Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Ο άγνωστος Βάρναλης


( το ρεπορτάζ του «Σφυροδρέπανου» από την παρουσίαση του βιβλίου «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του», που έγινε τη Δευτέρα 17 Δεκέμβρη 2012 στην Αθήνα (στην αίθουσα εκδηλώσεων του ΕΔΟΕΑΠ). Εδώ μπορεί να διαβάσει κανείς και τα σχόλια στην ανάρτηση του Σφυροδρέπανου.)







Χτες το βράδυ η κε του μπλοκ βρέθηκε στην αίθουσα των εκδηλώσεων του εδοεαπ, (του ταμείου των δημοσιογράφων), για την ανοιχτή παρουσίαση του βιβλίου του ηρακλή κακαβάνη για τον άγνωστο βάρναλη (και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του) από τις εκδόσεις εντός. Είχε προηγηθεί πριν μερικές μέρες μια «κλειστή» παρουσίαση του βιβλίου σε δημοσιογράφους καιblogger και η ανταπόκριση της κε του μπλοκ, που μπορείτε να θυμηθείτε εδώ.
Η απόφασή μου να ξαναγράψω για το ίδιο θέμα μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, δεν είναι γιατί ξεμείναμε από θέματα. Αλλά αφενός για να τιμήσει τη μνήμη του ποιητή και τη συμπλήρωση 38 χρόνων από το θάνατό του, αφετέρου γιατί αυτή η εκδήλωση δεν επανέλαβε όσα ειπώθηκαν στην προηγούμενη, αλλά ήρθε να προσθέσει πολλά και ουσιαστικά πράγματα.


Ρόλο συντονιστή είχε η συνάδελφος του ηρακλή στο ριζοσπάστη, σοφία αδαμίδου, που είπε στο άνοιγμα ότι το βιβλίο που θα παρουσιαστεί είναι από αυτά που ζηλεύει κανείς και θα ήθελε να τα έχει γράψει ο ίδιος. Ακολούθησε ο χαιρετισμός εκ μέρους του δσ του εδοεαπ, από ένα μέλος του και προσωπικό φίλο του ηρακλή, που ανέφερε και «το τρίτο μέλος της παρέας», τον δημοσιογράφο γιώργο πετρόπουλο, με την καθοριστική συμβολή στη συγγραφή του βιβλίου. Κι η δραματοποίηση του σατιρικού διαλόγου του βάρναλη «λόγια και πράξις», από τους ηθοποιούς στέλιο γεράνη κι εύα βάρσου.


Πρώτος μίλησε ο χρήστος αλεξίου, ακαδημαϊκός κι υπεύθυνος του περιοδικού θέματα λογοτεχνίας. Ο οποίος διηγήθηκε την πρώτη του επαφή με την ποίηση του βάρναλη –στην περιοχή της θεσσαλίας με μια ανταρτοεπονίτικη ομάδα, που ήταν χρεωμένη και με την πολιτιστική δουλειά, με τον 13χρονο τότε αλεξίου να ερωτεύεται κεραυνοβόλα τα ποιήματα που άκουσε και να ακολουθεί στο βουνό την ομάδα, που γυρνούσε από χωριό σε χωριό. Καθώς και τη γνωριμία του με τον ίδιο τον ποιητή –όταν κατέφυγε στην αθήνα κυνηγημένος από τους σούρληδες, το 47’, και μέσω του κορδάτου και του συλλόγου «οι φίλοι του βιβλίου» συνάντησε το βάρναλη σε ένα βιβλιοπωλείο, γωνία ακαδημίας και ιπποκράτους, κρατώντας ένα ρίζο της δευτέρας για να τον αναγνωρίσει ο ποιητής. Αλλά έμεινε αποσβολωμένος, γιατί είχε πλάσει στη φαντασία του το βάρναλη ψηλό και μαυριδερό. Κι αυτός βάζοντας το χέρι του πίσω απ’ το αυτί του, το ρώτησε: τι, δε σου γεμίζω το μάτι;


Μας διηγήθηκε επίσης ένα ακόμα περιστατικό από τις διαλέξεις του τόμσον στην αθήνα, το 61’, όπου ένας συντηρητικός ακαδημαϊκός αντέδρασε και ξέσπασε, «αυτά είναι μαρξιστικές ανοησίες, όχι επιστήμη», για να εισπράξει την πληρωμένη απάντηση του βάρναλη: άι να χαθείς γάιδαρε, είσαι και καθηγητής πανεπιστημίου!


Ως καθηγητής πανεπιστημίου στο μπέρμιγχαμ, ο αλεξίου ήταν εποπτεύων στην πρώτη διδακτορική διατριβή σχετικά με τον ποιητή (από τη θεανώ μιχαηλίδη που ανέλαβε αργότερα την ευθύνη του αρχείου βάρναλη) κι είναι σε θέση να (ανα)γνωρίζει τη σημασία και το κενό στη βιβλιογραφία που έρχεται να καλύψει το έργο του ηρακλή, καθώς και τη σπουδαιότητα του επιστημονικού συνεδρίου που έγινε πέρσι στην έδρα της κε, στον περισσό. Όπως επίσης και την άγνοια (εξ ου και άγνωστος βάρναλης, όπως αναφέρεται στον τίτλο) για τα σύμβολα στο έργο του ποιητή –τι είναι ο χριστός; Τι είναι ο προμηθέας; Η μάνα γη, κτλ. Ο οδηγητής πάντως είναι ο λένιν, όπως μάθαμε προς το τέλος, κατά την απαγγελία του ομώνυμου ποιήματος.


Ενδιάμεσα ο αλεξίου μας έδωσε μερικά παραδείγματα, ενδεικτικά για τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του στοχαστή βάρναλη. Ο οποίος θαύμαζε κι αγαπούσε τον παλαμά, αλλά όταν ο τελευταίος έγραψε σε ένα ποιήμά του για τους «λύκους-μπολσεβίκους», δε δίστασε να του δώσει μια σκληρή απάντηση «σπαράζουν τους μωρούς ποιητές οι λύκοι», για να την αφαιρέσει αργότερα από τις επόμενες εκδόσεις του ποιήματος. Ενώ αντίστοιχες κριτικές είχε ασκήσει και σε προσωπικότητες όπως ο δελμούζος κι ο τριανταφυλλίδης, που επίσης εκτιμούσε βαθύτατα.


Εάν ο αλεξίου δεν πρόλαβε να γράψει κάτι εισηγητικά για την περίσταση, και ζήτησε την κατανόησή μας για αυτό (!), ο νίκος σαραντάκοςφάνηκε αντιθέτως να μην προλαβαίνει να μας διαβάσει ολόκληρη την εκτενή εισήγηση που ‘χε γράψει για το βιβλίο, το οποίο είχε διαβάσει σε διάφορες μορφές, κατά τη συγγραφή του ακόμα, συμβάλλοντας σημαντικά στην ολοκλήρωσή του. Ελπίζω η περιληπτική απόδοση όσων είπε βάση σημειώσεων που μπόρεσα να κρατήσω, να μην αδικήσει το λόγο του, που ήταν πυκνός και χειμμαρώδης ως προς τη ροή του.


Αρχικά καταπιάστηκε με το ερώτημα που βάζει ο ηρακλής στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του: γιατί κάποια από τα ποιήματά του ο βάρναλης, ενώ τα δημοσίευσε στον καιρό τους, δεν τα συμπεριέλαβε στις συλλογές ποιημάτων που εξέδωσε; Αναφέρθηκε σε ένα χρονογράφημα του βάρναλη στην πρωία (οι καταλοιποθήραι), όπου καταφέρεται ενάντια στους τυμβωρύχους (αν όχι εμπόρους) του πνεύματος που σκαλίζουν τα οστεοφυλάκια των νεκρών ποιητών, για να βρουν ό,τι να ‘ναι και να το δημοσιέψουν (ατελή κι ανέκδοτα ή πρωτόλεια ποιήματα που δε συμπεριλήφθηκαν στις οριστικές συλλογές τους). Αλλά [αναφέρθηκε] και στον αντίλογο που λέει ότι ο ίδιος ο βάρναλης είχε εμπνευστεί μια απάντηση σε ένα καβαφικό ποίημα, το οποίο δημοσιεύτηκε μόλις το 63’ (30 χρόνια μετά το θάνατό του). Κι ότι με αυτό το σκεπτικό δεν θα είχαμε σήμερα σημαντικά έργα του κάφκα –όπως τη δίκη, και τον πύργο- ο οποίος είχε ζητήσει στη διαθήκη του να καούν τα χειρόγραφά του –αλλά ευτυχώς δεν εισακούστηκε από το φίλο του, που είχε αναλάβει να την εκτελέσει.


Ο σαραντάκος είπε επίσης ότι πολλές ενότητες του βιβλίου θα μπορούσαν να σταθούν ξεχωριστά ως αυτοτελείς μονογραφίες, όπως πχ το κεφάλαιο για την εξορία, για την οποία ο βάρναλης είχε γράψει τις αναμνήσεις του σε μια μαρτυρία, που προοριζόταν να δημοσιευτεί στο ριζοσπάστη, αλλά το χειρόγραφο κάηκε με τη δικτατορία του μεταξά και χάθηκε. Μίλησε για την υποδειγματική ανάλυση των μαρασλειακών από το συγγραφέα, σε αντίθεση πχ με την προσέγγιση της ρεπούση που επικεντρώνει την ανάλυση των αιτιών αποκλειστικά στη ρόζα ιμβριώτη και το χτύπημα του φεμινισμού, αποσιωπώντας τη δίωξη του κώστα βάρναλη, που προηγήθηκε χρονικά.


Μίλησε ακόμα για την ιδιαίτερη γλώσσα και τον ψυχαρικό λόγο του βάρναλη, που δεν έχει τοπικούς αλλά πανελλήνιους ιδιωματισμούς, και για τις διάφορες κατηγορίες ποιημάτων του –πρωτόλεια, καταγραμμένα εκτός απάντων, αθησαύριστα κι ατελή, όπως το όχι του λαού, όπου ο ποιητής είχε σημειώσει στο χειρόγραφο ένα «ΟΧΙ», που κανείς δεν γνώριζε με σιγουριά αν αναφερόταν στον τίτλο του ποιήματος ή απέρριπτε έτσι τη δημοσίευσή του.


Επισήμανε επίσης το παράδοξο να έχουν εκδοθεί τα άπαντα ωραιότατων αλλά λιγότερο σημαντικών ποιητών από το βάρναλη, για το οποίο ευθύνεται εν μέρει κι ο ίδιος ο ποιητής, εξαιτίας της τελειομανίας του, καθώς τα αναδημοσίευε με το σταγονόμετρο, ή τα ξαναδούλευε όσο σήκωναν –γι’ αυτό κι ο ίδιος έλεγε ότι δε θυμόταν απέξω κανένα ποιήμά του. Και κατά μία άλλη εκδοχή –που δε βρίσκει σύμφωνο τον ηρακλή-εξαιτίας του φόβου του για τυχόν διώξεις, ή μη τυχόν δημοσιευτούν πρωτόλεια ποιήματά του, πχ αυτά που έστειλε κάποτε στον παλαμά.


Στο τέλος ο σαραντάκος χαρακτήρισε τον μ. παπαϊωάννου ως τον κορυφαίο σύγχρονο βαρναλιστή, αυτολογοκρίθηκε στα σημεία που δεν είχε προλάβει να αναπτύξει (ιδεολογική αντιπαράθεση με ιδεαλισμό, αθεϊκά, δίκη λουντέμη) και έκλεισε με ένα σχόλιο αναγνώστη από το ιστολόγιό του, που άφησε ο σφος οικοδόμος.


Στη συνέχεια ακολούθησε μια πολύ ιδιαίτερη και συγκινητική εισηγητική τοποθέτηση από την ποιήτρια σοφία κολοτούρου, που έχει υποστεί πλήρη απώλεια της ακοής της –κάτι που έχει επηρεάσει αναπόφευκτα και την εκφορά του λόγου της. Παράλληλα όμως είχε ένα ιδιαίτερο κοινό γνώρισμα με το βάρναλη, που ήταν βαρήκοος, και ανέπτυξε αυτό ακριβώς το θέμα των ήχων στο έργο του ποιητή, μιλώντας μεταξύ άλλων για τη δύναμη που έχουν οι ποιητές να αφουγκράζονται τον κόσμο γύρω τους, ακόμα κι όταν δεν ακούνε.


Η σκυτάλη πέρασε στον καζάκο, που αναρωτήθηκε φωναχτά «εμένα τώρα γιατί με φώναξαν;», αλλά όπως είπε στο κλείσιμο κι ο ηρακλής δεν υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε να μεταδώσει καλύτερα, με τέτοια αμεσότητα τα μηνύματα της ποίησης του βάρναλη.
Στην αρχή διηγήθηκε την πρώτη του συνάντηση με τον ποιητή, σε ένα κουτούκι στην πλάκα, μαζί με άλλους συμφοιτητές του από τη θεατρική σχολή, όπου ο βάρναλης τους ζήτησε να του πουν απέξω κάποιο ποίημά του, κι αυτοί του απήγγειλαν τους μοιραίους. Καθώς και μια άλλη συνάντηση, στο πατάρι του λουμίδη, όπου τον χαιρετούσαν με σεβασμό κι αυτός τους έλεγε: μην προσκυνάτε βρε, και σας μείνει κουσούρι.


Μας διηγήθηκε επίσης ένα επεισόδιο από τη συμμετοχή του σε μια επιτροπή του υπουργείου πολιτισμού,στα μέσα της δεκαετίας του 80’, όπου έκοψαν σύσσωμη μια τάξη τελειόφοιτων, γιατί δεν ήξερε κανείς τους τίποτα για το βάρναλη. Κι έτσι δημιουργήθηκε πολιτικό θέμα, με τη μελίνα να πιέζει την επιτροπή να ανακαλέσει και να την εξαναγκάζει ουσιαστικά σε παρίατηση.


Ενώ στη συνέχεια –χωρίς να νιώθει ότι ξεφεύγει από την ουσία του θέματος- μίλησε: για την απέχθειά του προς τη φιλολογία της ήττας, των αγώνων και της αριστεράς, και κατά συνέπεια τους «ποιητές και τους καλλιτέχνες της ήττας». Για τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης, την ενότητα και πάλη των αντιθέτων. Και για το κίνημα, που αναπτύσσεται ασταμάτητα από αυτή την αντίθεση και μπορεί να γονατίζει, αλλά δε σταματά, ούτε πισωγυρίζει. Μίλησε επίσης για το δσε, που είναι πηγή περηφάνιας, κι όχι ήττα, επειδή έχασε από έναν πάνοπλο στρατό, που ενισχύθηκε από άγγλους, αμερικανούς και τα κέρατά τους... Αλλά και για την ελπίδα που είναι μόνο για τους πεθαμένους, που ελπίζουν στην κρίση της δευτέρας παρουσίας και όχι για τους ζωντανούς [–τι είναι ελπίδα; Τρώγεται αυτό το πράγμα;] που δεν πρέπει να ελπίζουν, αλλά να δρουν. Τώρα αντιθέτως έχουμε ένα εμπόριο ελπίδας, που συν τοις άλλοις είναι και κάλπικες.
Άλλο όμως να στα περιγράφει κανείς όλα αυτά κι άλλο να τα βλέπεις ζωντανά, με το ύφος και την παραστατικότητα του καζάκου.


Ο γιώργος σαρρής τέλος στάθηκε στην «τρομερή σύνθεση του πάνελ», όπου ένιωσε να κυλάει πηχτή δίπλα του η ιστορία, και είπε ότι σήμερα δεν έχουμε ανάγκη από περισσότερο βάρναλη, αλλά από περισσότερη βαρναλική ουσία, με το βιβλίο του ηρακλή να βάζει ένα μικρό τουβλάκι σε αυτήν την κατεύθυνση. Στο τέλος της εκδήλωσης τραγούδησε με την κιθάρα του δυο μελοποιημένα τραγούδια του βάρναλη, ενώ αργότερα έδωσε το «παρών» και στη συνεστίαση της αχτίδας καλλιτεχνών του κκε, ολοκληρώνοντας ένα γεμάτο πρόγραμμα.


Ενδιάμεσα είχαμε την απαγγελία ποιημάτων από τον χρήστο αλεξίου κι από το μακρονησιώτη συγγραφέα σωτήρη κράνια, που «πέτυχαν» αρκετά καλά και τη φωνή του μπαρμπα-βάρναλη. Καθώς και το κλείσιμο του συγγραφέα, στο οποίο ο ηρακλής στάθηκε στις ελάχιστες αναφορές που υπήρχαν στον τύπο και το διαδίκτυο για την επέτειο θανάτου του κώστα βάρναλη –μεταξύ των οποίων και η χυδαία δημόσια τοποθέτηση της χρυσής αυγής για το «κτήνος της βουλγαροφροσύνης». Μίλησε επίσης για τις επίσης ελάχιστες αναφορές των σχολικών βιβλίων στο έργο του ποιητή και έκανε ειδική μνεία στα δυο ντοκιμαντέρ της κρατικής τηλεόρασης –εκ των οποίων το ένα προβλήθηκε προχθές βράδυ στην ετ1- που είναι αξιόλογα και με πολύ καλή προσέγγιση στο έργο του βάρναλη, αλλά του ασκούσαν παράλληλα άδικη κριτική, γιατί τάχα ήταν υπερβολικά αισιόδοξος, με μια σχηματική ιδεολογική γραμμή της πάλης του καλού με το κακό, ενώ το έργο του είχε υπερβολικό ιδεολογικό φορτίο...


Επί τη ευκαιρία αναφέρθηκε και στο σχετικό ντοκιμαντέρ που επιμελήθηκε η σοφία αδαμίδου –που προβλήθηκε πρόσφατα από την τηλεόραση του 902- αλλά δυστυχώς δε μπορέσαμε να το παρακολουθήσουμε εξαιτίας ενός τεχνικού προβλήματος, όπως εξάλλου και ένα άλλο σύντομο βιντεάκι με στιγμιότυπα από την κηδεία του ποιητή.
Σε κάθε περίπτωση όμως φεύγοντας από την εκδήλωση για τον άγνωστο βάρναλη, νιώθαμε ότι γνωρίζαμε πολύ καλύτερα το έργο του και πως δε μας ήταν πλέον τόσο άγνωστος. Κι αυτή είναι η πραγματική αξία του βιβλίου του ηρακλή κακαβάνη.

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ -ΑΓΓ. ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ



Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογώνι της καινούργιας Λευτεριάς Σου Ελλάδα,

μου αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή, σα να ’ταν 
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα 
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου
όπου χρόνια,
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους λογισμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα 
στης Έφεσος το Ναό·
γιγάντιες σκέψες
σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα
σε μυθικόν ηλιοβασίλεμα
άναβαν στο νου μου,
τι όλη μου καίγονταν μονομιά  η ζωή
στην έγνια της καινούργιας Λευτεριάς σου Ελλάδα!

Γι’ αυτό δεν είπα: 
Τούτο είναι το φως της νεκρικής πυράς μου.
Δαυλός της Ιστορίας Σου, έκραξα, είμαι,
και να, ας καεί σα δάδα το έρμο μου κουφάρι,
καταβολάδα του Εμπυραίου,
με την δάδα τούτην, 
ορθός πορεύοντας ως με την ύστερη ώρα, 
όλες να φέξουν τέλος, τις γωνιές της Οικουμένης
ν’ ανοίξω δρόμο στην ψυχή, στο πνέμμα, στο κορμί Σου, Ελλάδα!

Είπα κι εβάδισα 
κρατώντας τ’ αναμμένο μου συκώτι
στο Καύκασό Σου
και το κάθε πάτημά μου
ήταν το πρώτο, κι ήταν, θάρρευα, το τελευταίο
τι το γυμνό μου πόδι επάτει μέσα στα αίματά Σου
τι το γυμνό μου πόδι εσκόνταβε στα πτώματά Σου
γιατί το σώμα, η όψη μου, όλο μου το πνέμμα
καθρεφτιζόταν σα σε λίμνη, μέσα στα αίματά Σου.

Εκεί, σε τέτοιον άλικο καθρέφτη, Ελλάδα,
καθρέφτη απύθμενο, καθρέφτη της αβύσσου
της Λευτεριά Σου και της δίψας Σου, είδα τον εαυτό μου
βαρύ από κοκκινόχωμα πηλό πλασμένο, 
καινούργιο Αδάμ της πιο καινούριας πλάσης 
όπου να πλάσουμε για Σένα μέλλει, Ελλάδα!

Κ’ είπα: 
Το ξέρω, ναι, το ξέρω, που κ’ οι θεοί Σου 
οι Ολύμπιοι, χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο, 
γιατί τους θάψαμε βαθιά-βαθιά να μην τους βρουν οι ξένοι. 
Και το θεμέλιο διπλοστέριωσε, κι ετριπλοστέριωσε όλο, 
μ’ όσα οι οχτροί μας κόκαλα σωριάσανε από πάνω. 
Κι ακόμη ξέρω, πως για τις σπονδές και το τάμα 
του νέου Ναού π’ ονειρευτήκαμε για Σένα Ελλάδα,
μέρες και νύχτες, τόσα αδέλφια σφάχτηκαν ανάμεσό τους
όσα δε σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα!

Μοίρα· κ’ η μοίρα Σου ως τα τρίσβαθα δική μου!
Κι απ’ την Αγάπη, απ’ τη μεγάλη δημιουργόν Αγάπη,
να που η ψυχή μου εσκλήρυνεν, εσκλήρυνε και μπαίνει
ακέρια πια μέσα στη λάσπη και μες στο αίμα Σου να πλάσει 
τη νέα καρδιά που χρειάζεται στο νιο Σου αγώνα Ελλάδα!
Τη νέα καρδιά που κιόλας έκλεισα μέσα στα στήθη,
και κράζω σήμερα μ’ αυτή προς τους Συντρόφους όλους:

«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,
ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Tι ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!»

"Ομπρός, οι δημιουργοί... Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με και μένανε αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα!
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!
Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση
δικέφαλος αητός κι απάνω μου τινάζει
τις φτέρουγές του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στη ψυχή μου
και το μακρά και το σιμά για με πια είν' ένα!
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός συντρόφοι
βοηθάτε να σηκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμμα!

Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι.
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου!
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια,
τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη.
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο της ζωής να γένει,
και η Άμπελό μας ν’ απλωθεί ως τα πέρατα της Οικουμένης.

Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος.
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα,
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμμα!»

Έτσι σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογόνι της καινούριας λευτεριάς Σου, Ελλάδα, 

αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου, ως να ’ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου, όπου, χρόνια
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους στοχασμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το ναό, ως σας έκραζα, συντρόφοι!



Το Πνευματικό Εμβατήριο δημοσιεύτηκε στο 3ο τεύχος του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα», στις 19.5.1945. Συνοδεύεται από σημείωμα του ποιητή, που λέει: «Είχα μόλις απαντήσει στην προχθεσινή συνέντευξη, όταν αυτή η ίδια μώγινε άξαφνα αφορμή για τη μετάβασή μου, πάνω στο ίδιο θέμα, στην ολοκληρωμένη μορφή του Ποιητικού Λόγου που δίνω παρακάτου». Πράγματι, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού είχε δημοσιευτεί συνέντευξη με τον Σικελιανό με θέμα την «πνευματική Ελλάδα εμπρός στο δράμα της Κατοχής».Στο Διαδίκτυο κυκλοφορεί το ποίημα, αλλά σε κείμενο που φαίνεται να βασίζεται στη μελοποίηση Θεοδωράκη, που παραλείπει μερικές λέξεις σε σχέση με τη μορφή που βρήκα στο περιοδικό. Επίσης, το κείμενο που κυκλοφορεί έχει ευπρεπιστεί γλωσσικά σε μερικά σημεία· ο Σικελιανός έγραφε «σκέψες, πνέμμα, η άμπελο», όχι «σκέψεις, πνεύμα, η άμπελος» της σημερινής, μετά την ήττα, δημοτικής. Διόρθωσα σε μερικά σημεία την ορθογραφία (π.χ. το φωτογόνι το έκανα φωτογώνι).


(από το ιστολογιο του Ν.Σαραντάκου)

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Pierre Reverdy (1889-1960), 5 Ποιήματα



ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ

Το παράθυρο
Μια τρύπα ζωντανή όπου χτυπά η αστραπή
Γεμάτη ανυπομονησία
Δεν ξέρουμε πια αν είναι νύχτα
Το σπίτι τρέμει
Η φωνή που τραγουδά θα σωπάσει
Είμαστε πολύ κοντά
Αυτός που ψάχνει
Πιο μεγάλος από αυτό που ψάχνει
Και αυτό είναι όλα
Να είσαι
Κάτω απ’ τον ανοιχτό ουρανό
Ραγισμένος
Φωτεινός εκεί όπου η αναπνοή έχει απομείνει
Κρεμασμένη

*

ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΠΟΥ ΞΕΦΥΓΕ

Το αστέρι είναι μες στη λάμπα

Το χέρι
βαστάει τη νύχτα
από μια κλωστή

Ο ουρανός
έχει ξαπλώσει
στ’ αγκάθια
Σταγόνες αίμα
χτυπούν με θόρυβο πάνω στ’ αγκάθια

Και ο βραδινός αέρας
βγαίνει από ένα στήθος


*
ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ

Είμαστε δύο
Ακολουθώντας την ίδια γραμμή
Μέσα στους μαιάνδρους της νύχτας
Δύο στόματα που δε συναντιούνται
Ένας θόρυβος βημάτων
Ένα ελαφρύ κορμί γλιστρά προς το άλλο
Μια πόρτα τρέμει
Ένα χέρι προβάλει
Θα θέλαμε ν’ ανοίξουμε
Η φωτεινή ακτίνα στέκεται όρθια
Εκεί μπροστά μου
Και είναι η φωτιά που μας χωρίζει
Μέσα στη σκιά όπου σαστίζει το προφίλ σου
Ένα λεπτό χωρίς να αναπνεύσεις
Η ανάσα σου περνώντας μ’ έχει κάψει .

