Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

Αυτός που σωπαίνει - Τάσος Λειβαδίτης


Το σούρουπο έχει πάντα τη θλίψη
ενός ατέλειωτου χωρισμού
Κι εγώ έζησα σε νοικιασμένα δωμάτια
με τις σκοτεινές σκάλες τους
που οδηγούνε
άγνωστο που…

Με τις μεσόκοπες σπιτονοικοκυρές
που αρνούνται
κλαίνε λίγο
κι ύστερα ενδίδουν
και τ” άλλο πρωί,
αερίζουν το σπίτι
απ” τους μεγάλους στεναγμούς…

Στα παλαιικά κρεβάτια
με τα πόμολα στις τέσσερις άκρες
πλάγιασαν κι ονειρεύτηκαν
πολλοί περαστικοί αυτού του κόσμου
κι ύστερα αποκοιμήθηκαν
γλυκείς κι απληροφόρητοι
σαν τους νεκρούς στα παλιά κοιμητήρια

Όμως εσύ σωπαίνεις…
Γιατί δε μιλάς;
Πες μου!
Γιατί ήρθαμε εδώ;
Από πού ήρθαμε;
Κι αυτά τα ιερογλυφικά της βροχής πάνω στο χώμα;
Τι θέλουν να πουν;

Ω, αν μπορούσες να τα διαβάσεις!!!
Όλα θα άλλαζαν…

Όταν τέλος, ύστερα από χρόνια ξαναγύρισα…
δε βρήκα παρά τους ίδιους έρημους δρόμους,
το ίδιο καπνοπωλείο στη γωνιά…

Κι ολόκληρο το άγνωστο
την ώρα που βραδιάζει…

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Άσ' τη βάρκα - Κων.Χατζόπουλος


Άσ' τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχει,
ας ορίζει τ' αγέρι, τιμόνι-πανί,
τα φτερά άπλωσε πλέρια, άκρη ο κόσμος δεν έχει,
είναι πι' όμορφοι οι άγνωστοι πάντα γιαλοί,
η ζωή μια δροσιά είναι, ένα κύμα, ας το φέρει
όπου θέλει τ' αγέρι, όπου ξέρει τ' αγέρι.

Ας αλλάζουν λιβάδια με βράχους και δάση,
γύρω ας φεύγουν πού πύργοι, πού καλύβας καπνός,
είτ' ειδύλλιο γελούμενο απλώνετ' η πλάση,
είτ' αντάρες και μπόρες σου κρεμά ο ουρανός,
μη θαρρείς το πανί σου μπορείς να βαστάξεις,
όπου θέλει το κύμα μαζί του θ' αράξεις.

Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη κι εσύ το γνωρίζεις;
Έχεις πιάσει ποτέ σου το τι κυνηγάς;
Μη 'που σπέρνεις καλό το κακό δε θερίζεις;
Δε σκοντάβεις σε ρώτημα σ' ότι ρωτάς;
Ότι σ' έχει μαγέψει κι ότι σου 'χει γελάσει,

το 'χεις μόνος κερδίσει, μοναχός ετοιμάσει;

'Ασε τότε το κύμα όπου θέλει να σπάζει,
άσ' τις ζάλες να σέρνουν τυφλά τη καρδιά
κι αν τριγύρω βογγά κι αν ψηλά συννεφιάζει,
κάπου ο ήλιος σε κάποιο γιαλό θα γελά
κι αν πικρό τη ψυχή σου το δάκρυ τη ραίνει
πάντα κάπου κρυφή, μια χαρά τη προσμένει.

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Φανταστικό - Λένα Παππά

Ζωγράφισα
ένα λουλούδι που δεν υπάρχει.
Θα του δώσω
ένα όνομα που δεν υπάρχει
θα το αγαπήσω
με μιαν αγάπη που δεν υπάρχει.
Θα 'ρθεί να το βρει και να παίξει μαζί του
ο μικρός ρόδινος άνεμος
που δεν υπάρχει
μέσα σε μιαν άνοιξη που δεν υπάρχει.
Είμαι ο κηπουρός του,
ο άνεμός του,
η μέλισσα κι η πεταλούδα του.
το καλλιεργώ
σ' έναν κήπο μυστικό που δεν υπάρχει.

Είναι ένα λουλούδι ολότελα δικό μου
κανείς
δε θα μπορέσει να μου το κλέψει,
να το μολέψει,
δεν αγοράζεται, δεν πουλιέται,
δε σπαταλιέται
σε νεκρά βάζα
και κήπους φθινοπωρινούς

Ζωγράφισα
ένα λουλούδι που δεν υπάρχει
να το χαρίσω μια μέρα
μαζί με την καρδιά μου
στον αγαπημένο ενός έρωτα
που δεν υπάρχει.

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Μίλτος Σαχτούρης - Τοῦ θηρίου, Καμπάνες, Δεν ειναι Οιδίποδας

Τοῦ θηρίου

Μὴ φεύγεις θηρίο
Θηρίο μὲ τὰ σιδερένια δόντια
Θὰ σοῦ φτιάξω ἕνα ξύλινο σπίτι
Θὰ σοῦ δώσω ἕνα λαγήνι
Θὰ σοῦ δώσω κι ἕνα κοντάρι
Θὰ σοῦ δώσω κι ἄλλο αἷμα νὰ παίζεις.



Θὰ σὲ φέρω σ᾿ ἄλλα λιμάνια
Νὰ δεῖς τὰ βαπόρια πῶς τρῶνε τὶς ἄγκυρες
Πῶς σπάζουν στὰ δυὸ τὰ κατάρτια
Κι οἱ σημαῖες ξάφνου νὰ βάφονται μαῦρες.

Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ ἴδιο κορίτσι
Νὰ τρέμει δεμένο στὸ σκοτάδι τὸ βράδυ
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ σπασμένο μπαλκόνι
Καὶ τὸ σκύλο οὐρανὸ
Ποὺ βαστοῦσε τὴ βροχὴ στὸ πηγάδι.

Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τοὺς ἴδιους στρατιῶτες
Αὐτὸν ποὺ χάθηκε πᾶν τρία χρόνια
Μὲ τὴν τρύπα πάνω ἀπ᾿ τὸ μάτι
Κι αὐτὸν ποὺ χτυποῦσε τὶς νύχτες τὶς πόρτες
Μὲ κομμένο τὸ χέρι.

Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ σάπιο Μῆλο
Μὴ φεύγεις θηρίο
Θηρίο μὲ τὰ σιδερένια δόντια.


ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ

Εἶναι πουλιὰ
ποῦ δὲν πετᾶνε
εἶναι πουλιὰ
θαμμένα
μέσ᾿ σὲ κουτιά

Εἶναι δωμάτια
καὶ εἶναι λέξεις
ποὺ σκίζουνε τὸ κεφάλι
σὰν καρφιά

Εἶναι καρφιὰ
ποῦ δὲν πονᾶνε
εἶναι καρφιὰ
π᾿ ἀνακουφίζουν

Ὅταν χτυπήσουν
πάλι οἱ καμπάνες
θὰ πεταχτοῦμε
σὰν τὰ πουλιά

Δὲν εἶναι Οἰδίποδας

Ἕνας μεγάλος οὐρανὸς γεμάτος χελιδόνια
τεράστιες αἴθουσες δωρικὲς κολῶνες
τὰ πεινασμένα τὰ φαντάσματα
καθισμένα σὲ καρέκλες στὶς γωνιὲς
νὰ κλαῖνε
τὰ δωμάτια μὲ τὰ νεκρὰ πουλιὰ
ὁ Αἴγιστος τὸ δίχτυ Κώστας
ὁ Κώστας ψαρὰς πονεμένος

ἕνα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα ποὺ ἀνεμίζουνε
νεράντζια σπᾶνε τὰ τζάμια στὰ παράθυρα
καὶ μπαίνουν μέσα
ὁ Κώστας σκοτωμένος
ὁ Ὀρέστης σκοτωμένος
ὁ Ἀλέξης σκοτωμένος
σπᾶνε τὶς ἁλυσίδες στὰ παράθυρα
καὶ μπαίνουν μέσα
ὁ Κώστας Ὀρέστης Ἀλέξης

ἄλλοι γυρίζουνε στοὺς δρόμους ἀπὸ τὸ πανηγύρι
μὲ φῶτα μὲ σημαῖες μὲ δέντρα
φωνάζουν τὴ Μαρία νὰ κατέβει κάτω
φωνάζουν τὴ Μαρία νὰ κατέβει ἀπὸ τὸν Οὐρανό
τ᾿ ἄλογα τ᾿ Ἀχιλλέα πετοῦν στὸν οὐρανό
βολίδες συνοδεύουνε τὸ πέταμά τους
ὁ ἥλιος κατρακυλάει ἀπὸ λόφο σὲ λόφο
καὶ τὸ φεγγάρι εἶναι ἕνα πράσινο φανάρι
γεμάτο οἰνόπνευμα
τότε νυχτώνει σιωπὴ τοὺς δρόμους
καὶ βγαίνει τυφλός με τὸ μπαστούνι του
παιδιὰ τὸν ἀκλουθᾶνε στὶς μύτες τῶν ποδιῶν
δὲν εἶναι Οἰδίποδας
εἶναι Ἠλίας τῆς λαχαναγορᾶς
παίζει μίαν ἐξαντλητικὴ θανάσιμη φλογέρα
εἶναι νεκρὸς Ἠλίας τῆς λαχαναγορᾶς

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Ένα φιλί για καληνύχτα...




Ένα φιλί για καληνύχτα...
 Φύλαξέ το κάτω απ' το μαξιλάρι 
 Ή κάπου εκεί,
μαζί με τις ασήμαντες λεπτομέρειες 
μιας μικρής μεσημεριάτικης βόλτας
 ανεβαίνοντας τα σκαλιά μιας πόλης φανταστικής 
εκεί που χάνεται ο χρόνος 
ανάμεσα στα πέτρινα σοκάκια 
και τα χαμένα απογεύματα

Σώπασε τα λυπημένα σου τραγούδια 
Σκέπασέ τα με τα μαλλιά σου
 Κλείσε τα μάτια κι άνοιξε 
ένα παράθυρο πουλί
μια αστραπή χαμόγελο
μια γέφυρα χρυσή κλωστή
βαδίζοντας γυμνή πάνω στο κύμα 
σε μέρη που δεν πήγες

μ ένα φιλί για καληνύχτα...

.          .         . γιώργος σαρρής .        .          .

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Αισιοδοξία

Μικρός
ήμουν στη σιγουριά
Τώρα σύρτες κι αμπάρες
απελπίζουν πόρτες
μυαλά "ανοιχτά"
και χέρια ...αισιόδοξα

Όμως η αισιοδοξία
είναι ένα χωριό παράξενο
με λίγα λόγια, πολύ λίγα
ή και καθόλου
Δέντρα με φύλλα κόκκινα
και ρίζες ματωμένες
κορμούς
μ' ανθρώπων κύτταρα
και dna όλο πείσμα
Τρελά χαμόγελα παντού
και πράξη ώριμη
συνειδητή χωρίς περικοκλάδες
και περιττά περιτυλίγματα

Οι συννεφιές που πάνε κι έρχονται
κανένα δεν τρομάζουν
Λυτρωτικές οι  καταιγίδες
ηλεκτροφόρες κι όλο φως
φίλοι καλοί οι χειμώνες
κι η αμφιβολία
ακατοίκητη εντελώς!

Εκεί το πρωί που κοκκινίζει ο ήλιος
κάνουν έρωτα τ'αδύνατα οργιάζουν
και τα παιδιά που γεννιούνται
κατεβάζουν στα γρήγορα φεγγάρια κι άστρα
και παίζουν μπάλα με τις μαύρες τρύπες
τη σκοτεινή ύλη και τ'ανερμήνευτα φαινόμενα

Κι ύστερα τα ξαναβάζουν όλα στη θέση τους
χτυπάνε το Θεό στην πλάτη
σα φιλαράκι τους παλιό
και του λένε:
"Κέρνα ό,τι θες
Εδώ είμαστε..."

Μικρός
ήμουν κι εγώ...
μικρός στη σιγουριά
   
.            .           . γιώργος σαρρής .           .            .

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Κ.Χ.Μύρης : 1944 (Ήταν ο τόπος μου)






Ήταν ο τόπος μου
 βράχος και χώματα,
ήλιος και μαύρο κρασί
όργωνα θέριζα 
και με τον Όμηρο
 σε τραγουδούσα, λαέ μου
Πάνω στα κύματα 
νύχτες ολόκληρες 
σε ονειρεύτηκα

Ήταν τα σπίτια μου 
άσπρα γαρύφαλλα
 και τα κορίτσια σεμνά
είχαν αλμύρα 
στα χείλη, στα μάτια τους,
καίγανε την Οικουμένη
Και τα παιδιά μου 
με μια φυσαρμόνικα 
τα ξελογιάζανε

Ηταν ο τόπος μου 
σαν το χαμόγελο 
όνειρο καθημερνό
κάποιος τον πούλησε, 
κάποιος το ρήμαξε 
σα δανεισμένη πραμάτεια
Τώρα τ’ αγόρια μου 
παίζουν το θάνατο 
στα χαρακώματα

(από το "Χρονικό")

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Επιστροφή




Φεύγει η καρδιά μου

Την πήρε  η θάλασσα

Μη με ρωτάς ποια θάλασσα

.     .      . γ.σαρρης .       .        .   



Κύμα φθινόπωρο





Λεωφόρος νωπή

Κυματίζει φθινόπωρο

Ακτογραμμή καλοκαιριού

που γράφει ο φλοίσβος



Έρημη άμμος ξαπλωμένη και γυμνή

σε απείρου χρόνο

να πλημμυρίζει ασπρίλα

αφρό βουβό από Σεπτέμβρη κουρασμένο



Λεωφόρος νωπή, χώμα κόκκινο

στη βαρεμάρα κόβει βόλτες ο αέρας

και τριγυρνάει νωθρός κι αναποφάσιστος


Ξυπνάνε οι άνθρωποι

Ψηλαφιστά μες των ονείρων τις σκιές

Ψηλαφιστά

στων οραμάτων τα αγάλματα


Ζευγαρώνει ο φόβος

με τ' αβέβαια βήματα

μες του αγνώστου το τρέμουλο

αποτύπωμα αφήνει


Μονοπάτι αχνοφαίνεται η άβυσσος

την προβάλουν με πείσμα οι οθόνες...


Σαρκοβόρος καιρός

που σαρκάζει τ'αδιάφορα βλέμματα

Ποιος πιστεύει; ποιος πονάει κι αντέχει;

Ποιος λυγίζει και χάνεται;

Ποιος διψάει για ζωή κι αντιστέκεται;


Λεωφόρος νωπή

Χώμα υγρό, χώμα κόκκινο

Ο αόρατος φλοίσβος

όλο γράφει, όλο σβήνει

Κυματίζει φθινόπωρο

πιάνει ψύχρα τα βράδια


Πρωτοβρόχια με ψέματα

θα μας βρούνε στο δρόμο

Που πηγαίνουν οι σκέψεις γυμνές;

κι ο βοριάς; κι η πυξίδα;


Πολιορκία λερού αλατιού

οξειδώνει το διάφανο διάστημα

το γυαλί το θαμπό

που ολοένα θαμπώνει


Κυματίζει φθινόπωρο


Έχω ένα όνειρο...

Δεν είναι όνειρο ακριβώς

Είναι ταξίδι δέντρο χλωρό

και περιπέτεια φοβερή

Λιμάνι κι άνεμος μαζί

Τη μια συνείδηση την άλλη άγριο κύμα

Κυλάει στο στήθος μου ρευστό

και τη σκουριά του φόβου διαβρώνει


Έπιασε πάλι βρώμικη βροχή

Είχε νοτιά, πολύ νοτιά

το καλοκαίρι

Ύπνος ανήσυχος, σεντόνια ιδρωμένα.

Η λύτρωση άραγε, που κατοικεί

σε ποιο δρομάκι μένει;


Πόλη γκρεμίζεται, ψεύτικοι δρόμοι,

τρομάρας τρέμουλο κι ανατριχίλα

Πονάν τα κόκαλα,

μουδιάζει ο χρόνος

Κοίτα τα πόδια του πρησμένα

δεν κάνουν βήμα

Κάποια ανεπάρκεια σοβαρή θα πρέπει να 'ναι...


Κι όμως κυλάει

Κυλάει η μέρα, νύχτα πυκνή

Γδέρνει το δέρμα της πάνω στα σύρματα

Σπάει απ' το ψέμα το γυαλί, σύρτες κλειδώνουν


Γέρνουν οι άνθρωποι

Μέθη, ζαλάδα, θανάτου άρωμα

ελαφρύ για να μη φαίνεται

Ριπές εικόνων,

η όραση έκπληκτη τις καταπίνει

φιλμάκια γρήγορα

φαστ φουντ η σκέψη χωρίς συμπέρασμα

Δίκαιο ή άδικο

πολτός και λάσπη

Δεν ξεχωρίζονται


Κυλάει φθινόπωρο

Κίτρινοι δρόμοι μες τη βρώμικη βροχή...


Η λύτρωση άραγε

Σε ποιο σοκάκι αφώτιστο να μένει;


Λες πως αγάπησες πολύ...

Έτσι νομίζεις;

Μα τι είν' η αγάπη; Μήπως το ξέχασες;

Δεν είναι μάχη;

Δεν είναι πόλεμος

τρελός κι ατέλειωτος με ό,τι πονάει;

Δεν είναι όνειρο;

Δεν είναι πείσμα

να βρει κορμί ό,τι ερωτεύτηκες;

Σκέψου τι αρνιέσαι, σκέψου τι δέχεσαι


Λεωφόρος νωπή

Μούχλα υγρασία

και το χώμα σαπισμένο


Κύμα φθινόπωρο

φλοίσβος αόρατος

σβήνει και γράφει

σε ακτή απείρου


Σεπτέμβρης μήνας

Καιρός σποράς

Καινούργια αυλάκια ζητάει το χώμα

Ακούει κανείς;


Καιρός να αγκαλιαστούνε τα κορμιά

Μέσα στον κόκκινο ουρανό να δώσουν όρκο!

να βρει ο πόθος σώμα

κι ανάσα που να καίει

Να ερωτευτούμε απ' την αρχή αυτό τον άνεμο

που όλο γυρνάει και ρωτάει κι επιμένει

ποιος λέει παρών, ποιος αγαπάει

και ποιος αντέχει λάβα ονείρου στο κρασί του.



Καιρός καινούργιο σπέρμα να κυλήσει

Να του ανοίξουμε να μπει από παντού!

Κι η μήτρα η τρελή η διψασμένη

να το δεχτεί,

ν' αφήσει όλη τη λάσπη της

στις εκβολές των άστρων να πλυθεί

να καθαρίσει ο κόσμος


Να γαληνέψει η βροχή,

αιώνων λόγος,

πάνω στο δέρμα το χλωρό

να φτιάξει σπίτι.

Να βρει γωνιά να γεννηθεί

να σαρκωθεί το απίστευτο

Ζωή να γίνει,

κόσμος άλλος.


Ανθρώπων κόσμος!



.         .        . γιώργος σαρρής .       .         .           .

Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

Οκτάβιο Παζ-Η πέτρα του ήλιου και ...άλλα




O ΔΡΟΜΟΣ

Ειν’ ένας δρόμος μακρύς και σιωπηλός.

Βαδίζω στο σκοτάδι και παραπατώ και πέφτω

και σηκώνομαι και με πόδια τυφλά πατώ πέτρες βουβές
και ξερά φύλλα
και κάποιος πίσω μου κάνει το ίδιο:
αν σταματήσω, σταματάει

Αν τρέξω, τρέχει. Στρέφομαι κανείς.


Τα πάντα σκοτεινά και δίχως έξοδο
και στρίβω και ξαναστρίβω σε γωνιές που πάντα
βγάζουνε στο δρόμο
όπου κανένας δεν περιμένει, δε μ’ ακολουθεί
όπου εγώ ακολουθώ κάποιονε που παραπατά και που
σηκώνεται και λέει
βλέποντας- με: κανείς.






Ζωή μισοειδωμένη

Αστραπές ή ψάρια
μες στη νύχτα της θάλασσας
και πουλιά , αστραπές
μες στη νύχτα του δάσους .

Τα κόκαλά-μας αστραπές
μες στου κορμιού τη νύχτα
Τα πάντα , κόσμε , είναι νύχτα
κι είναι η ζωή αστραπή .


Εδώ

Τα βήματά μου σ' αυτό το δρόμο
Ηχούν
Σ' έναν άλλο δρόμο
Όπου
Ακούω τα βήματά μου
Να περνούν σ' αυτό το δρόμο
Όπου
Μονάχα η ομίχλη είν' αληθινή .


Αφή

Τα χέρια μου
Της ύπαρξής σου ανοίγουν τις κουρτίνες
Μ' άλλη γυμνότητα σε ντύνουν
Αποκαλύπτουν του κορμιού σου τα κορμιά
Τα χέρια μου
Αποκαλύπτουν άλλο κορμί για το κορμί σου .

Φιλία

Είναι η αναμενόμενη ώρα
Πέφτουνε πάνω στο τραπέζι
Ατέλειωτα
Της λάμπας τα μαλλιά
Η νύχτα αλλάζει το παράθυρο σε απεραντοσύνη
Κανείς δεν είν εδώ
Η ανώνυμη παρουσία με κυκλώνει .

(Μετάφρ: Αργύρης Χιόνης)


ΔΥΟ ΚΟΡΜΙΑ

Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε δυό κύματα,
ενώ ωκεανός είναι η νύχτα.
Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε δυό πέτρες
κι έρημη χώρα είναι η νύχτα.

Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε δεντρόριζες
μπερδεμένες μες σε μιά νύχτα.
Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε μαχαίρια
μέσα στο αστροπελέκι της νύχτας.

Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι αστέρια και πέφτουν μαζί
σε ουρανό που χάσκει ολόαδειος

Η ΠΕΤΡΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ


μια ιτιά κρυστάλλινη, μια υδρόεσσα λεύκα,
  ένα ανεμοδαρμένο σιντριβάνι,
  ένα δέντρο βαθύ που όμως χορεύει,
  το πέρασμα ενός ποταμού που ελίσσεται,
  μακραίνει, αναποδίζει, αλλάζει κοίτη
  και πάντα εκβάλλει:
            μία πορεία γαλήνια
  άστρου ή άνοιξης που δεν επείγει,
  νερό που με τα βλέφαρα κλεισμένα
  όλη τη νύχτα μαντικό αναβλύζει,
  μια ομόφωνη ροή κύμα το κύμα
  ώσπου να κρύψει η τρικυμία τα πάντα,
  μια πράσινη επικράτεια δίχως δύση
  όπως η λάμψη η άγρια των φτερούγων
  σαν ξεδιπλώνουν στ' ουρανού τη μέση,


  μία πορεία ανάμεσα απ' τις λόχμες
  των ημερών που θά 'ρθουν κι η μοιραία
  λάμψη της δυστυχίας σαν τραγούδι
  ενός πουλιού που απολιθώνει δάση
  και κείνες οι ευτυχίες απ' το μέλλον
  μες στα κλαδιά που ξεθωριάζουν,
  ώρες φωτός που ήδη πουλιά ραμφίζουν,
  οιωνοί που δραπετεύουν απ' τα χέρια,


  μια παρουσία σαν έξαφνο τραγούδι,
  σαν άνεμος που τραγουδά στις φλόγες,
  δυο μάτια που τον κόσμο μετεωρίζουν
  μ' όλα τα πέλαγα και τα βουνά του,
  σώμα από φως που φίλτραρε ο αχάτης,
  μηροί από φως, κοιλιά από φως, οι κόλποι,
  οι βράχοι του ήλιου, ένα κορμί στο χρώμα
  του σύννεφου, στο χρώμα άλτριας μέρας,
  η ώρα σπινθηρίζει, παίρνει σώμα,
  είναι ορατός στο σώμα σου ήδη ο κόσμος,
  διάφανος μες στη διαφάνειά σου [...]




  γραφή φωτιάς επάνω στον νεφρίτη,
  άνασσα των φιδιών, σχισμή στον βράχο,
  στήλη του ατμού, πηγή μέσ' απ' την πέτρα,
  αυλή του φεγγαριού, αετοράχη,
  σπέρμα γλυκάνισου, θανάτου αγκάθι
  ελάχιστο που δίνει αθάνατα άλγη,
  ποιμένισσα κοιλάδων υποβρύχιων,
  επόπτρια μες στην κοιλάδα του Άδη,
  λιάνα πιασμένη απ' τους γκρεμούς του ιλίγγου,
  φυτό που αναρριχάται όλο φαρμάκι,
  λουλούδι ανάστασης, ζωής σταφύλι,
  κυρά της αστραπής και της φλογέρας,
  βραγιά των γιασεμιών, στο τραύμα αλάτι,
  μπουκέτο ρόδα στον τουφεκισμένο,
  σελήνη της αγχόνης, χιόνι Αυγούστου,
  γραφή θαλάσσης πάνω στον βασάλτη,
  πάνω στην έρημο η γραφή του ανέμου,
  μια διαθήκη του ήλιου, ρόδι, στάχυ,


  όψη καμένη, καταφαγωμένη,
  όψη εφηβική, κατατρεγμένη,
  χρόνια φαντάσματα, κύκλιες ημέρες
  που σ' ίδια αυλή οδηγούν, στον ίδιο τοίχο,
  καίει η στιγμή, κι είναι μια όψη μόνο
  οι όψεις οι διαδοχικές της φλόγας,
  ένα όνομα όλα τα ονόματα είναι,
  όλα τα πρόσωπα είναι ένα μόνο,
  μονάχα μια στιγμή όλοι οι αιώνες,
  και πάντα στους αιώνες των αιώνων
  θα φράζουν του αύριο την οδό δυο μάτια,


  τίποτα εμπρός μου, μια στιγμή μονάχα
  ανακτημένη απόψε, ονειρεμένη
  πέρ' απ' του ονείρου τις μεικτές εικόνες,
  στ' όνειρο επάνω βίαια λαξεμένη,
  απ' το μηδέν βγαλμένη αυτής της νύχτας,
  με τα δικά μου χέρια αναστημένη
  γράμμα το γράμμα, ενώ έξω επείγει ο χρόνος
  και της ψυχής μου κρούει σκαιά τις πόρτες
  ο κόσμος με ωράριο σαρκοβόρο  [...]




  όλα μεταμορφώνονται, όλα αγιάζουν,
  κέντρο του κόσμου κάθε κάμαρα είναι,
  κάθε μια πρώτη νύχτα, πρώτη μέρα,
  γεννιέται ο κόσμος όταν δυο φιλιούνται,
  μια στάλα φως στα διάφανά μας σπλάχνα
  η κάμαρα σαν φρούτο μισανοίγει
  ή εκρήγνυται σαν σιωπηλό αστέρι
  κι οι νόμοι φαγωμένοι απ' τα ποντίκια,
  κάγκελλα τραπεζών, δεσμωτηρίων,
  συρματοπλέγματα, χάρτινες γρίλιες,
  τ' αγκάθια, τα κεντριά και οι σφραγίδες,
  το μονόχορδο κήρυγμα των όπλων,
  μελίρρυτοι σκορπιοί με πετραχήλι,
  ο τίγρης με το ημίψηλο που ηγείται
  του Ερυθρού Σταυρού ή των Χορτοφάγων,
  όνοι παιδαγωγοί κι εθνοπατέρες,
  κροκόδειλοι που κάνουν τους σωτήρες,
  ο Ηγέτης, το τσακάλι, ο εργολάβος
  του μέλλοντος, το ένστολο γουρούνι,
  ο υιός ο εκλεκτός της Εκκλησίας
  που πλένει μ' αγιασμό τα μαύρα δόντια
  κι ακούει μαθήματα αγγλικών κατ' οίκον
  ή και δημοκρατίας, αθέατοι τοίχοι
  και σάπιες προσωπίδες που χωρίζουν
  τον άνθρωπο απ' τους άλλους τους ανθρώπους,
  τον άνθρωπο απ' τον ίδιο,
               καταρρέουν
  σε μια αχανή στιγμή καθώς για λίγο
  νιώθουμε τη χαμένη ενότητά μας,
  τη δόξα και την ερημιά του ανθρώπου
  που θάνατο, ήλιο και ψωμί μοιράζει,
  το ξεχασμένο σάστισμα πως ζούμε  [...]

(μετάφρ.: Κ.Κουτσουρέλης)

Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Το Σύνταγμα της Hδονής - Κ.Καβάφης



Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας· όταν ριγούν και τρέμουν αι αισθήσεις, άφρων και ασεβής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρατείαν, την βαίνουσαν επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών.
Όλοι οι νόμοι της ηθικής - κακώς νοημένοι, κακώς εφαρμοζόμενοι - είναι μηδέν και δεν ημπορούν να σταθούν ουδέ στιγμήν, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
Mη αφήσης καμίαν σκιεράν αρετήν να σε βαστάξη. Mη πιστεύης ότι καμία υποχρέωσις σε δένει. Tο χρέος σου είναι να ενδίδης, να ενδίδης πάντοτε εις τας Eπιθυμίας, που είναι τα τελειότατα πλάσματα των τελείων θεών. Tο χρέος σου είναι να καταταχθής πιστός στρατιώτης, με απλότητα καρδίας, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου και πλανάσαι με θεωρίας δικαιοσύνης, με τας περί αμοιβής προλήψεις της κακώς καμωμένης κοινωνίας. Mη λέγης, Tόσον αξίζει ο κόπος μου και τόσον οφείλω να απολαύσω. Όπως η ζωή είναι κληρονομία και δεν έκαμες τίποτε δια να την κερδίσης ως αμοιβήν, ούτω κληρονομία πρέπει να είναι και η Hδονή. Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου· αλλά κράτει τα παράθυρα ανοικτά, ολοάνοικτα, δια να ακούσης τους πρώτους ήχους της διαβάσεως των στρατιωτών, όταν φθάνη το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
Mη απατηθής από τους βλασφήμους όσοι σε λέγουν ότι η υπηρεσία είναι επικίνδυνος και επίπονος. H υπηρεσία της ηδονής είναι χαρά διαρκής. Σε εξαντλεί, αλλά σε εξαντλεί με θεσπεσίας μέθας. Kαι επί τέλους όταν πέσης εις τον δρόμον, και τότε είναι η τύχη σου ζηλευτή. Όταν περάση η κηδεία σου, αι Mορφαί τας οποίας έπλασαν αι επιθυμίαι σου θα ρίψουν λείρια και ρόδα λευκά επί του φερέτρου σου, θα σε σηκώσουν εις τους ώμους των έφηβοι Θεοί του Oλύμπου, και θα σε θάψουν εις το Kοιμητήριον του Iδεώδους όπου ασπρίζουν τα μαυσωλεία της ποιήσεως.

Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Federico García Lorca 3 ποιήματα



Τα χέρια μου αν μπορούσαν να μαδήσουν


Τ’ όνομά σου προφέρω
μες στις σκοτεινές νύχτες,
σαν έρχονται τ’ αστέρια
να πιούνε στο φεγγάρι
και τα κλαδιά κοιμούνται
των κούφιων φυλλωμάτων.
Νιώθω, μ’ έχει κοιλώσει
η μουσική και το πάθος.
Ρολόι τρελό, που ψάλλει
ώρες νεκρές, αρχαίες.

Τ’ όνομά σου προφέρω
τη σκοτεινή τούτη νύχτα
και μου ηχεί τ’ όνομά σου
μακρινό όσο ποτέ.
Μακρινότερο απ’ όλα
τ’ άστρα και θρηνώδες
κι από βροχή γαλήνια.

Θα σε θέλω, όπως τότε,
καμιά φορά; Ποιο λάθος
έχει η καρδιά μου κάνει;
Αν διαλύεται η καταχνιά,
άραγε, ποιο άλλο πάθος
με περιμένει; Θα ‘ναι
ήρεμο κι αγνό, τάχα;
Αχ, αν τα δάχτυλά μου
μπορούσαν να μαδήσουν
ετούτο το φεγγάρι!

Πληγές της αγάπης

Αυτό το φως, τούτη η φωτιά που κατατρώει,
τούτο το σταχτί τοπίο που με τυλίγει,
τούτος ο πόνος για μια και μόνη ιδέα,
τούτη η αγωνία τ’ουρανού,του κόσμου, της ώρας..


Τούτος ο θρήνος του αίματος που στολίζει
λύρα δίχως παλμό πια, φευγαλέο δαυλό
τούτο το βάρος της θάλασσας που με χτυπά
τούτος ο σκορπιός που μου φωλιάζει στο στήθος

Είναι στεφάνι του έρωτα,κλινάρι πληγωμένου
όπου δίχως ύπνο ονειρεύομαι την παρουσία σου
μέσα στο ρημαδιό του στήθους μου βουλιαγμένο

Και μόλο που ψάχνω την καμπύλη της φρόνησης
μου προσφέρει η καρδιά σου κοιλάδα απλωμένη
με φαρμάκι και πάθος γνώσης πικρής...



Νύχτα του άγρυπνου έρωτα


Νύχτα πάνω από τους δυο με πανσέληνο,
εγώ βάλθηκα να κλαίω κι εσύ γελούσες,
Η καταφρόνια σου ήταν ένας θεός, τα δικά μου παράνομα
στιγμές και περιστέρια αλυσοδεμένα..

Νύχτα κάτω από τους δυο.Κρύσταλλο οδύνης,
έκλαιγες εσύ από βάθη απόμακρα
Ο πόνος μου ήταν ένας σωρός από αγωνίες
πάνω στην αδύναμη καρδιά σου από άμμο..

Η αυγή μας έσμιξε πάνω στο κρεβάτι
τα στόματα βαλμένα πάνω στο παγωμένο συντριβάνι
του αίματος τ’αστείρευτου που χύνεται..

Κι ο ήλιος μπήκε απ’το κλειστό μπαλκόνι
και το κοράλλι της ζωής άπλωσε το κλαδί του
πάνω στην καρδιά μου τη σαβανωμένη..