λεία θέλω πάντα να με κοιτάζεις
σαν λύκαινα που επέζησε μόνη
μέσα στον άγριο χιονιά για βδομάδες
και κατεβαίνει πεινασμένη στην πόλη
τύχη
απελπισμένα σε ήθελα
αλλά μπροστά μου υψώνονταν
εσώρουχα τείχη
αίμα
τα χείλη σου χίλιοι σφαγμένοι
λεία
Εχω
συλλάβει τη μορφή μου κάπου ανάμεσα σε μια θάλασσα, που ξεπροβάλει από
το ασβεστοχρισμένο τοιχάκι μιας εκκλησιάς, και σ' ένα κορίτσι ξυπόλητο,
που του σηκώνει ο άνεμος το ρούχο, μια στιγμή τύχης που αγωνίζομαι να
αιχμαλωτίσω και της στήνω καρτέρι με λόγια ελληνικά.
Κλωνάρια
ροδιάς θά' βλεπα τότε να ξεφυτρώνουν από το τέμπλο κι ο άνεμος να
ψέλνει στο παραθυράκι με το κύμα όταν ο νοτιάς, πιο δυνατός, θα το
βοηθούσε να καβαλήσει το πεζούλι. Σ' ένα τέτοιο πεζούλι αγγίχτηκα γυμνός
κάποτε, κι ένιωσα να καθαρίζουνε τα σωθικά μου, σάμπως ο ασβέστης νά'
χε διαπεράσει φύλλο-φύλλο με τις απολυμαντικές του ιδιότητες την καρδιά
μου. Γι' αυτό δε φοβήθηκα ποτέ μου το βλέμμα το άγριο των Αγίων, το
άγριο, βέβαια, όπως κάθε τι που φτάνει τ' Άφθαστα. Ήξερα ότι εφτανε
ίσα-'ισα να αποκρυπτογραφεί τους Νόμους της φανταστικής μου πολιτείας
και ν' αποκαλύπτει οτι είναι αυτή η έδρα της αθωότητας. Μην το πάρει
κανενας για έπαρση. Δεν μιλώ για τον εαυτό μου. Μιλώ για όποιον νιώθει
σαν τον εαυτό μου και δεν έχει αρκετή αφέλεια να τ' ομολογεί.