Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

Αρθούρος Ρεμπώ: Το μεθυσμένο καράβι



Μετάφραση: Καίσαρ Εμμανουήλ


Καθώς κατέβαινα απαλά απ’ τα γαληνά ποτάμια,
Είδα πως αρυμούλκητο, δίχως πλοηγούς κυλούσα:
Κραυγαστικοί Ερυθρόδερμοι τους είχαν στόχο βάλει,
Αφού τους κάρφωσαν γυμνούς σε παρδαλούς πασσάλους.

Το πλήρωμά μου ολόκληρο παντέρημο είχα αφήσει,
Στάρια της Φλάντρας φέρνοντας κι εγγλέζικα μπαμπάκια.
Όταν με τους πιλότους μου τελείωσε εκείνη η αντάρα,
Οι ποταμοί μ’ αφήσαν πια να κατεβώ όπου θέλω.

Μες στον τρελό τον παφλασμό των παλιρροιών, τον άλλο
Χειμώνα, πιο απειθάρχητο κι απ’ τα παιδιά, είχα τρέξει!
Κι όσα χερσόνησα άφησα στο δρόμο μου ποτέ τους
Δεν είχαν νιώσει σαματά πιο θριαμβικό από κείνο.

Η καταιγίδα ευλόγησε τους πελαγίσιους μου όρθρους.
Από φελό αλαφρότερον ορχήθηκα στο κύμα,
Αιώνιο, όπως λεν, παγιδευτή θυμάτων, δέκα νύχτες,
Χωρίς των φάρων τα χαζά να νοσταλγήσω μάτια.

Πιο αβρό παρ’ όσο στα παιδιά του άγουρου μήλου η σάρκα,
Το κύμα, πράσινο, έλουσε το ελάτινο σκαρί μου
Κι έπλυνε κάθε μου κηλίδα από κρασιά γαλάζια
Κι από εμετούς, σκορπίζοντας άγκυρες και τιμόνι.

Και μες στο ποίημα το πλατύ, από τότε, είμαι λουσμένο
Του πόντου, αφέψημα γλυκό από τους χυμούς των άστρων,
Πίνοντας πράσινο γλαυκό, όπου, ωχρό κι έκθαμβο σκάφος,
Ένας πνιγμένος, κάποτε, κυλάει συλλογισμένος,

Όπου, την όψη αλλάζοντας των γαλανών χρωμάτων,
Τρέλα, ρυθμοί απαλοί κι αργοί κάτω απ’ το φως της μέρας,
Πιο δυνατά και από το αλκοόλ και πιο πλατιά απ’ τις λύρες
Του έρωτα υπόκωφα οι πικρές πυκνάδες αναβράζουν.

Ξέρω ουρανούς που σ’ αστραπές σκίζονται, και σιφούνια,
Ρέματα κι αντιμάμαλα· ξέρω το βράδυ ακόμη,
Την οιστρωμένη χαραυγή, λαό από περιστέρια,
Και κάποτε είδα ό,τι ο άνθρωπος φαντάστηκε πως είδε.

Είδα τη δύση εγώ στιχτή από μυστική μια φρίκη,
Κρυσταλλοπέδια απέραντα, μενεξελιά ν’ αυγάζει,
Τα κύματα, όμοια με ηθοποιούς δραμάτων παναρχαίων,
Τα νουφαρένια ρίγη τους μακριά ν’ αργοκυλούνε.

Την πράσινη ονειρεύτηκα νύχτα με τα ένθεα χιόνια,
Φιλιά που ωψώνονται νωθρά στων θαλασσών τα μάτια,
Το ρόισμα των ανάκουστων χυμών φυτών και δέντρων
Και τ’ ωχρογάλαζο όρθρισμα μελωδικών φψσφόρων.

Μήνες εγώ ακολούθησα το καραντί, παρόμοιο
Μ’ ένα βουστάσιο υστερικό, να σπάει μπροστά στις ξέρες,
Ξεχνώντας πως τα διάφωτα των Μαριών τα πόδια
Μπορούν των δύσπνοων Ωκεανών τα ρύγχη να δαμάσουν.

Έπεσα απάνω, ξέρετε, σ’ απίστευτες Φλωρίδες,
Που άνθη και μάτια πάνθηρων σμίγουν, δέρματα ανθρώπων
Κι ουράνια τόξα, τανυστά σα χαλινάρια, επάνω
Από τους πόντους, σε γλαυκά, φανταστικά κοπάδια.

Είδα, τεράστια κιούρτα, εγώ, τους βάλτους ν’ αναβράζουν,
Όπου, στα σκοίνα ανάμεσα, σαπίζει ένας Λεβιάθαν,
Κατρακυλίσματα νερών σ’ ώρες απνοίας κι ακόμη
Τα ουράνια μες στα βάραθρα, στο βάθος να κυλούνε!

Πάγους, πυρόχροους ουρανούς, νερά μαργάρινα, ήλιους
Λευκούς, ναυάγια φρικαλέα μες σε βαθύχροους κόλπους,
Όπου γιγάντινα ερπετά, λεία των κοριών, κυλούνε
Βαριά με μαύρα αρώματα από τα στρεβλά τα δέντρα.

Θέλω να δείξω στους μικρούς ετούτες τις χρυσόφες,
Τα ψάρια ετούτα τα χρυσά που τραγουδούν στο κύμα.
Άνθινοι αφροί ευλογήσανε τα κλυδωνίσματά μου
Κι ανείπωτοι άνεμοι φτερά πολλές φορές μου εδώσαν.

Κάποτε ο πόντος, μάρτυρας κατάκοπος των πόλων,
Που οι στεναγμοί του απάλυναν το σάλο μου, σε μένα
Τα ωχρά του τ’ άνθη ανέβαζε με τις χλωμές του θέρμες,
Και σα γυναίκα απόμενα γονατιστή σε μια άκρη,

Χερσόνησος που επάνω της την κόπρο ταλαντεύει
Και τους καυγάδες κρωκτικών, χρυσόφθαλμων ορνέων.
Κι αρμένιζα ώσπου, ανάμεσα από τους λεπτούς αρμούς μου,
Κάποιοι πνιγμένοι ανάστροφα να κοιμηθούν οδεύαν.

Έτσι εγώ, κάτω απ’ τα μαλλιά των όρμων, πλοίο χαμένο,
Που έχει ο τυφώνας σε ουρανούς χωρίς πουλιά εξορίσει,
Εγώ που οι νέοι Μονίτορες και τ’ άρμενα της Χάνσας
Το μεθυσμένο απ’ το νερό δε θά ’βρουν σκελετό μου,

Ελεύθερο, καπνίζοντας, ζωστό από μπλάβες πάχνες,
Εγώ που ελόγχιζα το χάος, πορφυρωμένο τοίχο,
Όπου, θεσπέσιο γλύκισμα των αγαθών ποιητών σας,
Λειχήνες του ήλιου απλώνονται και μύξες του γαλάζιου,

Εγώ που αρμένιζα, στιχτό από ηλεκτρικά φεγγάρια,
Τρελή σανίδα που η τεφρή συνόδευε ιπποκάμπη,
Όταν οι Ιούλιοι εγκρέμιζαν με ρόπαλα τους θόλους
Των υπερπόντιων ουρανών με τα πυρά χωνιά τους,

Εγώ που έτρεμα νιώθοντας μακριά να μουκανίζει
Των Βεχεμότων ο οργασμός και των πυκνών Μελστρόμων,
Κλώστης αέναος των γλαυκών ακινησιών του απείρου,
Ω! την Ευρώπη νοσταλγώ με τα παμπάλαια τείχη!

Είδα αρχιπέλαγα αστρικά κι είδα νησιά εγώ πλήθος,
Που οι ουρανοί τους οι έξαλλοι είναι ανοιχτοί στο ναύτη.
Σε τέτοιες νύχτες άσωστες κοιμάστε, εξορισμένα,
Άπειρα εσείς χρυσά πουλιά, ω μελλοντική Ευρωστία;

Μα έκλαψα, αλήθεια, εγώ πολύ. Οι αυγές φαρμάκι στάζουν.
Κάθε φεγγάρι είναι στυγνό κι είναι πικρός κάθε ήλιος.
Ο έρωτας μ’ έχει, ο αψύς, βαθιά, μεθυστικά ναρκώσει.
Ω! ας έσπαζε ηκαρίνα μου! Ω! στο βυθό ας κυλούσα!

Αν της Ευρώπης τα νερά ζηλεύω, είναι ένα τέλμα
Μαύρο και κρύο, όπου ένα παιδί γονατιστό, γεμάτο
Θλίψη, ένα βράδυ ευωδιαστό κάποιο καράβι αφήνει
Σα χρυσαλλίδα, τρυφερό, του Μάη ν’ αργοκυλήσει.

Δε μπορώ πιά, λουσμένο απ’ τη ραθυμία σου, ω κύμα,
Να παραβγώ τα φορτηγά που κουβαλούν μπαμπάκι,
Κι ούτε σημάτων και σημαιών την οίηση να διασχίσω
Και κάτω απ’ τ’ άγρια να διαβώ των γεφυρών τα μάτια!

(Νομίζω ότι είναι η πιό όμορφη μετάφραση από τις πολλές που έχουν γίνει που δίνει το ποίημα μαζί με τον ατίθασο και άγριο χαρακτήρα του Ρεμπώ. Το βρήκα στη "μποτίλια στον Άνεμο του Μπάμπη Ζαφειράτου)

Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: Ντουέντε!


"...Πριν από μερικά χρόνια, σ’ ένα διαγωνισμό χορού στο Χερέθ ντε λα Φροντέρα, μια γριά ογδόντα χρονών νίκησε πανέμορφες γυναίκες και κορίτσια με μέσες σα νερό, υψώνοντας απλώς τα χέρια, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι και κτυπώντας τα πόδια στα σανίδια. Ανάμεσα σε μούσες και αγγέλους, ανάμεσα σε καλλονές κορμιού και καλλονές χαμόγελου, το ετοιμοθάνατο ντουέντε, σέρνοντας τα φτερά του τα φτιαγμένα από σκουριασμένα μαχαίρια, δε γινόταν παρά να νικήσει – και νίκησε."

"Κυρίες και Κύριοι,

Από το 1918 που έγινα δεκτός στο "Σπίτι των Φοιτητών" στη Μαδρίτη, ως το 1928 που έφυγα έχοντας συμπληρώσει τις σπουδές μου στη Φιλοσοφική Σχολή, έχω ακούσει πάνω από χίλιες διαλέξεις σ' αυτή την ίδια εκλεπτυσμένη αίθουσα όπου σύχναζε η παλιά αριστοκρατία της Ισπανίας για να διορθώσει την επιπολαιότητα που 'φερνε μαζί της γυρίζοντας από τις γαλλικές πλαζ.



Με τη βαθιά μου ανάγκη για το φως του ήλιου και τον αέρα, η ψυχή μου γέμισε τόση πλήξη, που φεύγοντας από κει μέσα ένιωσα να με σκεπάζει ένα λεπτό στρώμα στάχτης που λίγο έλειπε να γίνει καυτερό πιπέρι εκνευρισμού. Ε, λοιπόν, όχι. Σήμερα, σ' αυτή την αίθουσα, δε θέλω να μπει η τρομερή αλογόμυγα της βαρεμάρας που δένει κάθε κεφάλι με την άϋλη κλωστή του ύπνου και ρίχνει στα μάτια των ακροατών χιλιάδες μικροσκοπικές βελόνες.

Απλά, με τον τόνο της ποιητικής μου φωνής που δεν έχει ούτε αποχρώσεις ξύλου, ούτε λαβυρίνθους δηλητηρίου, ούτε αρνιά που ξαφνικά γίνονται μαχαίρια ειρωνείας, θα προσπαθήσω να σας δώσω ένα μάθημα απλό για το κρυμμένο πνεύμα της πληγωμένης Ισπανίας.

Όποιος ταξιδεύει σε κείνο το τεντωμένο πετσί ταύρου που απλώνεται ανάμεσα στον Χούκαρ, τον Γκουανταλέτε, τον Σίλ και τα ποτάμια της Πισουέργκα, αργά ή γρήγορα θ' ακούσει την έκφραση: "Αυτό έχει πολύ duende!". Ο Μανουέλ Τόρρες, ένας μεγάλος καλλιτέχνης της Ανδαλουσίας, είπε κάποτε σ' έναν άλλο τραγουδιστή: "Έχεις φωνή, έχεις στυλ, όμως ποτέ δε θα πετύχεις γιατί δεν έχεις καθόλου duende". Σ' ολόκληρη την Ανδαλουσία, απ' το βράχο του Χαέν μέχρι τα όστρακα του Καντίθ, οι άνθρωποι μιλούν συνέχεια για το duende κι όταν φανεί, το ένστικτό τους δεν τους γελάει ποτέ. Το αναγνωρίζουν αμέσως. Ο θαυμάσιος τραγουδιστής του φλαμένκο, Ελ Λεμπριχάνο, δημιουργός του ντέμπλα, παραλλαγής του Ανδαλουσιανού cante jonde (βαθιού τραγουδιού) είπε: "Όταν τραγουδώ με duende κανείς δεν παραβγαίνει μπρος μου!". Η γρια τσιγγάνα χορεύτρια Λα Μαλένα φώναξε κάποτε ακούγοντας τον Μπραϊλόφσκυ να παίζει ένα κομμάτι του Μπάχ: "Όλε! Αυτό έχει duende". Κι ο Μανουέλ Τόρρες, που μες στις φλέβες του τρέχει περισσότερη κουλτούρα απ' ό,τι σ' οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο που γνώρισα ποτέ, ακούγοντας τον ίδιο τον Ντε Φάλια να παίζει το "Νocturno del Generalife", είπε αυτή τη θαυμαστή κουβέντα: "Ό,τι έχει μαύρους ήχους έχει duende". Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια.


Αυτοί οι "μαύροι ήχοι" είναι το μυστήριο, οι ρίζες που απλώνονται κάτω βαθιά στο πλούσιο χώμα, γνωστό μα κι άγνωστο σ' όλους μας, απ' όπου όμως βγαίνει ό,τι αληθινό έχει να δείξει η τέχνη. Ο Ισπανός άνθρωπος του λαού μίλησε για "μαύρους ήχους" και λέγοντας αυτό, συμφωνεί με τον μεγάλο Γκαίτε που έδωσε τον ορισμό του duende όταν, μιλώντας για τον Παγκανίνι, τού απέδωσε "μια μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε μα που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ". Έτσι, το duende είναι μια δύναμη κι όχι μια λειτουργία, μια πάλη κι όχι μια αφηρημένη έννοια. 'Ακουσα κάποτε ένα γέρο κιθαρίστα να λέει: "Το duende δε βρίσκεται στο λαρύγγι: ανεβαίνει απ' τις γυμνές πατούσες των ποδιών". Που σημαίνει πως δεν είναι μια ικανότητα, μα αληθινή μορφή, αίμα, αρχαία κουλτούρα, στιγμή δημιουργίας. Αυτή η "μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε και που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ", είναι το ίδιο το πνεύμα της γης. Είναι το ίδιο εκείνο duende που φλόγισε κι έκανε στάχτες την καρδιά του Νίτσε που γύρευε τις εξωτερικές του μορφές στη γέφυρα του Ριάλτο και στη μουσική του Μπιζέ, χωρίς ποτέ ν' αντιληφθεί πως το duende που κυνηγούσε είχε πηδήσει από τους μυστηριακούς Έλληνες στους χορευτές του Καντίθ και στη στραγγαλισμένη διονυσιακή κραυγή του Σιλβέριο σαν τραγουδάει μια siguiriya.



Δε θέλω να μπερδέψει κανείς το duende, που βασικά σημαίνει "άγιο πνεύμα", με το θεολογικό δαίμονα της αμφιβολίας του Λούθηρου που, με μια βακχική σχεδόν μανία, του πέταξε ένα καλαμάρι στη Νυρεμβέργη, ούτε με το Καθολικό δαίμονα, τον καταστρεπτικό κι όχι και τόσο έξυπνο, που μεταμορφώνεται σε σκύλα για να μπει σε μοναστήρια καλογριών. Όχι. Το σκοτεινό κι ολότρεμο duende για το οποίο μιλώ, είναι απόγονος του εύθυμου δαίμονα Σωκράτη, όλο αλάτι και μάρμαρο, που όρμησε ξέφρενα κι άρχισε να τσαγκρουνάει τον κύριο του τη μέρα που πήρε το κώνειο. Απόγονος επίσης και του μελαγχολικού δαίμονα του Ντεκάρτ, μικρού σαν πράσινο αμύγδαλο, που μπουχτισμένος από κύκλους και γραμμές έβγαιναν έξω τις νύχτες και περπατούσε πλάι στα κανάλια ν' ακούσει τους μεθυσμένους ναυτικούς να τραγουδούν.


Κάθε σκαλί που ανεβαίνει ένας άνθρωπος, ή όπως θα 'λεγε ο Νίτσε, ένας καλλιτέχνης, στον πύργο της τελείωσης του γίνεται ύστερα από σκληρή μάχη μ' ένα duende. Όχι μ' έναν άγγελο, όπως έχουν πει, ούτε με μια μούσα. Είναι ανάγκη να γίνει αυτός ο θεμελιώδης διαχωρισμός για να φτάσει κανείς στην καρδιά ενός έργου. Ο άγγελος καθοδηγεί και προικίζει με δώρα, όπως ο 'Αγιος Ραφαήλ, ή φρουρεί και υπερασπίζει, όπως ο 'Αγιος Μιχαήλ, ή προειδοποιεί, όπως ο 'Αγιος Γαβριήλ. Ο άγγελος μπορεί να θαμπώσει αλλά δεν καταφέρνει τίποτε περισσότερο απ' το να πετάξει ανάλαφρα πάνω απ' το κεφάλι του ανθρώπου. Σκορπίζει τη χάρη του, κι ο άνθρωπος, χωρίς καμιά σχεδόν προσπάθεια δημιουργεί, αγαπιέται, χορεύει.

Ο άγγελος στο δρόμο της Δαμασκού, ο άγγελος που γλίστρησε μέσα απ' τα ξύλινα ανοίγματα του μικρού παραθυριού στην Ασσίζη κι εκείνος που ακολούθησε τα βήματα του μυστικιστή Χάιντριχ Σούζο, είναι ένας άγγελος που προστάζει και κανείς δε μπορεί ν' αντισταθεί στη λάμψη του γιατί ανοιγοκλείνει τις ατσαλένιες του φτερούγες στα σύνορα των εκλεκτών





Η μούσα υπαγορεύει και πού  και πού εμπνέει.Τα όσα μπορεί, είναι σχετικά λίγα γιατί μακραίνει και εξαντλείται τόσο γρήγορα -την είδα δυο φορές- που αναγκάστηκα να την περιγράψω με τη μισή καρδιά της από μάρμαρο. Οι ποιητές που εμπνέονται απ' αυτήν, ακούν φωνές χωρίς να ξέρουν από πού έρχονται. Έρχονται απ' τη μούσα που τους ενθαρρύνει και καμιά φορά τους καταβροχθίζει κιόλας. Αυτή ήταν κι η περίπτωση του Απολλιναίρ, ενός μεγάλου ποιητή, που τον κατέστρεψε η μούσα, η ίδια εκείνη που ζωγράφισε πλάι του ο θαυμάσιος κι αγγελικός Ρουσσώ. Η μούσα ξυπνάει την εξυπνάδα και φέρνει μαζί της τοπία με κολόνες και μια ψεύτικη γεύση δάφνης. Πολύ συχνά η εξυπνάδα είναι εχθρός της ποίησης γιατί μιμείται πολύ, γιατί υψώνει τον ποιητή σ' ένα θρόνο στημένο σε κοφτερές κι απότομες άκρες κάνοντάς τον να ξεχνάει πως ξαφνικά, από στιγμή σε στιγμή, εκεί που κάθεται, μπορεί να τον κατασπαράξουν τα μερμήγκια ή μια πελώρια ακρίδα γεμάτη φαρμάκι να πέσει πάνω στο κεφάλι του.



Ενάντια σ' όλα αυτά, οι μούσες που φωλιάζουν στο μονόκλ ή στην απαλή ζεστασιά των βερνικωμένων τριαντάφυλλων ενός κομψού σαλονιο, είναι εντελώς ανίσχυρες. Ο άγγελος και η μούσα έρχονται απ' έξω. Ο άγγελος χαρίζει ακτινοβολία, η μούσα δίνει μορφές (ο Ησίοδος διδάχθηκε απ' αυτές). Χρυσό φύλλο ή πτυχή χιτώνα ο ποιητής δέχεται τα καλούπια έτοιμα, καθισμένος ανάμεσα στους θάμνους της δάφνης του. Το duende, όμως, πρέπει να ξυπνάει μέσα στα ίδια κύτταρα του αίματος.

Πρέπει να σπρώξουμε μακριά τον άγγελο, να διώξουμε με κλωτσιές τη μούσα και να χάσουμε το φόβο που μας γέμιζε το βιολετί άρωμα που αναδίνει η ποίηση του δεκάτου ογδόου αιώνα και το τεράστιο τηλεσκόπιο όπου απλωμένη πάνω στους φακούς βρίσκεται η μούσα χλωμή κι άρρωστη από τα ίδια τα όριά της.

Η αληθινή μάχη είναι το duende!...


Αν θέλει κανείς, ξέρει τον τρόπο να φτάσει στο Θεό. Με την αγριάδα του ερημίτη ή με την κρυφή φωνή του μυστικιστή. Μ' έναν πύργο σαν της Αγίας Τερέζας ή με τα τρία μονοπάτια του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού. Κι ακόμα κι όταν αναγκαστούμε ν' αναφωνήσουμε με τον Ησαΐα: "Αληθινά, εσύ είσαι ο μυστικός Θεός!", τελικά ο Θεός στέλνει τα πρώτα αγκάθια της φωτιάς του σ' όποιον τον γυρέψει.

Για να βρούμε το duende δεν υπάρχει τίποτε να μας βοηθήσει. Ούτε χάρτης ούτε "σωστοί τρόποι". Το μόνο που ξέρουμε είναι πως καίει αίμα σαν κοπανιστό γυαλί, πως εξαντλεί, πως σβήνει τη γλυκιά γεωμετρία που μάθαμε, πως κλωτσάει όλα τα στυλ, πως κάνει τον Γκόγια, ζωγράφο του γκρίζου, του ασημένιου κι εκείνου του ροζ στην καλύτερη αγγλική παράδοση να ζωγραφίζει με τις γροθιές και τα γόνατα τρομερά μαύρα κατράμια, πως αφήνει το Σίντο Βερνταγκέ ολόγυμνο στον κρύο αέρα των Πυρηναίων, πως σπρώχνει το Χόρχε Μανρίκε να περιμένει το θάνατο στην ερημιά της Οκάνια, πως ντύνει το λεπτοκαμωμένο σώμα του Ρουσσώ στο πράσινο κοστούμι του ακροβάτη και βάζει τα μάτια ενός ψόφιου ψαριού στον κόμη Λωτρεαμόν στο Βουλεβάρτο του πρωινού.

Οι μεγάλοι καλλιτέχνες της Βόρειας Ισπανίας, είτε χορεύουν, είτε παίζουν κιθάρα, είτε τραγουδούν, ξέρουν καλά πως χωρίς τον ερχομό του duende δεν υπάρχει αληθινή συγκίνηση. Μπορούν αν θέλουν να ξεγελάσουν ένα ολόκληρο ακροατήριο δίνοντας την εντύπωση πως φλέγονται από duende, όπως καθημερινά γελιόμαστε από ζωγράφους, συγγραφείς και καλλιτεχνικά ρεύματα χωρίς ίχνος duende. Αν όμως προσέξει κανείς καλά και δεν αφήσει την αδιαφορία του να τον παραπλανήσει, αργά ή γρήγορα η απάτη θα ξεσκεπαστεί και το ψεύτικο κατασκεύασμα του duende θα το βάλει στα πόδια."

Κάποτε, η Ανδαλουσιανή τραγουδίστρια του φλαμένκο Pastora Pavon, "Το Κορίτσι Με Τις Κτένες", μια σκοτεινή και βαθειά Ισπανική μεγαλοφυία εφάμιλλη του Γκόγια και του εξαίσιου ταυρομάχου Ραφαήλ ελ Γκάγιο, τραγουδούσε σε μια μικρή ταβέρνα του Καντίθ. Τραγουδούσε με τη φωνή όλο σκιά και λειωμένο μέταλλο, με τη φωνή της σκεπασμένη με φύκια, πλεγμένη στα μακριά μαλλιά της. Στιγμές τη μούσκευε σε μανχανίγια, στιγμές την έχανε σε σκοτεινά κι απόμακρα δάση. Μα τίποτε. Τα ακροατήριο έμεινε ακίνητο. Dε χειροκρότησε κανείς. Ανάμεσα σ' αυτούς που την άκουγαν, βρισκόταν κι ο Ιγκνάθιο Εσπελέτα, ωραίος σα ρωμαϊκή χελώνα, που όταν κάποτε τον ρώτησαν: -"Πώς γίνεται και δεν εργάζεσαι ποτέ;", μ' ένα χαμόγελο άξιο του πάμπλουτου και μακάριου βασιλιά της Ταρνησού Αργανθόνιο, απάντησε:
-"Γιατί να εργαστώ, αφού πατρίδα μου είναι το Καντίθ";

Ήταν εκεί κι η Ελοίσα, η φλογερή αριστοκρατική πόρνη της Σεβίλλης, άμεση απόγονος της Σολέδα Βάργκας που το 1830 αρνήθηκε να παντρευτεί ένα Ρόθτσιλντ γιατί στις φλέβες του έτρεχε αίμα κατώτερο απ' το δικό της. Ήτανε κι οι Φλορίντας που πολλοί τους νομίζουν χασάπηδες ενώ στην πραγματικότητα είναι αρχαίοι ιερείς που συνεχίζουν να θυσιάζουν ταύρους στον Γηρυόνη. Και σε μια γωνιά στεκότανε κι εκείνη η επιβλητική μορφή, ο Ντον Πάμπλο Μουρούμπε, που 'τρεφε ταύρους, μ' ένα πρόσωπο σα μάσκα της Κρήτης. Μόνο ένας μικρόσωμος άντρας, ένας απ' αυτούς τους χορευτές με τη γυναικεία σχεδόν ευαισθησία που ξαφνικά πετιούνται πίσω από μποτίλιες άσπρο μπράντυ, είπε με φωνή χαμηλή, γεμάτη σαρκασμό: "Βίβα Παρί!" σα να 'θελε να πει: "Εδώ δε ζητάμε κόλπα και δεξιοτεχνίες! Εδώ ζητάμε κάτι άλλο!".

Μόλις τ' άκουσε "Το Κορίτσι Με Τις Κτένες", τινάχτηκε σα δαιμονισμένη, σαν τσακισμένη μοιρολογήτρα του Μεσαίωνα, κατάπιε μονορούφι μια γεμάτη κούπα καθάγια, ένα κρασί από νερό φωτιάς, και κάθισε ξανά να τραγουδήσει -χωρίς φωνή, χωρίς ανάσα, χωρίς παιχνίδια και τσακίσματα με το λαιμό να καίει σαν ηφαίστειο αλλά με... ντουέντε. Κατάφερε να γκρεμίσει τις σκαλωσιές του τραγουδιού, ν' αφήσει το δρόμο ελεύθερο σ' ένα μανιασμένο και φλογερό duende, σύντροφο των ανέμων που ξεσηκώνουν την άμμο στην έρημο, που 'κανε αυτούς που την άκουγαν ν' αρχίσουν να σκίζουν τα ρούχα τους με τον ίδιο ρυθμό που προσεύχονται οι Νέγροι στα νησιά της Καραϊβικής μπρος στο εικόνισμα της Αγίας Βαρβάρας.

"Το Κορίτσι Με Τις Κτένες" αναγκάστηκε να κάνει κομμάτια τη φωνή του γιατί ήξερε πως καθισμένοι γύρω άκουγαν οι εκλεκτοί, που ζητούσαν όχι τη μορφή μα το μεδούλι της μορφής, μια μουσική μεταρσιωμένη στην πιο γνήσια ουσία. Έπρεπε να φτωχύνει όλη της την ικανότητα και τα βοηθήματα, έπρεπε δηλαδή να διώξει τη μούσα και να μείνει μόνη για να μπορέσει να 'ρθει το duende, να παλέψει στήθος με στήθος, ελεύθερη μαζί του. Και πως τραγούδησε! Τώρα καιγόταν ολόκληρη, η φωνή της είχε γίνει ένα σιντριβάνι από αίμα που σου 'κοβε την ανάσα με τον πόνο και την αλήθεια της κι άνοιγε σαν το δεκαδάκτυλο χέρι που σχηματίζουν τα καρφωμένα μα γεμάτα θύελλα πόδια ενός Χριστού φτιαγμένου από τον Χουάν ντε Χούνι...


Ο ερχομός του duende προϋποθέτει πάντοτε μια ριζική αλλαγή όλων των μορφών που στηρίζονται σε παλιές βάσεις. Φέρνει μαζί του ένα συναίσθημα φρεσκάδας εντελώς πρωτόγνωρο έτσι όπως μοιάζει με καινούργιο τριαντάφυλλο, με θαύμα, γεννώντας στο τέλος ένα σχεδόν θρησκευτικό ενθουσιασμό.
Σ' όλους τους αραβικούς χορούς και τ' αραβικά τραγούδια η παρουσία του duende γίνεται δεκτή με κραυγές: "Αλά! Αλά!", "Θεέ! Θεέ!", που δε διαφέρει πολύ από το Ολέ της ταυρομαχίας. Και στα τραγούδια της Βόρειας Ισπανίας η εμφάνιση του duende χαιρετίζεται πάντα με την κραυγή "Βίβα Ντίος!", "Ζήτω ο Θεός!", μια βαθιά ανθρώπινη και τρυφερή κραυγή επικοινωνίας με το Θεό μέσα απ' τις πέντε αισθήσεις με τη βοήθεια του ντουέντε, που συγκλονίζει τη φωνή και το σώμα του χορευτή, μια αληθινή και ποιητική φυγή απ' αυτόν τον κόσμο, το ίδιο αγνή με κείνη που ορθώνει μέσα απ' τους επτά του κήπους ο ανεπανάληπτος σχεδόν ποιητής του δέκατου έβδομου αιώνα Πέντρο Σότο ντε Ροχάζ κι ο 'Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος στην ταραγμένη σκάλα του θρήνου του.



Είναι λοιπόν φυσικό, σαν  φτάσει αυτή η φυγή, να νιώσουν όλοι την επίδραση της - οι μυημένοι που ξέρουν πως το στυλ μπορεί να κατακτήσει και το φθηνότερο υλικό, μα κι οι άλλοι, οι αμύητοι, που νιώθουν μια απροσδιόριστη αλλά πέρα για πέρα αυθεντική συγκίνηση. Πριν από μερικά χρόνια σ' ένα χορό στο Χερέθ ντε λα Φροντέρα, μια γριά ογδόντα χρονών νίκησε πανέμορφες γυναίκες και κορίτσια με μέσες σα νερό, υψώνοντας απλώς τα χέρια, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι και κτυπώντας τα πόδια στα σανίδια. Ανάμεσα σε μούσες κι αγγέλους, ανάμεσα σε καλλονές κορμιού και καλλονές χαμόγελου, το ετοιμοθάνατο duende, σέρνοντας τα φτερά του τα φτιαγμένα από σκουριασμένα μαχαίρια, δε γινόταν παρά να νικήσει -και νίκησε..."

"... Όλες οι Τέχνες μπορούν να 'χουν duende, το πεδίο όμως είναι πιο πλούσιο στη μουσική, στο χορό και στην ποίηση που απαγγέλλεται, γιατί απαιτούν για ερμηνευτή ένα σώμα ζωντανό -είναι μορφές που γεννιούνται και πεθαίνουν ακατάπαυστα και καθορίζονται από ένα ακριβές παρόν. Συχνά, το duende του συνθέτη περνάει στον ερμηνευτή. Κι αξίζει να σημειωθεί πως ακόμα κι αν ο συνθέτης ή ο ποιητής είναι
ψεύτικος, το duende του ερμηνευτή μπορεί να δημιουργήσει ένα καινούργιο θαύμα που πολύ λίγο να μοιάζει με το αρχικό δημιούργημα. Τέτοια υπήρξε η περίπτωση της Ελεονόρα Ντούζε, που ξέθαβε αποτυχίες για να τις κάνει επιτυχίες, χάρη σ' αυτό που κείνη τους έδινε. Ή του Παγκανίνι που σύμφωνα με τον Γκαίτε μπορούσε να συνθέσει μελωδίες από εντελώς απλοϊκούς σκοπούς και του απολαυστικού εκείνου κοριτσιού στο Πουέρτο ντε Σάντα Μαρία που το είδα κάποτε να τραγουδάει και να χορεύει εκείνο το τρομερό ιταλικό τραγούδι "Ώ! Μαρί!" με τέτοιο ρυθμό, τέτοιες παύσεις και τέτοιο νόημα, που κατάφερε από το φτηνό τραγούδι να φτιάξει ένα ολόρθο σκληρό φίδι από χρυσάφι. Σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο ερμηνευτής ξανάπλαθε την αρχική δημιουργία: αίμα ζεστό και καλλιτεχνική μεγαλοφυία ζωντάνευαν σώματα πεθαμένα, άδεια από έκφραση.

Όλες οι Τέχνες κι όλες οι χώρες είναι ικανές για duende, για μούσα ή για άγγελο. Η Γερμανία, έξω, από λίγες εξαιρέσεις, κυβερνιέται από τη μούσα. Η Ιταλία έχει μονίμως έναν άγγελο. Η Ισπανία καίγεται αδιάκοπα απ' το duende! Γιατί είναι μια χώρα αρχαίας μουσικής κι αρχαίου χορού, όπου το ντουέντε στίβει λεμόνια από ξημέρωμα. Μια χώρα θανάτου, μια χώρα ανοιχτή στο θάνατο. Σε κάθε χώρα, ο θάνατος είναι ένα τέλος. Φτάνει, και τα παραθυρόφυλλα κλείνουν. Όχι στην Ισπανία. Στην Ισπανία ανοίγουν. Πολλοί Ισπανοί ζουν ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους ως τη μέρα που θα πεθάνουν και τότε τους βγάζουν έξω στον ήλιο. Σε καμιά άλλη χώρα ο πεθαμένος δεν είναι πιο ζωντανός απ' την Ισπανία. Το προφίλ του κόβει σα κόψη ξυραφιού. Τα αστεία γύρω από το θάνατο και μαζί κι η σιωπηλή τους ενατένιση είναι πράγματα γνωστά στους Ισπανούς. Απ' το "Όνειρο Των Νεκροκεφαλών" του Κεβέδο μέχρι το "Σάπισμα Του Επισκόπου" του Βάλντες Λεόλ, κι από τη Μπαρμπέλα του δέκατου έβδομου αιώνα που πέθανε την ώρα της γέννας στη δημοσιά λέγοντας:

Το αίμα της μήτρας μου

Σκεπάζει τώρα τ' άλογο,

Τα πέταλα του αλόγου σου

Αστράφτουν φωτιά πίσσας...

ως το παλικάρι απ' τη Σαλαμάνκα που σκοτώθηκε τελευταία από ένα ταύρο φωνάζοντας την ώρα που πέθαινε:

Φίλοι πεθαίνω!

Φίλοι την έχω άσκημα!

Τρία μαντίλια

Γέμισαν τα σπλάχνα μου,

Κι αυτό εδώ είν' το τέταρτο...

