Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
εκτός κι αν η πατρίδα του έγινε το στόμα ενός καρχαρία…
Τρέχεις προς τα σύνορα και βλέπεις
ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη …
Οι γείτονες τρέχουν πιο γρήγορα από σένα κι ο φίλος σου
- που σε φιλούσε πίσω απ’ το παλιό εργοστάσιο -
τώρα κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του…
Φωτιά κάτω απ’ τα πόδια σου, ζεστό αίμα στην κοιλιά σου.
Δεν φαντάστηκες ποτέ ότι θα το ‘κανες,
μέχρι που η λεπίδα χάραξε απειλητικά το λαιμό σου…
Και τότε σκίζεις το διαβατήριό σου κλαίγοντας,
γιατί το ξέρεις ότι δεν πρόκειται ποτέ να ξαναγυρίσεις
και φεύγεις μακριά.
Κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα,
εκτός κι αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά…
Κανένας δεν καίει τις παλάμες του κάτω από τρένα …
Κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες
στο στομάχι ενός φορτηγού - τρώγοντας εφημερίδες -
Κανένας δε σέρνεται κάτω από φράχτες …
Καμιά δεν αντέχει τον πλήρη σωματικό έλεγχο
σε σημεία του κορμιού της που πονούν ακόμη.
Κανένας δε θέλει να τον δέρνουν, να τον λυπούνται.
Κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα ή τη φυλακή,
αν η φυλακή, δεν είναι ασφαλέστερη από την πόλη του.
Κανένας δε αντέχει τα: «Γυρίστε στην πατρίδα σας
βρομομετανάστες, ζητιάνοι ασύλου με τα χέρια απλωμένα,
μαύροι πρόσφυγες, που ρουφάτε τη χώρα μας,
αράπηδες που μυρίζετε περίεργα,
απολίτιστοι, που κάνατε λίμπα τη χώρα σας
και τώρα θέλετε να κάνετε και τη δική μας.
Πώς δε δίνουμε σημασία στα λόγια, στα άγρια βλέμματα;
Ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά
από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ενός ποδιού …
Ή επειδή τα λόγια είναι πιο τρυφερά
από δεκατέσσερις άντρες ανάμεσα στα πόδια σου.
Ή επειδή τις προσβολές είναι πιο εύκολο να τις καταπιείς,
από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου.
Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα, αλλά η πατρίδα
είναι το στόμα ενός καρχαρία, η κάνη ενός όπλου.
Και κανένας δε θα άφηνε την πατρίδα,
αν η πατρίδα δεν τον κυνηγούσε μέχρι τις ακτές,
αν η πατρίδα δεν του ‘λεγε «άσε πίσω τα ρούχα σου,
για να συρθείς στην έρημο, να κολυμπήσεις ωκεανούς,
να πεινάσεις, να εκλιπαρήσεις, να ξεχάσεις την περηφάνια.
Τρέξε πιο γρήγορα για να σωθείς…
Επειδή η επιβίωση είναι πιο σημαντική.
Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα, εκτός αν η πατρίδα
είναι μια ιδρωμένη φωνή στο αυτί σου που λέει φύγε,
τρέξε μακριά μου, δεν ξέρω τι έχει γίνει, αλλά ξέρω
ότι οπουδήποτε αλλού θα είσαι πιο ασφαλής
εκτός κι αν η πατρίδα του έγινε το στόμα ενός καρχαρία…
Τρέχεις προς τα σύνορα και βλέπεις
ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη …
Οι γείτονες τρέχουν πιο γρήγορα από σένα κι ο φίλος σου
- που σε φιλούσε πίσω απ’ το παλιό εργοστάσιο -
τώρα κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του…
Φωτιά κάτω απ’ τα πόδια σου, ζεστό αίμα στην κοιλιά σου.
Δεν φαντάστηκες ποτέ ότι θα το ‘κανες,
μέχρι που η λεπίδα χάραξε απειλητικά το λαιμό σου…
Και τότε σκίζεις το διαβατήριό σου κλαίγοντας,
γιατί το ξέρεις ότι δεν πρόκειται ποτέ να ξαναγυρίσεις
και φεύγεις μακριά.
Κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα,
εκτός κι αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά…
Κανένας δεν καίει τις παλάμες του κάτω από τρένα …
Κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες
στο στομάχι ενός φορτηγού - τρώγοντας εφημερίδες -
Κανένας δε σέρνεται κάτω από φράχτες …
Καμιά δεν αντέχει τον πλήρη σωματικό έλεγχο
σε σημεία του κορμιού της που πονούν ακόμη.
Κανένας δε θέλει να τον δέρνουν, να τον λυπούνται.
Κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα ή τη φυλακή,
αν η φυλακή, δεν είναι ασφαλέστερη από την πόλη του.
Κανένας δε αντέχει τα: «Γυρίστε στην πατρίδα σας
βρομομετανάστες, ζητιάνοι ασύλου με τα χέρια απλωμένα,
μαύροι πρόσφυγες, που ρουφάτε τη χώρα μας,
αράπηδες που μυρίζετε περίεργα,
απολίτιστοι, που κάνατε λίμπα τη χώρα σας
και τώρα θέλετε να κάνετε και τη δική μας.
Πώς δε δίνουμε σημασία στα λόγια, στα άγρια βλέμματα;
Ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά
από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ενός ποδιού …
Ή επειδή τα λόγια είναι πιο τρυφερά
από δεκατέσσερις άντρες ανάμεσα στα πόδια σου.
Ή επειδή τις προσβολές είναι πιο εύκολο να τις καταπιείς,
από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου.
Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα, αλλά η πατρίδα
είναι το στόμα ενός καρχαρία, η κάνη ενός όπλου.
Και κανένας δε θα άφηνε την πατρίδα,
αν η πατρίδα δεν τον κυνηγούσε μέχρι τις ακτές,
αν η πατρίδα δεν του ‘λεγε «άσε πίσω τα ρούχα σου,
για να συρθείς στην έρημο, να κολυμπήσεις ωκεανούς,
να πεινάσεις, να εκλιπαρήσεις, να ξεχάσεις την περηφάνια.
Τρέξε πιο γρήγορα για να σωθείς…
Επειδή η επιβίωση είναι πιο σημαντική.
Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα, εκτός αν η πατρίδα
είναι μια ιδρωμένη φωνή στο αυτί σου που λέει φύγε,
τρέξε μακριά μου, δεν ξέρω τι έχει γίνει, αλλά ξέρω
ότι οπουδήποτε αλλού θα είσαι πιο ασφαλής