Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

"Ανεπίδοτα γράμματα" -Άρης Αλεξάνδρου


(Από τα "Ανεπίδοτα γράμματα")

3
Είμαι ξυπόλυτο σπερνό με ένα κομμένο σπάγγο.
Όταν ξαπλώνω για τη νύχτα
νιώθω να στρογγυλεύουν οι πέτρες στο βυθό
όπως ακούς το καλοκαίρι
τρεις γυναίκες που περνάνε
κρύβοντας το γέλιο στην παλάμη.
Ένα ξυπόλυτο σπερνό με την άγκυρα στα φύκια.

5

Ο  Πέτρος που κοιμόταν στο τσιμέντο
δίχως φόδρα στο σακάκι
Κάθε πρωί μού έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά
γιατί τον είχαν για προδότη

Βάλαμε τις στάμνες
εκεί που έστρωνε την τρύπια κουρελού
μιλάμε για τη δήλωση
τις ώρες που έμενε σκυφτός
διαβάζοντας μια περσινή εφημερίδα

Τότε θάπρεπε νάταν που μας έπιασε βροχή
Ανάβοντας τσιγάρο είδα το πρόσωπό σου
στο τζάμι της βιτρίνας
Κάτι ψιχάλες πέσαν στα μαλλιά σου και το σβήσανε

Δίπλα στις στάμνες που κρυώνουν το νερό
λέω πως αν ήταν να διαλέξω
θα γύριζα κοντά σου.
Αν ήτανε να βρω το σπίτι μου
θα σ ‘ έπαιρνα μαζί μου

9
Μας παίρνουν τον Κωστή για το στρατοδικείο.
Τα δάχτυλά του
μπερδεύονται και δένονται στους κόμπους.
Δε λέει ακόμα να αποχωριστεί τις δυο κουβέρτες
δεν το αποφάσισε ακόμα
να μας αφήσει τα άχερα.

«Συνηθισμένα πράματα. Μια μεταγωγή.
Όχι, μια δεύτερη ξαδέρφη μου.
Πέστε της πως θυμάμαι. Πάντα θα θυμάμαι».

Ένιωσα τη βέρα στο μεσιανό του δάχτυλο.
Πρώτη φορά μού παίρνανε
τόσο χρυσάφι μέσα από τα χέρια.
12
Κοίτα να πας στην εξαδέρφη  του Κωστή
μόνο πρόσεξε μην κλάψεις
όπως βουρκώνουνε τα μάτια των ποιητών
που έχουν έτοιμο το δάκρυ
σαν τους σωφέρ το κλάξον
μες την πολυκοσμία

Να κάτσεις να τα πείτε
όπως μιλάνε οι ζωντανοί
να θυμηθείτε τα μάτια που σκοπεύουν
μια ντροπή πιο κάτω απ’ τον ώμο
τα μάτια που κοιτάνε
μια τελευταία φορά πιο πάνω απ’ τις στέγες
μα πριν απ’ όλα μην ξεχάσεις
πως απ’ τις δέκα που τον ρίξαν
οι εφτά
ήταν άλλοτε δικοί μας
απ’ τους εφτά οι τρεις
εσείς οι δυο που δεν πιστέψατα ακόμα
πως ένα μπλε σακάκι
ξεμαθαίνει ν’ αγκαλιάζει
μόλις μείνει κρεμασμενο
στο ντουλάπι δυο λεφτά
κι εγώ
που τάχα θα προτάξω
τα χαρτινα στήθη των στίχων
να σώσω τον Κωστή
απ’ την ανωνυμία

13
Σύντροφε, κοιμάσαι;
Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί
σαν τη σιωπή μου
στις κόρες των ματιών της;

17
Μέρες χωρίς σημάδι
μέρες που ξεγλιστράνε μέσα απ’ τα χέρια
σαν την ομίχλη ανάμεσα σε νύχτα και ξημέρωμα
μέρες και μέρες γειτονιά μου μια θάλασσα κλειστή.
Πασχίζω να δεχτώ τα πρωινά
σα να μοιράζουν δίκια το ψωμί και το κουράγιο
σα να μπορούμε ακόμα
να βράσουμε ξανά την κακαβιά στο ακροθαλάσσι
Πρίμα μεσάνυχτα ως γυρνάν τα πυροφάνια και η μπουνάτσα

18

Το νερό που πίνουμε
είναι γεμάτο σκόνη και σκουριά του ντενεκέ.
Έχω το μαντίλι σου μα δε σουρώνω πια τα λόγια
όπως κι ο φίλος Αυγουστής
δε δίνει διάρα
μην του χαλάσει η τσάκιση
καθώς πασχίζει να λυγίσει το ξύλινο ποδάρι.
Έτσι κι αλλιώς αυτό το αίμα
δεν το πληρώνουν χρόνια λευτεριάς
μήτε κι οι άνοιξες που αν κάποτε ξανάρθουν
θα μου σφαντάξουν σαν χρυσές
οδοντοστοιχίες.
Μόνο να φτάσουν γρήγορα οι λέξεις
κι ας φτάσουν οι στιγμές
σαν άμμος μες τα μάτια σου
κι ας φτάσουνε οι παύλες
σα νευριασμένο τικ στο βλέφαρό σου.
Φωτογραφία ελήφθη. Προτιμώ πρωτόπτυπον.
Έτσι κι αλλιώς τα γράμματά μας
σκοντάφτουν πάντα
στις απεργίες των τριών τα
και στη λογοκρισία

Μουδρος 1948

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου