Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Φωτιές του Άι-Γιάννη, Έγκωμη -Γ.Σεφέρης


Φωτις το ϊ-Γιάννη

μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δν μπορε ν᾿ λλάξει
δν μπορε ν γίνει τίποτε.
χυσαν τ μολύβι μέσα στ νερ κάτω π τ᾿ στέρια κι ς νάβουν ο φωτιές.

ν μείνεις γυμν μπροστ στν καθρέφτη τ μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τν νθρωπο ν περν στ βάθος το καθρέφτη
τν νθρωπο μέσα στ μοίρα σου πο κυβερν τ κορμί σου,
μέσα στ μοναξι κα στ σιωπ τν νθρωπο
τς μοναξις κα τς σιωπής
κι ς νάβουν ο φωτιές.

Τν ρα πο τέλειωσε μέρα κα δν ρχισε λλη
τν ρα πο κόπηκε καιρός
κενον πο π τώρα κα πρν π τν ρχ κυβερνοσε τ κορμί σου
πρέπει ν τν ερεις
πρέπει ν τν ζητήσεις γι ν τν ερει τουλάχιστο
κάποιος λλος, ταν θά χεις πεθάνει.

Εναι τ παιδι πο νάβουν τς φωτις κα φωνάζουν μπροστ στς φλόγες μέσα στ ζεστ νύχτα
(Μήπως γινε ποτς φωτι πο ν μν τν ναψε κάποιο παιδί, ρόστρατε)
κα ρίχνουν λάτι μέσα στς φλόγες γι ν πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενά μας κοιτάζουν ξαφνικ τ σπίτια, τ χωνευτήρια τν νθρώπων, σν τ χαϊδέψει κάποια
νταύγεια).

Μ σ πο γνώρισες τ χάρη τής πέτρας πάνω στ θαλασσόδαρτο βράχο
τ βράδυ πο πεσε γαλήνη
κουσες π μακρι τν νθρώπινη φων τς μοναξις κα τς σιωπς
μέσα στ κορμί σου
τ νύχτα κείνη το ι-Γιάννη
ταν σβησαν λες ο φωτιές
κα μελέτησες τ στάχτη κάτω π τ᾿ στέρια.

Λονδίνο, ούλιος 1932


γκωμη

ταν πλατς κάμπος κα στρωτός· π μακρι φαινόνταν
τ γύρισμα χεριν πο σκάβαν.
Στν οραν τ σύννεφα πολλς καμπύλες, κάπου-κάπου
μι σάλπιγγα χρυσ κα ρόδινη· τ δείλι.
Στ λιγοστ χορτάρι κα στ᾿ γκάθια τριγυρίζαν                          
ψιλς ποβροχάρισσες νάσες· θά χε βρέξει
πέρα στς κρες τ βουν πο παιρναν χρμα.

Κι γ προχώρεσα πρς τος νθρώπους πο δουλεύαν,
γυνακες κι ντρες μ τ᾿ ξίνια σ χαντάκια.
ταν μία πολιτεία παλιά· τειχι δρόμοι κα σπίτια                     
ξεχώριζαν σν πετρωμένοι μυνες κυκλώπων,
νατομία μις ξοδεμένης δύναμης κάτω π᾿ τ μάτι
το ρχαιολόγου το ναρκοδότη το χειρούργου.
φαντάσματα κα φάσματα, χλιδ κα χείλια, χωνεμένα
κα τ παραπετάσματα το πόνου διάπλατα νοιχτά                  
φήνοντας ν φαίνεται γυμνς κι διάφορος τάφος.

Κι νάβλεψα πρς τος νθρώπους πο δουλεύαν
τος τεντωμένους μους κα τ μπράτσα πο χτυποσαν
μ᾿ να ρυθμ βαρ κα γρήγορο τούτη τ νέκρα
σ ν περνοσε στ χαλάσματα τροχς τς μοίρας.                     

ξαφνα περπατοσα κα δν περπατοσα
κοίταζα τ πετούμενα πουλιά, κι εταν μαρμαρωμένα
κοίταζα τν αθέρα τ᾿ ορανο, κι ετανε θαμπωμένος
κοίταζα τ κορμι πο πολεμοσαν, κι εχαν μείνει
κι᾿ νάμεσό τους να πρόσωπο τ φς ν᾿ νηφορίζει.                   
Τ μαλλι μαρα χύνουνταν στν τραχηλιά, τ φρύδια
εχανε τ φτερούγισμα τς χελιδόνας, τ ρουθούνια
καμαρωτ πάνω π᾿ τ χείλια, κα τ σμα
βγαινε π τ χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο
μ τ᾿ γουρα βυζι τς δηγήτρας,                                                          
χορς κίνητος.

Κι γ χαμήλωσα τ μάτια μου τριγύρω:
κορίτσια ζύμωναν, κα ζύμη δν γγίζαν
γυνακες γνέθανε, τ᾿ δράχτια δ γυρίζαν
ρνι ποτίζουνταν, κι γλώσσα τους στεκόταν                               
πάνω π πράσινα νερ πο μοιαζαν κοιμισμένα
κι ζευγς μενε μ᾿ νάερη τ βουκέντρα.
Κα ξανακοίταξα τ σμα κενο ν᾿ νεβαίνει·
εχανε μαζευτε πολλοί, μερμήγκια,
κα τ χτυποσαν μ κοντάρια κα δν τ λαβναν.                     
Τώρα κοιλιά της λαμπε σν τ φεγγάρι
κα πίστευα πς ορανς ταν μήτρα
πο τν γέννησε κα τν ξανάπαιρνε, μάνα κα βρέφος.
Τ πόδια της μείναν κόμη μαρμαρένια
κα χάθηκαν· μι νάληψη.
                        κόσμος                                                                                     
ξαναγινόταν πως ταν, δικός μας
μ τν καιρ κα μ τ χμα.
                        ρώματα π σκίνο
πραν ν ξεκινήσουν στς παλις πλαγις τς μνήμης
κόρφοι μέσα στ φύλλα, χείλια γρά·
κι᾿ λα στεγνσαν μονομις στν πλατωσι το κάμπου         
στς πέτρας τν πόγνωση στ δύναμη τ φαγωμένη
στν δειο τόπο μ τ λιγοστ χορτάρι κα τ᾿ γκάθια
που γλιστροσε ξέγνοιαστο να φίδι,
που ξοδεύουνε πολ καιρ γι ν πεθάνουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου