.
Χωρίς περιττή πολυλογία θα πω ότι ο Ν.Καρούζος
είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του κόσμου που συζητήθηκε και
εκτιμήθηκε ίσως εξωφρενικά λιγότερο από
όσο πραγματικά του αναλογεί. Βεβαια αυτό δε σημαίνει και πολλά ούτε για την
αξία των ποιημάτων του ούτε γι αυτούς που τα αγάπησαν. Σημαίνει κατι όμως γι
όσους δεν έχουν ακόμη πραγματικά κατοικήσει έστω λίγο στο σπίτι του, για όσους
δεν άραξαν έστω λίγες ώρες στους κηπους του.
Από τον τόμο ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α' (1961-1978) μια
σχεδόν τυχαία επιλογή.
ΑΓΓΙΖΟΝΤΑΣ
Είναι κορμί ο ουρανός της Αττικής χαίρεται και λυπάται
δείχνει τα μαύρα γερατειά
καθώς η νύχτα ομοούσια με τη θλίψη
κλώθει τα δικά της πετεινά
η νύχτα η καθίζηση του θείου
και θυμάμαι το γενετήσιο αίμα της.
ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΣΤΑΔΙΟΥ
Τρέχει μια ξανθομάλλα
δυο φλόγες τριανταφυλλένιες
ανεβαίνουν απ’ το στήθος στο λαιμό της –
άραγε που πηγαίνει.
Και συ παιδί της λησμονιάς
ευωδιασμένο μέσ’ στα βάσανα
μικρέ έλληνα στρατιώτη της δυστυχίας
ανάμεσα περνάς απ’ τις δυνάμεις της οδού
κρατώντας λίγη πούληση στα χέρια.
Χάρισέ μου το μενεξεδένιο τραγούδι που
λένε τα μάτια σου
γνωρίζω ’να κοράσι μ’ όνειρα στα χέρια
χαίρεται στο πιάνο κάποιες ώρες μακρινές
τα ξέρεις αυτά τα χέρια
που δεν έχουν την τόλμη του σώματος
αλλά μονάχα
τα πλήκτρα βυθίζοντας
μιαν εξαίσια ομορφιά απελευθερώνουν;
Με γιασεμί παράπονο στα χείλη
τρέχεις εμπρός, γυρίζεις πίσω
παρακαλείς τον κύριο με το καπέλο –
μικρέ φωνακλά του δρόμου
πληγώνεις την καρδιά.
Είν’ η μοίρα μας έτσι
ώς το θεό φτάνοντας μέσ’ στον ήλιο.
Αντίο αγόρι
για σένα λυπάμαι
εγώ πλάστηκα με πόνο για κάθε τόπο και
καιρό.
Δεν είναι τίποτα η ξανθομάλλα το κατάλαβα
με τριάντα δραχμές ησυχάζω.
ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
Γυρίζει ο έφηβος με τα σφουγγάρια
της ψυχής πραμάτεια. είναι μονάχα ένας
γέρος τ’ ουρανού μας
και δροσερός ο πανικός σε τέτοια πατρίδα.
Όλοι πηγαίνουν έχοντας τη φτώχεια ή τον
πλούτο
αυτοκίνητα διασχίζουν τους δρόμους
με στεφάνια κηδείας φορτωμένα
όμως
ο γέρος που τον περονιάζει σαν κρύο η
νεότητα
με απούλητα σφουγγάρια ψάχνει το κακό
να τ’ αφανίσει θα ’λεγες
απ’ τα σφουγγάρια τραβηγμένο σαν υγρό.
ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ
Τρώει ο ρωμιός απάνω στο μάρμαρο
- μεσημεριάτικες απογνώσεις –
κ’ είναι σα μοναστηράκι του σώματος
γεμάτο φύλλα και πουλιά.
Έχει τον ήλιο το φτωχό εστιατόριο και τον
διασπαθίζει
μέσα στη σκόνη του φωτεινού αέρα
γαλάζιες μύγες ωσάν ανθάκια
κομμένα γύρω μας βομβίζουν.
Τρώει με μια πικρή ματιά ο ταπεινός απάνω
στο μάρμαρο
σκύβει κρατώντας το ζεστό ψωμί
και συλλογιέται
την πλάκα του τάφου.
Κοντό κριθάρι αγκυλώνει τη θύμηση
τα σπίτια οι δρόμοι και τα δίκαια χέρια
φυλλώματα κόκκινα δίχως ελπίδα...
Ήχοι και θάνατος
η ερωτική ασπράδα που πύκνωσε τα νέφη
ταυτισμένα στους κήπους με τα δέντρα.
Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΝΑΣΑΙΝΕΙ
Θάλασσα πίνεις τα ποτάμια πίνεις όλα τα νερά
μέσ’ στον καιρό της υπάρξεως ανάστροφα
νέμεσαι την ομορφιά
πέρα στη δύναμη που κλείνει ο ουράνιος
αέρας
όπως εδώ στην άνομη πόλη
ο Εθνικός Κήπος καθαρίζει την ψυχή με
ήλιο και με δέντρα.
Ένα μεγάλο φύλλωμα σκέπει την καρδιά μου
κλειδώνει τα πουλιά
σχίζοντας απ’ τις ευωδιές χιλιάδες
αναστάσιμα
κ’ η γυναίκα βαθύ βασίλειο σκλαβώνει το
δέρμα μου.
Όποιος έριξε τ’ αστέρια στην αγριότητα
νιώθει τον πλούτο του άνθους
οι θεοί κατεβαίνουν απ’ τους μίσχους ώς
τη μοναξιά
και τους χυμούς ανεβάζουν με γαλάζια
όργανα
γενετήσια.
Ω σιωπή βγαλμένη στα παράθυρα του αιθέρα
σα να δείχνεις
τις κυματιστές ρίζες του κήπου,
άλλη ματιά δεν εχάρισε το αόρατο μέσ’ στο
αίμα πρόβατο
που σκύβει στο χορτάρι σου ψηλά, μονάχα
των αγγέλων.
Κρήνη θανάτου ανθίζει με χρυσάφι
κ’ η όμορφη φτέρη ψιθυρίζει νέους ύμνους
φανερώνοντας τη σοφία της αναπνοής
ολόκληρο το θάμβος ωσά σώμα.
ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ
Φασματική Αθήνα σε χειμέριον όρθρο
ποιος θα ζυγίσει το δικό μας πόνο
μέρες
νύχτες
ώρες βροχερές
όταν μας έκλεινε η σιωπή σαν παλαιά
παράθυρα
δίχως τα δέντρα
δίχως της γυναίκας το φιλί
μέρες
νύχτες
ώρες βροχερές…
Να περιμένεις την πνοή π’ ανοίγει τις
οράσεις
ο ποιητής ανθίζει
δεν τρέχει πίσω απ’ τις λέξεις
έχει σαν το λουλούδι μια μοίρα
είν’ ο αθέλητος
έρχετ’ η βροχή νοτίζει το χώμα ο ήλιος
θά ’ρθει κ’ η νύχτα θά ’ρθει κ’ η μέρα
και πάντα το φως.
ΣΥΝΤΟΜΟΝ
Τραγουδώ τους πεσμένους προπάτορες
είμαι των άστρων ο σκύλος
με τα μάτια κοιτάζω ψηλά
με τα χερια γιορτάζω τη λάσπη
ΘΝΗΤΟΣ ΗΛΙΟΣ
Η
φωτεινή ταπείνωση μέσ’ στη βροχή
της πλατυτέρας ώρας ευτυχία στα μάτια...
Κι ακούω τις σάλπιγγες από ψηλά
κρότος χρυσός με πάει στους ουρανούς του
πολέμου
γυρεύω τον αστέρα μέσ’ στο δάσος του
φωτός
χαρίζοντας επτά χαρές του στέρνου μονάχος
όπως οι μέρες έρχονται σα δυνάστες.
Χαίρετε οι άγγελοι της παιδικής
κλίνης οι φύλακες
αιώρες του θεού μεταξύ των άστρων
η όραση μ’ εξουσιάζει πέρ’ απ’ το φθαρτό
η κόλαση δεσμεύει τα οστά μου στη σάρκα.
Τι ήχος
που μάχομαι
ώς την κραυγή σ’ αναζητώ Κλεισμένε.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Σαν την πηγή που ακούεται μακριά
στους δροσερούς καρπούς και στις σκιές
των εντόμων
έρποντας ο λαμπρός αστρίτης
όπου σε μάζες όνειρου φλέγεται ο
τραγοπόδης
η χαρά των ήχων έρχεται ώς το αίμα
ώς την αγαλματώδη σιωπή του νου.
ΑΔΑΜΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
C’
est le Christ qui monte au ciel mieux que les aviateurs
il detient le record du monde pour la
hauteur
APOLLINAIRE
Ανθρώπινος ο ουρανός φωνάζει τις
αισθήσεις
κι ο ήλιος να υφαίνει μια σχιζοφρένεια
στα τέρματα της ψυχής
να ’χεις το έγκλημα στις λέξεις και στο
στήθος
ένα μαχαίρι διπλωμένο μέσα στις ορμές –
κραυγάζεις την καταστροφή δεν έρχεται
πλήρης
κ’ η εξουσία του σώματος πώς συνεχίζεται
γύρω
σφάζοντας τ’ αφτιά μου...
Στον ύπνο, είδαμε, λύνονται τα νεύρα
χαίρονται τα οστά
ο δρόμος τ’ ουρανού τι καθαρός που είναι
ξετυλιγμένος από δροσερούς αγγέλους
ένας ο δρόμος και πολλοί άγιοι
κάθε αυγή τον καθαρίζουν.
Εδώ σκυλεύεται ο μανικός
οίστρος από θεϊκές δυνάμεις.
Ώστε λοιπόν ας δώσουμε τ’ ανθρώπινο
κράτος στην ενεργό κοίμηση.
Ένα πηγάδι αντίστροφο μας έλαχε ο
αντίλευκος Αδάμ
αλλ’ όμως δεν αδειάζει στη Βαρύτητα κι
αδειάζει στο Χρέος.
Είμαι θνητός
ας κοιμηθώ μέσ’ στην αγάπη
ας κοιμηθώ στην αφύπνιση.
Η αγάπη ’ναι το τέλος του σώματος.
ΑΣΜΑ
Έρωτας η πηγή των ελλήνων
εορτάζει μ’ αετώματα με κίονες από φως
με καμπάνες φτάνει ώς τα ύψη
γέρος που δείχνει το ευλογημένο λάδι
έφηβος υμνώντας το κρασί
εαρινός αμνός και θείος τράγος.
ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΕΙΝ' Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
Ο άνεμος του σώματος απάνω στα μικρά σου
δάση
κινεί τις μυρουδιές τ’ αρώματα τη θλίψη
που σε κρατά μοναχική χωρίς ελπίδα.
Κι αν γείρεις τα νερένια της χαράς αθώα
μαλλιά στην κρήνη
θ’ αναστενάξουν άγγελοι μέσα στο θρόισμά
τους.
Η
ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΚΑΡΦΙΤΣΩΜΕΝΗ
Τη μοίρα μου περιγέλασαν οι ανεμοι
γιατί φανέρωσα τους ίσκιους και δείχνω το
νερό
μεσ' τη χερσαία πνιγμονή τα στηθη τους
θάμβος η δική μου ακινησία.
Λένε ιδού αυτός ο νομάς
ένα σώμα σπιθίζοντας εργασία το θάνατο.
Μα η χαρά να ειμ' ακίνητος
τρέφει την ιστορία μου.
Φρέαρ ειν' η άνοιξη που βγάζει δροσιά και
άστρα.