…
Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει.
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στη καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα. Πολύ κρύο εφέτος.
Πιο κοντά. Πιο κοντά. Μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω
τους.
Μέσα στις τσέπες τού παλιού πανωφοριού τους
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά.
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν απ' τη βροχή και την
απόσταση.
Η ανάσα τους είναι ο καπνός ενός τραίνου που πάει
μακριά,πολύ μακριά. Κουβεντιάζουν
και τότε η ξεβαμμένη πόρτα τής κάμαρας γίνεται σα μητέρα που
σταυρώνει τα χέρια της και ακούει.
Κι ακούω και γω και παίρνω κι αυγαταίνω-
ρίχνω και γω καμιά κουβέντα που και που
όπως ρίχνουμε ένα ξύλο στη φωτιά-
φουντώνει η φλόγα, γίνεται πιότερο το φως -ξύλο το ξύλο-
κοκκινίζουν οι τοίχοι, αποτραβιέται ο άνεμος, τρίζει το
παραθυρόφυλλο
ακούγεται έξω κάποιο γαϊδουράκι που βόσκει ακόμα στο γρασίδι
και το σκυλί κάθεται ήσυχο μπροστά στα πόδια των πεθαμένων.
Όλοι περιμένουν να ξημερώσει.
Έπεσε ο άνεμος. Σιωπή. Στη γωνιά τής κάμαρας
ένα αλέτρι συλλογισμένο -περιμένει τ' όργωμα.
Ακούγεται πιο καθαρά το νερό που κοχλάζει στο τσουκάλι.
Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο
είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί
είναι οι ξωμάχοι και οι προλετάριοι
-κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί
μια γωνιά μαύρο ψωμί
ένα δέντρο πλάι στο πάγκο
ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα.
Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.
Τα χοντρά τους παπούτσια είναι σα βαγόνια με κάρβουνο
τα χέρια τους είναι η σιγουριά -
αργασμένα χέρια, σκληρά χέρια, ροζιασμένα
με φαγωμένα νύχια, με άγριες τρίχες
με το μεγάλο δάχτυλο φαρδύ όσο η ιστορία τού ανθρώπου
με τη φαρδειά σπιθαμή σα γιοφύρι πάνου απ' το γκρεμό.
Τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα δεν είναι μονάχα στα μητρώα
των φυλακών
φυλάγονται στα αρχεία της ιστορίας,
τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα είναι οι πυκνές σιδηροδρομικές
γραμμές
που διασχίζουν το μέλλον. Και η καρδιά μου εμένα
τίποτα πιότερο, συντρόφια μου, ένα πήλινο μαυρισμένο
τσουκάλι
που κάνει καλά τη δουλειά του -τίποτ' άλλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου