Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Τασος Λειβαδίτης - Σκόρπια ποιήματα

Δε φοβάμαι παρά μόνο το Θεό-εκτός
κι αν τον υπηρετώ. Και την Ποίηση-
ακόμα κι όταν την υπηρετώ.
Τ. Λ


Φύλλα ημερολογίου

Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο, ή ποιος έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες,
τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα, σε
όνειρα
αλλά καμιά φορά η φωνή μιας γυναίκας καθώς βραδιάζει μοιάζει
με το αντίο μιας ηλικίας που τέλειωσε
κι οι μέρες που σου λείπουν, ω Φεβρουάριε, ίσως μας αποδοθούν
στον παράδεισο-
συλλογιέμαι τα μικρά ξενοδοχεία όπου σκόρπισα τους στεναγμούς
της νιότης μου
ώσπου στο τέλος δεν ξεφεύγει κανείς, αλλά και να πάει που;
κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο
ένας τον άλλον-
Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντάς τους μόνο έναν κόσμο,
κι όταν πεθάνω θα ’θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα ημε-
ρολογίου
για να πάρω και το χρόνο μαζί μου.
Κι ίσως ό,τι μένει να ’ναι στην άκρη του δρόμου μας
ένα μικρό μη με λησμονεί.
Ποιητές
Φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών
την ώρα που πέφτουν χτυπημένα.
Το όνειροΤελικά τους έκλεισα την πόρτα «τι να την κάνω εγώ την πραγματικό-
τητα, τους λέω-εγώ έχω τ΄»όνειρο»
ίσως γι΄ αυτό αγαπώ τα νεκροταφεία, γιατί βάζουν τέλος στις λε-
πτομέρειες.
Ένα τραγούδι λυπημένο τη νύχτα είναι πάντα ένας αποχαιρετι-
σμός.
Δειλινό
Λεπτομέρειες ασήμαντες που κάνουν πιο οδυνηρές τις αναμνήσεις
και τα χρόνια μας, βαλσαμωμένα πουλιά, μας κοιτάζουν τώρα με μάτια ξένα
αλλά κι εγώ ποιός ήμουν; ένας πρίγκηπας του τίποτα
ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα
και κάθε που χτυπούσαν οι καμπάνες ένιωθα να κινδυνεύει η ανθρωπότητα
κι έτρεχα να τη σώσω.
Κι όταν ένα παιδί κοιτάει μ’ έκσταση το δειλινό, είναι που αποθηκεύει θλίψεις για το μέλλον.

Απολογισμός
Νύχτωσε. Ώρα πού αναρωτιέται κανείς τι έπραξε στη ζωή του.
Κι οι νεκροί πλάγιασαν και σταύρωσαν τα χέρια, σαν αυτό που
ψάχναν
να το αγγίζουν, επιτέλους, μέσα τους.
Απλοί στίχοι
Ένα σπίτι για να γεννηθείς
ένα δέντρο για ν’ ανασάνεις
ένας στίχος για να κρυφτείς
ένας κόσμος για να πεθάνεις.
Απλή κουβέντα
Δεν είμαστε πια ποιητές
παρά μονάχα
σύντροφοι
με μεγάλες πληγές και πιο μεγάλα όνειρα.
{…}
Μας φτάνει να μιλήσουμε
απλά
όπως πεινάει κανείς απλά
όπως αγαπάει
όπως πεθαίνουμε
απλά.

Απάντηση

«Μα πως περπατάς επί των κυμάτων;» ρώτησα.
«Έχασα το δρόμο» μου λέει.

12
Κύριε, όλα από σένα ξεκινούν. Κι όλα σε σένα θα
‘ρθουν να τελειώσουν.
Κι η άνοιξη δεν είναι παρά η νοσταλγία σου για κει-
νες τις λίγες ώρες που έζησες στη γη.

Χρόνια της φωτιάς
Πίσω απ΄τις γρίλιες παίζονται δράματα σκοτεινά
αυτοί που οραματίστηκαν χάθηκαν τόσο νέοι.-
ζήσαμε με χαμένα όνειρα και σκοτωμένη μουσική…
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ’ τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ‘ ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα ‘ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ’ τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!
Αιχμαλωσία

Παρ’ όλο που σε όλη μου τη ζωή βιαζόμουν, η νύχτα μ’ έβρισκε πάντα απροετοίμαστο ή μάζευα τα φύλλα του φθινοπώρου, έχουν μια μυστηριώδη τύχη που μας ξεπερνά και γενικά τ’ ανθρωπιστικά αισθήματα δε σ’ ανεβάζουν ψηλά, το πολύ να φτάσεις ως τη λαιμητόμο ή έστω ως το παράθυρο μιας γυναίκας με κόκκινα μαλλιά, και λέω κόκκινα γιατί αγαπώ το μέλλον, όπως και τα φαρμακεία τη νύχτα μοιάζουν με φανταστικές εξόδους κι οι ποιητές ονειρεύονται ρωμαϊκές γιορτές ή αρνούνται να πεθάνουν, κατά τα άλλα συνήθως καίγομαι, έτσι ξεχειμωνιάζω καλύτερα ή στα σπίτια που μ’ έδιωχναν άφηνα πάντα πίσω απ’ την πόρτα ένα τσεκούρι.
Aλλά οι καλύτερες στιγμές μου είναι τα βράδια, όταν ανοίγω το παράθυρο κι αφήνω ελεύθερα τα ωραία ωδικά πουλιά που εκγυμνάζω τις ατέλειωτες ώρες της αιχμαλωσίας
Αθάνατες κοινοτυπίες
Οι ονειροπόλοι γυρίζουν κουρασμένοι (από πού;)-
μέσα στα μάτια τους έχουν πνιγεί τα προάστια,
στο άσυλο μετράνε με τις ψείρες τους την υπομονή,
με τα δάκρυά τους το μέγεθος της μέρας,
άξαφνα ο φύλακας μ’ αρπάζει απ΄ το λαιμό, εγώ σα-
στίζω και τότε ακούγεται η ωραιότερη μουσι-
κη-
σαν μια σανίδα από θλιβερό ναυάγιο ταξιδεύει η
γηραιά μας ήπειρος.
Αιώνας εμπορίου
H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία
έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο
εμπόριο
κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,
μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους
λαχειοπώλες
διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις
τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία
δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,
ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές,
χρεώγραφα
κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;
«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν
ποτέ απεργία
μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές
περηφάνειες
γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ’ όλη τη βέβαιη νιότη σου,
βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελοί να τα
μαζέψουν
νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας,
δολάρια ασημένια
η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται
πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν
μεθαύριο
σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,
κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο
θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω
απ’ τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας
μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,
τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,
είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση,
ο Pοκφέλλερ άρχισε
πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο
προστατευτικό σπίτι
με τις πέτρες που μου ρίξατε
σ’ όλη τη ζωή μου.
Το υπόγειο
Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,
μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,
τις δίψες, τις παραχωρήσεις,
μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου
συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου
να τελειώνω ― α, εσείς,
εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου
την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων
φτωχών προγόνων,
κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή
με λυτρώσατε απ’ τους αιώνιους φόβους της ήττας.
Είμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο
το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι’ αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του.

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Dylan Thomas-Κι ο θάνατος δεν θα 'χει πια εξουσία





Κι ο θάνατος δεν θα 'χει πια εξουσία.
Γυμνοί οι νεκροί ένα θα γίνουν
με τον άνθρωπο μέσα στον αγέρα και το φεγγάρι του πουνέντε·
όταν τα κόκαλά τους θα μείνουν άσαρκα, καθάρια, κι όταν
τα καθάρια κόκαλα
θα 'χουν χαθεί,
θ' αποχτήσουν αστέρια στον αγκώνα, στο πόδι τους·
ακόμα κι όσοι καταποντίστηκαν στη θάλασσα θα σηκωθούν·
ακόμα κι αν οι εραστές χαθούν, όχι ο έρωτας·



κι ο θάνατος δεν θα 'χει πια εξουσία.
Κι ο θάνατος δεν θα 'χει πια εξουσία.
Εκείνοι που τόσον καιρό κοίτονται
τυλιγμένοι στο κύμα, ο θάνατός τους ξεφεύγει από το φλύαρο κύμα·
τα στρεβλωτήρια τούς συστρέφουν, υποχωρούν οι μυώνες,
είναι δεμένοι στον τροχό, μα δεν θα συντριφτούν·
σπάζει μέσα στα χέρια τους η πίστη
τους τρυπάν τα κέρατα του Κακού,
από παντού σκασμένοι, δεν τρίζουν·
κι ο θάνατος δεν θα 'χει πια εξουσία.

Κι ο θάνατος δεν θα 'χει πια εξουσία.
Οι γλάροι δεν θα στριγγλίζουν πια στ' αυτιά τους
μήτε τα κύματα θα ξεσπάν βροντερά στις ακρογιαλιές,
εκεί που άνοιγε το λουλούδι, το λουλούδι δεν θα 'ναι πια
να σηκώνει το μέτωπο κάτω από το μαστίγιο της βροχής.
Τα τρελά κεφάλια, τα νεκρά κεφάλια σαν καρφιά
μπήγονται ανάμεσα απ' τις μαργαρίτες
κουτουλώντας τον ήλιο όσο να σπάσει.
Κι ο θάνατος δεν θα 'χει πια εξουσία.

Τζούλια Φορτούνη- το πέρα δωμάτιο, η κιβωτός του ονείρου, θα γράφω τις νύχτες


το πέρα δωμάτιο

εκείνο το δωμάτιο δεν είχε τοίχους
μόνο ένα τυφλό παράθυρο
μια μυστική καταπακτή που άνοιγε
τις νύχτες για να τρυπώνουν τα όνειρα

εκείνο το δωμάτιο δεν είχε πάτωμα
το μωσαϊκό του γινόταν θάλασσα
και κολυμπούσαν τα δελφίνια μου

κι όταν από το διπλανό οικόπεδο
με την οργιώδη βλάστηση
ακουγόταν η κουκουβάγια
άνοιγε το ταβάνι στα δυο
έμπαινε μέσα η άρκτος
η μοναδική μου φιλενάδα

και το φεγγάρι πίσω από το κυπαρίσσι
ξεχνούσε για λίγο την υπεροψία του
αποκτούσε μάτια και χείλη
και ξάπλωνε δίπλα μου

ένα σιδερένιο ψηλό κρεβάτι
και μια τεράστια ντουλάπα
εντοιχισμένη στο πουθενά
στα συρτάρια της κοιμόταν
οι σαύρες του δάσους
τα φίδια που έδιωχναν
οι γειτόνισσες με τη σκούπα
και όλα τα παιδικά μου δάκρυα

κάθε πρωί με ξυπνούσε
ένας κόκορας από το βραδινό μου παραμύθι
αλλά τον έσφαζε η γιαγιά μου
τον έκανε σούπα
κι έτσι ποτέ δεν έμαθα το τέλος

το πέρα δωμάτιο
ανήκε στο μικρό μου θείο
το σιδηροδρομικό
που ερχόταν μόνο τα Χριστούγεννα

τις άλλες μέρες
εκεί κατοικούσα εγώ
και οι φίλοι μου

Τζούλια Φορτούνη

από τη συλλογή Φυσικό αντίδοτο, 2013


θα γράφω τις νύχτες
θα γράφω τις νύχτες
δίχως μελάνι
μες στις κραυγές αυτού του κόσμου
όταν στο δάσος
θ΄ απλώνεται πηχτό σκοτάδι

θα γράφω τις νύχτες
σ΄ ένα ξέφωτο
κοντά σε μια πηγή
που θ’ αναβλύζει δροσερό νερό

και θα μαζεύονται κοντά μου
όλες οι λέξεις
όλα τ΄ αγρίμια
να πιουν να ξεδιψάσουν

εκεί αν θες
μπορείς να με συναντήσεις
με τις αιχμές του γέλιου σου
ν΄ αγγίξεις τους μικρούς ελέφαντες
την ώρα που σκύβουν
στην παλάμη μου

να τους εξημερώσεις

θα γράφω τις νύχτες
για ένα δειλινό στη Ζιμπάμπουε
πάνω από την κρεμαστή γέφυρα
και τις χρωματιστές ομπρέλες

γύρω μου χιλιάδες
ουράνια τόξα θα εκλιπαρούν
την αιωνιότητα


η κιβωτός του ονείρου

λάμνεις μοναδικός μες στα πλωτά μου μάτια
μισός άλμπουρο μισός βουή του ανέμου

ένα νιογέννητο φεγγάρι που θηλάζει φως
στην αγκαλιά της νύχτας
μια οκαρίνα που δονεί τα ματοτσίνορα
στην ενύπνια αγωνία τους
ένα χελιδόνι που μοναχό ραμφίζει
το ιώδες από το γκρίζο του χειμώνα
ή όστρακο μισάνοιχτο
με το θαμπό μαργαριτάρι του
έκπληκτο πάνω στην παλάμη μου
ένα κοχύλι της μαδαγασκάρης
στις παρυφές του απείρου

είσαι μια ρίζα μέσα στην καρδιά μου
που απλώνεται σ' όλο το κορμί
ακολουθείς τα χνάρια πέρδικας
που φτερουγίζει εντός μου
στέλεχος, φύλλο από κυκλάμινο
μονοπάτι υγρό πάνω στο δέρμα
μικρός δρυοκολάπτης κρυμμένος
στη φτέρη των ονείρων μου
δέντρο αιωνόβιας αφής στα απαλά μου βρύα
φυλλορροείς αινίγματα στ' ανήσυχα μου χέρια
δάσος που στοίχειωσε με μεθυσμένους ψίθυρους
σμάρι φιλιών που πέταξαν απ' τα κλαδιά
στην αιφνίδια τουφεκιά της μνήμης
μια πυρκαγιά που ανάβει στην ψυχή
και λόγια που πετάγονται στα χείλη
σαν διψασμένα ελάφια
μια ικεσία, μια υπόσχεση παντοτινή
σαν άσπρο φως

δέντρο ή πουλί
άνεμος ή όστρακο
κισμέτ
σε μυστικά κιτάπια από παλιά γραμμένο

λάμνεις μοναδικός μες στα πλωτά μου μάτια
μισός άλμπουρο μισός βουή του ανέμου
το ένα σου η κιβωτός του ονείρου

Τζούλια Φορτούνη

(Από το "ένα λιβάδι μεσα την ομίχλη που ονειρεύεται")

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Εγκώμιο στη μάθηση - Μπ.Μπρεχτ



Εγκώμιο στη μάθηση




Μάθαινε και τ' απλούστερα! Γι' αυτούς

που ο καιρός τους ήρθε

ποτέ δεν είναι πολύ αργά!

Μάθαινε το αβγ, δε σε φτάνει, μα συ

να το μαθαίνεις! Μη σου κακοφανεί!

Ξεκίνα! Πρέπει όλα να τα ξέρεις!

Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.



Μάθαινε, άνθρωπε στο άσυλο!

Μάθαινε, άνθρωπε στη φυλακή!

Μάθαινε, γυναίκα στην κουζίνα!

Μάθαινε, εξηντάχρονε!

Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.

Ψάξε για σχολείο, άστεγε!

Προμηθεύσου γνώση, παγωμένε!

Πεινασμένε, άρπαξε το βιβλίο: είν' ένα όπλο.

Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.



Μην ντρέπεσαι να ρωτήσεις, Σύντροφε!

Μην αφεθείς να πείθεσαι

μάθε να βλέπεις συ ο ίδιος!

Ό,τι δεν ξέρεις ο ίδιος

καθόλου δεν το ξέρεις.

Έλεγξε το λογαριασμό

εσύ Θα τον πληρώσεις.

Ψάξε με τα δάχτυλα κάθε σημάδι

Ρώτα: πώς βρέθηκε αυτό εδώ.

Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Τάσος Λειβαδίτης: ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει…


από τις “Βιολέτες για μια εποχή”:

…κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά απ’ αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό

“ΑΝΤΙΟ” από τις “ΒΙΟΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ”



Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
Και θα μπορούσε να γραφτεί η συγκλονιστική περιπέτεια μιας γυναίκας που της έπεσε η βελόνα στο πάτωμα, εκείνη γονατίζει κι αρχίζει να ψάχνει, εκεί συναντάει την παλιά της ζωή: χαμένα όνειρα, σφάλματα, νεκροί, μα η βελόνα πρέπει να βρεθεί, το φόρεμα να παραδοθεί, ο Χριστός να σταυρωθεί κι η γυναίκα ψάχνει, ψάχνει ώσπου ξαναβρίσκει τη βελόνα – σηκώνεται τότε, κάθεται στην καρέκλα εξαντλημένη και συνεχίζει να ράβει, ενώ κλαίει σιγανά γιατί κατάλαβε άξαφνα
πως γυρισμός δεν υπάρχει…




από τα ΜΙΚΡΑ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ:

Διαθήκη
Ίσως να το ‘βρα. Αλλά δε θα σας το πω. Γιατί τότε εσείς τι θα ψάχνετε;

Ο ποιητής Ι
Προσπαθεί να φαίνεται ήρεμος. Να μοιάζει με τους άλλους. Κι είναι στιγμές που το κατορθώνει.
Όμως τις νύχτες δεν μπορεί να κοιμηθεί. Οι μεγάλες φτερούγες του δε χωράνε μέσα στον ύπνο.

Καθ’ ημέραν βίος
Οι άνθρωποι βιάζονται: έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα, συμβιβασμοί -
πού καιρός να γνωρίσουν τη ζωή τους.

Αυτοπροσωπογραφία
Τόσο φοβισμένος, που όταν μου έπαιρναν κάτι τους ευγνωμονούσα που μου άφηναν τουλάχιστον την ανάμνησή του.

Ευλογία
Καλότυχοι εκείνοι που δε γνώρισαν τον εαυτό τους
ανδρείοι εκείνοι που αποσιώπησαν την αθωότητά τους
μα ευλογημένοι αυτοί που τα δώσανε όλα κι ύστερα κοίταξαν έν’ άστρο
σαν τη μόνη ανταπόδοση.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ “ΒΙΟΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ




ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,
μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,
τις δίψες, τις παραχωρήσεις,
μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου
συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου
να τελειώνω ― α, εσείς,
εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου
την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων
φτωχών προγόνων,
κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή
με λυτρώσατε απ’ τους αιώνιους φόβους της ήττας.

Eίμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο
το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι’ αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ “ΠΟΙΗΣΗ Α΄” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ





Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988)





“Τάσου Λειβαδίτη: Απάνθισμα”:

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΡ. 1 (1957):

…και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον. Γιατί ο έρωτας
είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.

Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων.



ΚΑΝΤΑΤΑ (1960):

“Αύριο”, λες,
και μέσα σ’ αυτήν τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο
το πελώριο ποτέ.

Να ‘σαι τόσο πρόσκαιρος, και να κάνεις όνειρα
τόσο αιώνια!



ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1958-1964):

αφού έζησα όλο το μαρτύριο της ελπίδας, έφτασα στο πιο απάνθρωπο έγκλημα: να πιστέψω στους ανθρώπους.

(Ποίημα)



Όταν λες: μισώ, ο πρώτος φόνος του κόσμου ξαναγίνεται μέσα σου.

(Μικρή υπαρξιακή παρένθεση)



Και κάθε βράδυ κοιμάσαι μ’ έναν θησαυρό: αυτήν την πολυσήμαντη αυριανή σου μέρα.

(Από μέρα σε μέρα)



η αμαρτία μας: ότι θελήσαμε πολλά, το έγκλημά μας: πράξαμε τόσα λίγα

(Απόντες)



Γι’ αυτό σου λέω
πρέπει να βρεις έναν άλλο τρόπο να ξεχωρίζεις τους ανθρώπους,
όχι να περιμένεις την πράξη – είναι τότε αργά.

(Φίλιππος)



ο ουρανίσκος μας είναι ένα κοιμητήρι όπου σαπίζουν
χιλιάδες ανείπωτα λόγια.

(Πυλάδης)



Το ρόλο μας τον διαλέξαμε οι ίδιοι εμείς – την πρώτη μέρα
που διστάσαμε να πάρουμε μια απόφαση ή που σταθήκαμε εύκολοι
σε μιαν αναβολή.

Όλα όσα αρνηθήκαμε – αυτό είναι το πεπρωμένο μας.

(Στέφανος)


ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ (1979):

κι η ειλικρίνεια αρχίζει πάντα εκεί, που τέλειωσαν όλοι οι άλλοι τρόποι να σωθείς.

(Το κλειδί του μυστηρίου)



Ο ΤΥΦΛΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΛΥΧΝΟ (1983):

Ποτέ δε φανταζόμουν ότι τόσες πολλές μέρες κάνουν μια τόσο λίγη ζωή.

(Τα ψεύδη του ημερολογίου)



ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ (1990):

η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο, η θλίψη πιο δίκαιο

(Τραγούδι στο δρόμο)



κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο ένας τον άλλον -

(Φύλλα ημερολογίου)



Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει…

(Ερωτήματα)



Η ελπίδα που κάνει ακόμα πιο αβέβαιο τον κόσμο.

(Η ελπίδα)



Και μόνον όσοι πέθαναν νωρίς δεν έχασαν τον δρόμο.

(Ο δρόμος)



ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ “ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ”
επιλογή ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΑΤΖΗΣ Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

(τα αποσπάσματα των ποιημάτων τα βρήκαμε στό  Λογομνήμων)

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Νικηφόρος Βρεττάκος- Εξοδος και 3 ακόμη ποιήματα



Να τους το πούμε να το καταλάβουνε


Να τους το πούμε να το καταλάβουνε:
Πως δε χαμηλώνει ο Ολυμπος. Πως δεν αλλάζει ο ήλιος.
πως δεν αλλάζουνε τα χρώματα ποτέ “σ’ αυτή τη χώρα”
Και πως δεν κόπηκε ποτέ στη μέση το τραγούδι:
Τ’ αφήνει ο γέρος του Μωριά, το ξαναπιάνει ο Αρης!
Τ’ αφήνουν τα κλεφτόπουλα, το παίρνουν οι Ελασίτες!
Το παίρνουν τα ψηλά βουνά, το σέρνουν τα ποτάμια,
Τ’ αφρολογούν οι θάλασσες, καίγονται τα λημέρια


Έξοδος
Παίρνω και βγάζω περίπατο την ψυχή μου
κάθε που αρχίζει να σκληραίνει το χαμόγελο της.
Μου το λέει πεθύμησα τη βροχή,
τον ήλιο πάνω απ’ τα βουνά ή ανάμεσα απ’ τα σύννεφα
και τον αγέρα που γεννιέται αδιάκοπα στα δάση
όλος αρώματα και ουσίες, γάλα και μουσική.
Την οδηγώ σαν ένα ελάφι κάθε που διψά
μπρος στον τρεχούμενο, λαμπρό μαστό της αιωνιότητας,
ανανεώνει το αίμα, φως μέσα της κ’ επιστρέφει
στη ζωή πάλι, μ’ έναν
καινούργιο τόνο αθανασίας στο χαμόγελο της.




Οι μικροί γαλαξίες
Πάνε κι έρχονται οι άνθρωποι πάνω στη γη.
Σταματάνε για λίγο, στέκονται ο ένας
αντίκρυ στον άλλο, μιλούν μεταξύ τους.
Έπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σαν πέτρες που βλέπονται.
Όμως, εσύ,
δε λόξεψες, βάδισες ίσα, προχώρησες
μες από μένα, κάτω απ’ τα τόξα μου,
όπως κι εγώ: προχώρησα ίσα, μες από σένα,
κάτω απ’ τα τόξα σου. Σταθήκαμε ο ένας μας
μέσα στον άλλο, σα νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυο κόσμους σε πλήρη
λάμψη και κίνηση, σαστίσαμε ακίνητοι
κάτω απ’ τη θέα τους -
Ήσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου όλες τις στέρνες.
Ήσουνα φως, διαμοιράστηκες. Όλες
οι φλέβες μου έγιναν άξαφνα ένα
δίχτυ που λάμπει: στα πόδια, στα χέρια,
στο στήθος, στο μέτωπο.
Τ’ άστρα το βλέπουνε, ότι:
δυο δισεκατομμύρια μικροί γαλαξίες και πλέον
κατοικούμε τη γη.


Το λυπημένο τραγούδι της νιότης μου

Είμαι κι εγώ
μια μικρή λεπτομέρεια
μέσα στην τραγική
ιστορία του σύμπαντος.
Τα κύτταρά μου διεχώρισα
σε άπειρα πολλοστημόρια
για να τ’ αγαπήσω όλα
όσα κινούνται στη γη,
όσα στων θαλασσών τα βάθη αναπαύονται
κι όσα στ’ αχανή μού διαφεύγουν.
Μα δε βρέθηκε τίποτε
μέσα στ’ άπειρα πλάσματα
μιαν αχτίδα τού ήλιου
να μου βάλει στο μέτωπο.
Χάνομαι τόσο νωρίς
στη γλαυκή απεραντοσύνη
γιατί δε μ’ αγάπησε τίποτε.

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - ΤΟ ΦΩΣ



Καθώς περνούν τα χρόνια
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν,
καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες
φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μ' άλλα μάτια,
ξέρεις πως εκείνοι που έμειναν, σε γελούσαν,
το παραμίλημα της σάρκας, ο όμορφος χορός
που τελειώνει στη γύμνια.
Οπως, τη νύχτα στρίβοντας στην έρμη δημοσιά,
άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώου
που έφυγαν κιόλας, έτσι νιώθεις τα μάτια σου,
τον ήλιο τον κοιτάς, έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι,
ο δωρικός χιτώνας
που αγγίξανε τα δάχτυλά σου και λύγισε σαν τα βουνά,
είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του είναι στο
σκοτάδι.
Κι αυτούς που αφήσαν την παλαίστρα για να πάρουν τα
δοξάρια
και χτύπησαν το θεληματικό μαραθωνοδρόμο
κι εκείνος είδε τη σφενδόνη ν' αρμενίζει στο αίμα
v' αδειάζει ο κόσμος όπως το φεγγάρι
και να μαραίνουνται τα νικηφόρα περιβόλια,
τους βλέπεις μες στον ήλιο, πίσω από τον ήλιο.
Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ' τα μπαστούνια
πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,
σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως
μ' ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,
καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες
πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια,
ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά
προς τα χαλίκια του βυθού
οι άσπρες λήκυθοι.

Αγγελικό και μαύρο, φως,
γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,
δακρυσμένο γέλιο,
σε βλέπει ο γέροντας ικέτης
πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στο αίμα του
που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.
Αγγελική και μαύρη, μέρα,
η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο

βγαίνει απ' το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε...
δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη
στόλισε τα μαλλιά σου με τ' αγκάθια του ήλιου,
σκοτεινή κοπέλα
η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ' τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε Θ' αγαπήσει,
στο φως
και είσαι
σ' ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από που
να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί Θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά
και το τιτίβισμα των πουλιών
Θ' αδειάσει η θάλασσα, Θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά
και νότο
Θ' αδειάσουν τα μάτια σου απ' το φως της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.

.       .         .           .Γιώργος Σεφέρης.         .          .           .

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Κατάσταση πολιορκίας - Ρένα Χατζηδάκη

Ι

Καθώς το παιδί, που σημαδεύεται απ' την πρώτη γνώση της μοναξιάς,
ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου
και θα 'χω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου,
σα θα μ' αφήσουνε να βγω από δω.
Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού,
στα ισοπεδωμένα τοπία,
στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη,
στις σπαταλημένες ματιές,
να βρω ξανά το πρόσωπό σου,την καρδιά μου γυρεύοντας

και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα,
που ήταν κάποτε δική μας,
που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει
μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων
των νεκρών εικόνων
όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια
της μεγάλης νύχτας που άρχισε πριν -πόσον καιρό;

Πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα,
τις σεληνιακές σου διαλείψεις,
τ' αστρικά σου πηδήματα.
Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη,
την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου,
μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο,
μες στην καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μου
και τώρα την διαγουμίζουνε τα τανκς;

Εφτάπυλο το χάος,
στεγανό πολιορκημένο μέσα κι έξω από το φόβο με τα χίλια πρόσωπα.
Οι φωνέςτων ανιάτων κοπάζουν κάθε αράδυ στις πεντέμισι.
Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή.
Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί.
Και πάλι, πάντα πού είναι τα χέρια σου;
Η φωνή σου πού;
Θ' αντέξουν και απόψε τα τοιχώματα; Ή θα χιμήξει το σκοτάδι;
Πώς να μετρήσω;

Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς
που σημαδεύει -έφηβο κιόλας το παιδί
η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου
άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα
η ασχήμια, που ενεδρεύει να με κατααροχθίσει,
ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει,
μ' αφύσικα τινάγματα
η μελλοθάνατη ειμ' εγώ
Και γύρω μου παντού,
καταμεσίς
κατάστηθα,
στο χάος, στην καρδιά μου,
αιμόσυρτες οι τροχιές
από την αθωότητα στο φόνο,
κι απ' το φόνο στην τύψη,
στο μοιρολόι κι από κει στον άλλο φόνο.

Να σου τραγουδήσω;

Μα κι η φωνή μου, π' αγαπούσες, μαχαιρωμένη.
Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια
τα μαλλιά μου, π' αγαπούσες,
τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα
κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πια.
Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ' τα σίδερα.
Η ρωμιοσύνη προδομένη, προδοσιά μαχαίρι στην καρδιά.
Το πληγωμένο φως μετά τις δέκα,
οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες.
Η δίχως νόημα θυσία,
η πολιορκία,
η απουσία
το τσιγάρο του φρουρού.

Και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα

«Πώς άλλαξε αυτό το παιδί, θα λένε οι άλλοι,
κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα
ζητώντας να τους μιλήσω για ήρωες
κοιμώντας, οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες,
που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία,
σκεπάζοντας τα τανκς, τα αεροπλάνα,
το φόβο,
το βήμα του φρουρού,
τις νύχτες χωρίς εσένα
που θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού
που θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου,
τα συντρίμμια σαν τα παιδιά της Ζηνοβίας,
απ' τα πέρατα της γης και της απόγνωσης.
Γιατί και σένα θα σ' έχω χάσει
στο κινούμενο σκοτάδι
όπως κι εμένα,
όπως και τον αγώνα,
που θα 'ταν δύσκολος, αλλά ωραίος
κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι,

Χωρίς εσένα, πώς;

Σαν την πρώτη μοναξιά,
που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί
το σώμα μου θα διαλυθεί
τα κύτταρά μου ένα προς ένα θ' αποσυνδεθούν,
πάνω σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη, τον καιρό,
το σώμα μου ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί,
γράφοντας τ' όνομά σου σ' όλους τους ουρανούς,
τα κύτταρά μου,ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους
με την ηλικία της οδύνης,
με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα.
Θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους.
Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδιές τους,
κι όταν θα 'ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση
«δραπέτευσε», θα πουν οι άλλοι,
παρεξηγώντας τον θάνατό μου.
Και μόνο εσύ θα ξέρεις
μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου,
το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή,
τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα
την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου,
τα ελληνικά αινίγματα
-τι είν' αυτό που ανεβαίνει με τα πόδια, και το κατεβάζουνε με κουβέρτα -
και μόνο εσύ θα ξέρεις πώς,
πού χάθηκε το κορμί μου,
τι έγιν'η φωνή μου,
τι η αγρύπνια μου,
τι ήχους έχει ο φόβος
κι η απόγνωση τι πρόσωπα.
«Θεέ μου και τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι;»

Μονάχα εσύ θα ξέρεις
εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.

ΙΙ

Μακριά, πολύ μακριά,
ακούγεται η ζωή,

ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα
-ίσως- τα φώτα, που μας έκλεψαν
της πολιτείας που μας έκλεψαν
κι η θύμηση απ' το τελευταίο λιόγερμα
και τα βουνά, γύρω δικά μας.

Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις.
Πρέπει να υπάρχεις,

Σα να μπορώ ν' αφουγκραστώ το γέλιο σου,
ξανθό, πίσω απ' τους λεκιασμένους τοίχους.
Κάποτε όλα θα μαθευτούνε
που θ' αναλιώσει το παγωμένο κέντρο της μνήμης
-τώρα, παντού, «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου» -
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα
ίσως κάποτε που θ' ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων,
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας,
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα
θα θυμηθείς και εσύ

μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή,
θα είσαι μακριά
τότε εγώ δε θα υπάρχω,

III

Χρόνος παραμορφώθηκε,
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.
Ξέρεις πού θα με βρεις,
Εγώ ο Φόβος.
Εγώ ο θάνατος.
Εγώ η μνήμη, ανήμερη.
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου,
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής.

Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με τη αγωνία μου.
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ' άσεμνα, φρικιαστικά βεγγαλικά.
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες,
ώσπου ν' αρχίσουν να σφαδάζουν
ώσπου ν' αρχίσουν ν' αναρωτιούνται.
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.
Όμως θαρρώ, οι μόνοι που -ίσως -καταλάβουν θα ναι τα παιδιά,
πλούσια απ' την κληρονομιά μας
πρώτη φορά, τα παιδιά
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα
τ' αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών
διορθώνοντας τα λάθη,
σβήνοντας τα ψέματα,
ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά,
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας
σημαδεμένα από την αστραπή
τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης
που σε μας άργησε τόσο πολύ να 'ρθει.

Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα
στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου
κι αν τώρα κάθε που αναδαίνω
βγαίνει τ' όνομά σου
όταν θ' αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου,
με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ' οδηγούν
τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου σου,
της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά,
κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας,
με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν
τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου
ίσως τότε θα 'χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο
ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί,
στο σταυροδρόμι του κόσμου,
μ' όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου,
ίσως τότε τα παιδιά σου,
μαζί μ' όλα τα παιδιά,
να προλάβουν τον καιρό και τη ζωή
μια στιγμή πριν απ' το χάος.

Και πια δε θα 'χει μείνει τίποτ' από μένα
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου
ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου,
μα θα 'χω διαλυθεί σ' όλους τους ποταμούς του κόσμου
θα 'χω γράψει τ' όνομά σου, που φοβόμουνα,
ως την άλλη όχθη
και το κορμί μου -ίσως- νεκρό
μα πάλi ακέραιο θ' αναπαύεται
με γύρω του τη θύμησή σου
και τη λιόλουστη ζωή.

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Μου τό'πε!



Βαθύ σκοτάδι ολόμαυρο
αζύγιστο άστρο, άλυωτο
τυφλό φεγγάρι σ' άγνωστη τροχιά
να ορίσει κύκλο ακύκλωτο
παλεύει
Φιλάει βοριάς το στόμα μου
το κέντρο μου θυμός
κι ο φόβος άχνα

Φυσάν μεσα μου χίμαιρες
χρυσάφι σκοτεινό
τραντάζει η ζάλη τ' άρμενα
της λογικής λατίνια
ή σακολέβες.
Χύνεται αυγή στ' αλάφιασμα της γύμνιας
μα όποιος ξεχνιέται με έρωτα
ψέμματα λέει
ας βγάλει το σκασμό

Φεύγουνε πλοία δαιμονικά
στα δυό κομμενα
Αλλού τραβάει το σκαρί
κι αλλού η ρότα

Μιλάει το θαύμα
πείσμα δροσερό
Άπνοια ψαριού, σπασμένη φλέβα, μαύρο αίμα

Φεγγάρι ασήμι λίμνασε
στο βλέμμα του ουρλιαχτού
Καιρός για γκρεμοτσάκισμα!

Βράδυ αξεδίψαστο
βροχή σπάζει τα τζάμια
κι οι εκβολές σβήσανε φώτα για καλά..

Σε λίγο θ'αρμενίζουμε στο Δέλτα των τεράτων

Στο μάτι του μονόφθαλμου κυκλώνα
τα πόδια ανοίγει και οργάζει η καταιγίδα
Σπορά τυφώνα ή θύελλας;

Φεγγάρι ασήμι άλυωτο αζύγιστο άστρο,
Θα το γλέντήσουνε οι άμοιροι, βραδυάζει,
στων σκιάχτρων τους χρησμούς
θα βγάλουν γλώσσα

Μαζί μας θα πλαγιάσει απόψε η Θέαινα
Μου τό'πε! 
.            .             .γιώργος σαρρής.             .               . 

Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Ασημάκης Πανσέληνος - 5 ποιήματα


Χριστιανικό

Τα σπίτια μου, τα ζα μου, τα παιδιά μου
νάναι καλά, - κι' ο πόλεμος ας βράζει!
Αφού σου καίω καντήλι μ' έξοδα μου,
πως πίνω ξένο αίμα τι πειράζει;
Πλερώνω στην πατρίδα μου για νάχει
κανόνια και στρατό - πράματα δίκια,
και για όσους σακατεύονται στη μάχη
πλερώνω κι' αγοράζουν δεκανίκια!
Θεέ μου, εσύ πού παίρνεις δίχως κόπο
της χήρας της φτωχής τον όβολό,
δώσε να ζήσω ανέγνοια κάποιο τρόπο,
και πάστρεψε τον άγιο μας τον τόπο
από καθένα ανήσυχο μυαλό!
-Για το φτωχό, καθένας μας το ξέρει,
η σκέψη είν' επικίντυνο μαχαίρι!



Αγία Οικογένεια
Μέσα στο σπίτι λάμπει αποσπερίτης
η μάνα μου, παλιά νοικοκυρά.
Είναι ο μπαμπάς φιλόνομος πολίτης
κι' έχει παρά με φούντα και ουρά.

Δε βγαίνει από το σπίτι πριν τις δέκα
κι' έχει υποθέσεις πάντα σοβαρές,
κι' όταν το φέρει ο λόγος για γυναίκα,
έχει και λίγο αρχές αριστερές.

(Μα σαν ακούει την λέξη «μπολσεβίκοι»
σηκώνονται του οι τρίχες από φρίκη).

Στην αρετή του πάντα είναι ρολόι
και για το σπίτι κάνει σαν τρελλός,
γιατί έτσι κάνουν οι άνθρωποι από σόι,
γιατί έτσι κάνει ο κόσμος ο καλός.

Μα κάποτε τον ζώνουν κι' οι διάβολοι
κι' η μάνα μου - να φύγη η γρουσουζιά,
παίρνει από του μπαμπά το πορτοφόλι
κι' ανάβει ένα κερί στην Παναγιά

«Συ πουσαι απ' τους άγιους όλους πρώτη
στον ίσιο δρόμο φέρ' τον Παναγιώτη!»
Την Κυριακή σα βγούμε στο σεργιάνι,
μπράτσο ο μπαμπάς τη μάνα μου κράτα·
δίνει δεκάρες κι' εύχονται οι ζητιάνοι
κι' ό κόσμος ο καλός μας χαιρετά!

Επιτύμβιο σε διχτάτορα

Στα χέρια πάνω οι φίλοι μου οι πιστοί
με φέρανε στο σπίτι το στερνό μου
δι' εγκυκλίου με κλάψαν όλοι οι Έλληνες
που με είχαν αγαπήσει δια νόμου.


Σ’ ένα παιδάκι

Στον Αλέξη

Παιδί μου, αυτές τις μέρες που γεννήθηκες,
κόλαση η ανθρωπότητα είναι κρύα,
λιωμένο ατσάλι βρέχει στον πλανήτη μας
κι οι άνθρωποι ντροπιάζουν τα θηρία.


Έτσι μπορεί μια μέρα κι ο πατέρας σου
πριν σε χαρεί και πριν τον αγαπήσεις,
μ’ έν’ αναμμένο βόλι μες στα στήθια του
να μη σου μείνει ουδέ στις αναμνήσεις.


Η ελευθερία κυβέρνησε τη μοίρα του,
αυτή που ζωογονεί και θανατώνει,
δεν έκανε κακό, μονάχα μίλησε,
που έχει μιλήσει λίγο μετανιώνει.


Ήταν στο βάθος άνθρωπος αδύνατος
και μέθαγε στο πιο εύκολο μεθύσι,
πολλά μπορούσε, τίποτα δεν έκανε
κι έζησε περιμένοντας να ζήσει.


Μα εσύ να ζήσεις άξια και περήφανα
να ζεις και για τη ζωή να μη σε νοιάζει,
μονάχα ό,τι πληρώνεται με θάνατο,
μονάχα αυτό σε ζει και σ’ ανεβάζει.
(1943)


ΕΝΤΙΜΟΣ ΒΙΟΣ

Αμέριμνη η ζωή του νοικοκύρη,
δεν κάνει τούμπες, δεν έχει φτερά
και κάποτε σκυμμένος στο ποτήρι,
στο σκύψιμο γυρεύει τη χαρά.

Μοχτάει σκληρά και δε σηκώνει μύτη
και οικονομάει το χρήμα του σοφά,
στα εξήντα του αγοράζει κάποιο σπίτι
και μπαίνει μες στο σπίτι και ψοφά.

Νικηφόρος Βρεττάκος: Μεγαλυνάρι, Ολονυχτία, Πικραμένος αναχωρητής και 4 ακόμη ποιήματα



Χορικό

Υπάρχουνε λύπες που κανείς δεν τις ξέρει.
Υπάρχουνε βάθη που δεν τ’ ανιχνεύει
ο ήλιος. Όρη σιωπής περιβάλλουν τα χείλη.
Και σιωπούν όλοι οι μάρτυρες. Τα μάτια δε λένε.
Δεν υπάρχουνε σκάλες τόσο μεγάλες
Να κατέβει κανείς ως εκεί που ταράζεται
Του ανθρώπου ο πυρήνας. Αν μιλούσε η σιωπή,
αν φυσούσε, αν ξέσπαγε – θα ξερίζωναν όλα
τα δέντρα του κόσμου


Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα 

Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα να σου στείλω λίγo ψωμί,
μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ό,τι έμεινε απ’ τον ήλιο
να σου το στείλω να ντυθείς. Έμαθα πως κρυώνεις.
Την πράσινή σου φορεσιά να την φορέσεις την Λαμπρή!
Θα τρέξουν μ’ άνθη τα παιδιά. Θα βγουν τα περιστέρια,
κ’ η μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά, γεμάτη αγάπη!
Πάρε όποιο δρόμο, όποια κορφή, ρώτα όποιο δένδρο θέλεις
Μ’ ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης βγαίνουνε στην καρδιά μου!
Μην ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως. Τ’ ακούς;… Να ΄ρθείς!




Γράμμα στον άνθρωπο της πατρίδας μου

…Μην με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην του πεις πως μ’ εγκατέλειψεν η ελπίδα!
Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο, σημείωσε τα φαράγγια
που πέρασα. Και τις κορφές που πάτησα. Και τα άστρα
που είδα. Πες τους από μένα, πες τους από τα δακρυά μου,
ότι επιμένω ακόμη πως ο κόσμος
είναι όμορφος!




Ολονυχτία

Δεν με κατάλαβες όλη τη νύχτα
ήμουνα πλάι σου, προσπαθούσα να κλείσω το παράθυρο
πάλευα -όλη τη νύχτα.
Ο αέρας επέμενε...
Άπλωσα τότε τις παλάμες μου πάνω σου
σαν δυο φύλλα ουρανού και σε σκέπασα...
Έπειτα βγήκα στον εξώστη και κοίταζα
δίχως χέρια τον κόσμο ...


Το βάθος της καρδιάς

Δε θ’ άρχιζε μήτε θα τέλειωνε τ’ άπειρο
χωρίς την καρδιά μου. Τότε, δε θάχε
που να ρίξει τους ήχους του. Δε θάχε στέρνα.
Δε θάχε δίχτυ να κρατήσει τ’ αστέρια του.
Είναι η καρδιά μου ένα αντηχείο εκεί
που τελειώνει η άβυσσο – σαν ένας ήλιος
κούφιος, σκαμμένος – σαν μια
χοάνη στο βάθος.
Είναι το μεγαλύτερο κόκκινο
σπήλαιο του σύμπαντος.


Μεγαλυναρι

Τ'όνομά σου : ψωμί στο τραπέζι
Τ'όνομά σου : νερό στην πηγή.
Τ'όνομά σου : αγιόκλημα αναρριχώμενων άστρων.
Τ'όνομά σου : παράθυρο ανοιγμένο τη νύχτα
στην πρώτη του Μάη.

Τ'όνομά σου : ρινίσματα ήλιου
Τ'όνομά σου : στροφή από φλάουτο τη νύχτα.
Τ'όνομά σου : στα χείλη των αγγέλων τριαντάφυλλο.
Τ'όνομά σου : δυο δρυς που το ουράνιο τόξο 
στηρίζει τις άκρες του.

Τ'όνομά σου : διπλωμένο στα πόδια μου
Τ'όνομά σου : τοπίο χωρισμένο με χρώματα
Τ'όνομά σου : γραφή του απογεύματος
Τ'όνομά σου : ένα ελάφι βουτηγμένο ως το γόνατο
 σε μιαν άμπωτη ήλιου.

Τ'όνομά σου : βροχούλα στου σπορέα το μέτωπο
Τ'όνομά σου : περίσσευμα στου βοσκού την καλύβα
Τ' όνομα σου: λυχνάρι που γλυκαίνει τον ύπνο του.
Τ'όνομά σου: φωτιά που χορεύει στο τζάκι του
σαν μια δέσμη γαρύφαλλα

Τ'όνομά σου : ένας ψίθυρος απ' αστέρι σε αστέρι
Τ'όνομά σου : μουρμούρισμα  δύο ρυακιών μεταξύ τους
Τ'όνομά σου : μονόλογος ενός πεύκου στο Σούνιο
Τ'όνομα σου : ανάλυση του ήλιου στις φλούδες 
των φρούτων σε χρώματα.

Τ'όνομά σου : ροδόφυλλο σ' ενός βρέφους  το μάγουλο
Τ'όνομά σου : πεντάγραμμο στις κεραίες των γρύλων
Τ'όνομά σου : του σύμπαντος διάφανο απόνυχτο
Τ'όνομά σου : πορεία πέντε κύκνων που σέρνουν
 την Πούλια μεσούρανα

Τ'όνομά σου : ελιά βασιλεύουσα.
Τ'όνομά σου : χαρμόσυνο βουητό στην Ιθάκη.
Τ'όνομά σου : τρεις κρίνοι στην κορυφή του Ταύγετου.
Τ'όνομά σου : αντιφέγγισμα ρόδων στο πρόσωπο
της Παναγίας Εργάνης

Τ'όνομά σου : ο Ηνίοχος στην άμαξα του ήλιου.
Τ'όνομά σου : πεδιάδα που φέρνει στο σπίτι μας
Τ'όνομά σου : κουδούνισμα αλόγων  την άνοιξη.
Τ'όνομά σου : ένας αίνος που παίζει στο φώς
τ' ανοιγμένα παράθυρα.

Τ'όνομά σου : Ειρήνη στα κλωνάρια του δάσους.
Τ'όνομά σου : Ειρήνη στους δρόμους των πόλεων
Τ'όνομά σου : Ειρήνη στις ρότες των πλοίων
Τ'όνομά σου : ένας άρτος, βαλμένος στην άκρη 
της γης που περίσσεψε

Τ'όνομά σου : αέτωμα περιστεριών στον ορίζοντα.

Τ'όνομά σου : αλληλούια πάνω στο Έβερεστ


Πικραμένος αναχωρητής 

Θα φύγω σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό λιθάρι
να στήσω το κρεβάτι μου κοντά στη νερομάνα
του κόσμου που βροντοχτυπούν οι χοντρές φλέβες του ήλιου,
ν' απλώσω εκεί την πίκρα μου, να λυώσει όπως το χιόνι.

Μην πιάνεσαι απ' τους ώμους μου και στριφογυρίζεις
άνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αυγερινέ μου!

Φέξε το ποροφάραγκο! Βοήθα ν' ανηφορήσω!
Φέρνω ζαλιά στις πλάτες μου τα χέρια των νεκρών!
Στη μια μεριά έχω τα όνειρα, στην άλλη τις ελπίδες!
Κι ανάμεσα στις δυο ζαλιές το ματωμένο στέφανο!

Μη με ρωτάς καλέ μου αϊτέ, μη με ξετάζεις ήλιε μου!
Ρίχτε στο δρόμο συννεφιά να μη γυρίσω πίσω!
Κοιτάχτηκα μες στο νερό, έκατσα και λογάριασα,
ζύγιασα το καλό και το κακό του κόσμου. Κι αποφάσισα,
να γίνω το μικρότερο αδερφάκι των πουλιών!

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Αζίζ Νεσίν : Σώπα μη μιλάς! - Απαγγέλει η Μαριετα Ριάλδη

Σώπα μη μιλάς! – Αζίζ Νεσίν



Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ” τη φωνή σου
σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός
η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:
«σώπα».
Στο σχολείο μου κρύψαν την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε : «εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!»
Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
«κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ….σώπα!»
Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσι μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου
η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
«Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε,
«θα βρεις το μπελά σου, σώπα».
Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
«Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα»
Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά,
η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική και
ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή , που της έλεγε «Σώπα».
Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε :
«Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα»
Μπορεί να μην είχαμε με δ’αύτους γνωριμίες ζηλευτές,
με τους γείτονες, μας ένωνε , όμως, το Σώπα.
Σώπα ο ένας,σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα η κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα».
και μαζευτήκαμε πολλοί
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη ,αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά,φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ.
Εύκολα , μόνο με το Σώπα.
Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα».
Μάθε το στη γυναίκα σου,στο παιδί σου,στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και κάν’την να σωπάσει.
Κόψ’την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες , τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς ,
χωρίς να μιλάς να λες "έχετε δίκιο,είμαι σαν κι εσάς"
Αχ! Πόσο θα “θελα να μιλήσω ο κερατάς.
και δεν θα μιλάς ,
θα γίνεις φαφλατάς ,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς .
Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ’την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις , καλύτερα να το τολμήσεις Κόψε τη γλώσσα σου.
Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου,
γιατί νομίζω πως θα’ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο ,
με έναν ψίθυρο , με ένα τραύλισμα , με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!….

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Θανάσης Κωσταβάρας- Ο θόρυβος και 5 ακόμη ποιήματα



ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μη με ρωτάτε γιατί έρχομαι κι επανέρχομαι.
Γιατί με βασανίζουν τα ίδια θέματα πάντα.

Στο βάθος δεν έκανα τίποτ’ άλλο
παρά να μιλώ για το αίμα μου.
Για τις μέρες που υπήρξαν τόσο θολές.
Για τις νύχτες τις τόσο τρομερές και απάνθρωπες.

Γι’ αυτό φαίνομαι τόσο μονότονος, τόσο περιορισμένος.
Πιασμένος στο ίδιο δόκανο πάντα.

Γιατί δεν μπόρεσα να ξεφύγω απ’ αυτόν τον τρομερό εφιάλτη.
Απ’ τον τετρακέφαλο σκύλο που δε μ’ άφησε ούτε λεπτό.

Θέλω να πω, η ζωή μου στάθηκε μετρημένη.
Απ’ τον ένα, όχι στον άλλο φόβο, στον ίδιο πάλι. Γι’ αυτό.

 "Μουγκός τραγουδιστής" - 1982

Ο θόρυβος

Καρδιά μου μην ακούς τους άλλους, μην ακούς ούτε εμένα ακόμα όταν
σπάω και πέφτω στα γόνατα και φωνάζω.

Γιατί τι θάναι η χαρά δίχως αγρύπνια, δίχως παίδεμα, δίχως μάχη.

Δίνε μου μόνο το θάρρος να σπαράζω έστω μες την ταπείνωση.
Κι έτσι σπαράζοντας να ωριμάζω.
Και μόνο εκεί προς το τέλος, μαλάκωσε λίγο, χάρισέ μου
την πιο βαθιά χαρά.
Να γυρίσω πίσω μου και να μη ντραπώ, να μη μετανοιώσω.
Να γείρω ύστερα και να τελειώσω αθόρυβα.

Γιατί κι ο θόρυβος είν' ένα ρούχο, όχι μόνο πάνω απ' τη γύμνια μας.
Πάνω απ' τον τρόμο μας μη μας γνωρίσουν.


Η μοίρα μιας γενιάς

Η φωνή μας
σαν τα τσαλακωμένα χαρτιά που τα παίρνει ο άνεμος.
Σαν πουλιά σκοτωμένα, φιμωμένοι οι στίχοι μας.

Κι όμως, κάτι κατορθώσαμε κάποτε.
Κάτι πιστέψαμε πως χρωστάμε ακόμα.

Γι’ αυτό, έστω και με κομμένη τη γλώσσα
δίχως μιλιά
δεν σταματάμε
να τραγουδάμε.

Έξω από το τραγούδι, ο άνθρωπος
δεν είναι παρά ένα φοβισμένο αγρίμι.
Μέσα στο τραγούδι η καρδιά του χτυπάει πιο ανθρώπινα.
Ανάβει μυστικά φεγγάρια στα σκοτεινά, στα έρημα βράδια
κρατάει συντροφιά στους ξένους, στους κυνηγημένους
δίνει στους απελπισμένους κουράγιο.

Ας το πούμε μια φορά ακόμα: δίχως Ποίηση
δεν ξέρω αν υπάρχει ελπίδα στον κόσμο.
Πάντως δίχως τραγούδι
δεν υπάρχει Ομορφιά

Μόνο μέσα στα όνειρα
"Μόνο μέσα στα όνειρα
πραγματοποιείται ο τέλειος έρωτας"

Έλα πάλι στα όνειρά μου απόψε.
Έλα άνθος που ανοίγεις και κλείνεις και γίνεσαι πέτρα.
Και γίνεσαι άγριο πουλί κι άλλοτε πάλι ραγισμένο χαμόγελο.
Έλα μέσα στον κήπο μου όσο θα κρατάει η εφήμερη βλάστηση.
Όσο θα παίζουν τα τρυφερά βιολιά των γρύλων
Κάτω απο τ' ανύποπτα φύλλα.
Έλα πριν να πέσει η πάχνη.
Πρίν να σύρει το γυάλινο ξίφος της
Η σκοτεινή αυγή.
Πριν να ματώσουν τα βλέφαρα.
Έλα και γίνε εσύ το κλειδί που ανοίγεις τις πόρτες
Και γίνε η βροχή και ο κρύος αέρας.
Έλα και χτύπα σαν το αστροπελέκι και χτύπα με.
Χτύπα με στην ασίγαστη επιθυμία μου να σ' αγγίξω
Και να σε κρατήσω για πάντα.
Για πάντα όπως κρατάει ο ουράνιος θόλος
Τον ήλιο και το φεγγάρι και τ'άστρα.
Κι έτσι από στιγμή σε στιγμή
Μέσα από ίσκιους κι από ψεύτικα είδωλα
Ας σε κερδίζω.
Κι ας σε χάνω πάλι σε λίγο.
Κι ας γίνεσαι πέτρα κι ας γίνεσαι βροχή και κρύος αέρας.
Εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα.
Εκεί θα σε περιμένω
Ακόμα κι ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω.
Αγγίζοντάς σε μονάχα στον ύπνο μου.

Αυτοβιογραφία

Σαν το αγρίμι έζησα.
Στυλώνοντας πάντα τ’ αυτί μου.
Αλλάζοντας πρόσωπο κι όνομα
Ανάμεσα σε τουφέκια, σίδερα και σκοινιά.

Μες σε πηγάδια έριξαν τον ύπνο μου.
Σκυλιά και σύρματα ξέσκισαν το κορμί μου.
Δεν μου άφησαν τίποτα.
Τη σιωπή μου γλίτωσα μόνο.

Σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.


"Σου χρωστάω πάντα έναν παράδεισο"

Σου ' φτιαξα έναν κήπο
να στολίζεις τις μέρες σου.
Nα ' ρχονται τα πουλιά να χτίζουν τις φωλιές τους.
Nα σε καλημερίζουν με δοξαστικά κελαηδίσματα.

Όμως εσύ δεν αρκείσαι στα ρόδα του.
Δεν σε καλύπτουν οι φυλλωσιές του.
Eσύ έχεις πάντα στο νου τον Παράδεισο.

Eγώ σου πρόσφερα τη φωνή μου, για ν' ακούς τα τραγούδια μου
Kι εσύ ψάχνεις να ανακαλύψεις
τους μυστικούς ρυθμούς που ορίζουν τη σκέψη μου.
Nα διαβάσεις τους άγραφους στίχους
που είναι κρυμμένοι στη σιωπή μου.

Mα εγώ σου την έχω εκχωρήσει τη σκέψη μου.
Σε σένα ανήκει η σιωπή μου.
Δικά σου είναι και τα γραμμένα και τ ' άγραφα
και τα φανερά και τα κρυφά μου ποιήματα.
Tι μένει λοιπόν άλλο να σου χαρίσω;

Kι έτσι ξεκινάω πάλι απ' το τίποτα.
Σου φτιάχνω έναν καινούριο κήπο
να δοξάζει τις μέρες σου.
Mα εσύ επιμένεις να ζητάς τον Παράδεισο.

Δεν ξέρεις
πως τον Παράδεισο έχω πάντα στο νου μου.
Πως του Παραδείσου κλέβω τ ' άνθη, ξεσηκώνω τα δέντρα
πως αντιγράφω με τους στίχους μου τα πουλιά
όταν σου φτιάχνω τον κήπο σου.

"Κατάθεση" - 1965



Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Τσεζάρε Παβέζε Κόκκινη γη και 6 ακόμη ποιήματα


Είσαι σαν κάποια γη

Είσαι σαν κάποια γη
που κανένας ποτέ δεν ονόμασε.
Δεν περιμένεις τίποτα
μόνο τη λέξη
που θ’ αναβλύσει απ’ το βάθος
σαν καρπός στα κλαριά.
Ένας άνεμος σε προλαβαίνει.
Στεγνά και μαραμένα πράγματα
σε κατακλύζανε και φεύγουν με τον άνεμο.
Μέλη και λόγια αρχαία. Τρέμεις
μέσα στο καλοκαίρι.


Το θλιμμένο κρασί

Το δύσκολο είναι να την αράξεις στη γωνίτσα σου δίχως να σε προσέξουν.
Τα υπόλοιπα έρχονται μόνα τους. Τρεις γουλίτσες
και σου ξανάρχεται η όρεξη να χάνεσαι στις σκέψεις σου.
Ορθώνεται ένα μακρινό κύμα με ξεχασμένους ψιθύρους,
τα πάντα θολώνουν, και είναι σαν θαύμα
να υπάρχεις για να χαζεύεις το ποτήρι. Η δουλειά
(γιατί οι άντρες δεν μπορούν να μη σκέφτονται τη δουλειά)
ξαναγίνεται το ανέκαθεν μοιραίο: ότι
είναι ωραίο να υποφέρεις
για να μπορείς να χάνεσαι στον πόνο. Μετά, τα μάτια
ατενίζουν το κενό, σαν πονεμένα μάτια τυφλού.

Αν αυτός ο άντρας σηκωθεί, τραβώντας σπίτι για ύπνο
θα μοιάζει μ’ έναν στραβό που ‘χασε το δρόμο. Ο καθένας
μπορεί να ξεμπουκάρει απ’ τη γωνιά και να τον αρχίσει στις γροθιές.
Μπορεί να εμφανιστεί μια γυναίκα, όμορφη και νέα,
αγκαζέ μ’ έναν άντρα, ανθίζοντας.
Όπως κάποτε μια γυναίκα άνθιζε μαζί του.
Μα δεν βλέπει. Δεν μπορεί να δει. Τραβάει σπίτι για ύπνο
και η ζωή του δεν είναι παρά ένας ψίθυρος σιγής.

Σαν τον γδύσεις, θα βρεις σαραβαλιασμένα μέλη
και την επιδερμίδα, καταφαγωμένη. Ποιος να έλεγε
ότι τον διατρέχουν άθερμες φλέβες
εκεί που άλλοτε ζεμάταγε η ζωή; Κανείς δεν θα πίστευε
πως κάποτε μια γυναίκα γέμιζε χάδια και φιλιά εκείνο το κορμί,
που, λουσμένο στα δάκρυα, τρέμει,
τώρα που έφτασε σπίτι για να κοιμηθεί,
μα δεν τα καταφέρνει, και αντί να κοιμάται, ανθίζει.


Το πρωί γυρίζεις πάντα

Η πρώτη αχτίδα της αυγής
ανασαίνει με το στόμα σου
στο βάθος των έρημων δρόμων .
Γκρίζο φως τα μάτια σου
γλυκές σταγόνες της αυγής
πάνω στους σκοτεινούς λόφους .
Το βήμα σου κι η αναπνοή σου
πλημμυρίζουν τα σπίτια
σαν τον άνεμο της αυγής .
Η πόλη ριγεί ,
ευωδιάζουν οι πέτρες -
είσαι η ζωή , το ξύπνημα .


Άστρο χαμένο
στο φως της αυγής
ψίθυρος αύρας ,
θαλπωρή , ανάσα -
τελείωσε η νύχτα .


Είσαι το φως και το πρωί .



Τη νύχτα που κοιμήθηκες

Ακόμα κι η νύχτα σου μοιάζει ,
η μακρινή νύχτα που κλαίει
βουβά , βαθιά στην καρδιά ,
και τ΄ άστρα περνούν κουρασμένα .
Κάποιο μάγουλο αγγίζει άλλο μάγουλο -
είναι ένα παγωμένο ρίγος , κάποιος
παλεύει , σ' ικετεύει , μόνος ,
χαμένος μέσα σου , μέσα στον πυρετό σου .

Η νύχτα υποφέρει , λαχταρά την αυγή ,
φτωχή καρδιά που τρέμεις .
Ω , κλειστό πρόσωπο , σκοτεινή αγωνία ,
πυρετέ που πικραίνεις τ' αστέρια ,
υπάρχει κάποιος που σαν κι εσένα
λαχταρά την αυγή
γυρεύοντας το πρόσωπο σου στη σιωπή .
Απλώθηκες κάτω απ' τη νύχτα
σαν ένας κλειστός , πεθαμένος ορίζοντας
Φτωχή καρδιά που τρέμεις ,
κάποτε ήσουν η αυγή .

Εσύ δεν ξέρεις 

Εσύ δεν ξέρεις τους λόφους
εκεί που χύθηκε το αίμα.
Όλοι μας φεύγαμε
όλοι μας ρίξαμε
το όπλο και τ’ όνομά μας. Μια γυναίκα
μας κοιτούσε που φεύγαμε.
Ένας μονάχα από μας
στάθηκε εκεί με σφιγμένη γροθιά,
είδε τον άδεια ουρανό,
έσκυψε το κεφάλι και πέθανε
μπροστά στον τοίχο, σωπαίνοντας.
Τώρα, ένα αιμάτινο κουρέλι
και τ’ όνομά του. Μια γυναίκα
μας περιμένει στους λόφους.

Κόκκινη γη 

Κόκκινη γη μαύρη γη,
εσύ έρχεσαι απ’ τη θάλασσα,
απ’ τη φρυγμένη βλάστηση,
όπου λέξεις αρχαίες
κι αιμάτινος μόχθος
και γεράνια στα βράχια-
δε γνωρίζεις τι φέρνεις
από θάλασσα λέξεις και μόχθο,
εσύ, πλούσια σαν μνήμη,
σαν τ’ άνυδρα χώματα,
συ σκληρή και γλυκύτατη
λέξη, αρχαία από αίμα
συσσωρευμένο στα μάτια˙
νεαρή, σαν καρπός
που εποχή είναι και μνήμη-
αναπαύεται η ανάσα σου
κάτω απ’ τον αυγουστιάτικο τον ουρανό,
το βλέμμα σου ελιές
που γλυκαίνουν τη θάλασσα,
και συ ζει ξαναζείς
δίχως έκπληξη, σίγουρη
σαν τη γη σκοτεινή
σαν τη γη, πατητήρι
των ονείρων και των εποχών
που αναδύεται μες στο φεγγάρι
πανάρχαιο, όπως
τα χέρια της μάνας σου
η χύτρα της τζάκι.


Οι γάτες θα το ξέρουν 

Ακόμα θα πέφτει η βροχή
στα γλυκά σου λιθόστρωτα
μια σιγανή βροχή
σαν φύσημα ή σαν βήμα.
Ακόμα η αύρα και η αυγή
θ' ανθίζουν απαλά
σαν κάτω από το βήμα σου,
όταν εσύ θα ξαναγυρίζεις.
Ανάμεσα στα λουλούδια και στα πρεβάζια
οι γάτες θα το ξέρουν.

Θά 'ρθουν άλλες μέρες
θά 'ρθουν άλλες φωνές.
Θα χαμογελάς μονάχη σου.
Οι γάτες θα το ξέρουν.
Θ' ακούς λέξεις παλιές
λέξεις κουρασμένες και άδειες
όπως τα παρατημένα ρούχα
της χθεσινής γιορτής.
Θα κάνεις χειρονομίες
θ' απαντάς με λέξεις'
πρόσωπο της άνοιξης
θα κάνεις και συ χειρονομίες.

Οι γάτες θα το ξέρουν,
πρόσωπο της άνοιξης,
και η σιγανή βροχή,
η αυγή με τα χρώματα των υακίνθων
που κομματιάζουν την καρδιά
εκείνου που δεν ελπίζει πλέον σε σένα,
είναι το λυπημένο χαμόγελο
που χαμογελάς μονάχη σου.
Θά 'ρθουν άλλες μέρες,
άλλες φωνές και ξυπνήματα.
Την αυγή θα υποφέρουμε,
πρόσωπο της άνοιξης.

Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Οδ.Ελύτης- Το μονόγραμμα


Θα πενθώ πάντα -μ' ακούς;- για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο


Ι

Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός


Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

II

Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»
Μια στον αέρα, μια στη μουσική


Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
τους καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.


III

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά


Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά

Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

IV

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς

Είμ' εγώ, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, μ'ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει


Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;

Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.

V

Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ' αντάρτες απόμαχους
Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να 'ρθω
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας
τον καλπασμό



Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ' αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι


Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ' όλο το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά

Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ' άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης


Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα ούτε η γερόντισσα μ' όλα της τα βοτάνια

Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.

VI

Έχω δει πολλά και η γη μέσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
της θάλασσας

Έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να 'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν' ακολουθεί

Και να παίζει με τ' άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!


Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο

Μόνος, και ας είμ' εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί 
δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ' ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
τον Παράδεισο!


VII

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Η επαναστατική τέχνη ως συνείδηση της εποχής





Η επαναστατική τέχνη ως συνείδηση της εποχής(Κείμενο ομιλίας στην παρουσίαση του βιβλίου του Η.Κακαβάνη, «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του», Θεσσαλονίκη 21/4/13)

Περικλής Παυλίδης*

Το βιβλίο του Ηρακλή Κακαβάνη «Ο άγνωστος Βάρναλης» είναι ένα πολύ φροντισμένο πόνημα το οποίο εξοικειώνει τον αναγνώστη με τη γενική πνευματική διαδρομή του ποιητή φωτίζοντας συνάμα κρίσιμες στιγμές της και αποκαλύπτοντας ουσιώδεις πτυχές της προσωπικότητάς του, πράγμα που επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα το περιεχόμενο του έργου του.
Το ερώτημα που τίθεται είναι ποια η σημασία της ενασχόλησης στις μέρες μας με το έργο του Βάρναλη, τι δικαιώνει το ενδιαφέρον για ένα τόσο αδιαμφισβήτητα στρατευμένο κομμουνιστή διανοητή.
Εκκινώ από την άποψη ότι η τέχνη συνιστά διαγενεακή επικοινωνία των ανθρώπων μέσω αισθητικών μορφών, οι οποίες μεταδίδουν και γεννούν συναισθήματα και σκέψεις. Σ’ αυτή όμως την επικοινωνία επιβιώνει διαχρονικά και διασώζεται ό,τι έχει καθολική σημασία για την ανθρωπότητα, για τις ανάγκες και προοπτικές της.
Για να αποκτήσει καθολική σημασία το έργο ενός δημιουργού, το οποίο ωστόσο αναπόφευκτα εντάσσεται σε συγκεκριμένο χωροχρόνο, θα πρέπει να αναδεικνύει τα πλέον θεμελιώδη για την ανθρωπότητα ζητήματα της εποχής, αυτά που διαμορφώνουν τον ανθρώπινο κόσμο και καθορίζουν την εξέλιξή του, να αποτελέσει δηλαδή συνείδηση της εποχής, και να το κάνει μάλιστα χρησιμοποιώντας μορφολογικά άρτιους τρόπους, λειτουργώντας βάσει των νόμων της αισθητικής ικανοποίησης.
Ο Βάρναλης υπήρξε εκπληκτικός τεχνίτης του λόγου. Ο στίχος του καλοδουλεμένος και ακριβής συνδυάζει την διεισδυτική κριτική ματιά με την καυστικότητα, την ειρωνεία και τη χλεύη. Συνάμα μας παρουσιάζει υπέροχα δείγματα λυρισμού.
Αυτό όμως που θα σημαδέψει το έργο του είναι η σπουδαία επιλογή ζωής, να ταχθεί με το μέρος του εργαζόμενου λαού σε μια εποχή μεγάλων επαναστατικών εγχειρημάτων.
Ο Βάρναλης ήταν από τους πρώτους διανοούμενους που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Υπήρξε πρωτοπόρος της ελληνικής επαναστατικής διανόησης, προτάσσοντας το νέο κοσμοϊστορικό ιδεώδες με απαράμιλλο ενθουσιασμό και ιδεολογική μαχητικότητα. Έργα του όπως «Το φως που καίει», «Ο λαός των Μουνούχων» και «Σκλάβοι πολιορκημένοι», αποτελούν λογοτεχνικό μανιφέστο του ιστορικού υλισμού.
Αυτή η επιλογή του ποιητή του επέτρεψε να βρεθεί στο ύψος της εποχής, να διαβεί το δρόμο σκληρών και κρίσιμων κοινωνικών αγώνων, ο οποίος συνάμα οδηγούσε σε γόνιμες πνευματικές αναζητήσεις και δημιουργικές καλλιτεχνικές υπερβάσεις.
Στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα ο αστικός κόσμος με τα δικά του ιδεώδη της δικαιϊκής ελευθερίας και ισότητας και της εθνικοπατριωτικής αδελφοσύνης είχε ήδη εξαντλήσει την προοδευτική ορμή του, αποκαλύπτοντας με φρικτό τρόπο το πραγματικό του πρόσωπο, στέλνοντας εκατομμύρια ανθρώπινων ψυχών στην κρεατομηχανή του 1ου παγκόσμιου πολέμου (στην Ελλάδα επιπροσθέτως των Βαλκανικών πολέμων και της Μικρασιατικής Εκστρατείας).
Η διανόηση που παρέμεινε εγκλωβισμένη στα αστικά ιδεώδη βρέθηκε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μακριά από τα κρίσιμα ζητήματα της κοινωνικής προόδου ή και σε θέσεις εκ διαμέτρου αντίθετες προς αυτή.
Η διανόηση που αισθάνθηκε την παρακμή της αστικής κοινωνίας αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει προοπτικές χειραφέτησης και να αφοσιωθεί σ’ αυτές επίσης βρέθηκε στο περιθώριο της ιστορίας.
Από αυτή τη σκοπιά παρουσιάζει ενδιαφέρον η σχέση του Βάρναλη (την οποία αναδεικνύει επαρκώς ο Ηρακλής Κακαβάνης στο βιβλίο του) με διανοητές όπως ο Καβάφης, ο Παλαμάς και ο Δελμούζος, οι οποίοι υιοθέτησαν διαφορετικές ή και αντίθετες στάσεις απέναντι στην εποχή τους εν συγκρίσει με αυτή του ποιητή.
Δέον να τονιστεί ότι αυθεντικός και μαχητικός ανθρωπισμός στον 20ο αιώνα μπορούσε να υπάρξει μόνο μέσα από την προλεταριακή θεώρηση του κόσμου και τον αγώνα για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.
Η κοινωνική στάση του Βάρναλη τον ώθησε να δει τη ζωή από τη σκοπιά των υφιστάμενων την ταξική εκμετάλλευση, των φτωχών, των ταπεινών και καταφρονεμένων. Έτσι κατάφερε να αντιληφθεί το μόχθο και τη δυστυχία τους, (αυτά που πολλοί διανοούμενοι της εποχής κοιτούσαν αλλά δεν έβλεπαν) και να γίνει με το έργο του η φωνή τους.
Ο Βάρναλης πολεμά με πάθος και πείσμα τον κόσμο της αδικίας. Αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο των αφεντάδων της ζωής, των εκμεταλλευτών εργασίας, αυτών που χτίζουν την ευτυχία τους πάνω στα κόκαλα του λαού, χρησιμοποιώντας βία και απάτη.
Ο Βάρναλης αγαπά το λαό και γι’ αυτό δε τον κολακεύει. Αντιθέτως τον επικρίνει για τη δειλία, τη μοιρολατρία και τη μικροψυχία που συχνά τον διακρίνουν. Ο λαός κουβαλάει μέσα του όλη τη σαπίλα της εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Είναι ο «καλός λαός», αυτός που φρόνιμα και ταχτικά πάει με κείνον που νικά, είναι ο λαός των μοιραίων οι οποίοι, ενώ έχουν στερηθεί ό,τι όμορφο υπάρχει στη ζωή, εκτονώνονται με υποκατάστατα ευτυχίας, περιμένοντας κάποιο θαύμα.
Ο λαός μπορεί να προδώσει. Όπως σπαρακτικά αναφωνεί η βαρναλική Παναγία: Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Ο ποιητής γνωρίζει καλά ότι ο λαός υφίσταται κάθε μορφής πνευματική χειραγώγηση και καταγγέλλει με καυστικό τρόπο την απύθμενη υποκρισία όλων εκείνων των απολογητών της ταξικής κυριαρχίας, οι οποίοι διδάχνουν την αγιότητα της σκλαβιάς και της πείνας ώστε να μπει ρυθμός και τάξη στο μυαλό και στην ψυχή των αδικημένων και να ζητάνε μοναχοί τους ν’ αδικιούνται – για το καλό τους.
Ο Βάρναλης με το καθαρτήριο φως της σκέψης και του λόγου του αντιμάχεται τα ιδεολογικά φαντάσματα του κόσμου της εκμετάλλευσης, της καθημερινής ψευδούς συνείδησης, τα οποία ηγεμονεύουν το μυαλό και τη ζωή των ανθρώπων του μόχθου. Το έργο του λειτουργεί ως νυστέρι που αποκαλύπτει τις θεμελιώδεις πλευρές της κοινωνικής αδικίας.
Γράφει στο «Λαό των μουνούχων»: απόχτησε σε μια-δυο γενιές νομιμότητα και κάποια ιερότητα. Ήταν η ιδιοκτησία. Κανένας δε θυμόταν, πως ήταν κλεμμένη.
Σπάνια μπορεί κανείς να συναντήσει τόσο οξυδερκή και κριτική στάση απέναντι στη θρησκεία, στην ισχυρότερη δηλαδή μορφή πνευματικής υποδούλωσης, η δύναμη της οποίας πηγάζει από όλη τη συσσωρευμένη στους αιώνες αδυναμία και απελπισία των ανθρώπων αναφορικά με το εφικτό της χειραφέτησής τους σε αυτό τον κόσμο και με τις δικές τους δυνάμεις.
Στους λίγους δόθηκεν η Γη, στα πληθ’ οι Ουρανοί
δεν είν’ αξιότερο αγαθόν απ’ την υπομονή.
Συνάμα περιβάλλει με ιδιότυπο σεβασμό τις θρησκευτικές μορφές του Χριστού και της Παναγίας, όχι γιατί εισάγει κατά λαθραίο τρόπο στοιχεία θρησκευτικότητας στο έργο του, αλλά γιατί κατανοεί πολύ καλά ότι με τα σύμβολα του «θείου δράματος» εκφράστηκε το ανθρώπινο δράμα (πόσο Χριστέ σουν άνθρωπος, αναφωνεί η Μαγδαληνή), αλλά και η φαντασιακή αναζήτηση διεξόδου και λύτρωσης από την επίγεια μάβρη Κόλαση.
Είναι εξαιρετικά θαρραλέα και επαναστατικά συνεπής η στάση του Βάρναλη απέναντι στην έννοια του έθνους, αυτή τη λατρεμένη ιδέα της αστικής τάξης, πίσω από την οποία έκρυβε όλη την ταξική ιδιοτέλειά της, αξιώνοντας από τους ταπεινούς και καταφρονεμένους να χύσουν το αίμα τους στο όνομά της, αυγαταίνοντας συνάμα τον πλούτο των αφεντικών τους.
Ξέν’ οι λαοί στον τόπο τους και δούλοι,
χωρίς πατρίδα, πάντα «οχτροί και μούλοι
Ο Βάρναλης ειρωνεύεται και καταγγέλλει και την κομφορμιστική συνείδηση των διανοουμένων, η οποία καταφεύγει σε κόσμους φανταστικούς για να κρυφτεί σε αυτούς, φτιάχνοντας ένα ωραίο ιδανικό, αδιάφορο όμως για τις ανάγκες των ανθρώπων.
Ξεσκεπάζει τις ψευδαισθήσεις περί ουδετερότητας της τέχνης και της συνείδησης: Όσο το σώμα θ’ ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κ’ η ψυχή.
Ο Βάρναλης πιστεύει βαθύτατα στη δύναμη του λαού και στην ιστορική προοπτική της χειραφέτησής του. Το έργο του είναι ιστορικά αισιόδοξο. Ο λαός θα νικήσει όλα τα φονικά ρηγάτα και θα θεμελιώσει το βασίλειο της Δουλειάςτης Πανανθρώπινης Φιλιάς.
Ο ποιητής παρακινεί το θύμα και το ψώνιο να φέρει ανάποδα τον ντουνιά.
Τα λόγια του Βάρναλη ηχούν σαν αγέρωχο επαναστατικό προσκλητήριο, συνιστούν σάλπισμα εξέγερσης:
Όχι με λόγια, μ’ έργα τ’ άδικο πολέμα!
Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!
Τ’ άδικο μ’ αίμα θρέφεται! Πνίξε το με αίμα.
Ο ποιητής αναφέρεται στην προοπτική ενός λεύτερου κόσμου κι αυτό είναι ό,τι σημαντικότερο υπάρχει στο έργο του. Η δύναμη και η κοινωνική σημασία της τέχνης όπως και η δύναμη της ανεπτυγμένης-καλλιεργημένης συνείδησης, εν γένει, καθορίζονται από τη στάση απέναντι στην προοπτική, από την ικανότητα κατανόησης και ανάδειξης της προοπτικής, αυτού δηλαδή που δεν μπορεί να διακρίνει ο καθημερινός κοινός νους των απλών ανθρώπων.
Η επαναστατική τέχνη του Βάρναλη, ως συνείδηση της εποχής, επιχειρεί να στρέψει το βλέμμα των ανθρώπων του εργαζόμενου λαού στην αισιόδοξη προοπτική ενός όμορφου χειραφετημένου κόσμου, στον οποίο οι προλετάριοι έχοντας απαλλοτριώσει τους απαλλοτριωτές τους προσοικειώνονται όλα τα θαυμαστά επιτεύγματα του πολιτισμού:
η πλούσια Γης ολάκερη, τα κόπια μας κλεμένα ως χτες
όλα μας ξαναδίνονται με τις αγκάλες ανοιχτές
… …
Όλα σου τέχνη τα καλά και τα μεγάλα δώρα
σα να ναι μια τα χαίρεσαι ψυχή παγκόσμια τώρα
Και η λευτεριά είναι καθολική-πανανθρώπινη: όμοια λεύτερη όλη η πλάση στον αγώνα του καλού.
Πολλοί ικανοί διανοούμενοι εμφανίστηκαν στον 20ο αιώνα. Όμως μόνο άνθρωποι σαν τον Βάρναλη στάθηκαν στο ύψος της κοινωνικής ανάγκης και της συνειδητής οργής, σήκωσαν την ιστορία στους ώμους τους, φώτισαν το δρόμο της ανθρώπινης προσπάθειας για λύτρωση, για καλύτερο αύριο, έγιναν οι οδηγητές του λαού στα μεγάλα επαναστατικά του σκιρτήματα.
Ο Ρίτσος αποτιμά με τον ακριβέστερο τρόπο το έργο του Βάρναλη γράφοντας το 1956 στην τότε Αυγή:
Ποιητή, σ’ είδαμε πάντα στο πλευρό του λαού μας
με σκέψη και με πράξη. Ο λόγος σου
σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει.
Σ’ είδαμε πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή δίπλα στ’ αφτί
για ν’ αφουγκράζεσαι πίσω απ’ τα τείχη
τη στρογγυλή βουή του ιστορικού αναπότρεπτου ήλιου.
Αυτό τον ήλιο μας έδειξες.

Η επαναστατική τέχνη του Βάρναλη, ως συνείδηση της εποχής, είναι καθολική και συνεπώς διαχρονική, αφενός γιατί οι λογαριασμοί που άνοιξε ο 20ος αιώνας με τον καταστροφικό κόσμο του κεφαλαίου δεν έχουν κλείσει ακόμα, αφετέρου γιατί τα ιδανικά και η προοπτική που υπηρέτησε συνάπτονται με το πιο σημαντικό και αυθεντικά καθολικό ζήτημα της ιστορίας, με τον αγώνα για τη χειραφέτηση της εργασίας και την κομμουνιστική ενοποίηση της ανθρωπότητας.
Ως εκ τούτου το έργο του Βάρναλη ανήκει οριστικά στο μέλλον.
*επίκουρος καθηγητής ΑΠΘ

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Μανόλης Αναγνωστάκης -Οι στίχοι αυτοί ,Δρόμοι παλιοί, Όταν μιαν άνοιξη


Δρόμοι παλιοί 

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα

Κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ

Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά

Κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα του πόθου μου

Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος κρατώντας

Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.



Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς

Να γνωρίζω κανέναν κι ούτε

Κανένας με γνώριζε





Οι στίχοι αυτοί 


Οι στίχοι αυτοί, μπορεί και νά ναι οι τελευταίοι

Οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν

Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δεν ζούνε πια

Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι

Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά

Σε κάποιον άλλον ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος

Γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα

Και τα νερά τους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις

Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός

Να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς οι νέοι


Όταν μιαν άνοιξη 

Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
 θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα ’ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου 
 παλιέ μου φίλε

Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις 
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, 
πικραμένη σου μνήμη

Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας, 
 ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας 
 και τα όνειρά μας

Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες 
 μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου 
 παλιέ μου φίλε

Τρίτη 21 Μαΐου 2013

H ομιλία του Γ.Σαρρή στην παρουσίαση του βιβλίου "Ο άγνωστος Βάρναλης και 10 αδημοσίευτα ποιηματά του" στη Θεσ/νίκη



O Κ.Βάρναλης ήταν υλιστής.
Δεν πίστευε στην "αιώνια ζωή"
Με την Τέχνη του αποφάσισε να υπηρετήσει το λαό.
Το λαό που γνώρισε στις γειτονιές, τα χωριά και τις πόλεις του καιρού του.
Φυσικά ήξερε και αυτός, ειδικά αυτός, όπως και οι άλλοι μεγάλοι ποιητές, ότι η γλώσσα αλλάζει και εξελίσσεται.
Δεν τον ενδιέφερε όμως αν η επιλογή του να μιλήσει με τη λαική γλώσσα του καιρού του, μπορεί να του στοίχιζε την ποιητική του αιωνιότητα. Είχε περισσότερο από όλους τους άλλους υπερβεί την συνηθισμένη ματαιοδοξία που βρίσκει κανείς ακόμη και στους καλύτερους. Κέντρο της σκέψης του και των όσων έκανε δεν ήταν ο εαυτός του, αλλά ο σκοπός που είχε αποφασίσει να υπηρετήσει. Και αυτό που επιδίωξε σε όλη του τη ζωή σαν ποιητής και δάσκαλος ήταν να δώσει στο λαό όπλα εκφραστικά για να τον βοηθήσει να ανέβει στο ύψος που του αξίζει.
Κι όμως αυτή ακριβώς η επιλογή του 'ήταν ένα ακομα στοιχείο που τον τοποθετεί στην κορυφή των λαικών καλλιτεχνών, που με κάθε θυσία έβαλαν τον εαυτό τους και την Τέχνη τους, στην υπηρεσία των "τυραγνισμένων" και όχι των τυράννων.
Αυτή ήταν η κεντρική ιδέα της ομιλίας που έκανα στη Θεσ/νίκη.
Ελπίζω να κατάφερα να το κάνω κατανοητό.

Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Γιατί μ’ αγάπησες-Μαρία Πολυδούρη



Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Mπ. Μπρέχτ :Κουράστηκες...



Ακούμε: δε θέλεις πια να δουλέψεις μαζί μας.

Γονάτισες, δε μπορείς άλλο να τρέχεις.

Κουράστηκες, δε μπορείς πια να μαθαίνεις καινούργια.

Ξόφλησες: Κανείς δε μπορεί να σου ζητήσει να κάνεις πια τίποτα.

Μάθε λοιπόν: εμείς το ζητάμε.

Σαν κουραστείς κι αποκοιμηθείς κανείς δε θα σε ξυπνήσει πια να πει:

σήκω το φαΐ είναι έτοιμο.

Γιατί να υπάρχει έτοιμο φαΐ;

Σαν δεν μπορείς άλλο να τρέχεις,θα μείνεις ξαπλωμένος.

Κανείς δε θα σε ψάξει για να πει: “έγινε επανάσταση, τα εργοστάσια σε περιμένουν”.

Γιατί να ’χει γίνει επανάσταση;

Όταν πεθάνεις θα σε θάψουν,είτε φταις που πέθανες, είτε όχι.



Λες: πολύν καιρό αγωνίστηκες. δε μπορείς άλλο πια ν’ αγωνιστείς.

Άκου λοιπόν: είτε φταις, είτε όχι σαν δεν μπορείς άλλο να παλέψεις θα πεθάνεις.

Λες: πολύν καιρό ήλπιζες,δεν μπορείς άλλο πια να ελπίσεις.Ήλπιζες τι;

Πώς ο αγώνας θαν’ εύκολος;

Δεν είν’ έτσι.Η θέση μας είναι χειρότερη απ’ όσο νόμιζες.

Είναι τέτοια που: αν δεν καταφέρουμε το αδύνατο δεν έχουμε ελπίδα.

Αν δεν κάνουμε αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας ζητήσει θα χαθούμε.

Οι εχθροί μας περιμένουν να κουραστούμε.

Όταν ο αγώνας είναι στην πιο σκληρή καμπή του, οι αγωνιστές έχουν την πιο μεγάλη κούραση.

Οι κουρασμένοι, χάνουν τη μάχη.


(μας το θύμισε το erodotos)

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Η δίκη Λουντέμη και ο Κ.Βάρναλης


Παρουσιάστηκε και στη Θεσσαλονίκη το πολύ καλό βιβλίο του Ηρ.Κακαβάνη "Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του" σε μια κατάμεστη αίθουσα της Δημ.Βιβλιοθήκης στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Η παρουσία του κόσμου που δεν ήταν μόνο από τη Θεσσαλονίκη αλλά και από Βέροια, Κοζάνη και αλλού δείχνει το πόσο επίκαιρο είναι και σήμερα το φαινόμενο Κώστας Βάρναλης.
Η παρουσίαση ήταν κατά τη δική μου γνώμη και πάλι πλούσια και ουσιαστική ενώ οι ομιλίες απλώθηκαν σε διάφορες πλευρές, πολιτικές και λογοτεχνικές, δίνοντας χωρίς υπερβολή ένα άρωμα "συνεδριακό" στη βραδιά, όσο μπορεί κάτι τέτοιο φυσικά να ειπωθεί για μια βραδιά διάρκειας 2 ωρών.
Η βραδιά ξεκίνησε με την αναπαράσταση της δίκης Λουντέμη από ομάδα ηθοποιών δίνοντας από την αρχή ζωντάνια και ενδιαφέρον και κερδίζοντας ζεστό χειροκρότημα από τον κόσμο που είχε γεμίσει την αίθουσα και τους διαδρόμους.
Φυσικά θα επανέλθουμε με  τις ομιλίες (και με τη δική μου) στην πρώτη ευκαιρία.

Εδώ κάποια σημεία από εκείνη τη δικη που καταγράφεται και στο βιβλίο του Ηρ,Κακαβάνη.


ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έστω. Είναι ένοχος ο κατηγορούμενος;
ΒΑΡΝΑΛΗΣ : Ένοχος; Όχι! Για να ναι ένοχος ένας Συγγραφέας πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις; Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους; Δεύτερο: Αν ο Λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο; Και τρίτο και τελευταίο: Αν η Πατρίδα πάει σ΄ εθνική σκλαβιά ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλικάρια; Γνωρίζω τον κατηγορούμενο από έφηβο. Τον γνωρίζω σαν συγγραφέα, και σαν Έλληνα. Και σας δηλώνω κατηγορηματικά: Και στις τρεις ερωτήσεις ο κατηγορούμενος έδωσε αυτές τις απαντήσεις. Δεν είναι ένοχος.
...
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Εις ένα από τα υπό κατηγορίαν κείμενά του και συγκεκριμένα εις το υπό τον τίτλον «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό»…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ε;…
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Ο Συγγραφεύς -δια να σώσει την τρυφεράν Ειρηνούλαν από την βουλιμίαν των αφεντικών της- την παραδίδει εις τας χείρας των εργατών.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Καλά κάνει.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Δε θα μπορούσε , έξαφνα, να την παραδώσεις εις χείρας εκείνων οίτινες είναι εντεταλμένοι για την φρούρησιν της τιμής των…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ποιονών. Των χωροφυλάκων;
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Βεβαίως.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Όχι! Θα την πουλούσαν στο μπουρδέλο.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Κύριε Βάρναλη…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Τη γνώμη μου δε ζητήσατε; Τη γνώμη μου είπα. Ξέρω, εσείς έχετε άλλην γνώμη. Αλλά δεν είσθε σεις ο μάρτυρας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τίποτε άλλο κ. Βάρναλη. Μπορείτε ν΄ αποσυρθείτε.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ (δυνατά): Κοιτάξτε μην τύχει και τον αθωώσετε «λόγω αμφιβολιών»! Αν οι Νόμοι σας καταδικάζουν αυτές τις αρετές καταδικάστε τον! Δεν έχει κανένα ελαφρυντικό. Κανένα! Σας το λέω εγώ!.