Η σούτρα του ηλιοτροπίου
Περπάτησα στις πλευρές της αποβάθρας με τις μπανάνες και τα κονσερβοκούτια κι έκατσα
κάτω απ' τον ίσκιο μιας μηχανής της Σάουθερν
Πάσιφικ να δω το ηλιοβασίλεμα
πάνω απ' τους λόφους με τα χαμόσπιτα και να κλάψω.
Ο Τζακ Κέρουακ έκατσε δίπλα μου πάνω σ' έναν σπασμένο σκουριασμένο πάσσαλο, σύντροφός μου,
είχαμε τις ίδιες σκέψεις της ψυχής,
ταλαίπωροι και μελαγχολικοί
με μάτια θλιμμένα,
ζωσμένοι απ' τις ατσάλινες ροζιασμένες ρίζες
των δέντρων των μηχανημάτων.
Το λιγδιασμένο νερό του ποταμού καθρέφτιζε τον κόκκινο
ουρανό, ήλιος πεσμένος στις
τελευταίες κορυφές του Φρίσκο, κανένα ψάρι σ' αυτό το ρέμα, κανένας ερημίτης
σ' αυτά τα βουνά, μονάχα εμείς εδώ τσιμπλήδες με πονοκέφαλο από μεθύσι σαν
παλιοί αλήτες στην ακροποταμιά, κουρασμένοι και σαΐνια.
Κοίτα το Ηλιοτρόπιο,
μου 'πε,
υπήρχε μια πεθαμένη γκρίζα σκιά κόντρα στον ουρανό,
μεγάλη σαν άνθρωπος,
καθισμένη ξερή στην κορφή ενός σωρού από αρχαίο πριονίδι -
- Έτρεξα 'κει μαγεμένος
- ήταν το πρώτο μου ηλιοτρόπιο, μνήμες του Μπλέηκ
- τα οράματά μου
- το Χάρλεμ
και η κόλαση των ποταμών στα Ανατολικά,
γέφυρες που κλαγγάζουν Λιγδιασμένα Σάντουιτς
του Τζο,
χαλασμένα παιδικά καροτσάκια, μαύρα φαγωμένα λάστιχα αυτοκινήτων
ξεχασμένα και σκασμένα,
το ποίημα της ακροποταμιάς,
καπότες και καθίκια,
ατσάλινα μαχαίρια,
τίποτα ανοξείδωτο, μονάχα η λασπερή βρόμα
και τα κοφτερά σαν
ξυράφι τεχνουργήματα που περνάνε στο παρελθόν -
και το γκρίζο Ηλιοτρόπιο ζυγιαζόταν κόντρα στο ηλιοβασίλεμα, τσακισμένο ταλαίπωρο και
σκονισμένο με τη λέρα και την καταχνιά και τον καπνό
των γέρικων ατμομηχανών
στο μάτι του -
στεφάνι με θολά πέταλα τσαλαπατημένο και διαλυμένο σαν στραπατσαρισμένο στέμμα,
σπόρια πεσμένα απ' το πρόσωπό του, ξεδοντιασμένο - όπου να 'ναι - στόμα
ηλιόλουστου αέρα, ηλιαχτίδες λησμονημένες στο μαλλιαρό του κεφάλι σαν ξεραμένος
σκληρός ιστός αράχνης,
φύλλα που προεξέχουν απ' το κοτσάνι σαν χέρια,
χειρονομίες απ' την όλο πριονίδι ρίζα,
σπασμένα κομμάτια σοβά πεσμένα απ' τα μαύρα του κλωνάρια,
μια ψόφια μύγα
στο αφτί του,
Ανίερο στραπατσαρισμένο παλιόπραμα,
ηλιοτρόπιό μου
Ω ψυχή μου, σ' αγάπησα τότε!
Η λέρα δεν ήταν ανθρώπου λέρα,
μα θανάτου και ανθρώπινων ατμομηχανών,
όλο τούτο το κάλυμμα της σκόνης, τούτο το πέπλο
σκοτεινιασμένου σιδηροδρομικού
δέρματος, η καπνιά στα μάγουλα, τούτο το βλέφαρο μαύρου μαρτυρίου, τούτο
το καπνισμένο χέρι ή φαλλός ή τεχνητό εξόγκωμα χειρότερο
κι απ' τη βρόμα -
βιομηχανικό - μοντέρνο - όλος τούτος ο πολιτισμός που λερώνει το τρελό χρυσό σου στέμμα -
κι εκείνες οι θολές σκέψεις του θανάτου και τα σκονισμένα μάτια χωρίς αγάπη και
τ' απομεινάρια και οι μαραμένες ρίζες κάτω στον σπιτικό σωρό της άμμου και στο πριονίδι,
τα δολάρια του πληθωρισμού,
το πετσί της μηχανής,
τα κότσια και τα σωθικά του αυτοκινήτου
που κλαίει και βήχει,
τα άδεια έρημα κονσερβοκούτια με τις σκουριασμένες τους γλώσσες στερημένες, τι άλλο
να κατονομάσω,
τις καπνισμένες
στάχτες κάποιου πούρου της ψωλής,
τα μουνιά στα καροτσάκια,
και τα γαλακτερά στήθια των αυτοκινήτων,
φθαρμένοι κώλοι
καρεκλών και σφιγκτήρες
των δυναμό -
όλα πλεγμένα μες στις μουμιοποιημένες σου ρίζες - κι εσύ
στέκεσαι εκεί εμπρός μου στο
ηλιοβασίλεμα, κι όλη σου η δόξα στη μορφή σου!
Υπέροχη ομορφιά του ηλιοτροπίου!
Τέλεια και εξαίρετη
αγαπημένη ύπαρξη του
ηλιοτροπίου!
Ένα γλυκό φυσικό μάτι
στο νέο φευγάτο φεγγάρι,
που σηκώθηκε ζωντανό
και συνεπαρμένο αρπάζοντάς με στη σκιά του σούρουπου,
τη μηνιαία
χρυσή αύρα της ανατολής!
Πόσες μύγες βούιζαν γύρω σου,
χωρίς να φταίνε 'κείνες που 'σαι 'συ
μες στη βρόμα,
ενώ
καταριόσουν τους ουρανούς του σιδηροδρόμου και την λουλουδένια ψυχή σου;
Φτωχό νεκρό λουλούδι είσαι; πότε λησμόνησες πως λουλούδι ήσουν; πότε κοίταξες
το πετσί σου κι αποφάσισες πως ήσουν μια ανίκανη βρόμικη
παλιά ατμομηχανή;
το φάντασμα της ατμομηχανής; το φάσμα και η σκιά
μιας άλλοτε τρελής ισχυρής
Αμερικάνικης ατμομηχανής;
Δεν ήσουν ποτέ ατμομηχανή Ηλιοτρόπιο,
ήσουν ένα ηλιοτρόπιο!
Μην ξεχνάς τα λόγια μου!
Κι εσύ Ατμομηχανή, ήσουνα μια ατμομηχανή!
Κι έτσι άρπαξα τον χοντρό σκελετό του ηλιοτροπίου
και τον κράτησα σφιχτά στο πλευρό μου
σαν σκήπτρο, και δίνω το κήρυγμά μου στην ψυχή μου, και στην ψυχή του Τζακ,
και σ' όποιου άλλου που θα ακούσει, την ψυχή.
- Δεν είμαστε το πετσί μας το βρόμικο,
δεν είμαστε η φοβερή ανεμοδαρμένη σκονισμένη
αφάνταστη ατμομηχανή μας, είμαστε όλοι όμορφα
χρυσά ηλιοτρόπια μέσα μας,
ευλογημένα απ' την ίδια μας τη σπορά και χρυσά μαλλιαρά
γυμνά κατορθωμένα σώματα
που γίνονται τρελά μαύρα κανονικά
ηλιοτρόπια το ηλιοβασίλεμα, που τα
κρυφοκοιτάμε κάτω απ' τον ίσκιο της τρελής ατμομηχανής
της ακροποταμιάς στο ηλιοβασίλεμα του Φρίσκο με τους λόφους
και τα κονσερβοκούτια, το βράδυ της ρέμβης και της φαντασίας.
Πίσω στην Τάιμς Σκουέαρ ονειροπολώντας την Τάιμς Σκουέαρ
Αφήστε κάποιον θλιμμένο τρομπετίστα
να σταθεί στους άδειους δρόμους την αυγή
και να φυσήξει ένα ασημένιο ρεφρέν
στα κτίρια της Τάιμς Σκουέαρ,
εις μνήμην δέκα χρόνων, στις 5 το πρωί
με το λεπτό λευκό φεγγάρι μόλις
ορατό
πάνω απ’ τα πράσινα και υπερυψωμένα γραφεία
των Μακ Γκρόου - Χιλλ
ένας μπάτσος περνάει, μα είναι αόρατος
μέσα στη μουσική του
Το ξενοδοχείο Γκλόουμπ, ο Γκάρβερ ξάπλωνε ‘κει
σε γκρίζα κρεβάτια κι έγερνε
και καθάριζε τις βελόνες του-
και εγώ ξάπλωνα ‘κει πολλές νύχτες συμβιβασμένος
με τα παρατημένα ματωμένα του μπαμπάκια
κι ονειρευόμουν τον Μπλαίηκ να μιλάει-
Ήμουν μόνος ,
εδώ και δύο χρόνια ο Γκάρβερ είναι νεκρός στο Μεξικό,
το ξενοδοχείο χάθηκε κι έγινε πάρκιν
κι εγώ είμαι πάλι εδώ- κάθομαι ξανά στους δρόμους-
Οι ταινίες πήραν τη γλώσσα μας
οι μεγάλες κόκκινες επιγραφές
ΔΥΟ ΦΟΒΕΡΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ
Εφηβικός Εφιάλτης
Οι ταραξίες της Σελήνης
Μα ποτέ δεν ήμασταν ταραξίες κι εφιάλτης
αλλά αναζητητές της ξανθής νύξης
για την Αλήθεια.
Μερικοί γέροι είν’ ακόμα ζωντανοί
μα οι παλιοί πρεζάκηδες χάθηκαν -
Είμαστε ένας θρύλος, αόρατοι
μα θρυλικοί, όπως είχε προφητευτεί.
Ο θλιμμένος μου εαυτός
Κάποιες φορές όταν τα μάτια μου είναι κόκκινα
αναβαίνω στην κορυφή του κτιρίου της Αρ Σι Έι
και ατενίζω τον κόσμο μου, το Μανχάτταν -
τα κτίρια μου, τους δρόμους που έκανα τα κατορθώματά μου,
τις σοφίτες, τα κρεβάτια, τα φτηνιάρικα διαμερίσματα
- αποκάτω στην Πέμπτη λεωφόρο που κι αυτή την έχω στο μυαλό μου,
τα αυτοκίνητα της σαν μυρμήγκια, μικρά κίτρινα ταξί, άνθρωποι
που περπατούν στο μέγεθος μάλλινων ψηγμάτων -
Πανόραμα των γεφυρών, ξημέρωμα πάνω από τη μηχανή του Μπρούκλυν,
ο ήλιος δύει στο Νιου Τζέρσεϊ που γεννήθηκα
και στο Πάτερσον που έπαιξα με τα μυρμήγκια -
οι κατοπινοί μου έρωτες στην 15η οδό,
οι πιο μεγάλοι μου έρωτες στο Λόουερ Ηστ Σάιντ,
τα κάποτε υπέροχα αμόρε μου στο Μπρονξ
πέρα μακριά -
πορείες που διασταυρώνονται σ’ ετούτους τους κρυμμένους δρόμους,
η ιστορία μου ολόκληρη, οι απουσίες και οι
εκστάσεις μου στο Χάρλεμ -
- ο ήλιος λάμπει πάνω από κάθε τι που εξουσιάζω
μ’ ένα κλείσιμο του ματιού στον ορίζοντα
μέσα στην έσχατη μου αιωνιότητα -
το ζήτημα είναι άπιαστο.
Θλιμμένος,
παίρνω το ασανσέρ και κατεβαίνω,
συλλογισμένος,
και περπατώ στα πεζοδρόμια καρφώνοντας τα μάτια σ’ όλων των ανθρώπων
τις τζαμαρίες, τα πρόσωπα,
κι ύστερα αναρωτιέμαι ποιος νιώθει αγάπη,
και σταματώ, θολωμένος
μπροστά σε μια βιτρίνα αυτοκινήτων
και στέκομαι χαμένος μέσα σε χαλαρές σκέψεις,
με την κίνηση να πηγαίνει πάνω και κάτω στα τετράγωνα της 5ης λεωφόρου
πίσω μου
προσμένοντας για μια στιγμή όταν …
Είναι ώρα να γυρίσω στο σπίτι και να φτιάξω βραδινό και να ακούσω
τα ρομαντικά νέα του πολέμου στο ραδιόφωνο
… κάθε κίνηση παύει
και περπατώ μέσα στην άχρονη θλίψη της ύπαρξης,
η τρυφερότητα ξεχύνεται μέσα από τα κτίρια,
τα ακροδάχτυλά μου αγγίζουν το πρόσωπο της πραγματικότητας,
το πρόσωπο το δικό μου το γραμμωμένο από δάκρυα στον καθρέφτη
κάποιου παραθύρου - το σούρουπο -
όταν δεν νιώθω καμιά επιθυμία -
για καραμέλες - ή να αποκτήσω φουστάνια ή Γιαπωνέζικα
αμπαζούρ της διανόησης -
Σαστισμένος με το θέαμα γύρω μου,
άντρες να αγκομαχούν στο δρόμο
με δέματα, εφημερίδες,
γραβάτες, όμορφα κοστούμια
σύμφωνα με το γούστο τους
άντρες, γυναίκες, που ξεχύνονται πάνω στα πεζοδρόμια
κόκκινα φώτα που ρυθμίζουν ρολόγια βιαστικά και
ελεγχόμενες κινήσεις -
Και όλοι ετούτοι οι δρόμοι να οδηγούν
τόσο διαγώνια, γεμάτοι κόρνες, εκτεταμένα,
μέσα από λεωφόρους
στοιχειωμένες από ψηλά κτίρια ή πηγμένες στη βρώμα
των φτωχικών συνοικιών
μέσα από τόση μπλοκαρισμένη κίνηση
αυτοκίνητα και μηχανές να ουρλιάζουν
με τόσο πόνο σ’ αυτήν την
εξοχή, σ’ αυτό το νεκροταφείο
στην γαλήνη
του νεκροκρέβατου ή του βουνού
που κάποτε αντίκρισα
ποτέ δεν ξαναβρήκα ή επιθύμησα
να έρθει στο μυαλό μου
όπου ολόκληρο το Μανχάτταν που είδα πρέπει να εξαφανιστεί.