απλώνεται ένας φράκτης από νιτρικά λουλούδια και πίσω του ένας λαός που ατενίζει σκεφτικά το θάνατο. Ένας λαός που στις πιο δύσκολες στιγμές του εμπνέεται από τους στίχους του Ιερεμία και στις πιο λυρικές από μυροφόρα κυπαρίσια. Μα ακόμα, ένας λαός που πιστεύει πως ό,τι έχει μεγαλύτερη σημασία κουβαλάει μέσα του τον αμετάκλητο, μεταλλικό αντίλαλο του θανάτου. Το μαχαίρι κι η ρόδα της άμαξας, το ξυράφι και τ' άγρια γένια των βοσκών, το γυμνό φεγγάρι,η μύγα, τα υγρά ντουλάπια, οι ιερές εικόνες οι σκεπασμένες μ' άσπρη νταντέλλα, ο ασβέστης, η γραμμή των γείσων και των τζαμένιων μπαλκονιών στην Ισπανία κρύβουν μια λεπτή χλόη θανάτου καθώς και φωνές και σύμβολα για το άγρυπνο μυαλό ταράζοντας τη μνήμη μας με τον ασάλευτο αέρα π' αφήνει πίσω του το πέρασμα μας..."

Ο δεσµός της Ισπανικής τέχνης µε τη γη δεν είναι τυχαίος. Είναι µια τέχνη που πνίγεται στ’ αγκάθια και στις πέτρες. Ο θρήνος του Πλεµπέριο και οι χοροί του µεγάλου Χοσέφ Μαρία ντε Βαλντεβιέλσο δεν αποτελούν µεµονωµένα παραδείγματα. Δεν είναι καθόλου σύμπτωση πως απ’ όλες τις μπαλάντες της Ευρώπης το ερωτικό αυτό Ισπανικό τραγούδι ξεχωρίζει:

«Αν είσαι εσύ η αγαπημένη µου, 
Γιατί δε µε κοιτάζεις, πες µου;» 

«Κάποτε είχα µάτια να σε δω,
 τώρα στη σκιά τα’ χω δοσµένα.» 

«Αν είσαι εσύ η αγαπηµένη µου, 
Τότε γιατί δε µε φιλάς,
 αλήθεια, πες µου!». 


«Κάποτε είχα χείλια για φιλιά, 
τώρα στη γη τα’ χω χαρίσει.» 

«Αν είσαι εσύ η αγαπηµένη µου,
 Γιατί δεν µ’ αγκαλιάζεις, πες µου!» 

«Κάποτε είχα χέρια για αγκαλιά, 
Τώρα σκουλήκια έχουν γεµίσει.» 

Ούτε απορεί κανείς όταν συναντάει το τραγούδι αυτό στην παλιότερη λυρική ποίηση της Ισπανίας: 

Στον κήπο θα πεθάνω 
Στο θάµνο της τριανταφυλλιάς θα σκοτωθώ. 
Λίγα τριαντάφυλλα πήγα να κόψω
 Βρήκα το θάνατο στον κήπο 
Μάνα γλυκιά! 
Λίγα τριαντάφυλλα πήγα να κόψω 
Μάνα γλυκιά! 
Βρήκα το θάνατο να περιµένει 
Κρυµµένος στην τριανταφυλλιά! 
Στον κήπο θα πεθάνω
 Στο θάµνο της τριανταφυλλιάς 
θα με σκοτώσουν.

 Τα κεφάλια τα παγωµένα στο φως του φεγγαριού που τα ζωγράφισε ο Θουρµπαράν, το κίτρινο του βουτύρου και το κίτρινο του κεραυνού του Ελ Γκρέκο, η πρόζα του Φρά Σιγκουένθα, ολόκληρο το έργο του Γκόγια, η κάµαρα της εκκλησίας στο Εσκοριάλ, όλη η πολύχρωµη γλυπτική της Ισπανίας, η κρύπτη του παλατιού της Οσούνα, «Ο θάνατος µε την κιθάρα» στο παρεκκλήσι του Μποναβέρντες στη Μεντίνα ντε Ριοσέκο, ολ’ αυτά είναι τα καλλιτεχνικά αντίστοιχα των ζωντανών πανοµοιότυπων στην καθηµερινή ζωή της Ισπανίας, όπως το προσκύνηµα στον Άγιο Ανδρέα του Τεχίδο όπου οι πεθαµένοι έχουν θέση στην ποµπή, τα µοιρολόγια που τραγουδούν στο φως των φαναριών οι γυναίκες της Αστούρια τις νύχτες του Νοέµβρη, ο χορός της Σίβυλλας στις καθεδρικές εκκλησίες του Τολέδο και της Μαγιόρκα, το σκοτεινό θρησκευτικό έργο «Ίν Ρικόρτ» της Τορτόσα, οι αµέτρητες λιτανείες της Μεγάλης Παρασκευής που µαζί µε την πολύ σαφή γιορτή της ταυροµαχίας αποτελούν το λαϊκό θρίαµβο του θανάτου στην Ισπανία. Απ’ όλες τις χώρες του κόσµου µόνο το Μεξικό µπορεί να παραβγεί την Ισπανία σ’ αυτό.

 Μόλις η µούσα µυριστεί το θάνατο, κλείνει την πόρτα, υψώνει ένα µνηµείο, παρελαύνει µια νεκρώσιµη υδρία ή γράφει µε χέρι κέρινο έναν επιτάφιο κι αρχίζει να µαδάει το στεφάνι της σε µια σιωπή που τρεµοσβήνει 13 ανάµεσα σε δυο θλιµµένες αύρες. Κάτω απ’ τη ρηµαγµένη αψίδα της ωδής δένει µε πένθιµα δάκτυλα τα τέλεια λουλούδια που ζωγράφισαν οι Ιταλοί τον δέκατο πέµπτο αιώνα και καλεί τον καθησυχαστικό πετεινό του Λουκρητίου να τροµάξει και να διώξει µακριά ανυποψίαστες σκιές. 

Όταν ο άγγελος υποψιαστεί το θάνατο, κάνει ένα αργό κύκλο κι έρχεται και γνέθει µε νάρκισσους και παγωµένα δάκρυα το ελεγειακό ποίηµα που είδαµε να τρέµει στα χέρια του Κήτς, του Βιγιασαντίνο, του Ερρέρα, του Μπέκερ και του Χουάν Ραµόν Χιµένεθ. Αλλά τι σύγχυση, τι πανικός, αν ο άγγελος νιώσει µια τόση δα αράχνη ν’ αγγίζει τα ροδαλά του δάκτυλα! 

Το ντουέντε δεν εµφανίζεται καν αν δεν δει κάποια πιθανότητα θανάτου, αν δεν πειστεί πως θα µπαινοβγεί ελεύθερα στο σπίτι του, αν δεν είναι σίγουρο πως θα ταράξει εκείνα τα κλαριά που όλοι κουβαλάµε µέσα µας και που θα µείνουν για πάντα απαρηγόρητα. 
Στη σκέψη, στον ήχο και στην κίνηση, το ντουέντε σπρώχνει το δηµιουργό σε µιαν αντρίκεια, τίµια πάλη στο χείλος του πηγαδιού. Κι ενώ η µούσα κι ο άγγελος αποσύρονται µε το βιολί ή µε το διαβήτη τους, το ντουέντε πληγώνει, και στο γιάτρεµα αυτής της πληγής που ποτέ δεν κλείνει, βρίσκεται η ρίζα ό,τι πρωτόγνωρου και θαυµαστού κρύβει το έργο του ανθρώπου. 

