Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

"Η Μυρτώ και το κουνουπάκι", Ευγένιος Τριβιζάς (Κέδρος)

protagon

της Ρίκας Βαγιάνη

Όταν το protagon άρχισε φέτος το καλοκαίρι να διαβάζει συστηματικά, και μάλιστα να διοργανώνει διαγωνισμό βιβλιοφιλίας, κόμπλαρα. Κινούμαι συχνά σε χώρους όπου η ερώτηση «μίλησέ μας για τα αγαπημένα σου βιβλία» αποτελεί μια αφορμή για να δοθούν ξεκαρδιστικές απαντήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες περιέχουν το όνομα «Πάουλο Κοέλιο». Αφήστε και το γενικότερο ζόρι… Ντρέπομαι αφάνταστα να συμμετέχω σε δημόσιες συζητήσεις για λογοτεχνία: ότι δηλαδή, τι τώρα, κοπελιά; Μας κάνεις …κριτική για τον Μαρκές; (Το εξηγεί πολύ καλά η Αρτεμις Καπούλα στο τελευταίο της κείμενο).

Όμως το καλοκαίρι τελειώνει. Μαζεύω βαλίτσες, κλείνω το εξοχικό, γυρίζω, (πού;) και έχω ένα mail του Ιουνίου, αναπάντητο: Η Γκέλη που μου ζητάει να δώσω το «βιβλίο παραλίας μου». Δεν έχω βιβλίο παραλίας, Γκέλη. Δεν χωράει στην τσάντα με τα κουβαδάκια, τα σωσίβια, την πλαστική νερομπουλντόζα, και το φουσκωτό δεινόσαυρο. (Και να είχα, πότε θα το διάβαζα; Ο δικός μου είναι τεσσάρων, δεν είναι να παίρνεις από πάνω του τα μάτια σου, ούτε στιγμή, ειδικά κοντά σε οτιδήποτε υγρό, αφρισμένο και βαθύ.)

Έχω όμως ένα βιβλίο διακοπών: Ξεθωριασμένο από τη χρήση. Οι ραφές του έχουν χαλαρώσει οι μεσαίες σελίδες πέφτουν και τινάζουν στα σεντόνια άμμο, βότσαλα και ψίχουλα. Το βιβλίο αυτό είναι που διαβάζουμε, τρίτο καλοκαίρι τώρα, με το γιό μου. Το πιάνουμε την πρώτη μέρα στο εξοχικό, νωρίς τον Ιούλιο, και το ξαναβάζουμε στη βιβλιοθήκη… μεθαύριο, λίγο πριν γυρίσουμε οριστικά στην Αθήνα.

Είναι η «Μυρτώ και το Κουνουπάκι», του Ευγένιου Τριβιζά. Ένα βιβλίο-συμπυκνωμένο ζουμί του παιδικού ελληνικού καλοκαιριού, της κοινής πατρίδας όλων μας. Είναι θαλασσινό και ξένοιαστο, αστείο και σπαραχτικό μαζί. Μιλάει για αρχές και τελειώματα, για κύκλους της ζωής, για έρωτα και θάνατο. Και μιλάει για όλα αυτά σε νήπια! Αλλά λέει, ταυτοχρόνως, μια άλλη ιστορία, σε μπαμπάδες και μαμάδες. Σε μια συγκεκριμένη μαμά τουλάχιστον. Η οποία, μαμά, όταν το διάβασε πρώτη φορά στον σπόρο, (και όσο το παιδί ξεκαρδιζόταν στα γέλια από τα αστεία ποιηματάκια της ιστορίας ) χρειάστηκε να κρυφτεί στο μπάνιο και τραβήξει δύο φορές το καζανάκι, για να μην ακουστούν οι λυγμοί της: Για τη Μυρτώ, το καλοκαίρι της- και το κουνουπάκι της.

Η «Μυρτώ», αν ήταν ποίημα θα ήταν το παιδικό «Αξιον εστί», η ο «Φυλλομάντης». Αν ήταν τραγούδι, θα ήταν το «Καλοκαίρι» του Σαββόπουλου. Είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα μαγικό ανάγνωσμα. Όπως κάθε μαγική συνταγή, χρειάζεται όλα της τα υλικά για να πετύχει: ένα μεγάλο άνθρωπο που ξέρει να διαβάζει. Ένα νυσταγμένο παιδάκι , τυλιγμένο στα παράταιρα εξοχικά σεντόνια, που παλεύει να μείνει ξύπνιο ως το τέλος της ιστορίας. Χρειάζεται ένα θαλασσινό καλοκαίρι που αρχίζει ή τελειώνει, μέσα σε ψιθύρους, φιλιά και συνωμοσίες για δύο.

Με τον κίνδυνο να πέσω στην παγίδα «γράφω-κριτική-για τον-Μαρκές» (πόσο γέλασα, αλλά και πόσο λυτρώθηκα, Αρτεμις Καπούλα!) αισθάνομαι την ανάγκη να απευθύνω δυό λόγια στον συγγραφέα, τον κύριο Τριβιζά: Τα βιβλία του τα έχω διαβάσει κι αγαπήσει πολλά χρόνια πριν αποκτήσω παιδί, οπότε και δεν κινδύνευα από τον υπερβολικό συναισθηματισμό με τον οποίο αναγκαστικά, μας φορτώνει η μητρότητα.

