Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Καρυωτάκης: «Επέσαμε θύματα εξιλαστήρια του "περιβάλλοντος" και της "εποχής"»

Ο Καρυωτάκης και η εποχή του...
Προσωπογραφία του ποιητή από τον Γιώργη Βαρλάμο

Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται 89 χρόνια από το θάνατο του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη ο οποίος, αυτοκτονώντας στα 32 του χρόνια, άφησε πίσω του, εκτός από τρεις ποιητικές συλλογές, πλήθος ερωτήματα που προβληματίζουν, ακόμη και σήμερα, την κριτική και τους αναγνώστες του. Το φάντασμα του ποιητή δεν «στοίχειωσε» μόνο την πόλη της Πρέβεζας, αλλά και τη νεότερη ελληνική ποίηση. Τι ήταν τελικά ο Καρυωτάκης; Ηταν ο εγωπαθής μισάνθρωπος, ο περιθωριακός, ο παρακμιακός, ο ψυχικά άρρωστος; `Η ήταν ο μαχητικός συνδικαλιστής και ο άτεγκτος και αυστηρός κριτής της εποχής του; Ερωτήματα πιθανόν αναπάντητα, χαρακτηρισμοί, κάποιες φορές, ανακριβείς, και κατηγοριοποιήσεις ενίοτε παραπλανητικές, δεν βοηθούν την κριτική έρευνα του έργου του. Η υπερβολική ενασχόληση με την προσωπική ιδιορρυθμία του και κυρίως με την αυτοκτονία του συσκότισε το έργο του και παραμόρφωσε την ποιητική του φυσιογνωμία.



Αυτό που κυρίως πρέπει να έχουμε στο νου μας, είναι ότι ο Καρυωτάκης υπήρξε ο κατεξοχήν αντιπροσωπευτικός ποιητής της γενιάς του, όπως επισημαίνει ο Τέλλος Αγρας, ο σημαντικότερος κριτικός της καρυωτακικής ποίησης. Ως τέτοιος, λοιπόν, θα πρέπει να κριθεί, ενώ λυδία λίθος της ποιητικής του αξίας είναι ο τρόπος με τον οποίο συνδιαλέγεται ως ποιητής με την ταραγμένη εποχή που ζει.

Η ιστορική πραγματικότητα των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα σηματοδοτεί το «αστέρι» με το οποίο ο Καρυωτάκης και η γενιά του ήρθαν στη ζωή. Αν, προσεγγίζοντας την καρυωτακική ποίηση, αγνοήσουμε αυτήν την πραγματικότητα, αδικούμε, νομίζω, και τον ποιητή και το έργο του. Πρόκειται για μια εποχή γεμάτη συγκρούσεις και αντιθέσεις. Από τη μια ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, η Οκτωβριανή Επανάσταση, η παγκόσμια οικονομική ύφεση, και από την άλλη, στην Ελλάδα, η οικονομική κρίση, η πολιτική αστάθεια, η ιδεολογική σύγχυση. Ταυτόχρονα, το νεοϊδρυμένο Κομμουνιστικό Κόμμα δεν έχει ακόμα ωριμάσει και το εργατικό κίνημα αναπτύσσεται κάτω από τη βαριά σκιά της κρατικής τρομοκρατίας και καταστολής. Οι τραγικές συνέπειες της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η ήττα, ο θάνατος, η προσφυγιά, κλονίζουν τις αρχές και τα ιδανικά της αστικής τάξης και, παράλληλα, τις βεβαιότητες μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, ιδιαίτερα της μικροαστικής. Μπροστά σ' αυτήν την τραγική πραγματικότητα, ο Καρυωτάκης δεν μένει αδιάφορος. Αντίθετα, την αποτυπώνει στην ποίησή του με ειλικρίνεια και ρεαλισμό και αναδεικνύεται δίκαια ως ο αντιπροσωπευτικός ποιητής της γενιάς του. Με ποιον τρόπο συνέβη αυτό; «Ολοι οι δρόμοι οδηγούνε στη Ρώμη», γράφει ο Αγρας, «Ολοι οι δρόμοι ωδήγησαν τον Καρυωτάκη στη Σάτιρα».


Με τη σάτιρα, λοιπόν, και μάλιστα με την πολιτική σάτιρα, ο ποιητής εξελίσσεται σε έναν από τους πρωτοπόρους του ποιητικού ρεαλισμού στον τόπο μας. «Η σάτιρα», παρατηρεί ο Αγρας, «είναι η σφαίρα, όπου, ολιγώτερον από κάθε άλλη, η ποίησις μένει άπρακτη και αδιάφορη από τον έξω κόσμον. Κι ο έξω κόσμος είναι ο ρεαλισμός, η κοινωνία - η πολιτική. Στο Αγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον Κόσμο, ο Μιχαλιός, Ωδή εις Ανδρέαν Κάλβον, Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον - ιδού τέσσερα ποιήματα του Καρυωτάκη εμπνευσμένα από την πολιτική, χωρίς όμως να ξεφεύγουν καθόλου από τα σύνορα της τέχνης».



Με την πολιτική σάτιρα ο ποιητής εγκαταλείπει τα ιδιωτικά θέματα και παραμερίζοντας την εσωστρέφειά του συναντά το «περιβάλλον» και την «εποχή». Η συνάντηση αυτή, προσωπική και βιωματική αρχικά, μετουσιώνει την ποίησή του, όχι μόνο ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς τη μορφή της. Χωρίς να προσπαθεί πια να δραπετεύσει από την πραγματικότητα, ζει από κοντά το δράμα της προσφυγιάς ως προϊστάμενος του Γραφείου Εγκαταστάσεως Προσφύγων, θέση στην οποία τοποθετήθηκε στις 18 Δεκέμβρη 1923. Ταυτόχρονα, όμως, έρχεται αντιμέτωπος με τις καταχρήσεις και τις αυθαιρεσίες πολλών απ' αυτούς που εμπλέκονται στην υπόθεση της αποκατάστασης των προσφύγων. Το ελληνικό κράτος είναι υποχρεωμένο να λύσει ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα: Από τη μια έπρεπε να αποκαταστήσει 1.500.000 πρόσφυγες, ενώ από την άλλη είχε να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις των «γηγενών», αντιδράσεις που έφταναν μέχρι την αυτοδικία, για τις υποχρεωτικές απαλλοτριώσεις.

Ετσι, λοιπόν, η τραγωδία των προσφύγων από τη μια και η δυσοσμία των δημοσίων σκανδάλων από την άλλη λειτουργούν σαν ωστικό κύμα που ρίχνει τον Καρυωτάκη στον έξω κόσμο, στην πραγματικότητα της εποχής του: Εκλέγεται στις 13 Γενάρη του 1928 γενικός γραμματέας της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών και ως συνδικαλιστής δρα με πάθος και μαχητικότητα. Συγκρούεται με την εξουσία, αποκαλύπτει σκάνδαλα και μετατίθεται δυσμενώς στην Πρέβεζα, «στη θλιβερώτερη επαρχία του θλιβερώτερου τόπου του κόσμου», όπως τη χαρακτήρισε κάποιος κριτικός.


Ο τρόπος με τον οποίο ο Καρυωτάκης ανταποκρίνεται - τόσο με τις πράξεις του όσο και με την ποίησή του - στη Μικρασιατική Εκστρατεία και στην τραγωδία που επακολούθησε, φανερώνει τη σχέση του με την κοινωνία της εποχής του. Η σάτιρα Εις Ανδρέαν Κάλβον, ένα από τα σημαντικότερα ίσως πολιτικά ποιήματα της νεότερης ελληνικής ποίησης, αποτυπώνει έξοχα τη σχέση αυτή. Η ειρωνεία, ο σαρκασμός, η ανελέητη επίθεση στις αξίες των αστών συγκροτούν τον θεματικό πυρήνα του ποιήματος. Μορφολογικά το ποίημα παρουσιάζει ενδιαφέρον, γιατί συνθέτει την παρωδία με τη σάτιρα. Από τη μια, οι δεκαπέντε πεντάστιχες στροφές του μιμούνται το λεξιλόγιο, τη σύνταξη και τη στιχουργική των κάλβειων ωδών, ενώ από την άλλη η ανάπτυξη του θέματος, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τις εξωκειμενικές σημάνσεις, παραπέμπει στις δραματικές συνέπειες της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Θα λέγαμε ότι η παρωδία υποστηρίζει τη σάτιρα και η σάτιρα προϋποθέτει την παρωδία. Διαλεγόμενος, λοιπόν, ο Καρυωτάκης με τον Ανδρέα Κάλβο και τις Ωδές του, γίνεται άτεγκτος κριτής της πολιτικής, κοινωνικής και ηθικής παρακμής της εποχής του.



Ο Κάλβος έγινε μεγάλος ποιητής υμνώντας τους αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης και τα ιδανικά τους. Από την αρετή τους άντλησε την ποιητική μεγαλοσύνη του. Σε μια εποχή παρακμής όμως, μας λέει ο Καρυωτάκης, ένας ποιητής σαν τον Κάλβο είναι καταδικασμένος στη σιωπή. Πώς θα μπορούσε να εμπνευστεί από τις πολιτικές φιλοδοξίες, τις ίντριγκες και τα ψεύτικα οράματα που εξέθρεψαν τη Μεγάλη Ιδέα και οδήγησαν τον Αύγουστο του 1921 τον ελληνικό στρατό στον Σαγγάριο, τον μοιραίο ποταμό, όπου, παρά τη νίκη των Ελλήνων, κρίθηκε η τύχη της Μικρασιατικής Εκστρατείας; Ο Κάλβος έγραψε τις Ωδές του σε μια εποχή που η αστική τάξη βρισκόταν στην ακμή της. Ο Καρυωτάκης, από την άλλη, βίωσε με τον πιο τραγικό τρόπο την παρακμή της αστικής τάξης, η οποία, και με το ξεθώριασμα της Μεγάλης Ιδέας, δεν μπορούσε πια να εμπνεύσει κανένα ιδανικό στην ελληνική κοινωνία. Συνομιλώντας με τον Κάλβο, ο Καρυωτάκης καταγγέλλει:

Ιππους δεν επιβαίνουσι, / αμή την εξουσίαν / και του λαού τον τράχηλον / ιδού, μάχονται οι ήρωες / μέσα στα ντάνσιγκ. / Τις δάφνες του Σαγγαρίου / η Ελευθερία φορέσασα / γοργά από μίαν χείρα / σ' άλλην περνά και σύρεται / δούλη στρατώνος.

Αναρωτιέμαι πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε αυτό το ποίημα, παρά ως την ενσυνείδητη αντίθεση του ποιητή στη στάση και τη συμπεριφορά της αστικής τάξης της εποχής του.


Ωστόσο, ο Καρυωτάκης συνειδητοποιεί ταυτόχρονα την προσωπική του αδυναμία, καθώς και την αδυναμία των ποιητών της γενιάς του να δράσουν, να συγκρουστούν δυναμικά με το κατεστημένο και, με την ανατροπή του, να αλλάξουν τελικά τον κόσμο. Με ειρωνεία που φτάνει τον σαρκασμό, γράφει στο ποίημα Ολοι μαζί:



Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς, / κι αν ξενυχτούμε κάτω απ' τα γεφύρια, / επέσαμε θύματα εξιλαστήρια / του «περιβάλλοντος» και της «εποχής».

Οπως φαίνεται, ο ποιητής δεν έχει αυταπάτες για την έλλειψη εσωτερικής δύναμης, που τον οδήγησε πρώτα στην αδράνεια, έπειτα στο προσωπικό αδιέξοδο και τέλος στην αυτοκτονία.

Ο Καρυωτάκης δεν πρόλαβε να γράψει πολλά ποιήματα - εξάλλου σύντομη ήταν η ζωή του, σύντομο και το έργο του. Κατήγγειλε, όμως, με πάθος και παρρησία τις «δημόσιες αμαρτίες» της εποχής του. Τις κατήγγειλε ως ποιητής μείζων και, ως τέτοιον, πρέπει να τον θυμόμαστε: «[...] μη τον ξεχνάτε, και ακόμη, να τον αγαπάτε», μας προτρέπει ο Ανδρέας Εμπειρίκος. «Ητο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις - είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης».

Μαρία ΠΕΣΚΕΤΖΗ
Διδάκτωρ Φιλολογίας



Κωστας Καρυωτάκης - Εις Ανδρέαν Κάλβον και 3 ακομη ποιηματα



Ω μεγάλε Ζακύνθιε,
των ωδών σου τα μέτρα,
υψηλά, σοβαρά,
τους αγώνες εκάλυπτον
εκτεταμένους.

Της δουλείας τα βάρβαρα
σκοτάδια κατεξέσχισεν,
όταν εγράφη πύρινος,
η αστραπή των όπλων 
(και η αρετή σου).

Ως ήλιος, αναβάν
τον Όλυμπον, εστάθη
πάνω εις γυμνά χωράφια,
εις ανθισμένα ερείπια, 
γνώριμον κλέος.

Αλλά το θείον έναυσμα
η φωνή σου δεν είναι
τώρα πλέον. Μας έρχεται
μακρινός και παράταιρος 
ήχος τυμπάνου.

Ολόκληρος αιών,
χείμαρρος, την Ελλάδα,
ταραγμένος, εσάρωσεν
από τα ιδανικά σου, 
την οικουμένην.

Κράτει λοιπόν, ω γέροντα,
την επιτύμβιον πλάκα.
Το πεπαλαιωμένον σου
τραγούδι κράτει. Φύγε,
παραίτησόν μας.

Ή, αν προτιμάς, εξύμνησοναν
τίς γεγυμνωμένων
ξιφών, όσα μαστίγια
προς θρίαμβον επισείονται
 των καφενείων.

Ίππους δεν επιβαίνουσι,
αμή την εξουσίαν
και του λαού τον τράχηλον,
ιδού, μάχονται οι ήρωες
 μέσα εις τα ντάνσιγκ.

Τις δάφνες του Σαγγάριου
η Ελευθερία φορέσασα,
γοργά από μίαν χείρα
σ’ άλλην περνά και σύρεται,
δούλη στρατώνος.

Καθώς, όταν την εύκολον
λείαν αποκομίσει,φεύγει,
 διστάζει, κι έπειτασε 
μια γραμμήν ελίσσεται
πλήθος μυρμήγκων,

μεγάλα προπορεύονται
έντομα, μέγα φέροντα
βάρος, ακολουθούσι,
με φορτίο ελαφρότερο,
μικρότερα άλλα,

και δε βλέπουν στο πλάγι τους
το παιδάκι που στέκει
να γελά τον αγώνα των,
και δεν βλέπουν ότι ύψωσε
τώρα το πέλμα —

ούτω την χώρα νέμεται
η στρατιά της ήττης,
του λαού την απόφασιν,
άτεγκτον, φοβεράν
περιφρονούσα.

Αλλά τί λέγω; Θρήνησε,
θρήνησε την πατρίδα,
νεκράν όπου σκυλεύουν
αλλοφρονούντα τέκνα της,
ω Ανδρέα Κάλβε.

Μικράν, μικράν, κατάπτυστον
ψυχήν έχουν αι μάζαι,
ιδιοτελή καρδίαν,
και παρειάν αναίσθητον
εις τους κολάφους.


Στο άγαλμα της Ελευθερίας
που φωτίζει τον κόσμο



Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου.
 Το φως σου,χωρίς να καίει, 
τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
5λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.

Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτρέτο του Dorian Gray.

Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις τους λείπει.


[Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες…]


Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,

στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.

Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,

στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,

μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,

χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.

Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.

Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις

είναι το καταφύγιο που φθονούμε.




Τί νέοι που φτάσαμεν εδώ


Τί νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.

5Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νιώθουμε τ’ άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.

Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ

νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ’ ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τί να ’χουμε, τί να ’χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ’ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

Αλέξανδρος Μάτσας -Οδυσσέως σύντροφοι και 3 ακόμη ποιήματα!

ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ

Αντεραστής ανάμεσά μας πλάγιασεν
 ο Ύπνος. Πήρε τα γλαυκά μάτια
 και τά ʼκλεισε· πήρε το στόμα
κι έσβησε το μειδίαμα και το φιλί.
 Την ξανθή κόμη χτένισαν τα ήσυχα νερά
 της λήθης, που παρέσυραν τʼ αγαπημένο σώμα
 στον κόσμο των αστέρων και των σκιών.

 Φίλτρα σιγής βιάζουν τα σφαλισμένα χείλη,
 φωνές υπνόβιες τʼ αυτιά, και μες στις φλέβες
ακούω τη βαθιά βοή του ταξιδιού.

 Β!
Ανέδυσες απʼ το βυθό του ύπνου
μʼ αστέρια και κοχύλια μες στα χέρια,
και μες στα μάτια σου, τη σκοτεινή δροσιά
 των θαλασσών.

Καθώς τʼ ανοίγεις, θέλω πρώτος να δεχθώ
το βλέμμα των· μήπως συλλάβω, προτού σβήσει,
 το νόημα του κόσμου που σʼ εκράτησεν
 ολονυκτίς


ΣΥΣΚΟΤΙΣΙΣ 

Βγαίνοντας, κοντοστάθηκε στην όχθη
 της νύκτας, ωσάν δύτης μπρος στη θάλασσα. 
Το σκότος τον κατέκλυσε γοργά. 
Αυτιά και μάτια στάθμισαν τους ήχους
 και την ιδιαίτερη της ώρας οπτική,
 5 έναστρη δρόσος τον πλημμύρισε.
 Ένα στερέωμα κινήθηκε στις φλέβες του. 
Προχώρησε μʼ απόφαση, γεμάτος 
απʼ τη χαρά της ασφαλούς μαντείας, 
νιώθοντας εις τους τοίχους των σπιτιών 
 το βάρος των κλεισμένων ύπνων· 
αλάνθαστος στην ερμηνεία των βημάτων
 και των κινήσεων των σκιών. 

Η μέρα θα τον εύρει χωρίς μνήμη.
 Ίσως, στα μάτια του, καμιάν ανταύγεια, 
 στʼ αυτιά του, μιαν ηχώ του ταξιδιού· 
κι άγνωστον άρωμα στο σώμα του.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟΝ 

Κι αν τίποτα δεν ήθελες να δώσεις, 
η μνήμη μου φιλάργυρη κρατά 
στα μάτια μου, στα χείλη και στο σώμα, 
 τα κλοπιμαία·

 τις δυνατές στιγμές της αληθείας σου,
 το πρόσωπο που σκότωσες, αυτόχειρ,
 τα μάτια σου που είδα φωτισμένα 
από το νόημα της προδομένης σου ζωής.

ΟΔΥΣΣΕΩΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ 

Οι άλλοι γύρισαν για νά βρουν την Ιθάκη 
και το ζεστό ψωμί του νόστου, και κλειστές 
εστίες, όπου στέναζαν γυναίκες. 
Έφερναν πίσω δώρα και χρυσό· 
έπη καλά για βασιλέων εστιάσεις,
 και μες στα μάτια των, πολλά θαμμένα.
 Όταν εκείνα θα ξυπνούν, το βλέμμα 
θα χάνει την σεμνήν ελαία, την αυλή,
 τʼ αγαπημένα πρόσωπα των φίλων, 
και θα πεινά γιʼ άλλες τροφές. 
Τη νύκτα, όταν πέφτουν οι φρουρές 
του σώματος, κι οι άγκυρες ʼλαφρώνουν· 
θα ξαναβρίσκουν ίσως το ταξίδι.
 Δύτης, με πέτρα αγαπητό κεφάλι 
που ξένο πια τον ώμο του βαραίνει,
καθένας θα βυθίζεται βαθιά
 στη λήθη· των ονείρων θηρευτής 
εκστατικός, συμπότης των σκιών 
που αλιεύουν άστρα στο βυθό. 
 Κυψέλη δεν θα γίνει, μήτε δένδρο
  σοφό, με ρίζες έμπειρες στη γη,
 με φύλλωμα σεμνό, κι υποταγμένο 
στην ασφαλή δικαιοσύνη των καιρών,
 με την σκιά που γράφει της ημέρας 
την ήσυχη πορεία, κι ωριμάζει 
 στην πρώτην ήβη της νυκτός. 
Οι μέρες και τα έργα θα περνούν 
χωρίς να γίνουν μέλισσες και γύρις· 
δίχως ο νους του να γνωρίσει τη χαρά 
της ώριμης κηρήθρας, σαν το θέρος
 ολόχρυσο στον κόλπο της σταλάζει. 
Αυτά διαβάζαμε στα ξένα μάτια 
που τα δικά μας συναντούσαν στις ακτές 
και μας θυμίζαν την Ιθάκη.
 Κι αν τʼ αγαπήσαμε ποτέ, τι τάχα; 
 Αυτά τα μάτια, λέγαμε, κανείς 
δικός μας θʼ αποκτήσει, της θαλάσσης
 θεριστής. 
 Στέγη λαμπρά και δάπεδον αβάτων κόσμων,
 θείος της θάλασσας αγρός! 
Φαιδρών αφρών αειθαλής συγκομιδή,
  στάχεις αμέτρητοι του πόντου, νίκη
 της ανδροβούλου πρώρας της νεώς! 
Νυμφίοι, και ζεμένοι στο κουπί 
σαν άροτρον, εσπέρναμε δελφίνια 
το έαρ της θαλάσσης, και νησιά 
 που συνοδεύαν το καράβι κι έδυαν.
 Βλέπαμε πρώτα μια κορφή, κατόπιν 
τα δάση, τους λειμώνας με σπαρτά και
 δένδρα, και τα έργα των ανθρώπων.
 Η πόλις ήτο πάλλευκη και τελευταία. 
 Κι αυτήν δεν την κοιτάζαμε πολύ, 
μην η βουλή μας δειλιάσει. 
Έχουμε κι άλλα, λέγαμε, πελάγη 
να σπείρομε, κι είμαστε νέοι ακόμα.
 Οι άνεμοι το νου μας κατοικούσαν. 
 Το κύμα είχε μάθει το ρυθμό
 της δυνατής καρδιάς μας, κι ο βυθός
 μας είχε δώσει τη σιγή του.
 Καμιά φορά, σκυμμένοι στους σκαρμούς,
 τη μέρα βλέπαμε να λούεται στα βάθη 
του σκοτεινού σαπφείρου, μες στʼ αργό 
στερέωμα, δεσμία νύκτας ξένης. 
Θαλάσσιο ξύλο μόνο μας εχώριζε.
 Δίψα ζωής, ελέγαμε, δίψα θανάτου, 
μοιραίες αδελφές, απʼ την αυτή πηγή 
 γεμίζετε τις δίδυμες υδρίες! 
ω κυβερνήτιδες του πλοίου, των ψυχών μας 
 πλοηγοί!
 Γιʼ αυτό και δεν γυρίσαμε στʼ ακίνητα χωράφια,
 στα σπίτια μας, στους τάφους· τα πιστά 
 παιδιά, τα χωρίς δόξα.
 Της ποντοπόρου μέρας κυνηγοί.
 Πάντα σε κάποια θάλασσα, στο πλοίο,
 κέντρον πλανώμενον της γλαυκής σφαίρας 
 του Καιρού.