Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

"Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του" - Ουαρσάν Σάιρ (ποιήτρια από την Κένυα)















Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
εκτός κι αν η πατρίδα του έγινε το στόμα ενός καρχαρία…
Τρέχεις προς τα σύνορα και βλέπεις
ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη …
Οι γείτονες τρέχουν πιο γρήγορα από σένα κι ο φίλος σου
- που σε φιλούσε πίσω απ’ το παλιό εργοστάσιο -
τώρα κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του…
Φωτιά κάτω απ’ τα πόδια σου, ζεστό αίμα στην κοιλιά σου.
Δεν φαντάστηκες ποτέ ότι θα το ‘κανες,
μέχρι που η λεπίδα χάραξε απειλητικά το λαιμό σου…
Και τότε σκίζεις το διαβατήριό σου κλαίγοντας,
γιατί το ξέρεις ότι δεν πρόκειται ποτέ να ξαναγυρίσεις
και φεύγεις μακριά.


Κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα,
εκτός κι αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά…
Κανένας δεν καίει τις παλάμες του κάτω από τρένα …
Κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες
στο στομάχι ενός φορτηγού - τρώγοντας εφημερίδες -
Κανένας δε σέρνεται κάτω από φράχτες …
Καμιά δεν αντέχει τον πλήρη σωματικό έλεγχο
σε σημεία του κορμιού της που πονούν ακόμη.
Κανένας δε θέλει να τον δέρνουν, να τον λυπούνται.
Κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα ή τη φυλακή,
αν η φυλακή, δεν είναι ασφαλέστερη από την πόλη του.

Κανένας δε αντέχει τα: «Γυρίστε στην πατρίδα σας
βρομομετανάστες, ζητιάνοι ασύλου με τα χέρια απλωμένα,
μαύροι πρόσφυγες, που ρουφάτε τη χώρα μας,
αράπηδες που μυρίζετε περίεργα,
απολίτιστοι, που κάνατε λίμπα τη χώρα σας
και τώρα θέλετε να κάνετε και τη δική μας.
Πώς δε δίνουμε σημασία στα λόγια, στα άγρια βλέμματα;
Ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά
από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ενός ποδιού …
Ή επειδή τα λόγια είναι πιο τρυφερά
από δεκατέσσερις άντρες ανάμεσα στα πόδια σου.
Ή επειδή τις προσβολές είναι πιο εύκολο να τις καταπιείς,
από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου.

Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα, αλλά η πατρίδα
είναι το στόμα ενός καρχαρία, η κάνη ενός όπλου.
Και κανένας δε θα άφηνε την πατρίδα,
αν η πατρίδα δεν τον κυνηγούσε μέχρι τις ακτές,
αν η πατρίδα δεν του ‘λεγε «άσε πίσω τα ρούχα σου,
για να συρθείς στην έρημο, να κολυμπήσεις ωκεανούς,
να πεινάσεις, να εκλιπαρήσεις, να ξεχάσεις την περηφάνια.
Τρέξε πιο γρήγορα για να σωθείς…
Επειδή η επιβίωση είναι πιο σημαντική.

Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα, εκτός αν η πατρίδα
είναι μια ιδρωμένη φωνή στο αυτί σου που λέει φύγε,
τρέξε μακριά μου, δεν ξέρω τι έχει γίνει, αλλά ξέρω
ότι οπουδήποτε αλλού θα είσαι πιο ασφαλής

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

Δημήτρης Λέντζος- 5 ποιήματα



Δ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ



Βγήκε από το πορνείο

κρατώντας στα χέρια της

ένα μικρό κρινάκι

ήταν ντυμένη με άσπρο φουστάνι

και κόκκινο κραγιόν

περπάτησε με ίσιο το κορμί

στην οδό Πατησίων

ήταν θλιβό το σούρουπο

η Αθήνα τέτοιαν ώρα

είναι γλυκιά σαν λεχώνα

με σταθερό βήμα

μπήκε στην εκκλησία του Αγίου Λουκά

προσκύνησε και κάθισε εκεί

στο πρώτο στασίδι

με τις άλλες γυναίκες

στο τέλος των χαιρετισμών

πήγε δεξιά στην Ωραία Πύλη

έσκυψε και φίλησε στα χείλη

τον Αγιάννη τον Πρόδρομο.




