Ποιείν
Αιχμάλωτη
Με το ένα πόδι δεμένο απ΄ τον αστράγαλο
στρωμένη στο πάτωμα
τα μάτια τρώνε το ταβάνι
ρουφάω τσιγάρα ηδονής
Από καθυστερημένες ανάσες
ακούω τον ήχο σου
να σέρνεται ακόμα πάνω μου.
Μαλακιά και ρευστή
θέλω να περάσω αιώνες έτσι
δαρμένη από πνιχτά ζωικά βογγητά
αρπαγμένη απ΄ τις ρουφήχτρες των ματιών σου
να κυλιέμαι άσκοπα
μηρυκάζοντας την ώρα
που ήρθα λάφυρο στα χέρια σου
Σχετικά σωσμένη
από απανωτά επεισόδια
σεισμικής ακολουθίας
χώνομαι μες την κρυψώνα των μαλλιών μου
ζαλίζομαι απ΄ την μπερδεμένη οσμή τους
κι ο χρόνος με εγκαταλείπει
με βουλιάζει σε μανούβρες αισθήσεων
θα έρθει να με βρει
όταν το μεδούλι μου παγώσει
Βαλσαμωμένη της στιγμής
να με οργώνει η περασιά σου να με φυγαδεύει οριστικά
στην απάτητη χώρα
των λυμένων ενστίκτων
Πρόκληση
Κάθεται απέναντι του
προκλητικά σταυρωμένα
έχει τα χυτά της πόδια
τα ψηλά της παπούτσια
ανοίγουν κομψά το κουντεπιέ
και η φούστα όσο να φανεί
το λεπτό της γόνατο.
Κολλάει το τσιγάρο στο κραγιόν
και αναστατώνει τα μαλλιά της
κι αυτό το κάθισμα της!
η αργή σταθερή της κίνηση!
όπως το φίδι πριν επιτεθεί
ρημάζει την αρσενική ματιά του
κι αυτή το γλεντάει.
Κούκλα ζωντανή, πανάθεμα την!
Κολασμένη, πύρινη
καρφί στα μάτια τον κοιτάει
και σταματάει ο κόσμος να κινείται γύρω του.
Του διαόλου πλάσμα
γεννημένη να αφήνει
έναν πεινασμένο πόθο.
Κάθεται απέναντι του
τον τυλίγει και τον ξετυλίγει αφόρητα
πνιγμός του ΄ρχεται
χτυπήματα ακαριαία
θα τον φέρουν υπνωτισμένο κοντά της
για εκείνη τη νύχτα
Υπνωτισμένη σειρά
Άφησέ με,
άφησέ με
να κοιτάξω στα μάτια
τον θάνατό μου
να αποτελειώσω τον μύθο του
Σε σκοτεινό θάλαμο ακροπατώ
και πέφτω, πέφτω
με το βάρος της πευκοβελόνας
απολαμβάνω θυσιασμένη
κάθε εκατοστό της πτώσης μου
Παραζάλη…
υπνωτισμένη σειρά
η συνέχεια
και λήγω
γεννώ το αίμα
από τον πιο γλυκό χαμό
επίδοξη τρέλα
τ’ αφρισμένο φως
με τραβάει
πιο ανίσχυρη
πιο υποταγμένη
αγχέμαχος του πόνου
γονατίζω
Είσαι η μαγεία
είμαι η αδυναμία
δεν σε παλεύω
σε πίνω
η σταγόνα σου
φτιάχνει θάλασσα
κι εγώ μηδενίζομαι…
Η μετά άγνωστη
Τώρα είμαι αυτή
που ο καιρός θα κάνει
άγνωστη
σαν κάποια που κάποτε
σε πορείες του νου
και αναρριχήσεις
τολμούσε
έβγαζε
τα βογκητά της ανάγκης
μέσα απ΄ τα σκουπίδια
ληγμένες κονσέρβες
κακοδιάθετων ημερών
με ελάχιστες αντοχές
και η μυρωδιά συντήρηση
Σε παραδαρμένο βάδισμα
καθημερινό
πέρασες δίχως να σταθείς,
επώδυνα
σαν αγέρωχο ψέμα δειλό
μίλα μου,
μίλα μου τώρα
που είμαι εγώ
και σε ακούω
μετά θα ΄μαι η άλλη
και δε θα θέλω να σε ξέρω
Αδάμαστη πνοή
Κρατούσες σημειώσεις να δέσεις τις άκρες
απ΄ τα κομμένα νήματα του συνειρμού
μανιακός συλλέκτης βλεφαρίδων που χαμογελούν στο πέτο
απέμεινες
χαρτογράφος της πνοής που γεννιέται,
χορεύει, παλεύει, αγκομαχάει, εκτοξεύεται.
Ήθελες να αγγίζεις τις καμπύλες της, να μυρίζεις τον έντονο ιδρωμένο παλμό της
να την έχεις υγρασία κολλημένη στο λαιμό σου, κάθε σου απόπειρα είχε σκοπό να ξανά μπεις στον ελκυστικό θυμό της.
Την αδάμαστη πνοή σε αυτήν γύριζες πάλι και πάλι στον ξεχασμένο γρίφο
της ζωής σου που είχες άτολμα προσπεράσει κι αυτός έμενε ακλόνητος πειρασμός
να διεκδικεί τον χώρο που του στέρησες, κυνηγώντας στοιχειωμένα παλάτια
κουμπωμένος σε στενά πουκάμισα, δέθηκες στην τιμωρία σου να νοσταλγείς
αυτά που έστειλες στην εξορία και τώρα θέλεις πίσω,
έστω εκείνη…εκείνη την πνοή που ζούσε νηστική και τυλιγόταν
στην μαγεία του υπάρχω…και υπήρχες…υπήρχες
άρχοντας του κινούμενου αέρα
ασυμβίβαστος γητευτής των ενστίκτων σου
περιπλανώμενος φονιάς των σκυθρωπών διλημμάτων
Ευδία χίμαιρα
Απ΄ το λακκάκι του λαιμού σου
είδα να καταπίνεις πέλαγο
μέσα εκεί που βούτηξα
χαραμίζοντας
κάθε ώρα της ημέρας
να περιδιαβαίνω
παρτέρια ανθισμένα
από τσιτωμένα μπουμπούκια
Στο λακκάκι του λαιμού σου
είδα να πνίγεις
της καρδιάς την ζόρικη απανεμιά
και στα απέναντι του δρόμου
άσκοπα να τριγυρνάς
μήπως κι ο χρόνος μπλοφάρει
και βολευτεί στου δευτερολέπτου
το αιώνιο αγκάλιασμά μας
Στο λακκάκι του λαιμού σου
έπνιξα και πνίγηκα
σε λυγμό άφλεκτο
αποκοιμήθηκα
θερμή στον αχό της
απροσδόκητο χώμα υπερβολής
ευδία χίμαιρα
Εξοχικά δωμάτια
Έφτασε ο καιρός να αεριστούν
Να μπει το φως, να αλλάξει ο νωπός, φυλακισμένος αέρας
Φρέσκα σεντόνια να στρωθούν, να τιναχθούν κουβέρτες, μαξιλάρια, στρώματα
Έχουν θέα στην θάλασσα κι ο χειμώνας
περίοδος που τα πατζούρια κλείνουν ερμητικά,
μέχρι ένας ήλιος επιθετικός, να δώσει το έναυσμα, της λήξης
Τα ηλιοβασιλέματα από εκεί, αλόγιστα, ένα όργιο
Κάθε επίμονη απόπειρα να αποδοθούν αδύναμη
Λίμνες χρωμάτων σε άδειασμα και γέμισμα
Δεξαμενές αργής κίνησης μέχρι το φως εκείνο να πλευρίσει το χάσιμο
Οι τοίχοι έχουν κρατήσει υπερβολικά τους αναστεναγμούς!
σα να΄ χουν απορροφήσει το άναμμα από σκόρπιες νύχτες και ξημερώματα
συνοδεία καλοκαιρινών πόθων
Δονεί το αίσθημα η ηχώ τους, αντιλαλούν οι ψίθυροι που σύρθηκαν
περάσανε ανεπαίσθητα και βάναυσα μαζί
Τώρα, ανοιχτές οι μπαλκονόπορτες περιμένουν, έξω ποτισμένα τα λουλούδια,
αργά τα βήματα θέλουν να πλησιάσουν, λίγο απ΄ την αύρα τους να πάρουν
και ένα σύγκρυο να κλέψουν, πεταχτό…σα φύσημα…
Μη με ρωτάς
δεν πέρασε, φίλε μου
δεν πέρασε…
τα ανείπωτά της όνειρα
ξεφύγανε
τα αγέννητά της δάκρυα
την ήπιαν
ανήμπορα τα μάτια
να την περιβάλουνε
αγνώριστα λόγια
την θελήσανε
κι εκείνη…
μη με ρωτάς για εκείνη…
η δίψα της
την όρμησε
σε παρανάλωμα
ολοφάνερη άστραψε
στα πρόθυρα
του αύριο
του ποτέ
και του συνεχώς
απόλυτη
λυτή
λιτή σαν ψέμα
σκόρπισε
Ποτέ απ΄ την πόρτα
να σου θυμίσω
να με ξεχνάς…
η ανία που βρέχει τα πόδια σου
είναι και δική μου
φεύγω
συστηματικά
η παράγκα μου, φορητή
