Ι
Καθώς το παιδί, που σημαδεύεται απ' την πρώτη γνώση της μοναξιάς,
ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου
και θα 'χω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου,
σα θα μ' αφήσουνε να βγω από δω.
Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού,
στα ισοπεδωμένα τοπία,
στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη,
στις σπαταλημένες ματιές,
να βρω ξανά το πρόσωπό σου,την καρδιά μου γυρεύοντας
και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα,
που ήταν κάποτε δική μας,
που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει
μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων
των νεκρών εικόνων
όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια
της μεγάλης νύχτας που άρχισε πριν -πόσον καιρό;
Πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα,
τις σεληνιακές σου διαλείψεις,
τ' αστρικά σου πηδήματα.
Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη,
την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου,
μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο,
μες στην καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μου
και τώρα την διαγουμίζουνε τα τανκς;
Εφτάπυλο το χάος,
στεγανό πολιορκημένο μέσα κι έξω από το φόβο με τα χίλια πρόσωπα.
Οι φωνέςτων ανιάτων κοπάζουν κάθε αράδυ στις πεντέμισι.
Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή.
Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί.
Και πάλι, πάντα πού είναι τα χέρια σου;
Η φωνή σου πού;
Θ' αντέξουν και απόψε τα τοιχώματα; Ή θα χιμήξει το σκοτάδι;
Πώς να μετρήσω;
Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς
που σημαδεύει -έφηβο κιόλας το παιδί
η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου
άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα
η ασχήμια, που ενεδρεύει να με κατααροχθίσει,
ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει,
μ' αφύσικα τινάγματα
η μελλοθάνατη ειμ' εγώ
Και γύρω μου παντού,
καταμεσίς
κατάστηθα,
στο χάος, στην καρδιά μου,
αιμόσυρτες οι τροχιές
από την αθωότητα στο φόνο,
κι απ' το φόνο στην τύψη,
στο μοιρολόι κι από κει στον άλλο φόνο.
Να σου τραγουδήσω;
Μα κι η φωνή μου, π' αγαπούσες, μαχαιρωμένη.
Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια
τα μαλλιά μου, π' αγαπούσες,
τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα
κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πια.
Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ' τα σίδερα.
Η ρωμιοσύνη προδομένη, προδοσιά μαχαίρι στην καρδιά.
Το πληγωμένο φως μετά τις δέκα,
οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες.
Η δίχως νόημα θυσία,
η πολιορκία,
η απουσία
το τσιγάρο του φρουρού.
Και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα
«Πώς άλλαξε αυτό το παιδί, θα λένε οι άλλοι,
κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα
ζητώντας να τους μιλήσω για ήρωες
κοιμώντας, οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες,
που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία,
σκεπάζοντας τα τανκς, τα αεροπλάνα,
το φόβο,
το βήμα του φρουρού,
τις νύχτες χωρίς εσένα
που θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού
που θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου,
τα συντρίμμια σαν τα παιδιά της Ζηνοβίας,
απ' τα πέρατα της γης και της απόγνωσης.
Γιατί και σένα θα σ' έχω χάσει
στο κινούμενο σκοτάδι
όπως κι εμένα,
όπως και τον αγώνα,
που θα 'ταν δύσκολος, αλλά ωραίος
κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι,
Χωρίς εσένα, πώς;
Σαν την πρώτη μοναξιά,
που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί
το σώμα μου θα διαλυθεί
τα κύτταρά μου ένα προς ένα θ' αποσυνδεθούν,
πάνω σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη, τον καιρό,
το σώμα μου ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί,
γράφοντας τ' όνομά σου σ' όλους τους ουρανούς,
τα κύτταρά μου,ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους
με την ηλικία της οδύνης,
με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα.
Θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους.
Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδιές τους,
κι όταν θα 'ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση
«δραπέτευσε», θα πουν οι άλλοι,
παρεξηγώντας τον θάνατό μου.
Και μόνο εσύ θα ξέρεις
μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου,
το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή,
τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα
την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου,
τα ελληνικά αινίγματα
-τι είν' αυτό που ανεσαίνει με τα πόδια, και το κατεβάζουνε με κουσέρτα -
και μόνο εσύ θα ξέρεις πώς,
πού χάθηκε το κορμί μου,
τι έγιν'η φωνή μου,
τι η αγρύπνια μου,
τι ήχους έχει ο φόβος
κι η απόγνωση τι πρόσωπα.
«Θεέ μου και τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι;»
Μονάχα εσύ θα ξέρεις
εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.
ΙΙ
Μακριά, πολύ μακριά,
ακούγεται η ζωή,
ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα
-ίσως- τα φώτα, που μας έκλεψαν
της πολιτείας που μας έκλεψαν
κι η θύμηση απ' το τελευταίο λιόγερμα
και τα βουνά, γύρω δικά μας.
Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις.
Πρέπει να υπάρχεις,
Σα να μπορώ ν' αφουγκραστώ το γέλιο σου,
ξανθό, πίσω απ' τους λεκιασμένους τοίχους.
Κάποτε όλα θα μαθευτούνε
που θ' αναλιώσει το παγωμένο κέντρο της μνήμης
-τώρα, παντού, «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου» -
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα
ίσως κάποτε που θ' ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων,
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας,
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα
θα θυμηθείς και εσύ
μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή,
θα είσαι μακριά
τότε εγώ δε θα υπάρχω,
III
Χρόνος παραμορφώθηκε,
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.
Ξέρεις πού θα με βρεις,
Εγώ ο Φόβος.
Εγώ ο θάνατος.
Εγώ η μνήμη, ανήμερη.
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου,
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής.
Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με τη αγωνία μου.
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ' άσεμνα, φρικιαστικά βεγγελικά.
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες,
ώσπου ν' αρχίσουν να σφαδάζουν
ώσπου ν' αρχίσουν ν' αναρωτιούνται.
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.
Όμως θαρρώ, οι μόνοι που -ίσως -καταλάβουν θα ναι τα παιδιά,
πλούσια απ' την κληρονομιά μας
πρώτη φορά, τα παιδιά
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα
τ' αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών
διορθώνοντας τα λάθη,
σβήνοντας τα ψέματα,
ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά,
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας
σημαδεμένα από την αστραπή
τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης
που σε μας άργησε τόσο πολύ να 'ρθει.
Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα
στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου
κι αν τώρα κάθε που αναδαίνω
βγαίνει τ' όνομά σου
όταν θ' αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου,
με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ' οδηγούν
τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου σου,
της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά,
κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας,
με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν
τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου
ίσως τότε θα 'χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο
ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί,
στο σταυροδρόμι του κόσμου,
μ' όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου,
ίσως τότε τα παιδιά σου,
μαζί μ' όλα τα παιδιά,
να προλάαουν τον καιρό και τη ζωή
μια στιγμή πριν απ' το χάος.
Και πια δε θα 'χει μείνει τίποτ' από μένα
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου
ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου,
μα θα 'χω διαλυθεί σ' όλους τους ποταμούς του κόσμου
θα 'χω γράψει τ' όνομά σου, που φοβόμουνα,
ως την άλλη όχθη
και το κορμί μου -ίσως- νεκρό
μα πάλi ακέραιο θ' αναπαύεται
με γύρω του τη θύμησή σου
και τη λιόλουστη ζωή.
.. .. .. .. .. .. .
«Εγώ, ξέρετε, υπήρξα εκ γενετής πολιτική κρατούμενη. Της Γκεστάπο, εννοώ. Από την κοιλιά της μάνας μου, μάλλον, που την κρατούσαν οι Γερμανοί ως όμηρο στις φυλακές της Αγιάς, κοντά στα Χανιά. Είμαι, λοιπόν, παιδί της Κατοχής και του πολέμου. Ο πατέρας μου βρέθηκε τότε στο Μαουτχάουζεν, η οικογένειά μου σκόρπισε, τα σπίτια χάθηκαν. Ηρθα και μεγάλωσα στην Αθήνα, όπου κυρίως έχω ζήσει, αλλά σε μια συνεχή και επώδυνη παλινδρομική σχέση με την Κρήτη, την πατρίδα μου...»
Τα λόγια της αυτά προσδιορίζουν καλύτερα από οποιοδήποτε βιογραφικό τη Ρένα Χατζηδάκη, την ποιήτρια, μεταφράστρια, και ψυχοθεραπεύτρια που «έφυγε» πρόωρα από κοντά μας. Η Ρένα Χατζηδάκη, του Μύρωνος και της Λιλής Ζωγράφου, πνίγηκε στη θάλασσα της Τζιάς στις 13 Αυγούστου. Εναν περίπου μήνα πριν, στις 18 Ιουλίου, είχε γιορτάσει τα 60ά γενέθλιά της, μαζί με τους πιο κοντινούς της ανθρώπους και το βαφτιστήρι της. Οι ίδιοι άνθρωποι, οι φίλοι της, θα την αποχαιρετήσουν σήμερα στο Α' Νεκροταφείο, στις 4 μ.μ.
«Κατάσταση πολιορκίας»
Η Ρένα Χατζηδάκη υπήρξε μία από τις πιο σιωπηλές δημιουργούς του καιρού μας. Δεν επεδίωξε ποτέ να εξαργυρώσει τις δάφνες της, ποιητικές και αντιστασιακές. Από το 1968 που έγραψε ως «Μαρίνα» (μόλις 25 ετών) το «τραγούδι-ποταμός», σύμφωνα με τον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη, το «Κατάσταση πολιορκίας», αποκάλυψε μόλις το 1991, σχεδόν 24 χρόνια μετά, ότι η «Μαρίνα» είναι η ίδια.
Είχε προηγηθεί βέβαια, λίγο μετά τη δικτατορία, η κυκλοφορία ενός μικρού βιβλίου με τίτλο «Κατάσταση πολιορκίας» και την υπογραφή Ρένα Χατζηδάκη, αλλά και πάλι κυκλοφόρησε σε έναν περιορισμένο κύκλο. Ωσπου το 1991 η «Κατάσταση πολιορκίας» κυκλοφόρησε ευρέως από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδη», με 8 ένθετες εικόνες του Γιάννη Βαλαβανίδη.
Στη συνέντευξη που έδωσε τότε στον Δημήτρη Γκιώνη («Κ.Ε.») -απ' όπου και το πρώτο απόσπασμα- και στην οποία για πρώτη φορά έσπασε τη σιωπή της, ανέφερε για την «Κατάσταση πολιορκίας», που η ίδια είχε αρχικά τιτλοφορήσει «Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ»:
«Το ποίημα το έγραψα εκεί, στη φυλακή. Ποιήματα έγραφα πάντοτε, αλλά δεν δημοσίευα συχνά. Το έγραψα όντας ερωτευμένη, σαν ένα ερωτικό γράμμα. Εγραψα συνολικά πέντε ενότητες και τις διοχέτευσα έξω. Οι δύο χάθηκαν, οι άλλες τρεις είναι αυτές που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης, στου οποίου τα χέρια έπεσαν τυχαία από κάποιον κοινό φίλο».
- Και με ποιον τρόπο τα βγάλατε από τη φυλακή;
«Δεν θα ήθελα να σας πω πώς τα έβγαλα μ' όλα τα δρακόντεια μέτρα. Μιας και δεν επισημάνθηκε ποτέ, ας μείνει σαν μια ανοιχτή δυνατότητα στους κρατούμενους».
- Και γιατί το ψευδώνυμο Μαρίνα;
«Γιατί μου ήταν απεχθής η ιδέα ότι θα αποκτούσα φήμη από μια εμπειρία αυθεντική, προσωπική. Δεν μου άρεσε, επιπλέον, η ιδέα να κάνω κάτι τέτοιο τη στιγμή που οι άλλοι ήταν ακόμη στις φυλακές. (...) Μερικοί σύντροφοι μου καταλόγισαν μια ηττοπάθεια, δεν το έβρισκαν αισιόδοξο. Εγώ διαφωνούσα. Ηταν κυρίως ένα ποίημα ερωτικό κι έχει μια έντονη αισιοδοξία. Οι αντιρρήσεις συνδέονταν με τις μονοκόμματες απόψεις που υπήρχαν τότε για το ρόλο της τέχνης. Εγώ δεν έχω αλλάξει γνώμη. Ο ποιητής πρέπει να αρθρώνει το δικό του λόγο, όπως τον νιώθει».
- Ποιος είναι, τότε, ο λόγος που αποφασίσατε να το επανεκδώσετε;
«Ηταν κυρίως για να σπάσω μια σιωπή, μια πλήρη απουσία μου από τη δημοσιότητα: Θέλησα να αισθανθώ ότι ενοποιώ ξανά τη ζωή μου που κατακερματίστηκε πολλαπλά από τη δικτατορία. Να ξαναδώ τον εαυτό μου τότε και την εποχή εκείνη με τα σημερινά μου μάτια. Να διακρίνω αλληλουχίες και την "ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών", κατά την έκφραση του Καβάφη. Με δύο λόγια, και πιο απλά: Ηρθε πια ο καιρός να τ' αφήσω πίσω μου όλ' αυτά, σαν μια δική μου εμπειρία που μπορώ να τη σκέφτομαι όποτε και όπως θέλω. Αρκετά χρόνια έζησα σαν απελεύθερη. Θέλω να εκδώσω καινούργια ποιήματα τώρα -και τώρα, για πρώτη φορά, αισθάνομαι ότι μπορώ...».
Με την Αριστερά
Η Ρένα Χατζηδάκη μπήκε πολύ νέα στο αριστερό κίνημα, συνεργάστηκε με την «Πανσπουδαστική» και την «Επιθεώρηση Τέχνης», με τον Ασαντούρ Μπαχαριάν και τη Βάσω Κατράκη στην πρώτη εποχή της γκαλερί «Ωρα» στο Σύνταγμα, και με διάφορους εκδότες περιοδικών και βιβλίων ως κριτικός, αρθρογράφος, μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων.
Μέλος του Πατριωτικού Μετώπου από την ίδρυσή του, συνελήφθη τον Οκτώβριο του 1967, κρατήθηκε 43 μερόνυχτα στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών και εν συνεχεία, ως υπόδικη, στις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ. Βγήκε με το δεύτερο νόμο περί «αμνηστίας» του 1968, υπό καθεστώς αναστολής της υποδικίας.
Από τα χρόνια της μεταπολίτευσης και μέχρι σήμερα εργαζόταν ως ψυχοθεραπεύτρια (αποφοίτησε από το Ινστιτούτο Ομαδικής Ανάλυσης Αθηνών), συμμετείχε με τις ενδιαφέρουσες εισηγήσεις της σε πολλά διεθνή σεμινάρια ενώ ήταν μέλος σημαντικών ψυχαναλυτικών ιδρυμάτων και εταιρειών του εξωτερικού.
Οταν πέθανε η μητέρα της, η σπουδαία Λιλή Ζωγράφου (το 1998), η Ρένα Χατζηδάκη παραχώρησε στην Ηλιάκειο Δημοτική Βιβλιοθήκη και το Ιστορικό Αρχείο Νεάπολης στην Κρήτη τα βιβλία της μητέρας της, αντικείμενα της βιβλιοθήκης της, φωτογραφίες καθώς και αρχειακό υλικό. Σήμερα η δανειστική βιβλιοθήκη έχει μια αίθουσα που φέρει το όνομα της Λιλής Ζωγράφου.
(Tα στοιχεία εκτός του ποιήματος τα διαβάσαμε στο
indymedia . Σε άλλα σάιτ όπου αναδημοσιεύονται κομμάτια δεν αναγράφεται πηγή)