Λοιπόν, κύριε Ευγένιε, σχεδόν δεν υπάρχουν λέξεις για να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για την ύπαρξή σας. Αυτό που κάνετε, αυτά που γράφετε, στην εποχή που τα γράφετε, δεν είναι απλώς ένα ανεκτίμητο δώρο στα Νιντεντόπληκτα σποράκια μας. Είναι ένας λόγος να θυμόμαστε γιατί κάποτε θελήσαμε να γινόμαστε γονείς. Είναι ένας τρόπος να θυμόμαστε πως υπήρξαμε κάποτε, νυσταγμένα παιδιά, σε παράταιρα εξοχικά σεντόνια, που πάλευαν να μείνουν ξυπνητά, μέχρι το τέλος της ιστορίας.

Το βιβλίο γλιστράει στο μαξιλάρι, τα βλέφαρα βαραίνουν, το καλοκαίρι τελειώνει.

Καλό χειμώνα, κουνουπάκι.
Καλό χειμώνα, καλοκαίρι μου.

Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Ενα βοριαδάκι από εκείνα τα ανέλπιστα



Δεν είμαι τεχνοκριτικός ούτε βέβαια και εκτιμητής.
Ειμαι απλά ένας άνθρωπος που έχοντας τόσα χρόνια περάσει μέσα από δρόμους μουσικούς λάτρεψα τελικά την τέχνη σε όλες της τις εκφάνσεις.
Και λίγο παραπάνω ίσως λάτρεψα την ποίηση που βλέπω να ξεχειλίζει από τους καμβάδες της μοντέρνας ζωγραφικής και για αυτό θα μιλήσω.

Η τέχνη της Βάσως Σαρρή δεν επιδιώκει να ενταχθεί στους γνωστούς και καθιερωμένους δρόμους έκφρασης και ευτυχώς. Γιατί αυτό ακριβώς είναι που πρέπει να κάνει κάθε καλλιτέχνης. Να ψάχνει την δική του φωνή.

Η αναζήτηση νέων τρόπων και διαστάσεων πάνω στον καμβά μιλά γι αυτό από μόνη της.
Είναι η κραυγή μιας τέχνης που προσπαθεί να διασπάσει καθιερωμένες γραμμές και όρια και να διεισδύσει στο άγνωστο.
Eίναι ο από μηχανής Θεός που πάνω στη θολούρα στέλνει ένα βοριαδάκι από εκείνα τα ανέλπιστα να καθαρίσει το μυαλό με ένα τρόπο απλά μαγικό.
Πως αλλιώς να μπορέσεις να γυρίσεις σαν σελίδα ένα νυχτερινό ουρανό και να δεις και την πίσω του όψη, εκείνη την γεμάτη όνειρα και πραγματικότητες άλλες...
Πως αλλιώς απ'το πορτάκι του ήχου ενός φλοίσβου να εισχωρήσεις σε ένα καλοκαίρι ελληνικό, με τον χρόνο ένα σεντόνι απλωμένο από τον ύλη σου μέχρι την ψυχή σου και τις μορφές μπερδεμένες γλυκά μες τους αιώνες να διηγούνται περιπέτειες και μύθους.
Πως αλλιώς να δεις τα έγκατα των ηφαιστείων αγκαλιά με ένα χλωρό φυλλαράκι ν' ακούν το παραμύθι ενός άστρου!
Οι κλίμακες της μελαγχολίας κάποτε αχνοβατώντας πάνω στον ορίζοντα της τέχνης αναστρέφονται.Κι εκείνος που τολμά να βαδίσει σε μετέωρα βήματα αγγίζει και μια στάλα Παράδεισο, που μόνο η Τέχνη -ή ίσως και η τρέλα- χαρίζει με γενναιοδωρία και αφιλοκέρδεια.

Το σημείο εκείνο όπου η ακρίβεια -και άρα η δικαιοσύνη - της Ελληνικής Αρχαιότητας, τέμνει το φυσικό στοιχείο πέτρινων όγκων αγκαλιασμένων απ' το Αιγαίο η το Ιόνιο, είναι η στιγμή όπου η ουσία "αποχρονίζεται" αναζητώντας μια υπόσταση αιωνιότητας κι ένα ρούχο παντοτινό.
Όπως κάθε σώμα αφήνει ξυπνώντας κάποια μόριά του μέσα στο όνειρο έτσι και τα συστατικά υλικά ενός έργου τέχνης μετέχουν σε ενα ευρύτερο σύστημα διαστάσεων που τα υπερβαίνει και μ' έναν άγνωστο ακόμα τρόπο τα ορίζει.
Αν υπήρχε τρόπος η Ζωγραφική να μιλήσει χωρίς να χρησιμοποιήσει την Ύλη σαν γλώσσα και σαν δομικό λίθο, σίγουρα θα το έιχε κάνει.
Όμως κι η αγάπη κι ο έρωτας, θέλει το σώμα του για να εκφραστεί.Αλλιώς παραμένει δώρον άδωρον.Το ζητούμενο λοιπόν είναι ο τρόπος και η χρυσή αναλογία.
Πόσος έρωτας άραγε περιέχεται μέσα σε αυτά τα έργα; πόσος ουρανός; πόση θάλασσα;πόση πέτρα ; πόσος άνεμος; πόσο τώρα και πόσο πάντα;
Κι όμως είναι τόσο απλό...
Οσο ακριβώς χρειάζεται ο καθένας μας.
Η πηγή είναι μπροστά μας και ρέει.Σκύβεις και πίνεις.Αρκεί να ομολογήσεις ταπεινά την απέραντη δίψα.
Καμιά φορά το απίστευτο και η ουτοπία είναι ένας ίλιγγος που πρέπει κανείς να τον αντέξει για να βγεί στην απέναντι όχθη ως το θαύμα.
Κοιτάζοντας ένα έργο τέχνης ας μην ψάχνουμε για λογικές κι επιχειρήματα, για αλήθειες ή ψέματα.Ειναι μια στιγμή όπου το κουβάρι της άγνοιας ξετυλίγεται από μόνο του καθώς ένα μικρό παιδί αποξεχνιέται και πιάνει κουβέντα με μια Καρυάτιδα ...του Παρθενώνα η του μυαλού του.Ποιαν; Μα εκείνη που λείπει,την κλεμμένη ,την χαμένη σαν την έκτη αίσθηση.

Τι είναι η Ύπαρξη;Τι είναι η Ζωή;
Μια στιγμή ελάχιστη κι αν νοιώσεις...ένοιωσες, αν αγγίξεις άγγιξες.
Μια αστραπή ξαφνική μες το Χάος είναι, που χαρίζει λίγο ρεύμα ηλεκτρικό από "εκείνο το άλλο", στους τυχερούς που τολμούν να απλώσουν στο αβέβαιο τα βρεγμένα φτερά τους!

Ο 21ος αιώνας τρέχει με φόρα προς τον γκρεμό και δρόμος διαφυγής δεν φαίνεται πουθενά.
Κι όμως...Σ' ένα άσπρο ξωκκλήσι πάνω στους βράχους το μελτέμι συνομιλεί με το Πέλαγος. Η Παναγιά αναδύεται σαν Αφροδίτη απ' τα κύματα κι η Αθηνά ξεπλένει το δόρυ της με σηκωμένο το άσπρο της φόρεμα μέχρι το γόνατο κόντρα στο μπλε και το τυρκουάζ.
Κι ανάμεσα τους μορφές, άνθρωποι, πέτρες, άνεμοι, θειάφι, άμμος και μέταλλο, χορεύουν χορούς κυκλωτικούς με τον Χρόνο...
Ναι, το Χρόνο!Αυτόν τον Υπέροχο Μόνο, τον ένα και μοναδικό πλούτο που ο καθένας μας διαθέτει και τόσο απερίσκεπτα χαραμίζει πετώντας τον στον σκουπιδοντενεκέ της τηλεόρασης.
Η τέχνη δεν είναι η άσκοπη ενασχόληση κάποιων λίγων ταλαντούχων.
Μπορεί να γίνει και δρόμος.
Μπορεί να γίνει και όραμα, αν δεί κανείς την ουσία της σαν μια νέα προοπτική.
Μπορεί τέλος να γίνει και ταξίδι.Μα πως;
Ετσι απλά, καθώς μπαίνεις απ' το παράθυρο που ένας πίνακας σου χαρίζει, για να πηδήξεις απ'την άλλη μεριά σαν παιδάκι, σ' αυτό το υπέροχο θαυματουργό "εκεί έξω" και να τρέξεις.

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Βάσω Σαρρή="Η περιπέτεια της ύλης"




Η Πινακοθήκη Κυκλάδων του Πνευματικού Κέντρου Δήμου
Ερμούπολης εγκαινιάζει στις 28 Αυγούστου 2010 την έκτη ατο-
μική έκθεση ζωγραφικής της Βάσως Σαρρή. Η έκθεση έχει τον
τίτλο «Περιπέτεια της ύλης - Ελλάδα, σύμβολα και μορφές»
και θα παρουσιαστούν έργα από τη δουλειά των 4 τελευταίων
ετών της καλλιτέχνιδας. Στην έκθεση θα παρουσιάζονται έργα
μικτής τεχνικής με χαρακτηριστικό την παράθεση φυσικών υλι-
κών, που μεταμορφώνονται σε μια τρισδιάστατου χώρου εικό-
να. Στην πιο πρόσφατη δουλειά της η καλλιτέχνις απασχολεί-ται με μορφές και σύμβολα που μέσα από τη δράση των υλι-
κών, παρουσιάζουν και την περιπέτεια του Ελληνικού χώρου.
Όπως δηλώνει η δημιουργός, «Η ύλη με περιέχει και την περι-
έχω, με καταγράφει και την καταγράφω. Είναι ο χώρος που
μετράει το χρόνο μου και είμαι το ον που παρατηρεί την περι-
πέτειά της. Το χρώμα, η υφή, ο ήχος της, η γέυση της, είναι τα
υλικά μου. Το Μέγα Χαος ο νόμος μου, η διαδρομή μου στα
χέρια της, η αλήθεια της στον καμβά μου...». Η έκθεση θα φιλο-
ξενηθεί σε έναν χώρο ιδιαίτερης αισθητικής, ιδεώδες σκηνικό
για την πραγματοποίηση πολιτιστικών εκδηλώσεων. Η Βάσω
Σαρρή γεννήθηκε στον Πειραιά και σπούδασε στο Πανεπιστή-
μιο Πατρών (Τμήμα Βιολογίας). Από το 2000 έως το 2005 σπού-
δασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (στο Δ’ Εργαστήριο),
με καθηγητές τους Γιάννη Βαλαβανίδη και Μιχάλη Μανουσά-
κη, από όπου αποφοίτησε με άριστα. Έχει πραγματοποιήσει
πέντε ατομικές εκθέσεις και έχει παρουσιάσει έργα της σε πολ-
λές ομαδικές εκθέσεις.

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Κατερίνα Καραγιάννη

Ποιείν

Αιχμάλωτη

Με το ένα πόδι δεμένο απ΄ τον αστράγαλο
στρωμένη στο πάτωμα
τα μάτια τρώνε το ταβάνι
ρουφάω τσιγάρα ηδονής

Από καθυστερημένες ανάσες
ακούω τον ήχο σου
να σέρνεται ακόμα πάνω μου.
Μαλακιά και ρευστή
θέλω να περάσω αιώνες έτσι
δαρμένη από πνιχτά ζωικά βογγητά
αρπαγμένη απ΄ τις ρουφήχτρες των ματιών σου
να κυλιέμαι άσκοπα
μηρυκάζοντας την ώρα
που ήρθα λάφυρο στα χέρια σου

Σχετικά σωσμένη
από απανωτά επεισόδια
σεισμικής ακολουθίας
χώνομαι μες την κρυψώνα των μαλλιών μου
ζαλίζομαι απ΄ την μπερδεμένη οσμή τους
κι ο χρόνος με εγκαταλείπει
με βουλιάζει σε μανούβρες αισθήσεων
θα έρθει να με βρει
όταν το μεδούλι μου παγώσει

Βαλσαμωμένη της στιγμής
να με οργώνει η περασιά σου να με φυγαδεύει οριστικά
στην απάτητη χώρα
των λυμένων ενστίκτων

Πρόκληση

Κάθεται απέναντι του
προκλητικά σταυρωμένα
έχει τα χυτά της πόδια
τα ψηλά της παπούτσια
ανοίγουν κομψά το κουντεπιέ
και η φούστα όσο να φανεί
το λεπτό της γόνατο.
Κολλάει το τσιγάρο στο κραγιόν
και αναστατώνει τα μαλλιά της
κι αυτό το κάθισμα της!
η αργή σταθερή της κίνηση!
όπως το φίδι πριν επιτεθεί
ρημάζει την αρσενική ματιά του
κι αυτή το γλεντάει.
Κούκλα ζωντανή, πανάθεμα την!
Κολασμένη, πύρινη
καρφί στα μάτια τον κοιτάει
και σταματάει ο κόσμος να κινείται γύρω του.
Του διαόλου πλάσμα
γεννημένη να αφήνει
έναν πεινασμένο πόθο.
Κάθεται απέναντι του
τον τυλίγει και τον ξετυλίγει αφόρητα
πνιγμός του ΄ρχεται
χτυπήματα ακαριαία
θα τον φέρουν υπνωτισμένο κοντά της
για εκείνη τη νύχτα


Υπνωτισμένη σειρά

Άφησέ με,
άφησέ με
να κοιτάξω στα μάτια
τον θάνατό μου
να αποτελειώσω τον μύθο του

Σε σκοτεινό θάλαμο ακροπατώ
και πέφτω, πέφτω
με το βάρος της πευκοβελόνας
απολαμβάνω θυσιασμένη
κάθε εκατοστό της πτώσης μου

Παραζάλη…
υπνωτισμένη σειρά
η συνέχεια
και λήγω
γεννώ το αίμα
από τον πιο γλυκό χαμό
επίδοξη τρέλα
τ’ αφρισμένο φως
με τραβάει
πιο ανίσχυρη
πιο υποταγμένη
αγχέμαχος του πόνου
γονατίζω

Είσαι η μαγεία
είμαι η αδυναμία
δεν σε παλεύω
σε πίνω
η σταγόνα σου
φτιάχνει θάλασσα
κι εγώ μηδενίζομαι…

Η μετά άγνωστη

Τώρα είμαι αυτή
που ο καιρός θα κάνει
άγνωστη
σαν κάποια που κάποτε
σε πορείες του νου
και αναρριχήσεις
τολμούσε
έβγαζε
τα βογκητά της ανάγκης
μέσα απ΄ τα σκουπίδια
ληγμένες κονσέρβες
κακοδιάθετων ημερών
με ελάχιστες αντοχές
και η μυρωδιά συντήρηση

Σε παραδαρμένο βάδισμα
καθημερινό
πέρασες δίχως να σταθείς,
επώδυνα
σαν αγέρωχο ψέμα δειλό

μίλα μου,
μίλα μου τώρα
που είμαι εγώ
και σε ακούω
μετά θα ΄μαι η άλλη
και δε θα θέλω να σε ξέρω


Αδάμαστη πνοή

Κρατούσες σημειώσεις να δέσεις τις άκρες
απ΄ τα κομμένα νήματα του συνειρμού
μανιακός συλλέκτης βλεφαρίδων που χαμογελούν στο πέτο
απέμεινες
χαρτογράφος της πνοής που γεννιέται,
χορεύει, παλεύει, αγκομαχάει, εκτοξεύεται.
Ήθελες να αγγίζεις τις καμπύλες της, να μυρίζεις τον έντονο ιδρωμένο παλμό της
να την έχεις υγρασία κολλημένη στο λαιμό σου, κάθε σου απόπειρα είχε σκοπό να ξανά μπεις στον ελκυστικό θυμό της.
Την αδάμαστη πνοή σε αυτήν γύριζες πάλι και πάλι στον ξεχασμένο γρίφο
της ζωής σου που είχες άτολμα προσπεράσει κι αυτός έμενε ακλόνητος πειρασμός
να διεκδικεί τον χώρο που του στέρησες, κυνηγώντας στοιχειωμένα παλάτια
κουμπωμένος σε στενά πουκάμισα, δέθηκες στην τιμωρία σου να νοσταλγείς
αυτά που έστειλες στην εξορία και τώρα θέλεις πίσω,
έστω εκείνη…εκείνη την πνοή που ζούσε νηστική και τυλιγόταν
στην μαγεία του υπάρχω…και υπήρχες…υπήρχες
άρχοντας του κινούμενου αέρα
ασυμβίβαστος γητευτής των ενστίκτων σου
περιπλανώμενος φονιάς των σκυθρωπών διλημμάτων

Ευδία χίμαιρα

Απ΄ το λακκάκι του λαιμού σου
είδα να καταπίνεις πέλαγο
μέσα εκεί που βούτηξα
χαραμίζοντας
κάθε ώρα της ημέρας
να περιδιαβαίνω
παρτέρια ανθισμένα
από τσιτωμένα μπουμπούκια

Στο λακκάκι του λαιμού σου
είδα να πνίγεις
της καρδιάς την ζόρικη απανεμιά
και στα απέναντι του δρόμου
άσκοπα να τριγυρνάς
μήπως κι ο χρόνος μπλοφάρει
και βολευτεί στου δευτερολέπτου
το αιώνιο αγκάλιασμά μας

Στο λακκάκι του λαιμού σου
έπνιξα και πνίγηκα
σε λυγμό άφλεκτο
αποκοιμήθηκα
θερμή στον αχό της
απροσδόκητο χώμα υπερβολής
ευδία χίμαιρα

Εξοχικά δωμάτια

Έφτασε ο καιρός να αεριστούν
Να μπει το φως, να αλλάξει ο νωπός, φυλακισμένος αέρας

Φρέσκα σεντόνια να στρωθούν, να τιναχθούν κουβέρτες, μαξιλάρια, στρώματα
Έχουν θέα στην θάλασσα κι ο χειμώνας
περίοδος που τα πατζούρια κλείνουν ερμητικά,
μέχρι ένας ήλιος επιθετικός, να δώσει το έναυσμα, της λήξης

Τα ηλιοβασιλέματα από εκεί, αλόγιστα, ένα όργιο

Κάθε επίμονη απόπειρα να αποδοθούν αδύναμη
Λίμνες χρωμάτων σε άδειασμα και γέμισμα
Δεξαμενές αργής κίνησης μέχρι το φως εκείνο να πλευρίσει το χάσιμο

Οι τοίχοι έχουν κρατήσει υπερβολικά τους αναστεναγμούς!
σα να΄ χουν απορροφήσει το άναμμα από σκόρπιες νύχτες και ξημερώματα
συνοδεία καλοκαιρινών πόθων
Δονεί το αίσθημα η ηχώ τους, αντιλαλούν οι ψίθυροι που σύρθηκαν
περάσανε ανεπαίσθητα και βάναυσα μαζί
Τώρα, ανοιχτές οι μπαλκονόπορτες περιμένουν, έξω ποτισμένα τα λουλούδια,
αργά τα βήματα θέλουν να πλησιάσουν, λίγο απ΄ την αύρα τους να πάρουν
και ένα σύγκρυο να κλέψουν, πεταχτό…σα φύσημα…

Μη με ρωτάς

δεν πέρασε, φίλε μου
δεν πέρασε…

τα ανείπωτά της όνειρα
ξεφύγανε
τα αγέννητά της δάκρυα
την ήπιαν
ανήμπορα τα μάτια
να την περιβάλουνε
αγνώριστα λόγια
την θελήσανε
κι εκείνη…
μη με ρωτάς για εκείνη…

η δίψα της
την όρμησε
σε παρανάλωμα
ολοφάνερη άστραψε
στα πρόθυρα
του αύριο
του ποτέ
και του συνεχώς
απόλυτη
λυτή
λιτή σαν ψέμα
σκόρπισε

Ποτέ απ΄ την πόρτα

να σου θυμίσω
να με ξεχνάς…

η ανία που βρέχει τα πόδια σου
είναι και δική μου

φεύγω

συστηματικά
η παράγκα μου, φορητή

ο κόσμος περιστροφικός
με χάνει

μπουκάρω
απ΄ τα παράθυρα
όπως οι αδέσποτες μυρωδιές
ποτέ
απ΄ την πόρτα

η ανία σου
είναι και δική μου

δεν είναι η ιδέα σου αυτή

θα βρεθούμε
στο λάθος της
μη σταματάς,
μη σταματάς να με ξεχνάς
λίγο αν με λατρεύεις

Το πρωί

π

ρώτα το πέλμα
γυμνό
κι έπειτα ο αστράγαλος

το πρωί
κάθε πρωί, αν το θες
βάζει πόδι
στο παραμύθι

ένα χάρμα
να την κοιτάς, ξυπόλυτη
τα μαλλιά της αχτένιστα
μακριά
ατίθαση ομορφιά
άγρια ηρεμία

αρέσει,
αρέσει πολύ
κάθε πρωί
μπορεί και βάζει
το
πόδι
της
στο παραμύθι

μια μαγεία

κι από τις φωνές, μακριά
σχεδόν απείραχτη

το πόδι της…
μαγεία
το παραμύθι
ευλογία, αν το θες

Γλυκιά μου κατηφόρα

η νύχτα φορτωμένη
με όλα της τα συμπτώματα

ένας πήδος στο κενό

με γδέρνουνε τα χάδια σου
μόλις με βρουν μονάχη

αλαφιασμένο σύννεφο
πάει να σκορπίσει χάος

κι όσο
η αύρα σου, δεν με ξεχνά
εγώ δεν με χωράω

μεθοδικός ο φόνος σου
κι όλο με κυριεύει

για όσο δεν συνέρχομαι
δεν παύω να θυμάμαι

δεν θα γλιτώσω το ‘ξερα
γλυκιά μου κατηφόρα

Πάνω σου

μη λιγοστεύεις

βάλε με
να ανεβαίνω
να σκαρφαλώνω
τα δύσβατά σου

πάνω σου

πριν μια
στάλα αντοχής
θελήσει να αποτραβηχτεί
να ‘χω σκαλώσει
στα άδυτα των ματιών σου

βάλε με
εκεί
να στέκομαι
κάτω από την αστραπή σου
αχόρταγα
να με ψοφάει
της θλίψης
το φιλί σου

να μη τελειώνω
βάλε με

πάνω σου

να μην αντέχω
και να μπορώ
να πνίγομαι
και να ζητώ
εσένα μόνο
να δεχτώ
πόνο, να με χτυπάει


Τι ζήτησα;

Τι ζήτησα;
την αγκαλιά σου ζήτησα

αυτήν την ξεπεσμένη αθωότητα
στο σουλάτσο του δρόμου
σε μια γωνία
πίσω απ΄ τον κάδο σκουπιδιών
εκεί κάπου στη ζούλα
στην πλατεία Αριστοτέλους
ανάμεσα από χνώτα και ιδρωμένες μασχάλες
μέρα μεσημέρι
και ο πλανόδιος πωλητής με τα μαύρα γυαλιά
να κόβει κίνηση
τι ζήτησα;
να ανακατευτούμε
μες την απλωμένη γλώσσα
των αισθήσεων
μπροστά απ΄ τα γδαρμένα σκηνικά της αφόρητης αναμονής
στου ενός λεπτού την ακριβή ώρα

Αδειανά τα χέρια
τρύπια η καρδιά
κι η φωνή ξεκούρδιστη
άγρια αποτυπώματα
πατάνε το στήθος
γέρνω στα σπλάχνα μου μέσα
και τρώω
μικρά χαρτάκια από στιχάκια
ένδοξων λυγμών

Ζουμερά κεράσια

Ανθισμένο απόβλητο
λάμπει στο περιθώριο
λες: να το αρπάξω μια…

Ελκυστική η αμαρτία
ξέρεις
ανάβει τα πνευμόνια
το τρέμεις
όλα τα κακά μαζί του έχει
το θέλεις
αυτόν το λεκέ που δεν φεύγει
τον θέλεις
σε στολίζει μ΄ άγουρο έρωτα.

Aγόρι μου
αυτή η επανάσταση δεν έχει
κόκκινα γαρύφαλλα στο πέτο
βάφει,
βάφει τον δρόμο σου
πετάει ξυραφιές
και ξεκοιλιάζει την άσφαλτο που πατάς
είναι αυτό που δε μπορείς να δεχθείς
και δεν μπορείς να αρνηθείς
η σπίθα που σπαρταράει κάθε ώρα
απαρηγόρητη
γαμημένη εξάρτηση
τα ζουμερά κεράσια
κι ο κόσμος όμορφος
απάτητος
σαν τον κοιτώ ανάποδα
αιωρούμενη ακριβώς πάνω απ΄ την γειτονιά σου
και τα φώτα να με καλούν για προσγείωση
κι η βραδινή δροσιά να μου γλύφει τα μπούτια
γαμημένη εξάρτηση
τα ζουμερά κεράσια

Κυριακή 8 Αυγούστου 2010

Όλα φίλοι

γιωργος σαρρής


Να ξυπνάς από ύπνο βαρύ,
γεμάτο όνειρα θολά και στενάχωρα σαν εφιάλτες
κι εικόνες αγχωμένες να κυλάνε αργά στις φλέβες του μυαλού σου.
Το πρόσωπό σου τσαλακωμένο απ'το μαξιλάρι
που σούκανε πλάκα όλο το βράδι ιδρωμένο και δύστροπο
και να λες
Όλα φίλοι είναι...
κι οι φόβοι και τα όνειρα τα σκοτεινά,και τα άγχη
κι εκείνοι οι οιωνοί οι παράξενοι
Φίλοι κι αυτοί
Να χαμογελάς στην αρχή με το ζόρι
κι ύστερα ν'ανοίγεις ραδιοφωνάκι...
Ενα τραγούδι, δυο λόγια σκόρπια
πάνω στις νότες και πάμε.
Και πέρα στο μεγάλο δρόμο να βλέπεις
νά' ρχονται τα καινούργια από μακριά
Φίλοι κι αυτά
Πατρίδες κι αγκαλιές αδοκίμαστες
και ν' ανοίγεις τα χέρια,να κλείνεις μάτια,
να πίνεις χρόνο, μέρα, ήλιο, άστρα
Πλούσιος, ιδιοκτήτης μιας περιουσίας παλιάς
που λέγεται πίστη.

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

Πάμπλο Νερούντα(12 Ιουλίου1904-23 Σεπτεμβρίου 1973)


giorgossarris

Με αφορμή την ημέρα γενεθλίων του Πάμπλο Νερουντα.

Προσωπικά "γνώρισα" τον Νερούντα πολύ αργότερα από τον θάνατό του ,όντας τότε 17 χρονώ και ερωτευμένος. Και παρότι λόγω του μεγάλου Μίκη Θεοδωράκη,η Ελλάδα μάθαινε τον Νερούντα από το υπέροχο Canto General,εγώ τον έμαθα από τα "100 ερωτικά σονέτα" τον "Ενθουσιασμένο τοξότη",τα "20 ερωτικά ποιήματα κι ένα θλιμμένο τραγούδι" και το "Εσπερινό"
Και μάλιστα σε μια εποχή που η μεταδικτατορική Ελλάδα δονούνταν από ένα ολοζώντανο λαϊκό κίνημα απ΄ακρη σ΄ακρη και η πολιτική ατμόσφαιρα με μάγευε όσο τίποτα.
Όμως τα βράδια με τη λάμπα χαμηλά , για να μή με παίρνει είδηση κανείς μες στο σπίτι, ζούσα πάνω από το κόκκινο βιβλίο με τις τυρκουάζ σελίδες των εκδόσεων Τολίδη, όλον τον έρωτα του κόσμου,  συνειδητοποιώντας πόσο μαγικά πλάταινε τον ορίζοντα της ζωής μου η ποίηση!