ο κόσμος περιστροφικός
με χάνει
μπουκάρω
απ΄ τα παράθυρα
όπως οι αδέσποτες μυρωδιές
ποτέ
απ΄ την πόρτα
η ανία σου
είναι και δική μου
δεν είναι η ιδέα σου αυτή
θα βρεθούμε
στο λάθος της
μη σταματάς,
μη σταματάς να με ξεχνάς
λίγο αν με λατρεύεις
Το πρωί
π
ρώτα το πέλμα
γυμνό
κι έπειτα ο αστράγαλος
το πρωί
κάθε πρωί, αν το θες
βάζει πόδι
στο παραμύθι
ένα χάρμα
να την κοιτάς, ξυπόλυτη
τα μαλλιά της αχτένιστα
μακριά
ατίθαση ομορφιά
άγρια ηρεμία
αρέσει,
αρέσει πολύ
κάθε πρωί
μπορεί και βάζει
το
πόδι
της
στο παραμύθι
μια μαγεία
κι από τις φωνές, μακριά
σχεδόν απείραχτη
το πόδι της…
μαγεία
το παραμύθι
ευλογία, αν το θες
Γλυκιά μου κατηφόρα
η νύχτα φορτωμένη
με όλα της τα συμπτώματα
ένας πήδος στο κενό
με γδέρνουνε τα χάδια σου
μόλις με βρουν μονάχη
αλαφιασμένο σύννεφο
πάει να σκορπίσει χάος
κι όσο
η αύρα σου, δεν με ξεχνά
εγώ δεν με χωράω
μεθοδικός ο φόνος σου
κι όλο με κυριεύει
για όσο δεν συνέρχομαι
δεν παύω να θυμάμαι
δεν θα γλιτώσω το ‘ξερα
γλυκιά μου κατηφόρα
Πάνω σου
μη λιγοστεύεις
βάλε με
να ανεβαίνω
να σκαρφαλώνω
τα δύσβατά σου
πάνω σου
πριν μια
στάλα αντοχής
θελήσει να αποτραβηχτεί
να ‘χω σκαλώσει
στα άδυτα των ματιών σου
βάλε με
εκεί
να στέκομαι
κάτω από την αστραπή σου
αχόρταγα
να με ψοφάει
της θλίψης
το φιλί σου
να μη τελειώνω
βάλε με
πάνω σου
να μην αντέχω
και να μπορώ
να πνίγομαι
και να ζητώ
εσένα μόνο
να δεχτώ
πόνο, να με χτυπάει
Τι ζήτησα;
Τι ζήτησα;
την αγκαλιά σου ζήτησα
αυτήν την ξεπεσμένη αθωότητα
στο σουλάτσο του δρόμου
σε μια γωνία
πίσω απ΄ τον κάδο σκουπιδιών
εκεί κάπου στη ζούλα
στην πλατεία Αριστοτέλους
ανάμεσα από χνώτα και ιδρωμένες μασχάλες
μέρα μεσημέρι
και ο πλανόδιος πωλητής με τα μαύρα γυαλιά
να κόβει κίνηση
τι ζήτησα;
να ανακατευτούμε
μες την απλωμένη γλώσσα
των αισθήσεων
μπροστά απ΄ τα γδαρμένα σκηνικά της αφόρητης αναμονής
στου ενός λεπτού την ακριβή ώρα
Αδειανά τα χέρια
τρύπια η καρδιά
κι η φωνή ξεκούρδιστη
άγρια αποτυπώματα
πατάνε το στήθος
γέρνω στα σπλάχνα μου μέσα
και τρώω
μικρά χαρτάκια από στιχάκια
ένδοξων λυγμών
Ζουμερά κεράσια
Ανθισμένο απόβλητο
λάμπει στο περιθώριο
λες: να το αρπάξω μια…
Ελκυστική η αμαρτία
ξέρεις
ανάβει τα πνευμόνια
το τρέμεις
όλα τα κακά μαζί του έχει
το θέλεις
αυτόν το λεκέ που δεν φεύγει
τον θέλεις
σε στολίζει μ΄ άγουρο έρωτα.
Aγόρι μου
αυτή η επανάσταση δεν έχει
κόκκινα γαρύφαλλα στο πέτο
βάφει,
βάφει τον δρόμο σου
πετάει ξυραφιές
και ξεκοιλιάζει την άσφαλτο που πατάς
είναι αυτό που δε μπορείς να δεχθείς
και δεν μπορείς να αρνηθείς
η σπίθα που σπαρταράει κάθε ώρα
απαρηγόρητη
γαμημένη εξάρτηση
τα ζουμερά κεράσια
κι ο κόσμος όμορφος
απάτητος
σαν τον κοιτώ ανάποδα
αιωρούμενη ακριβώς πάνω απ΄ την γειτονιά σου
και τα φώτα να με καλούν για προσγείωση
κι η βραδινή δροσιά να μου γλύφει τα μπούτια
γαμημένη εξάρτηση
τα ζουμερά κεράσια