Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020
Νίκος Καρούζος- αντιστασιακός του συστήματος
«Για μάτωμα πιο πέρα κι απ’ το αίμα»
Οχι μόνο με λέξεις, αλλά και με έννοιες και με ιδέες… και με τη ζωή του την ίδια, περιπλανήθηκε στο αυτοσχέδιο όραμά του για τον κόσμο, για τον άνθρωπο, για τη ζωή. Ο Νίκος Καρούζος, εκφραστής της απλότητας και της άκρας λιτότητας στην προσωπική του ζωή, συστηματικά αποφεύγοντας την «υποταγή» στις «μικροανάγκες βολής», αφού η σχέση του με την ύλη περιοριζόταν στα εντελώς απαραίτητα για τη διαβίωση, κατάφερε να παραμείνει αλώβητος, σαν πραγματικός «αντιστασιακός» του συστήματος μέχρι τα στερνά της ύπαρξής του.
Φτωχός σαν ποιητής, πλούσιος σαν ψυχή, περήφανος σαν τη γενιά του, δε λύγισε μπροστά στο οικονομικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε και όταν η πολιτεία τον έκρινε ως ποιητή β΄ κατηγορίας δίνοντάς του σύνταξη 55.000, κατά 5.000 μικρότερη από την α΄ κατηγορία, ο αξιοπρεπής ποιητής δεν τη δέχτηκε. Το είχε άλλωστε προβλέψει από τα νεανικά του ποιήματα. «Μάταιος ο κόσμος αλλά πέρασμα». Και πέρασε από αυτό τον κόσμο μεταποιώντας την οδύνη σε ασυμβίβαστη ποιητική φωνή.
Συνυπάρχουμε συνοδυνόμενοι
Γέννημα, θρέμμα της Εθνικής Αντίστασης και της θυελλώδους μεταπολεμικής εποχής, άφησε πίσω του ένα μεγάλο καινοτόμο ποιητικό έργο και μια σεμνή αγωνιστική συνεισφορά στην υπόθεση της κοινωνικής προόδου.
«Είχα πάντα – είχε πει ο ίδιος, στο “Διαβάζω”- την κοινωνική διάσταση. Πώς θα μπορούσε να γινότανε κι αλλιώς; Είμαστε κοινωνία, είμαστε ιστορία. Συνυπάρχουμε, συνοδυνόμενοι».
Αλλά και η ποίησή του εκφράζει αυτή την κοινωνικότητα: «Κι αν χιονίζει στο πνεύμα/ Κι αν κρυώνουν οι μεγάλες ιδέες/ Ο κόσμος πρέπει να προχωρήσει»… και ταυτόχρονα «συνθηματογραφούσε» με μια αυθεντική δυναμική: «Οταν παιδέψεις τώρα δα μια πεταλούδα/ δεν το βλέπεις/ αλλά αργότερα κάπου/ θα πονέσει ο πολιτισμός».
Επάγγελμα: η ψυχή μου
Δεκατέσσερα χρόνια από τη μέρα που ο θάνατος (28/9/1990), «βασιλέας των πραγμάτων» τον «ταξιδεύει στον ουρανό», εκείνος επιμένει να «γυρίζει μόνος», με ελάχιστους να τον θυμούνται πολύ περισσότερο να τον τιμούν. Τα «όνειρά» του δεν τον «έσωσαν» και δεν είναι σίγουρο αν με την αγάπη «σήκωσε την απελπισία του». Είχε δίκιο «σα να μην υπήρξαμε ποτέ κι όμως πονέσαμε απ’ τα βάθη». Κι όμως, ήπιε και «της μοναξιάς το ηδύποτο», διάβηκε «αγιάτρευτος μέσ’ στ’ όνειρό του», και σίγουρα «δε θα μπορούσε δίχως θάνατο»… Αλλά μέσα από τη σιωπή που επιβάλλει ο θάνατος και περισσότερο η λησμονιά που συνοδεύει το τέλος ενός ανθρώπου, εκείνος «κατέγραψε» την «εκδίκηση» στη λησμονιά και την αδιαφορία, συστηνόμενος: «Επάγγελμα: η ψυχή μου»…
Οπως έλεγε ο Νικηφόρος Βρεττάκος «κατά βάθος η ποίηση, είναι μι’ ανθρώπινη καρδιά φορτωμένη όλο τον κόσμο».
Αυτό ήταν και η ποίηση του Νίκου Καρούζου, «μια καρδιά φορτωμένη» τον πόνο και τα όνειρα όλο του κόσμου. Στην περιπλάνησή της τούτη η καρδιά δεν ακίστηκε με τις λέξεις, με ιδέες και έγνοια, με πλήρη επίγνωση του θρυμματισμού των οραμάτων, αναζήτησε την ουσία της ύπαρξης, διακηρύσσοντας ταυτόχρονα την πίστη του ότι «η Ιστορία φυσικά/ δε μας περιμένει/ στη στάση του τρόλεϊ»… και εκτοξεύοντας έτσι βέλη στη στάση αδράνειας, παθητικότητας και βολέματος.
Το οπλοστάσιο του Καρούζου, δεν υπέκυψε στην ευκολία. Η πείνα και η δίψα του για ελευθερία ενδυνάμωνε τις αλήθειες για τη ζωή και την ποίηση. Η διάπυρη ύλη του πάθους, της οργής, της υπαρξιακής έκρηξης μεταβολίζεται σε μια «συνομιλία», που αποκτά νόημα με τον βαθύ ήχο με τον οποίο υπερασπίζεται αυτή τη «συνομιλία».
«Ενθύμια φρίκης»
Μπορεί ο ίδιος να έλεγε «Ποτέ στ’ αλήθεια δεν το μαθα/ τι είναι τα ποιήματα/ Είναι πληγώματα/ είν’ ομοιώματα/ φενάκη/ φρεναπάτη;/… Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα./ Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης», όμως «συνομιλώντας» μέσα από την ποίησή του αναγνωρίζεις τον ποιητή που μοχθεί να μεταδώσει νοήματα, που πασχίζει, με τη «λεκτική αθανασία», «για μάτωμα πιο πέρα κι απ’ το αίμα».
Βαθιά πάσχων ως πολίτης ο Νίκος Καρούζος, με μοναχή οπλοφορία το «στήθος» του, πάλεψε την «ακαμψία», μίσησε «την ορατή μυθολογία τους παπάδες/ τη λεκτική τους αθανασία/ τους χλοερούς τόπους ψαλτικής αναψύξεως/ τρομακτικά ψέματα/… ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπος με το «θάνατο» στην ποίησή του, με την «εκθαμβωτική ασυνέπεια της ύλης», είκαζε «πως ο θάνατος θα έρθει όπως ο ύπνος,/ ο σκοτεινός θάλαμος όπου τραβά η ζωή, φωτογραφίες απ’ το υποσυνείδητο», για να δώσει την τελευταία του μάχη «με το θάνατο μέσα μου πλέον ορατό/ – σχεδόν αδιανόητο -/ μεράκι που το ‘χω να υπάρξω ακόμη!/ Φτερουγισμένος είμαι σήμερα στα ύψη/ στην πιο βλακώδη αστρογειτονιά μου πέρα./ Η τόση θεωρητική ωμότητα σε πανικού δροσούλα/ γιομάτη σωματικά γεγονότα./ Η ύλη δε με θέλει. Κι αφουγκράζομαι μόνος/ ουσιαστική τίγρη./ Πού πας με τόση ομορφιά;/ Στο βάθος θάνατος». (30/3/1989).
«Αιωρούμαι μονάχος»
Ο Νίκος Καρούζος γεννήθηκε στο Ναύπλιο τον Ιούλη του 1925, από πατέρα δάσκαλο και κόρη παπά. Αρχισε σπουδές νομικών και πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας χωρίς να τις ολοκληρώσει. Ο πατέρας του ενταγμένος στο ΕΑΜ, πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και αργότερα υπέστη όλα τα δεινά της περιόδου. Ο ίδιος ΕΠΟΝίτης τον καιρό του αγώνα, γνώρισε από νωρίς τις εξορίες (Ικαρία, Μακρόνησο). Πρώτη παρουσία του στη λογοτεχνία το 1949, όταν δημοσίευσε ένα ποίημα στο περιοδικό «Ο Αιώνας μας». Ο ίδιος σε συνέντευξή του στο «Ρ» είχε πει ότι τα πρώτα του ποιήματα τα είχε στείλει στο περιοδικό της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά», το 1945. Η πρώτη του ποιητική συλλογή ήταν «Η επιστροφή του Χριστού» (1954) και ακολούθησαν «Νέες δοκιμές», «Είκοσι ποιήματα», «Διάλογοι», «Η Ελαφος των άστρων», «Πενθήματα», «Απόγονος της νύχτας», «Αντισεισμικός τάφος», «Ερυθρογράφος» κ.ά.
Για το έργο του «Νεολιθική νυχτωδία στην Κρονστάνδη», τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο το 1989. Επίσης το 1963 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο των Δώδεκα, ενώ το 1972 μοιράστηκε με τον Μίλτο Σαχτούρη και τον Τάκη Βαρβιτσιώτη, το Εθνικό Βραβείο ποίησης.
Βέβαια όπως για τους περισσότερους ποιητές, ήταν περιπετειώδης ο τρόπος έκδοσης των βιβλίων του Νίκου Καρούζου. Για πολλά χρόνια, μέχρι τη δεκαετία του ’70, τύπωνε με έξοδα δικά του τα βιβλία του. Στη συνέχεια, συνέβαλαν η Εγνατία, το Πολύπλανο, το Υψιλον, ο Εξάντας, ο Ακμων (μία σημαντική ανθολογία, στα 1981), η Γοργώ, η Εστία, ο Καστανιώτης, ο Μίμνερμος, και η Απόπειρα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι εκδόσεις Ερατώ, προχώρησαν στην έκδοση των Απάντων του ποιητή, σε τόμους ανάλογα με τη δημιουργική του περίοδο. Εκδόθηκαν η Πρώτη Εποχή και η Δεύτερη Εποχή. Μετά το θάνατο του Νίκου Καρούζου, το έργο του εκδίδεται συγκεντρωμένο σε τόμους από τις εκδόσεις Ικαρος. Εχουν κυκλοφορήσει τα Ποιήματα A΄ και τα Ποιήματα B΄.
Ο,τι και να γράψεις για τον Νίκο Καρούζο, δύσκολο να κατακτήσεις με λέξεις τη φυσιογνωμία του ποιητή που μπήκε με σώμα και πνεύμα στις αγωνίες και τις ελπίδες των καιρών, τη φυσιογνωμία του Νίκου Καρούζου που με την ποίησή του – όπως έγραψε και ο Μ. Μουντές, «ενίσχυσε την αμυντική λειτουργία των ψυχών μας απέναντι στα καταιγιστικά συμπτώματα της καθημερινής κατακρήμνισης ονείρων και αξιών».
Το σίγουρο είναι πως ο Νίκος Καρούζος υπάρχει μαζί μας, γιατί εκείθε, πέρα από την ολόφωτη σιωπή της αιωνιότητας, μας θυμίζει ότι «σε μια κραυγή της νύχτας όλοι συνυπάρχουμε κι ανασαίνουμε τρόμο».
Ριζοσπάστης/ Σοφία Αδαμίδου
Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020
Φωτιά - Γιώργος Σαρρής
Φωτιά
Που
πήγε η ζωή σου, το χρυσάφι σου,
ποιος
το ‘κλεψε απ’ του χρόνου τ’ορυχείο;
Τώρα
μια χούφτα λάσπη μες στα χέρια σου
στο
βλέμμα άγριο βουητό βομβαρδισμού,
στη
μύτη βρώμικη ανάσα δουλεμπόρου
κορμιά
χυμένα πάνω στο νερό
φριχτά
ουρλιαχτά, σειρήνα σωστικού
συρματοπλέγματα,
στολές, καταστολή,
σπρωξιές
και κέντρο υποδοχής μεταναστών.
Πίσω
φωτιά, μπροστά φωτιά,
κι
ανάμεσα η ζωή σου,
μωρό
παιδί κλωτσάει
μια κουρελόμπαλα
μια κουρελόμπαλα
ελπίδα
στ’
άθλια αντίσκηνα πλατεία Βικτωρίας
μες
στον υπόγειο με βροχή
Που πήγε η ζωή
σου,
το
χρυσάφι σου,
ποιος
το άρπαξε απ’ του χρόνου τ’ορυχείο;
Που πήγε η ζωή σου, το χρυσάφι σου,
ποιος το ‘κλεψε απ’ του χρόνου τ’ορυχείο;
Γιώργος
Σαρρής
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)