O Θίασος

Ρόλοι κι αισθήματα σ’ αρχαία διανομή
γέρος ο χρόνος σαν μουγκός υποβολέας
μπουλούκια οι έρωτες σε άγονη γραμμή
να σε τυφλώνει ο καπνός κι ο προβολέας

Ξεφτίλα χρώματα κι η πρόβα στα σκαλιά
και στις κουίντες ο καιρός ο θεατρώνης
πόσο μ΄αγάπησες με ψεύτικα φιλιά
και με το ρόλο με πουλάς της Αντιγόνης

Οι μάσκες πρόσωπα με μάτια ανοιχτά
μπήγουν τα νύχια τους βαθιά στο μέτωπό μου
δυο μεροκάματα το μήνα αρπαχτά
δέκα τσιγάρα το πολύ το μερτικό μου

Τα καμαρίνια με δυο μέτρα κουρελού
πούδρες και μάσκαρα και κόκκινα κραγιόνια
στα Παναθήναια η δόξα του φαλλού
στίβα πηγαίναμε στα βρώμικα βαγόνια

Μητέρα νύχτα μου λεχώνα μου σιωπή
στην Τρίτη Πράξη και ο ρόλος του θανάτου
αυλαία γύφτιασσα στο τέλος ποιος θα πει
σ’ ένα μπορντέλο στην παλιά Ακομινάτου

Άδεια τραγούδια με σαράντα πυρετό
όταν πεθάνω να με θάψετε στη Θήβα
σαν τον Οιδίποδα τυφλός να περπατώ
η μοίρα είναι του θιάσου μας η ντίβα

Αυτός ο θίασος απόψε θα καεί
και στον εξώστη θα λεγάει η γαλαρία
μονάχοι μού πες πως πεθαίνουν κι οι θεοί
και των ανθρώπων πως τελειώνει η ιστορία



ΦΕΓΓΑΡΙ ΔΙΚΟΠΟ

Ένα φεγγάρι δίκοπο
στου ουρανού το χέρι
με λάβωσε κατάστηθα
και τριγυρνώ τις νύχτες
στον μύλο και στον ποταμό
κι αλέθω τη χαρά μου
και την σκορπίζω στα νερά
να πίνουν οι ψυχούλες
που ήρθαν απόψε μια φορά
πάλι στον πάνω κόσμο
να δούνε την αγάπη τους
και τ’ άσπρα τα σκουτιά τους.



SILVER ALERT

Φορούσε μαύρο πουκάμισο
και τζιν παντελόνι
και φθηνά δερμάτινα πέδιλα
στο ένα του χέρι κρατούσε το τσιγάρο του
στο άλλο κρατούσε
μια φέτα φεγγάρι
είναι είκοσι δύο χρονών
απολυτήριο στρατού δεν πήρε
και η αστυνομική του ταυτότητα
δεν γράφει όνομα και ύψος
ούτε ηλεκτρονικό εισιτήριο
για το Μετρό και τα λεωφορεία
η ζωή του κινδυνεύει
άλλοι λένε πως ήταν άγαλμα
στον περιφερειακό
στα Πετράλωνα
στις εργατικές πολυκατοικίες
τον αναζητεί
μονάχα η μάνα του.



Ο νόμος περί ανθέων

Ο νέος νόμος ήταν σαφής
«όποιος συλλαμβάνεται
με άνθη πάνω του
θα εκτελείται πάραυτα
στα στρατόπεδα συγκέντρωσης
του Απριλίου»
κι εγώ χρόνια μελλοθάνατος γυρνώ
κι ένα στο πέτο μου φορώ
μικρό τριανταφυλλάκι.