειρο...
Δεν είναι όνειρο ακριβώς
Είναι ταξίδι δέντρο χλωρό
και περιπέτεια φοβερή
Λιμάνι κι άνεμος μαζί
Τη μια συνείδηση την άλλη άγριο κύμα
Κυλάει στο στήθος μου ρευστό
και τη σκουριά του φόβου διαβρώνει
Έπιασε πάλι βρώμικη βροχή
Είχε νοτιά, πολύ νοτιά
το καλοκαίρι
Ύπνος ανήσυχος, σεντόνια ιδρωμένα.
Η λύτρωση άραγε, που κατοικεί
σε ποιο δρομάκι μένει;
Πόλη γκρεμίζεται, ψεύτικοι δρόμοι,
τρομάρας τρέμουλο κι ανατριχίλα
Πονάν τα κόκαλα,
μουδιάζει ο χρόνος
Κοίτα τα πόδια του πρησμένα
δεν κάνουν βήμα
Κάποια ανεπάρκεια σοβαρή θα πρέπει να 'ναι...
Κι όμως κυλάει
Κυλάει η μέρα, νύχτα πυκνή
Γδέρνει το δέρμα της πάνω στα σύρματα
Σπάει απ' το ψέμα το γυαλί, σύρτες κλειδώνουν
Γέρνουν οι άνθρωποι
Μέθη, ζαλάδα, θανάτου άρωμα
ελαφρύ για να μη φαίνεται
Ριπές εικόνων,
η όραση έκπληκτη τις καταπίνει
φιλμάκια γρήγορα
φαστ φουντ η σκέψη χωρίς συμπέρασμα
Δίκαιο ή άδικο
πολτός και λάσπη
Δεν ξεχωρίζονται
Κυλάει φθινόπωρο
Κίτρινοι δρόμοι μες τη βρώμικη βροχή...
Η λύτρωση άραγε
Σε ποιο σοκάκι αφώτιστο να μένει;
Λες πως αγάπησες πολύ...
Έτσι νομίζεις;
Μα τι είν' η αγάπη; Μήπως το ξέχασες;
Δεν είναι μάχη;
Δεν είναι πόλεμος
τρελός κι ατέλειωτος με ό,τι πονάει;
Δεν είναι όνειρο;
Δεν είναι πείσμα
να βρει κορμί ό,τι ερωτεύτηκες;
Σκέψου τι αρνιέσαι, σκέψου τι δέχεσαι
Λεωφόρος νωπή
Μούχλα υγρασία
και το χώμα σαπισμένο
Κύμα φθινόπωρο
φλοίσβος αόρατος
σβήνει και γράφει
σε ακτή απείρου
Σεπτέμβρης μήνας
Καιρός σποράς
Καινούργια αυλάκια ζητάει το χώμα
Ακούει κανείς;
Καιρός να αγκαλιαστούνε τα κορμιά
Μέσα στον κόκκινο ουρανό να δώσουν όρκο!
να βρει ο πόθος σώμα
κι ανάσα που να καίει
Να ερωτευτούμε απ' την αρχή αυτό τον άνεμο
που όλο γυρνάει και ρωτάει κι επιμένει
ποιος λέει παρών, ποιος αγαπάει
και ποιος αντέχει λάβα ονείρου στο κρασί του.
Καιρός καινούργιο σπέρμα να κυλήσει
Να του ανοίξουμε να μπει από παντού!
Κι η μήτρα η τρελή η διψασμένη
να το δεχτεί,
ν' αφήσει όλη τη λάσπη της
στις εκβολές των άστρων να πλυθεί
να καθαρίσει ο κόσμος
Να γαληνέψει η βροχή,
αιώνων λόγος,
πάνω στο δέρμα το χλωρό
να φτιάξει σπίτι.
Να βρει γωνιά να γεννηθεί
να σαρκωθεί το απίστευτο
Ζωή να γίνει,
κόσμος άλλος.
Ανθρώπων κόσμος!
. . . γιώργος σαρρής . . . .
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)