Εδώ αγαπώ
Μέσα στα πεύκα ξετυλίγεται ο άνεμος
φωσφορίζει το φεγγάρι πάνω στα φευγαλέα νερά...
...σε ξετυλίγει η ομίχλη μέσα σε ορχηστρικές μορφές
εδώ σ'αγαπώ και μάταια σε κρύβει ο ορίζοντας...

και στο "Π Ρ Ω Ι" απο τα 100 ερωτικά σονέτα

''Σ' αγαπάω χωρίς να ξέρω πως, ούτε πότε ,ούτε από που
σ'αγαπάω έτσι ίσια χωρίς προβλήματα ούτε αλαζονεία
ετσι σ'αγαπάω γιατί δεν ξέρω ν'άγαπάω αλλιώς
Ετσι μονάχα μ'αυτό τον τροπο οπου ούτε είμαι ούτε είσαι,
τόσο κοντά που το χέρι σου πάνω το στήθος μου γίνονται ένα
τόσο κοντά που κλείνονται τα μάτια σου με τον ύπνο μου."

Και έτσι χυμούσε το κόκκινο φεγγάρι του Νερούντα στο δωμάτιο   κι έπεφτε στο πάτωμα και γινόταν χίλια κομματάκια που έλαμπαν σα ρουμπίνια στο μυαλό μου. Και πλημμύριζαν τα ποτάμια της Χιλής την Αμφιάλη και το Κερατσίνι, κι εγώ ένιωθα να μεγαλώνω και να γίνομαι άνθρωπος στα "χέρια" του ποιητή.

"...και δεν είναι όνειρο τ'όνειρό μου
αλλά χώμα..
κοιμάμαι περιτριγυρισμένος από άπλετη άργιλο..."

"..Τραγούδι του αρσενικού και του θυληκού
καρπός των αιώνων
που ζουλάει το χυμό του
μέσα στις φλέβες μου...
...με δέχεσαι όπως ο άνεμος το ιστίο
σε δέχομαι όπως το αυλάκι τη σπορά
...Ξέσκισέ με σαν ένα σπαθί
η άγγιξέ με σαν μια κεραία!

Αγιάτρευτος ρομαντικός ο Νερούντα -όπως όλοι οι ποιητές- πέρασε αμέτρητα χρόνια μακριά από την πατρίδα του, αφου έμεινε σαν κομμουνιστής στην εξορία για πολύ μεγάλες περιόδους της ζωής του. Αμέτρητα βράδια μακρια απο αγαπημένα μέρη και πιο πολύ από αγαπημένα πρόσωπα. Μόνος όμως δεν ένιωσε. Δεν τον άφησε η ποίηση να νιώσει έτσι, είτε στην ερωτική είτε στην κοινωνική της μορφή.

....Δεν γράφω για να με δηλητηριάσουν άλλα βιβλία.
Γράφω για το λαό μ'όλο που ξέρω
πώς δεν μπορεί να διαβάσει την ποίησή μου
με τα χωριάτικα μάτια του
Θάρθει στιγμή όπου ένας στίχος
ο αέρας που αναστατώνει τη ζωή μου
θα φτάσει ως τ'αυτιά του...
Και θα πουν ίσως :"Ηταν ένας σύντροφος"
Φτάνει αυτό-αυτό ειναι το στεφάνι που λαχταράω.

Το 1971 -άρρωστος τότε από καρκίνο-κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Δυο χρόνια αργότερα ζώντας για λίγο το σοσιαλιστικό όνειρο με τον φίλο του  πρόεδρο της Χιλής Σαλβατόρ Αλιέντε,
ο Νεφταλί Ρικάρντο Ρέγιες Μπασοάλτο -κατα κόσμον Πάμπλο Νερούντα πέθανε, λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Αλιέντε απο τον φασίστα Πινοσέτ. Πέρασε για πάντα στη χώρα των αγγέλων και της παγκόσμιας συλλογικής μνήμης για να μην ξεχαστεί ίσως ποτέ. Όσο τουλάχιστον υπάρχουν άνθρωποι που δεν συμβιβάζονται με το λίγο. Άνθρωποι που τολμούν ν'ανοίγουν φτερά για τις γειτονιές του ανέφικτου και των μεγάλων ονείρων. Όσο υπάρχουν άνθρωποι , που γυρίζουν το πρόσωπο για να το χτυπήσει το βοριαδάκι της αληθινής Τέχνης, σε μιά εποχή που η περιπέτεια της σκέψης βασανίζεται άγρια στα τηλεοπτικά ξερονήσια του παγκοσμιοποιημένου χωριού μας.

Y.Γ.Στη φωτο ο Πάμπλο Νερούντα με τον Σαλβατόρ Αλιέντε

Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

Νίκος Καρούζος-"Εικόνα"

Γιώργος Σαρρής

Όταν οι ποιητές πιάνουν κουβέντα με τα μέλλοντα...
Από τα "Πέντε ποιήματα μες το σκοτάδι"

Εικόνα

Γυρίζει μόνος
στα χείλη του παντάνασσα σιωπή
συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του.
Ωχρός
με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος
νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός
έλληνας.
Πάντα ο δρόμος μες τα μάτια του
κ' η λάμψη απ' τη φωτιά
που καταλύει
τη νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στα χέρια του κλαδί από ελιά
γεμάτος πόνο χάνεται στα δειλινά
αισθάνεται
πως όλα χάθηκαν.
Μην του μιλάτε είναι άνεργος
τα χέρια στις τσέπες του
σαν δυο χειροβομβίδες.
Μην του μιλάτε δε μιλούν στους καθρέφτες.
Άνθη της λεμονιάς
λουλούδια του ανέμου
στεφάνωσέ τον άνοιξη
τον κλώθει ο θάνατος.