Η µαγική ιδιότητα ενός ποιήµατος στηρίζεται στη συνεχή παρουσία του ντουέντε έτσι που εκείνος που το αντικρίζει να βαφτίζεται σε σκοτεινά νερά. Γιατί µε το ντουέντε είναι πιο εύκολο να νιώσεις και ν’ αγαπήσεις και ξέρεις πως και ’σενα θα σε νιώσουν, πως και συ θ’ αγαπηθείς. Κι αυτός ο αγώνας για έκφραση και για την επικοινωνία της έκφρασης φτάνει σε στιγµές που παίρνει στην ποίηση τη µορφή µιας πάλης µέχρι θανάτου. 

Ας θυμηθούμε την περίπτωση της Αγιας Τερέζας, της κατ' εξοχήν "φλαμένκα" που ειχε το ντουεντε μέσα της, όχι επειδή με τρεις εξαίσιες κινήσεις σταμάτησε έναν άγριο ταύρο, πράγμα που 'γινε όχι γιατί καυχήθηκε για την ομορφιά της μπροστά στον Φρα Χουαν ντε Λα Μιζέρια, ούτε γιατι χαστούκισε τον απεσταλμένο του Πάπα, αλλά γιατί υπήρξε από τους λίγους εκλεκτούς που το ντουέντε, (όχι  ο άγγελος, ο άγγελος δεν επιτίθεται ποτέ) κάρφωσε μ' ένα βέλος γυρεύοντας να τη σκοτώσει γιατί τού 'κλεψε το τελευταίο του μυστικό, τη λεπτή εκείνη γέφυρα που ενώνει τις πέντε αισθήσεις με το κέντρο της ζωής, μετουσιωμένη σε γυμνή σάρκα, γυμνό σύννεφο, γυμνή θάλασσα: του Έρωτα πέρα απ' το χρόνο.
Υπήρξε μια υπέροχη νικήτρια του ντουέντε αντίθετα απ΄ το Φίλιππο της Αυστρίας, που κυνηγώντας γεμέτος λαχτάρα τη μούσα και τον Άγγελο της Θεολογίας, βρέθηκε φυλακισμένος απ' το ντουέντε του ψυχρού πάθους στο παλάτι του Εσκοριάλ, όπου η Γεωμετρία σκλαβώνει και το όνειρο και το ντουέντε φοράει τη μάσκα της μούσας προς αιώνια τιμωρία του μεγάλου Βασιλιά. 
Είπαµε πως το ντουέντε γυρεύει την πληγή, το χείλος του γκρεµού, κι ότι εµφανίζεται πάντα εκεί που οι µορφές χάνονται η µια µέσα στην άλλη σε µια νοσταλγία βαθύτερη απ’ την εξωτερική έκφρασή τους. 
Στην Ισπανία (όπως και στην Ανατολή, όπου ο χορός είναι εκδήλωση θρησκευτική), το ντουέντε ασκεί απεριόριστη εξουσία πάνω στα σώµατα των χορευτών του Καντίθ, που ύµνησε ο Μαρτιάλις, στα στήθια των τραγουδιστών που ύµνησε ο Γιουβενάλις και σ’ όλη την τελετή της ταυροµαχίας, ενός πράγµατι θρησκευτικού δράµατος όπου, όπως και στη θεία λειτουργία, λατρεύεται και θυσιάζεται ένας θεός. 
Είναι σα να συγκεντρώνεται όλος ο δαιµονισµός του κλασικού κόσµου σ’ αυτό το τέλειο θέαµα, σύµβολο του πολιτισµού και της µεγάλης ευαισθησίας ενός λαού που ανακάλυψε τον ωραιότερο θυµό, την ωραιότερη µελαγχολία και τον ωραιότερο πόνο του ανθρώπου. Ούτε στον Ισπανικό χορό ούτε στην ταυροµαχία υπάρχει καµιά διασκέδαση. Το ντουέντε φροντίζει να γεννήσει τον πόνο µέσα στο δράµα, ξεκινώντας από ζωντανές µορφές κι ετοιµάζει τη σκάλα της φυγής απ’ την πραγµατικότητα που µας περιβάλλει. 

Το ντουέντε επιδρά πάνω στο σώμα της χορεύτριας όπως ο άνεμος πάνω στην άμμο. Με μαγικές δυνάμεις μεταμορφώνει ένα απλό κορίτσι σε φεγγαρόπληκτη παραλυτική, κάνει ένα τσακισμένο γεροζητιάνο που γυρίζει τις ταβέρνες να κοκκινίζει σαν έφηβος, κρύβει μέσα σε μακριές πλεξίδες το άρωμα του λιμανιού τη νύχτα και κάθε στιγμή εμπνέει στα χέρια κινήσεις που γέννησαν τους χορούς όλων των καιρών.
 Μα αξίζει να τονιστεί πως το ντουέντε δεν επαναλαμβάνεται ποτέ, όπως τα σχήματα της θάλασσας δεν επαναλαμβάνονται ποτέ στη θύελλα.

Το ντουέντε φτάνει την πιο εντυπωσιακή µορφή του στην ταυροµαχία, γιατί απ’ τη µια έχει να παλέψει µε το θάνατο, που µπορεί να φέρει την καταστροφή, κι απ’ την άλλη µε τη γεωµετρία, µε το µέτρο, που αποτελούν τη βάση αυτού του θεάµατος.
Ο ταύρος έχει την τροχιά του, ο ταυροµάχος τη δικιά του, κι ανάµεσα στις δυο τροχιές υπάρχει ένα σηµείο υπέρτατου κινδύνου όπου βρίσκεται το αποκορύφωµα του τροµερού παιχνιδιού. 
Είναι δυνατό να οδηγεί η µούσα τη µουλέτα1 και ο άγγελος τη µπαντερίγιας2 και να θεωρηθεί καλός ο ταυροµάχος. Μα την ώρα της κάπας, όταν ο ταυροµάχος ειν’ ακόµα δυνατός, χωρίς πληγές, κι αργότερα, την ώρα του τελικού φόνου, είν’ απαραίτητη η βοήθεια του ντουέντε.
 Ο ταυροµάχος, που προκαλεί επιδεικτικά το θάνατο τροµάζοντας το κοινό, δεν κάνει ταυροµαχία. Βρίσκεται απλώς στην παράλογη εκείνη κατάσταση του ανθρώπου που παίζει µε τη ζωή του. Κι αυτό το κάνει ο καθένας. Ο άλλος, ο ταυροµάχος που τον δαγκώνει το ντουέντε, δίνει ένα τέλειο µάθηµα Πυθαγόρειας µουσικής, τόσο τέλειο που ξεχνάµε πως ρίχνει συνέχεια την καρδιά του στα θυµωµένα κέρατα του ταύρου.
 Ο Λαγκαρτίχο µε το ρωµαϊκό του ντουέντε, ο Χοσελίτο µε το εβραϊκό του ντουέντε, ο Μπελµόντε µε το µπαρόκ του ντουέντε κι ο Καγκάντσο µε το τσιγγάνικό του ντουέντε, από το σούρουπο της αρένας δείχνουν σε ζωγράφους, ποιητές και µουσικούς τα τέσσερα µεγάλα µονοπάτια της Ισπανικής παράδοσης. 

