Η γλώσσα της ερημιάς μου
στεφανωμένος όπως είμαι στα μεσάνυχτα
με σκοτεινές φαντασίες
ο θείος περίγελως αντίκρυ στο μνήμα...
Και τη σελήνη βλέπω να ομορφαίνει
δέντρα γυναίκες όνειρα
τους τενεκέδες με τα σκουπίδια έξω στις πόρτες
ασήμι, ασήμι για να ελπίζουμε
κι όλα πάνε βαθιά στο τραγούδι.
Η ποίηση για μένα είναι μια ερυθρά περιουσία
και χαίρομαι σε χίλια χρόνια
κλαδεύω τα δύσκολα δέντρα των ονείρων
η γαλανή εναντίωση ψηλά
και μονάχος ο άδολος με πτηνά στα χέρια
συντυχαίνει τον Ελευθερωτή.
Στο ικρίωμα της ζωής
ανέβηκα και περιμένω τον αθώο δήμιο
με φέρατε σεις άνεμοι
και περιμένω τη λαμπερή καταιγίδα.
Μέσ’ στα δάση τρέχει πάντα το ελάφι μου
στους παιδικούς ύπνους αγγιγμένο.
Πώς θα πήγαινα στ’ άνθη χωρίς το κορμί
πώς θα χαιρόμουν απαρηγόρητος την ευωδιά τους
πώς θα γνώριζα τη θλίψη και τους ανέμους.
Είν’ αγαθό μεγάλο το κορμί
για να σπιθίζει ο μέσα πορφυρίτης.
Κελί γαλάζιο
κάθετη μοίρα σπαθίζοντας όλη την αγάπη
κ’ εγώ ανάποδα βλέπω τ’ αστέρια
σε τέτοιο σκοτεινό τροχό
πώς βρέθηκα δεμένος νύχτα
ο ουρανός ευωδερός κι ακράτητος ώς τη σελήνη.
Μαρία κόκκινη πού έχεις τα φτερά σου
για να πετάξεις τώρα με στιγμές από ηλιόχρυσο
με τη λαλιά την έβδομη στην άκρη του αετού
μ’ ένα θυσιαστήριο στα χέρια
τη βλασφημία στο λαιμό
τα λαμπερά σκαθάρια προς το στήθος
πού έχεις τα φτερά σου για να πας αλίμονο τόσο ψηλά
μ’ όλα τα χελιδόνια
με το δρακόντειο καλοκαίρι στα μαλλιά
τη δόξα μέσ’ στα μάτια.