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

Με ξελογιάζει ο κίνδυνος


Δυο κουταλιές φεγγάρι στον καφέ
και ξεχαστήκαμε
Βαθιά σιωπή, για το όνειρο
ούτε λέξη
οι αστερισμοί χαλίκια σκορπισμένα
Άμμος λευκή
σα γαλαξίας ο δρόμος
Σαστίζει πέρα το πρωί
θλιμμένο ρόδο
Παίζουν για πλάκα στα πανιά μου
οι αέρηδες.
Βάλε ένα όνειρο στο στήθος
να σε βρίσκω
Τώρα που βάζει νύχτα από παντού
Με ξελογιάζει ο κίνδυνος
μου παίρνει το μυαλό
και μια σειρήνα
απλώνει χέρια και μ αρπάζει
Μπαίνει με φόρα στη σκηνή
κόβει το χάραμα στα δυό
έτσι σαν τρένο.
Πρέπει καλά να το σκεφτείς.
Χαμένος έρωτας
στο λέω, δεν υπάρχει.
Ο ήλιος γράφεται με ίσκιους κεφαλαίους!
.         .         .         .         . Γιώργος Σαρρής .       .          .          .           .

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Να μπω στη σκέψη της βροχής


Να μπω στη σκέψη της βροχής
όπως χτυπάει στα πεζοδρόμια
Ν' ακούω το χτύπο της καρδιάς της λεωφόρου
όπως περνάει απ'τις παλιές  γειτονιές
Να μπω στη ζάλη των πιωμένων στα μπαράκια
που δεν αντέχουν πια να ξέρουν
Να νοιώσω λίγη νύχτα αληθινή
όπως τα λέει με τ' αστέρια
Στο περιθώριο της τρέλας να σαλπάρω
κι όπως φυσάει, χαμογελώντας στη φωτιά
μέσα στα γέλια των παιδιών
εκεί να δέσω.
Ενα κουρέλι μες την τσέπη ενός τρελού
να γίνει ο χρόνος

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Δημήτρης Χουλιαράκης-Το μαύρο κουτί



Το μαύρο κουτί ποιος θά ‘βρει της ζωής μας
μέσ’ από θλιβερά συντρίμμια καπνισμένα
ποιος απαλά θα τ’ ανασύρει κι ύστερα ποιος
απάνω του θα σκύψει ζοφερός
τα αίτια της τραγωδίας ν’ αναλύσει.
Αλλά κι αυτό ακόμη να συμβεί ποιο τ’ όφελος
αφού έγινε πια ό,τ’ ήτανε να γίνει
αφού χλομοί στης νιότης μας
το ρημαγμένο το λιθόστρωτο γυρίζουμε
κι ούτε κανέναν πια γνωρίζουμε
ούτε πια τίποτα ζητούμε.
Καλύτερα λοιπόν να μη βρεθεί
το μαύρο της ζήσης μας κουτί
κάλλιο χαμένο κάπου στα χωράφια να σαπίζει
και το χορτάρι πάνω του ν’ απλώνεται βουβό
ώσπου να το σκεπάσει ολότελα
κι ένα εξόγκωμα στη γης
μονάχα ν’ απομείνει.

Πιστεύω - Μελισάνθη


Ἡ Ἀγάπη, μόνο, βαστάζει ὅλα τὰ φορτία.
Μπορῶ νὰ βαστάζω ὅλα τὰ φορτία.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ μέγα φορτίο!
Ἡ Ἀγάπη σηκώνει τὸ βάρος τ᾿ οὐρανοῦ.
Μπορῶ νὰ σηκώνω τὸ βάρος τ᾿ οὐρανοῦ.
Ἡ Ἀγάπη ὑπομένει τὰ μαρτύρια τῆς πυρᾶς.
Μπορῶ νὰ ὑπομένω τὰ μαρτύρια τῆς πυρᾶς.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ πυρά!
Ἡ Ἀγάπη πιστεύει στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο.
ἡ Ἀγάπη πιστεύει στὸ θαῦμα.
Μπορῶ νὰ πιστεύω στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο.
μπορῶ νὰ πιστεύω στὸ θαῦμα.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ θαῦμα!
Ἡ Ἀγάπη προσεύχεται κ᾿ ἐνεργεῖ.
ἡ Ἀγάπη ἀγρυπνεῖ.
Μπορῶ νὰ προσεύχωμαι καὶ νὰ ἐνεργῶ.
μπορῶ νὰ ἀγρυπνῶ.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι προσευχὴ καὶ πράξη!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ μυστικὴ ἀγρυπνία!
Ἡ Ἀγάπη κρατάει ὅλα τὰ χαμόγελα καὶ ὅλα τὰ δάκρυα.
Μπορῶ νὰ χαμογελῶ καὶ νὰ κλαίω ὅλα τὰ δάκρυα -
γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ χαρούμενη θλίψη!
Ἡ Ἀγάπη δίνει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο
ἐγγύηση γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Μπορῶ νὰ μεταλάβω τὸν ἄρτο καὶ τὸν oίvo
ἐγγύηση γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος!
Κ᾿ ἡ μεγάλη ὑπόσχεση!
Ἡ Ἀγάπη ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο.
ἡ Ἀγάπη ἐδώρησε τὸ φῶς.
Πιστεύω στὸν ἄνθρωπο.
πιστεύω στὴν Ἀγάπη.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ δωρεά!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Ἄνθρωπος!