Η Ισπανία είναι η µόνη χώρα όπου ο θάνατος υποδέχεται την κάθε άνοιξη µε µεγάλες σάλπιγγες κι όπου η τέχνη κυβερνιέται πάντα από ένα οξύτατο ντουέντε που της έχει δώσει τον ξεχωριστό της χαρακτήρα και τη φρεσκάδα της. 
Το ντουέντε που για πρώτη φορά στη γλυπτική γεµίζει τα µάγουλα των αγίων του έξοχου Ματέο ντε Καµποστέλα µε κόκκινο αίµα, είναι το ίδιο που κάνει τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού να κλαίει µε βογκητά και καίει γυµνές νύµφες στα θρησκευτικά σονέτα του Λόπε ντε Βέγκα. 
Το ντουέντε που ύψωσε τον Πύργο του Σααγκούν και δουλεύει µε πύρινα τούβλα στο Καλαταγιούντ και στο Τερουέλ, είναι το ίδιο που ξεσκίζει τα σύννεφα του Ελ Γκρέκο, που πετάει µε τις κλωτσιές τους χωροφύλακες που ενοχλούν τον ποιητή Κεβέδο και τα δαιµόνια του Γκόγια. 
Όταν βρέχει, ξετρυπώνει έναν εµπνευσµένο Βελάσκεθ πίσω απ’ τα βασιλικά γκρίζα του. Όταν χιονίζει, πετάει στο δρόµο έναν Ερρέρα ολόγυµνο για ν’ αποδείξει πως το κρύο δε σκοτώνει. Όταν ο ήλιος καίει, το ντουέντε σέρνει µέσα στις φλόγες του τον Μπερουγκέτε και τον κάνει ν’ ανακαλύψει µια καινούργια διάσταση στη γλυπτική.
 Η µούσα του Γκόνγκορα κι ο άγγελος του Γκαρθιλάσο βγάζουν το δάφνινο στεφάνι τους όταν περνάει το ντουέντε του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού όταν: 

Το πληγωµένο ελάφι 
Προβάλλει στο βουνό. 

Η µούσα του Γκονθάλο ντε Μπερθέο κι ο άγγελος του Αρχιερέα της Ίτα παραµερίζουν να περάσει ο Χόρχε Μανρίκε σα φτάνει βαριά πληγωµένος στις πύλες του πύργου του Μπελµόντε. Η µούσα του Γκρεγκόριο Ερνάντεθ κι ο άγγελος του Χοσέ ντε Μόρα αποτραβιούνται να κάνουν τόπο στο ντουέντε του Μένα που έρχεται χύνοντας δάκρυα από αίµα. Η µελαγχολική µούσα της Καταλλονίας κι ο µουσκεµένος απ’ τη βροχή άγγελος της Γαλικίας πρέπει να σκύψουν ευλαβικά το κεφάλι µπρος στο ντουέντε της Καστίλλης, τόσο ξένο και µακρινό απ’ το ζεστό ψωµί και την ήρεµη αγελάδα που βόσκει ξένοιαστη δίπλα σ΄ ένα άπλωµα ξερής γης κι ανεµόδαρτου ουρανού. 
Το ντουέντε του Κεβέδο και το ντουέντε του Θερβάντες, το ένα µε πράσινες φωσφορικές ανεµώνες και το άλλο µε γύψινες ανεµώνες του Ρουϊντέρα, στεφανώνουν το βωµό του ντουέντε στην Ισπανία.
 Είναι φανερό πως κάθε τέχνη έχει το δικό της ξέχωρο ντουέντε. Όλα όμως ενώνουν τις ρίζες τους στο σημείο όπου προβάλλουν οι «μαύροι ήχοι» του Μανουέλ Τόρες, ύστατη ύλη, αδέσποτη κι ολότρεμη κοινή βάση του μουσαμά – «μαύροι ήχοι» που πίσω τους ανακαλύπτουμε τρυφερά αδελφωμένα, ηφαίστεια, μερμήγκια, ζέφυρους και τη μεγάλη νύχτα να ζώνει σφιχτά στη μέση της το Γαλαξία. 

Κυρίες και Κύριοι: 
έστησα τρεις αψίδες και με χέρι αδέξιο τοποθέτησα 16 πάνω τη μούσα, τον άγγελο και το ντουέντε. 
Η μούσα μένει ακίνητη. Μπορεί να κρατήσει τον πολύπτυχο χιτώνα της, τα αγελαδίσια μάτια της που ατενίζουν την Πομπηία ή την πλατιά μύτη με τα τέσσερα πρόσωπα που της έδωσε ο φίλος της ο Πικάσσο.
 Ο άγγελος μπορεί να ανεμίσει στα μαλλιά που ζωγράφισε ο Αντονέλλο ντε Μεσσίνα ή να φτερουγίσει στις πτυχές του Λίππι και στο βιολί του Μασσολίνο και του Ρουσσώ. 
Μα το ντουέντε; Πού είναι το ντουέντε; Μέσα από την άδεια αψίδα υψώνεται ένας άνεμος του νου που πνέει ακατάπαυστα πάνω από τα κεφάλια των νεκρών σε μια ατελείωτη αναζήτηση για καινούρια τοπία κι ανυποψίαστους τόνους. Ένας άνεμος που μυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκομμένο χορτάρι και πέπλο μέδουσας αγγέλλοντας το αιώνιο βάπτισμα των νιογέννητων πραγμάτων.
Είναι φανερό πως κάθε τέχνη έχει το δικό της ξέχωρο ντουέντε. Όλα όμως ενώνουν τις ρίζες τους στο σημείο όπου προβάλλουν οι “μαύροι ήχοι” του Μανουέλ Τόρες, ύστατη ύλη, αδέσποτη κι ολότρεμη κοινή βάση του μουσαμά – «μαύροι ήχοι» που πίσω τους ανακαλύπτουμε τρυφερά αδελφωμένα, ηφαίστεια, μερμήγκια, ζέφυρους και τη μεγάλη νύχτα να ζώνει σφιχτά στη μέση της το Γαλαξία. Κυρίες και Κύριοι: έστησα τρεις αψίδες και με χέρι αδέξιο τοποθέτησα πάνω τη μούσα, τον άγγελο και το ντουέντε. Η μούσα μένει ακίνητη. Μπορεί να κρατήσει τον πολύπτυχο χιτώνα της, τα αγελαδίσια μάτια της που ατενίζουν την Πομπηία ή την πλατιά μύτη με τα τέσσερα πρόσωπα που της έδωσε ο φίλος της ο Πικάσσο. Ο άγγελος μπορεί να ανεμίσει στα μαλλιά που ζωγράφισε ο Αντονέλλο ντε Μεσσίνα ή να φτερουγίσει στις πτυχές του Λίππι και στο βιολί του Μασσολίνο και του Ρουσσώ. Μα το ντουέντε; Πού είναι το ντουέντε; Μέσα από την άδεια αψίδα υψώνεται ένας άνεμος του νου που πνέει ακατάπαυστα πάνω από τα κεφάλια των νεκρών σε μια ατελείωτη αναζήτηση για καινούρια τοπία κι ανυποψίαστους τόνους. Ένας άνεμος που μυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκομμένο χορτάρι και πέπλο μέδουσας αγγέλλοντας το αιώνιο βάπτισμα των νιογέννητων πραγμάτων». [Πηγή: www.doctv.gr]