*

OYΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ

Κάτω απ’την αψίδα των ασυγκράτητων νεφών
Στο θόρυβο των φωνών που εγκαταλείπονται
Πάνω στα άσπρα πεζοδρόμια και οι τροχιές
Ανάμεσα απ’ τα κλαδιά του χρόνου
Κοίταξα να περνά η σκιά σου
Μόνη μέσα από τα σκοτεινά σημεία
Οι γραμμές του κινητού φωτός
Διαφανές στις αντανακλάσεις από ψεύτικες προθήκες
Και πήγαινε και πήγαινε

Ποτέ δεν περπάτησες τόσο γρήγορα
Θυμόμουν τη μορφή σου
Όμως ήταν πολύ μικρή
Κι ύστερα κοίταξα αλλού
Όμως για να σε ξαναβρώ ακόμα
Μέσα στην ηχώ της μέρας που κυλούσε μες
στη μνήμη μου

Κλωστές από αναμνήσεις κρέμονται πάνω στα κλαδιά
Φύλλα μες στο γαλάζιο αέρα πετούν αντίθετα
στο ρεύμα
Ένα ρυάκι με αίμα διαυγές γλιστρά κάτω απ’ την
πέτρα
Τα δάκρυα και η βροχή πάνω στο ίδιο στυπόχαρτο
Ύστερα όλα ανακατεύονται στο χτύπημα πάνω
σε βάτα πιο παχιά
Μέσα στο κουβάρι της τύχης η καρδιά χάνει
το δρόμο της
Πάντα ο ίδιος που σταματά
Πάντα ο ίδιος που ξαναγυρίζει

Ο ήλιος έσβηνε
Κοιτούσα πιο μακριά
Τα ίχνη των βημάτων σου κεντούσαν τη σκόνη
με χρυσάφι
Κι όλα που δεν ήταν πια εκεί
Μέσα στις φλόγες του απογεύματος
Που καταβρόχθιζαν τη γη



ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟΣ

Το βράδυ περπατά ανάμεσα στη βροχή και το νυχτερινό κίνδυνο την ασχημάτιστη σκιά του και όλα αυτά που τον έχουν πικράνει.
Στην πρώτη συνάντηση τρέμει – πού να καταφύγει μπρος στην απελπισία;
Ένα πλήθος πλανιέται μέσα στον άνεμο που βασανίζει τα κλαδιά και ο Κύριος του ουρανού τον παρακολουθεί με ένα μάτι τρομερό.
Μια επιγραφή τρίζει – o φόβος. Μια πόρτα κουνιέται και το παντζούρι από ψηλά χτυπά πάνω στον τοίχο τρέχει και οι φτερούγες που κουβαλούν το μαύρο άγγελο τον εγκαταλείπουν.
Και μετά, μέσα σε διαδρόμους χωρίς τέλος μέσα σε κάμπους έρημους της νύχτας, όπου σκοντάφτει το πνεύμα, απροσδόκητες φωνές διαπερνούν τα χωρίσματα, ιδέες κακοχτισμένες κλονίζονται, οι καμπάνες του αμφίβολου θανάτου χτυπούν.

(επιλογή από το poiein.gr)

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Στο Συμπλέκτη στο Γκάζι-Για τα βράδυα της παρέας

Για τα βράδυα της παρέας με όλα τα τραγούδια που τραγουδάμε με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι.
Βόλτα στο ελληνικό τραγούδι, από τον Ακη Πάνου και τον Τσιτσάνη μέχρι το Μαχαιρίτσα, το Σαββόπουλο και  το Μάνο Λοίζο.
Μαζι και τα όποια καλά δικά μου θυμηθούμε όλοι μαζί.


Μαζί με την Ευδοκία Δαμιανού, το Γιώργο Τζώρτζη και το Γιώργο Γιαννόπουλο.

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

«Όχι με λόγια, μ’ έργα τ’ Άδικο πολέμα!»


http://kostas-varnalis-poiimata.blogspot.gr/


Τριάντα οκτώ χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το θάνατο του ποιητή Κώστα Βάρναλη.
Ο Κ. Βάρναλης είναι ένας από τους σημαντικότερους στρατευμένους στα κομμουνιστικά ιδανικά ποιητές. Ο πρώτος που καθιέρωσε στη χώρα μας την επαναστατική ποίηση. Αρκετά ποιήματά του τραγουδήθηκαν και αγαπήθηκαν από το λαό, απαγγέλθηκαν από εργάτες, μπήκαν σε λαϊκά σπίτια.
Διαχρονικός και επίκαιρος. Ο Προμηθέας του λέει: «Τόσο μοιάζουν το χθες με το σήμερα που μου φαίνεται πως τώρα δα έχω γεννηθεί και βλέπω το σήμερα».
Επίκαιρος και σήμερα που τσακίζουν τα λαϊκά δικαιώματα, εξαθλιώνουν τη ζωή των εργαζομένων μα ταυτόχρονα ζητούν από το λαό υπομονή και θυσίες για τη «σωτηρία της πατρίδας» δήθεν. Ποιας πατρίδας όμως; Του λαού που παράγει τον πλούτο αλλά δυστυχεί και υποφέρει, ή μιας χούφτας παράσιτων που τον κλέβουν;
Ένα σχόλιο σε αυτή την πραγματικότητα είναι το «παραμύθι» που λέει ο Σωκράτης στους συμπολίτες του στην «Αληθινή απολογία» του:
«… Μια φορά κι έναν καιρό οι κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου, αφού πλουτύνανε αρκετά, αποφασίσανε να τακτοποιήσουνε τη ζωή τους. Μπλοκάρανε λοιπόν τους φτωχούς της πολιτείας κι αφού τους μαζώξανε στην πλατεία τους είπανε: “Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας (…) Είσαστε λεύτεροι! (…) Ο κυρίαρχος λαός θα ‘σαστε εσείς! Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε. Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας – μ’ ένα λόγο για τη λευτεριά σας. Σεις θα δουλεύετε (…) Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας (…)
Κ’ εσείς κ’ εμεις θα ‘χουμε πάνω από τα κεφάλια μας τους ίδιους Θεούς, που θα προστάζουν εσάς να δουλεύετε και να μην τρώτε κ’ εμας να καθόμαστε και να τρώμε. Κ’ εμείς κ’ εσείς θα ‘χουμε πάνω απ’ τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, που εμείς θα σας τους δίνουμε κ’ εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλευτάδες και θα τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαυτό σας (…) Κι επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συμφέρον σας και να φυλάξετε τον εαυτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι (ψηλά τα χέρια!). Ένα πράγμα μοναχά σας απαγορεύουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονε. Γιατί μπορεί να κλέψετε κ’ εμάς”.
Έτσι λοιπόν ο λαός δούλευε λεύτερα και λεύτερα σκεφτότανε. Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!). Κ’ οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ’ ανάσκελα σε ζεστά παλάτια το χειμώνα και κάτω απ’ ανθισμένα δέντρα το καλοκαίρι (…) Κ’ η ευτυχία τους αυτή ήτανε δύναμη της πατρίδας κ’ η ξετσιπωσιά τους καθαρμός. Κι αν κάπου βαριεστίζοντας ο λαός τους έδιωχνε, ζητούσε αμέσως άλλους να τόνε κλέβουνε: δε μπορούσε πια μήτε να σκεφτεί χωρίς “σωτήρες”.
Γελάτε και με το δίκιο σας, ω άντρες Αθηναίοι (…) Παραμύθι, βλέπετε. Τώρα θα μου ζητάτε κ’ επιμύθιο! Πού να το βρω! (…) Μοναχά σας λέω: “Αλίμονο στον αυτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των Κλεφτών”».
Ο Βαρναλης είναι ένας στοχαστής – μαστιγωτής της κοινωνικής πραγματικότητας, με γνώμονα να αποκτήσει ο «Καλός Πολίτης», το θύμα της εκμετάλλευσης, συνείδηση, να χειραφετηθεί και να διεκδικήσει την πολιτική εξουσία και την πραγματοποίηση του δικό του πολιτισμού.
Εγραψε χωρίς να χαϊδεύει εκείνον στον οποίο απευθυνόταν, τον λαό, χωρίς να τον θωπεύει, χωρίς να τον αφήνει έξω από την ευθύνη του, την προσωπική του ευθύνη, να πάψει να είναι «θύμα, ψώνιο και σύμβολο αιώνιο» της μοίρας του.
«Όσο πιο ταπεινωμένος ο άνθρωπος, τόσο πιότερο κι αναποφάσιστος, όσο πιο κουρα­σμένος τόσο λιγότερο ανασαίνει και σκέ­φτεται και θυμώνει. Χρειάζεται κουράγιο και μπιστοσύνη στον εαυτό σου, για να αντισταθείς στην αδικία - και πιο πολύ ακόμα για ν' αδικήσεις. Μαθημένος να φοβάσαι, δε θέλεις να φοβηθείς περισσότε­ρο. Αφήνεσαι στη γλύκα της αβουλίας, στον εγωισμό του πόνου. Κι όχι μονάχα στέκεσαι να σου παίρνουν τα όσα δεν έχεις, μα δεν αγγίζεις και τα λίγα πόχεις: νηστεύεις από δικού σου το φαγί, το πιοτό και τις γυναίκες- μισείς τον ήλιο, τη θάλασσα, τον αγέρα του δάσου και την κίνηση και αποζητάς την αρρώστια, τα βάσανα, την απλυσιά, τη σιωπή και το θάνατο, για να πας στον παράδεισο» «Αληθινή απολογία του Σωκράτη».

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Στιγμιότυπα από τη ζωή του Κώστα Βάρναλη

Mε αφορμή τη νέα παρουσίαση του βιβλίου του Η.Κακαβάνη "Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του" τη Δευτέρα 17/12


από το μπλογκ "Ο άγνωστος Βάρναλης και αδημοσίευτα ποιήματά του"

Τέσσερα στιγμιότυπα από τη ζωή του Βάρναλη. Το πρώτο το αφηγείται ο αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη» στα 1935 και συνεξόριστος του Βάρναλη Τάκης Κόντος. Τα υπόλοιπα τρία δημοσιεύτηκαν στο «Ριζοσπάστη» στις 19/12/1974 (μία μέρα μετά την κηδεία του ποιητή). Τα στιγμιότυπα αυτά αναδημοσιεύτηκα στο περιοδικό «Θέματα Παιδείας» στο τεύζος 41-42, το οποίο ήταν αφιερωμένο στον Κώστα Βάρναλη.


Το 1935, στην περίοδο της «κοσμογονίας» του Κον­δύλη, πηγαίνοντας για τον Αη Στράτη με μία μεγάλη παρέα, Βάρναλης, Γληνός κλπ. στα­θήκαμε στη Μυτιλήνη περιμέ­νοντας το καράβι της «αγό­νου» για τον Αη Στράτη.
Στη Μυτιλήνη μείναμε κά­μποσες μέρες. Συνταξιούχος τότε πια ο πατέρας μου [Γιαννίκος Κόντος, δάσκαλος της Καλλονής, αφορισμένος από την εκκλησία επειδή την κατάγγειλε για κατακράτη­ση κονδυλίων δωρεάς που προορίζονταν για τη μόρ­φωση των παιδιών] ερχότα­νε κάθε μέρα στο κρατητή­ριο. Ο Βάρναλης που τον γνώ­ρισε έκανε σαν παιδί βλέπο­ντας ένα δάσκαλο της παλιάς εποχής - ντύσιμο, φέρσιμο, κουβέντα, μιραμπό, ρεντιγκότα. Όταν πια έμαθε πως ήταν «αφορεσμέ­νος» και το «γιατί», ήταν άλλο πράμα ο ενθουσιασμός του.
- Ε, μα τότε, μου λέει, είσαι και συ «αφορεσμένος».
Κι από τα τότε μούδωσε και μένα τον τίτλο στις καθημερινές παρέες μας κατά τον «παραθε­ρισμό» («παραχειμασμός» ήταν):
Γεια σου, αφορεσμένε!
(αφήγηση Τάκη Κόντου, «Ριζοσπάστης» 1 9/7/1975)




Από την εξορία του 1935 στον Αη Στράτη:
Οι εξόρι­στοι, για ν' αποφεύγουν τις προκλήσεις της αστυνομίας, έρχονταν σ' επαφή με τους νησιώτες μέσω του γραμμα­τέα. Μια μέρα, καθώς περ­πατούσε ο Βάρναλης στους δρόμους του νησιού, συνάντησε δυο-τρεις νησιώτες που έσπευσαν να τον καλημερί­σουν μ' ένα:
Καλημέρα, μπαρμπα- Κώστα.
Κι ο Βάρναλης νομίζο­ντας πως πρόκειται για τί­ποτε σοβαρό:
Στο γραμματέα, στο γραμματέα...



25-10-1935. Στο βαπόρι «Μαρία Λ.» που μετέφερε τον Κώστα Βάρναλη, μαζί με άλλους εξόριστους, στον Αϊ-Στράτη. Κάτω πρώτη σειρά από αριστερά: Δεύτερος ο Δ. Γληνός, τρίτος ο Βασίλης Δημησιάνος (γιατρός), τέταρτος ο Κώστας Βάρναλης. Δεξιά πάνω, ανάμεσα στα σχοινιά, ο Αντώνης Στρατηγόπουλος


"Κάποτε τον κάλεσαν να δη­λώσει τα πολιτικά του φρο­νήματα:

Τι ιδέα έχετε κ. Βάρναλη για τη σημερινή κατάσταση;
Είμαι κομμουνιστής από το 1925, αυτήν την ιδέα έχω, απάντησε.



Ένα χρόνο πριν πεθάνει, όταν είχε νοσηλευτεί σε μια κλινική, τον επισκέφτηκε η ιδιοκτήτριά της στο δωμάτιο του και πιάνοντας τα χέρια του τού είπε:

Ήρθα να δω το φως που τυφλώνει.
Κι εκείνος, φέρνοντας κοντά το πρόσωπο της στο δικό του, απάντησε:
Μόλο το θαμπό μου φως βλέπω ότι είσθε όμορφη γυ­ναίκα."

(Μεταφορά από το «Ριζοσπάστη», 19/12/1974)

.    .    .    .    .      .      .      .       .        .       .         .          .

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Στις 17 Δεκέμβρη 2012 και ώρα 7 μ.μ. στην αίθουσα εκδηλώσεων του ΕΔΟΕΑΠ θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου «Ο άγνωστος ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΚΑΙ 19 ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ» του Ηρακλή Κακαβάνη.

Η εκδήλωση είναι ανοιχτή για το κοινό.
Για τον Κώστα Βάρναλη και το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Κώστας Καζάκος, ηθοποιός, Χρίστος Αλεξίου, καθηγητής νεοελληνικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ και διευθυντής του περιοδικού «Θέματα Λογοτεχνίας», Νίκος Σαραντάκος, συγγραφέας, Σοφία Κολοτούρου, ποιήτρια. Τη συζήτηση θα συντονίσει η Σοφία Αδαμίδου, συγγραφέας - δημοσιογράφος.
Τιμώντας την επέτειο θανάτου του Κ. Βάρναλη (16/12/1974), στην αρχή της εκδήλωσης θα προβληθεί ντοκιμαντέρ για τη ζωή του ποιητή και εικόνες από την πάνδημη κηδεία του.
Σατιρικό κείμενο θα αποδώσουν θεατρικά οι ηθοποιοί Στέλιος Γεράνης και Κατερίνα Φωτιάδου.
Μελοποιημένα τραγούδια του Βάρναλη θα ερμηνεύσει ο τραγουδοποιός Γιώργος Σαρρής.

(Το κτίριο του ΕΔΟΕΑΠ βρίσκεται πλησίον του «Χίλτον». Εξυπηρετεί ο σταθμός μετρό Μέγαρο Μουσικής. Στον ΕΔΟΕΑΠ υπάρχει και υπόγειο πάρκιν)

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Τ.Πατρίκιος: Προσχέδια για τη Μακρόνησο, Βορεινή πύλη, Τα κοιτάσματα του χρόνου, Ίσως ένα ποτάμι


 Τα κοιτάσματα του χρόνου

VI
Ακόμα και αυτά που παρασιωπούμε
δε θα τα εγκαταλείψουμε
όσα και να περάσουν χρόνια,
τα πράγματα που δε χάθηκαν
ξαναζούνε μέσα μας
ανοίγουν καινούριους κύκλους μέρας
μπαίνει ανεξέλεγκτος ο ήλιος  
δε συμβιβάζεται με τους πεθαμένους
δε χαρίζεται στους ζωντανούς.

Πρέπει να βρούμε ξανά το γέλιο μας
να βρούμε την αποξεχασμένη πράξη μας
να βρούμε τις λέξεις που τις μνημονεύουν
να βρούμε τη φωνή μας
γιατί η αλήθεια θέλει την πράξη μας για να υπάρξει
θέλει τη λέξη μας για να μη σβηστεί
θέλει τη φωνή μας για ν' ακουστεί ως πέρα.

Ο κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του χρόνο
έχει το βάδισμα, έχει τη δική του στάση
φυλάει καθένας σ' ένα συρτάρι σιωπής
ένα απολίθωμα απ' το χρόνο του 
κάποιοι γεμίζουν ολόκληρες βιτρίνες
για μια γιορτή που καθυστερεί
μερικοί φτιάχνουν την προτομή τους
πιστεύοντας πως θα κρατήσει.
Καθένας μας κρατάει ένα σβόλο χρόνου
που τρίβεται συνεχώς, σκορπίζει σαν αμμόλιθος.
Ακουμπάω το χέρι μου στη γη
και νιώθω στα κατάβαθα
τ' ανεξάντλητα κοιτάσματα του χρόνου.



Βορεινή πύλη

'Ισως από την πρώτη μέρα να μην το 'ξερες
πως η θητεία τούτη δε θα τέλειωνε ποτέ.
Το δέχτηκες, όταν στα μαύρα χρόνια απάνω,
φάνηκε καθαρά πως άλλα, πιο μαύρα, θα σωριάζονταν.
Αυτό το ελάχιστο φλούδι της ζωής σου που συνεχώς μεταβαλόταν
ανάμεσα σ' εξωτερικές πιέσεις κι αντίδραση προσωπική,
είχε αποχτήσει πια κάποια συνείδηση, και διάλεγε.
'Ετσι κι αν άλλαζες τοποθεσίες, περιβολή και ιδιότητες,
κι αν γύρναγε ασταμάτητα ο τροχός προσώπων που βουλιάζαν
σε σκιές, σκιών που λευτερώνονταν σε πρόσωπα,
πάντα σε κάποια πύλη βορεινή ξαγρύπναγες σκοπός
ενάντια στο θάνατο με τ' όρθιο τρίχωμα που ορμούσε απ' έξω
στον άθλιο θάνατο που ξεπετιόταν από μέσα μας
στο θάνατο τον πιο πικρό που λούφαζε στις καρδιές κάποιων
συντρόφων,
εκεί και συ ένας φαντάρος όμοιος με τους άλλους. Μόνο
που αντί για κάνα ξεροκόμματο, άλεθες μες στα δόντια
σκόρπιους στίχους, μην τύχει και λίγο ξεχαστείς
μην τύχει μια στιγμή και σε νικήσει ο φόβος, η κούραση, ο ύπνος,
μέσα στις ανελέητες ώρες της νυχτερινής σου βάρδιας.


Προσχέδια για τη Μακρόνησο

ΙΙΙ
Πηχτά σκουλήκια των στρατιωτικών αποχωρητήριων
από τους βόθρους γιγάντια ποντίκια
όλη τη νύχτα σκάβουν την κουραμάνα τους γυλιούς
γλυστρούν πάνω στα πρόσωπα
το φαγωμένο πρόσωπο μιας γάτας.
Κουρνιάζει σαν κοράκι η μέρα στο βουνό
και πέφτει η νύχτα που οι φαντάροι αυνανίζονται
νύχτα με τα περίπολα τα κινητά ουραία.
Πίσω απ' τα αποχωρητήρια
δυο ασελγούσαν μες στο φεγγαρόφωτο
ο ένας είχε γυναίκα και παιδιά.
Κι ένας Σκαρβέλας
χώνοντας τη σάπια μούρη του στον ύπνο μου
να δει αν τραγουδάω.

ΙV
Κυλιόνταν στους λασπόδρομους οι μεθυσμένοι
ο γερο-αντάρτης τραγουδούσε μες σε λυγμούς και σάλια
"Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα"
ώσπου τον έπιασαν οι αλφαμίτες.
Ο Σοφιανός σερνόταν δίπλα μου
βρωμοκοπώντας ούζο φωνάζοντας στον άδειο θάλαμο
"Εγώ είμαι χαφιές έγινα χαφιές
για μια σαρανταοχτάωρη άδεια
διώξε με από κοντά σου, διώξε με".
Κ' εγώ τον κράταγα απ' το κούτελο
για να ξεράσει.

V
'Ετσι έμαθα πόσο βαρειά είναι η άμμος
πόσο σκληρή είναι η πέτρα που δε σπάει
πως ξερριζώνονται τα σκοίνα κ' οι αφάνες.
Η άμμος έμεινε για πάντα μες στο στόμα μου
η πέτρα για πάντα στην καρδιά μου
τ' αγκάθια μείναν για πάντα καρφωμένα μες στα νύχια μου





'Ισως ένα ποτάμι
Μ' άρπαξε από τ' αμπέχωνο πάνω στα πυρωμένα βράχια.
"Τα ποτάμια στέρεψαν" μου φώναξε "στέρεψαν οι πηγές.
Ακόμα κ' οι αγέρηδες χάσανε το δρόμο".
Την άλλη μέρα μου ψιθύρισε στην αγγαρεία:
"'Ισως υπάρχει πάντα μες στα χέρια μας ένα ποτάμι".
Είταν η εποχή της πέτρας και της δίψας.
Πολλοί τρελλαίνονταν. Πολλοί προδίνανε τη μάνα τους
για μια γουλιά νερό. 'Οταν τον πήρανε
πρόφτασε να μου πει: "Οι αγέρηδες χάνουνε το δρόμο
όταν αφήνουμε το δρόμο μας να χορταριάζει,
ν' αποκοιμιέται στο πλευρό των χωραφιών".
'Επειτα ήρθαν κι άλλες νύχτες κυκλωμένες θάλασσα
οι ξιφολόγχες χώριζαν τον ύπνο μας στα τέσσερα, στα δέκα.
Αργότερα πολύ έμαθα πως αυτός, ο τόσο αδύνατος,
είχε κρατήσει ως το τέλος.

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Περνας μεσα απ' τις μέρες και ματώνεις - 3 ποιήματα




Εγώ τη θλίψη δεν την πρόδωσα

Εγώ τη θλίψη δεν την πρόδωσα
Μετράω το βάρος των σταγόνων της βροχής
Και μάταια -ασ' τους να λένε- πριονίζω
των πετρωμάτων τη σκληρότητα
Στη μουσκεμένη άσφαλτο σκαλίζω
οράματα, όνειρα που οι άλλοι κοροιδεύουν

Εγώ τη θλίψη δεν την πρόδωσα
την πότισα, την τάισα, τη ζωντάνεψα
της βρήκα σπίτι και την έκανα σκοπό
Τη συννεφιά της πύκνωσα
κρυστάλλωσα σκιές κι έφτιαξα σώματα
Στα πληγωμένα της ταξίδια
βρήκα λιμάνι και καράβια ετοιμάζω
Να πάει χαμένο τίποτα
δεν πρόκειται να αφήσω

Να πάει χαμένο τίποτα
δεν πρόκειται να αφήσω

Κι αν σέρνεται έρημο πουλί
μέσα σε βρώμικο αέρα
Στης πολιτείας το συρματόπλεγμα
 αν πιάνεται και σκίζεται το δερμα της
Εγώ είμαι εδώ στο πλάι της
Να βάζω χτύπους στη σειρά
Ρυθμούς να φτιάχνω για να πέσουνε τα τείχη
Μέχρι κι αυτά τα σκουριασμένα συρματόσχοινα
Εκείνες τις αχτίδες τις παλιές
από τους δρόμους του Δεκέμβρη
Τις γυάλισα και λάμπουν ολοκαίνουργιες
Σε λίγο έρχεται πάλι ο καιρός
κάτι φεγγάρια βρέφη σκάνε μύτη

Εγώ τη θλίψη δεν την πρόδωσα
Στο τέλος θα νικήσουμε εμείς
Βάλτο καλά μες στο μυαλό σου

Δακρύστε ελεύθερα

Δακρύστε όσο πιο πολύ
Ελεύθερα δακρύστε
Αρκεί τα δάκρυα να κυλάνε ένα-ένα
και μόνα τους να πέφτουν στο κενό
χωρίς το ένα τ'άλλο να ενοχλεί.

Ε όχι κι οργάνωση στη θλίψη!
Θάταν αλήθεια τραγικό να το δεχτείς
Να συνωστίζονται τα δάκρυα
να γίνονται ποτάμια, να απειλούν
Θυμός, συνθήματα και χέρια ενωμενα!

Η λύπη πρέπει να κρατάει
την καθαρή κι αγνή της ομορφιά
Κι η οργή να χύνεται στη θάλασσα
μονη ολομόναχη
 υπέροχα τρελή κι απελπισμένη

Να πλένει την ψυχή, όχι την ύλη



Περνας μεσα απ' τις μέρες και ματώνεις

Περνάς μέσα απ'τις μέρες και ματώνεις
Κακοποιός το μέλλον που ανατρέπει
Κακοποιός ο δρόμος που φωνάζει
Κι οι τοίχοι που ουρλιάζουνε
γραμμένοι με συνθήματα
Κακοποιοί τα βήματα
κι η άσφαλτος που τρέμει
Κακοποιός κι ο αέρας που δονείται
στων συνθημάτων το ρυθμό
"Χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά..."

Ρακένδυτη εργατιά
απ' τη γωνιά στο πρώτο πλάνο
πας να  χαλάσεις τη σειρά
και ν'ανατρέψεις δεδομένα
Κι αν δε σου ρίχναν ούτε δεύτερη ματιά
"...εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά"
αυτή η επίμονη τρελή διαλεκτική
ξανανεβαίνει στη σκηνή
κι αρχίζει πάλι

Κακοποιός τώρα κι η αλήθεια
ρίχνει τα πέπλα και χορεύει
σαν τα καλώδια τα γυμνά
που κουβαλάν χιλιάδες βόλτ
και σε χτυπάνε από μακριά
κι ας μην τ'αγγίζεις

Περνάς μέσα απ'τις μέρες και ματώνεις
Περνάς μέσα απ'τις μέρες και ματώνεις



.     .      .      .γιώργος σαρρής.     .       .        .        .

Θα επιμένεις - Άρης Αλεξάνδρου -"Προχτές", "Σήμερα", "Ολόκληρη Νύχτα"


Όσο ψηλά κι αν ανεβείς εδώ θα παραμένεις
Θα σκοντάφτεις και θα πέφτεις εδώ μες στα χαλάσματα
χαράζοντας γραμμές
εδώ θα επιμένεις δίχως βία
χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση

ποτέ στην περιφρόνηση
κι ας έχουν σήμερα τη δύναμη εκείνοι που οικοδομούνε ερημώσεις
κι ας βλέπεις φάλαγγες ανθρώπων να τραβάν συντεταγμένοι
για το ξυλουργείο
να δέχονται περήφανοι
την εκτόρνευσή τους
και να τοποθετούνται στα αυστηρά τετράγωνα
σαν πιόνια.
Εσύ θα επιμένεις σαν να μετράς το χρόνο με τις σειρές
των πετρωμάτων
σάμπως να σουν σίγουρος πως θα 'ρθει μια μέρα
όπου οι χωροφύλακες κι οι επαγρυπνητές θα βγάλουν τις στολές τους.

Εδώ μες στα χαλάσματα που τα σπείραν άλας
θέλεις δε θέλεις θα βαδίζεις
υπολογίζοντας την κλίση που θα 'χουν τα επίπεδα
θα επιμένεις πριονίζοντας τις πέτρες μοναχός σου
θέλεις δε θέλεις πρέπει ν' αποχτήσεις έναν δικό σου χώρο.


Προχτές

– Ποιος θα βρεθεί λοιπόν να κλάψει;
– Ποιος θ' απλώσει τα χέρια
ζητώντας ένα τόσο δα μικρό αστέρι
όσο χαμογελάει το χείλι σου αντικρίζοντας μια χαραμάδα στο συγνεφιασμένο πρωινό;
Όπου κι αν ψάξεις στη μελλοντική σου μνήμη
δεν είναι στήριγμα ν' ακουμπήσεις το βλέμμα.
Θυμάσαι;
Σαν και τότε που καθόμασταν στο πρόδωμα της θλίψης
– ένα μακρινό άρωμα θάλασσας και τα λόγια να ψιθυρίζουν τη σκιά του δειλινού.
Πόσα καΐκια φύγανε φορτωμένα σταφύλια και φως.
Πόσα καΐκια φύγανε
και μας αφήσαν ν' αγναντεύουμε στο μουράγιο.
Τώρα θα κάτσουμε και πάλι στο καφενεδάκι του λιμανιού
ίσως κιόλας να παίξουμε ένα τάβλι με τον κουτσό μαγαζάτορα
και τα πούλια θα χτυπάν σαν τους χτύπους της καρδιάς μας.
Το βράδυ, δίπλα στη λάμπα που ρίχνει την πίκρα της σ' ένα βιβλίο με ιστορίες χαμένων ταξιδιών,
όταν ο δρόμος θα σέρνεται έρημος κάτω απ' τα κλειστά παράθυρα
–αλήθεια τι πολλά ενοικιαστήρια στη γειτονιά μας–
τότε
μια τελευταία αχτίδα
μια μοναδική σκουριασμένη πεντάρα στην άσφαλτο
το ταξίδι στον εαυτό του.

(Ακόμα τούτη η άνοιξη)


Σήμερα

Είναι κιόλας δυο μέρες που δεν πρόσθεσες λέξη στο ημερολόγιο της συγνεφιάς
είναι δυο μέρες που φύσηξε ζεστός ένας κατακόκκινος άνεμος απ' τη μεριά της θάλασσας
φύσηξε κ' έφερε μαζί του τις φωνές των μακρινών συντρόφων
φύσηξε και βάφτηκε απ' το γέλιο των αδελφών μας
φύσηξε πάνω απ' τις χώρες της λευτεριάς.
Έλα ν' ανοίξουμε διάπλατα τα ρουθούνια μας και να ρουφήξουμε την καλοσύνη του σαν ένα ποτήρι φως.
Στ' αυτιά μας μας φτάνει η μουσική του καλοκαιριού και το ποδοβολητό της καβαλάρισσας πρωτοχρονιάς.
Ένα μικρό τζιτζίκι μπλέχτηκε στα μαλλιά μας κ' έχουμε τις τσέπες μας γεμάτες τριαντάφυλλα στο σχήμα του πεντάγωνου άστρου.
Μένεις πίσω εαυτέ μας στο λαχανιασμένο τούτο ανέβασμα.
Πώς να προφτάσεις;
Πού να καταλάβεις;
Και μεις σε βγάζουμε σαν ένα βρεγμένο πανωφόρι και σε κρεμάμε ν' αχνίζεις στον κρύο διάδρομο της λησμονιάς μας.
Κ' έτσι αλαφροί
με τη βουή του καλόκαρδου άνεμου στα στήθια
με το βλέμμα να ταξιδεύει πάνω από θάλασσες και σύνορα
προχωρούμε μ' ολόρθη την καρδιά μας
εμείς οι σκληροί κι ατσαλένιοι
και λέμε και πάλι
πως δεν μπορεί
δε γίνεται –
η νίκη θα 'ναι δική μας.

(Ακόμα τούτη η άνοιξη)


Ολόκληρη νύχτα

Όπου να 'ναι θα κλείσει το στερνό παραθύρι στην άκρη της βροχής.
Κατακαθίζει το νερό στα σκαλοπάτια.
Τι ξένο που είναι απόψε το τσίγκινο τραπέζι κάτω απ' τη μαρκίζα
γυμνό και ξεχασμένο δίχως τον ίσκιο των χεριών της.
Κανείς. Ένα δημοτικό φανάρι μουσκεύει μες στη νύστα του.

Πίσω απ' τα σακιά με το τσιμέντο νυχτοπερπάτητο σκοτάδι
σκυφτό σκοτάδι και η σκουριά που αχνογυαλίζει στα βρεγμένα συρματόσκοινα.

Ώρα να πιάσει βάρδια το φεγγάρι.

Σαββατόβραδο κ' οι ταβέρνες κλειστές
μουλιάζει ο χρόνος στο καπέλο του ζητιάνου
οι δρόμοι αποτραβιούνται σε άδειες κάμαρες
και μόνο εκεί στο μαξιλάρι μένουνε
ακόμα μένουνε τα αποχτενίδια του ύπνου της.

Μια συνοδεία νοτισμένα αστέρια έστριβε απ' τη γωνιά της χαραυγής.
Απίθωσα στα χείλη της το αλάτι της αγάπης.
Ύστερα μας έπαιρνε το κύμα. Ταξιδεύαμε μαζί
σαν μια φωνή που σβήνει στο πηγάδι.

Ένα μικρό φεγγάρι σκαλωμένο μες στα σύννεφα
ένα μικρό φεγγάρι σύννεφο.

Ξύπναγε σαν φύτρωνε στην άκρη του γιαλού
ένα κοχύλι φρέσκος ήλιος.

Καλημέρα. Ένα μικρό φεγγάρι
έσβηνε στη φωνή της.

Έβλεπα τα χέρια και είταν μονάχα δυο
μέτραγα τα μάτια μου και είταν μονάχα δυο
μουλιάζουν τώρα μες στο καπέλο του ζητιάνου
μονάχα δυο.

Συλλογή Άγονος Γραμμή

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Νίκος Καρούζος : Η εὐγένεια τῆς κωμωδίας μας- Εἰκόνα


Η ευγένεια της κωμωδίας μας

Όταν ξεραθεί το χαμομήλι στον καλύτερο ήλιο τῆς χρονιάς
έρχονται βράδια νὰ γυρέψει απὸ δαύτο κι ὁ φτωχὸς κι ο πλούσιος
κι όπως κυλάει ζεστὸ μέσα μας καὶ βάλσαμο
κ᾿ ευωδιάζουν τα σπλάγχνα κι αρμονίζονται
φέρνοντας κάποιο αίσθημα φαγωμένης πεταλούδας μὲ τὰ χνούδια της
ένα τίποτα ένα χορτάρι φέρνοντας όλη τὴν ειρήνη
έτσι κι ο Ιησούς ένα τίποτα, μονάχα φτυσμένος
μονάχα η μέσα φλόγα ποὺ λιώνει τὴν αφὴ
κι ο Θεός γυμνοπόδης εν᾿ αρνί στὸν ἀέρα
ψηλά στο δέντρο της βυσσινιάς τὸ καιόμενο πέρα στη δύση.
Ά τί φριχτὸ που είναι το νερό ένα τίποτα κι ο αόρατος
μας έτυχε καθὼς το μαχαίρι στὸ λαιμὸ του κόκορα.


Πέντε Ποιήματα μέσ᾿ τὸ Σκοτάδι. Εἰκόνα

Γυρίζει μόνος
στὰ χείλη του παντάνασσα σιωπὴ
συνέχεια τῶν πουλιών τὰ μαλλιά του.
Ωχρὸς
μὲ βουλιαγμένα ὄνειρα κι ἀνέγγιχτος
νερὸ τρεχάμενο στὰ ρείθρα, ωχρὸς
έλληνας.
Πάντα ὁ δρόμος μέσ᾿ στὰ μάτια του
κ᾿ ἡ λάμψη ἀπ᾿ τὴ φωτιὰ
ποὺ καταλύει
τὴ νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στὰ χέρια τοῦ κλαδὶ ἀπὸ ελιὰ
γεμάτος πόνο χάνεται στὰ δειλινὰ
αισθάνεται
πὼς ὅλα χάθηκαν.
Μὴν τοῦ μιλάτε εἶναι άνεργος
τὰ χέρια στὶς τσέπες του
σὰν δυὸ χειροβομβίδες.
Μὴν του μιλᾶτε δὲ μιλούν στους καθρέφτες.
Άνθη τῆς λεμονιάς
λουλούδια του ανέμου
στεφάνωσέ τον Άνοιξη
τὸν κλώθει ὁ θάνατος.

Μπάτε σκύλοι αλέστε...- Κ.Βάρναλης



Οπως περιέχεται στην εβδομαδιαία έκδοση των πολιτικών προσφύγων στη ΓΛΔ, «Το Δελτίο μας», της 17ης Σεπτ. 1954, αρ. φυλ. 132 και, όπως και πολλά άλλα, είναι στη διάθεση των αναγνωστών σε ηλεκτρονική μορφή, στο Επιμορφωτικό Κέντρο «Χαρίλαος Φλωράκης»:



- Ελα δω, ραγιά, που σε διατάζω.
- Και ποιος είσαι του λόγου σου, που λες ραγιά. Ελα συ εδώ.
- Κύριός σου είμαι. Ομολογιούχος. Πέσε!
- Και για ποιόνε με πήρες; Για Ελληνικό Κράτος;
- Πού το βρήκες το Ελληνικό Κράτος; Εμείς οι ξένοι είμαστε κράτος.
Κράτη εν κράτει, ομολογιούχοι, Ούλεν, Πάουερ, διομολογήσεις, ετεροδικίες, "σύμβουλοι"...
- Κι από μένα τι ζητάς;
- Να πλερώσεις!
- Τι να πλερώσω; Δεν ξέρω τίποτα.
- Ξέραν οι πρόγονοί σου πριν από εκατόν τριάντα χρόνια... Εθνικοί άνδρες ήσαν, εθνικά δάνεια κάνανε χάρις σ' εμάς τους... φιλέλληνες!
- Ποια δάνεια; Τα πλερώσαμε δέκα φορές ως τώρα. Μας χρεώνατε χίλιες λίρες και μας δίνατε στο χέρι εκατό. Οχι μονάχα μια φορά. Πάντα! Τρεις το λάδι τρεις το ξύδι κι έξι το λαδόξυδο. Η προμήθεια, τ' ασφάλιστρα, τα χρεώλυτρα, οι μεσιτείες, οι προκαταβολές των τόκων τρώγανε τη μάννα. Μ' αυτά τα πρώτα δυό "εθνικά δάνεια" φέρατε την Ελλάδα στα "πρόθυρα της καταστροφής".
- Δε σηκώνω κουβέντες. Πλέρω και βιάζομαι...
- Να κάνεις τι;
- Αμ' το ξέρεις από άλλοτες και συ κι οι όμοιοί σου... Η τιμή είναι ανώτερη από κάθε αδυναμία... Μπορείς δε μπορείς, πρέπει να μείνεις τίμιος... Υπόγραψες, νεαρέ μου, και θα τα "κυλίσεις"!
- Και το αίμα που εμείς χύσαμε για σας; Είναι φτηνότερο από το δικό σας το χρυσάφι, που δε μας το δίνατε κιόλας; Για τη δικιά σας την αυτοκρατορία και τα δικά σας τα πετρέλαια και για τα δικά σας τα κεφάλαια χύσαμε το αίμα μας, στην Ουκρανία, στη Μικρά Ασία, στην Αφρική... Και στον τόπο μας! Τι ζητάτε τώρα από τους πεθαμένους;
- Πλέρω!
- Δεν έχω!
- Εχεις και παραέχεις. Οταν μπορείς να πετάς τα λεφτά σου από το παράθυρο, θα πει πως έχεις!
- Δε μούμεινε λάδι.
- Θα σφίξουμε λιγάκι το μάγγανο και θα βγάλεις. Θα βγάζεις, όσο και να σε στίβουμε. Κι όσο περισσότερο σε στίβουμε και βγάζεις, τόσο περισσότερο γίνεσαι άγγελος της ελευθερίας, διότι δεν σου μένει... κουκούτσι να νογάς τι σου γίνεται και τι σου μέλλεται.
- "Ουκ, αν λάβεις παρά του μη έχοντος".
- Θ' αγοράζεις ψωμί και θα το τρώω εγώ με τους εμμέσους φόρους. Πού θα μου πας; Και άκουσ' εδώ ένα πράγμα.
Αν δεν βάζαμ' εμείς όλα μας τα δυνατά η δικιά σας η ολιγαρχία θα είχε εξαφανιστεί. Αυτή μας χρωστάει και την ύπαρξή σου!
- Τη δικιά μου;
- Και βέβαια! Από σένα θα πάρει για να δώσει σ' εμάς. Η μια ολιγαρχία στην άλλη... Ετσι γίνεται πάντα. Οι λαοί δίνουν και το αίμα και το χρήμα κι οι ολιγαρχίες παχαίνουν...
- Φεύγεις ή δε φεύγεις;
- Κουτέ! Οσο μακρύτερα φύγω, τόσο περισσότερο θα τρέχεις για να με πλερώσεις... Δούλε!

Σημείωση: Το παραπάνω χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη, γράφηκε με την ευκαιρία της υποχρέωσης που ανέλαβε η παπαγική κυβέρνηση να πληρώσει και πάλι η Ελλάδα τα εξωτερικά δάνεια, που ως τώρα τάχουμε πληρώσει πολλές φορές».

(από τη στήλη "Ημεροδρόμος Ρίζος" του Ριζοσπάστη 16/4/11)

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

"Η πόρνη" , "Πως μας θέλει η αληθής δημοκρατία"-K.Bάρναλης


Πως μᾶς θέλει ἡ «ἀληθὴς δημοκρατία»

Νὰ μὴν ἀκούω καὶ νὰ μὴ βλέπω νὰ πατώ.
Νὰ μὴ νογάω καὶ νά ῾χω το στόμα βουλωτό.
Να μη με φαρμακών᾿ η μπόχα του καιρου μου.
Χωρὶς αὐτιὰ καὶ μάτια, μύτη και μυαλό,
μουγκὸς νὰ πηαίνω, όποτε μου ῾ρθει, προς νερου μου,
κι άμα τσινάει ὁ Γάϊδαρος νὰ μὴ γελώ.
Καὶ σὰ μὲ καρυδώνουνε μουνούχο σκλάβο
οἱ Ἀμερικάνοι, εγὼ νὰ βλαστημάω τὸ Σλάβο.

Η ΠΟΡΝΗ

Κι αν όλοι σβήσουνε οι αχοί σε δάση και σε θάλασσες
και στων ανθρώπων τις καρδιές,
το γέλιο μου, που σφυριχτό ή βραχνό, βαθυά ξεσπάει
σαν τον αγέρα του χινόπωρου
μέσα στα κρύα και γυμνωμένα δάσα,
πάνω στα μαύρα κύματα και μες τα μαύρα ξάρτια,
όλη θα γέμει τη ζωή με το φαρμάκι του!
Δεν είναι γέλιο της χαράς
ή της καρδιάς, πό’χει το χρέος της κάνει·
είναι το γέλιο της ασύνειδης ταπείνωσης,
που δε μπορεί άλλο να ταπεινωθεί,
είναι το ηδονικό άστραμμα του Μίσους,
που δεν μπορεί να εκδικηθεί!

Δεν είν’ τ’ Ωραίο, που τυραγνά
τη μαύρη σκοτεινή ανθρωπότη
στον ξύπνο και τα ονείρατά της!
Δεν είναι η Ιδέα, που ξάφνου αστράβει
βαθυά στα ποιητικά μελίγγια,
κ’ ένα φτερό ασκημένο και καλό
σε μια στιγμή βλοημένη,
τη σταματάει σε χρώμα, σε πηλό ή σε λόγο
για να οδηγάει και να φωτάει
ανθίζοντας στων ουρανών και στων ψυχών τα σκότη.


(Χωρίς επίθετο όνομα, Ελένη, Ελένη!
που όλη αντηχάς πολέμου αντάρα
δοξαριού βρόντημα ζεστό,
κονταριών τσακίσματα, γκρεμίσματα αλόγων
μέσα σε κουρνιαχτό πνιχτό.
Ω! εσύ αφριστό, θολό ποτάμι
από πηγμένον, αχνιστόν ή σάπιον αίμα.
Ελένη! Ελένη! εσύ χαμέ αδερφών, αντρών και πατεράδων
και τάφε μακρυνέ κι' άκλαυτε τάφε
σε τόπο μακρυνό, εχθρικό και ξένο.
Ω! πρώτη εσύ Γυναίκα, Πόρνη πρώτη,
μες την αυγή του Νου και της Ζωής
γαλάζιο φως του Ονείρου και του Ιδανικού,
πλάσμα του Ενού και των Πολλών,
η δύναμή σου, ως πέρασες στη Φαντασιά,
την εδικιά μου Δε θα παραβγεί,
τη ζωντανή εδικιά μου δύναμη,
της Πόρνης της αληθινής!)

Αυτός ο κόρφος ο ζεστός,
οπού φουσκώνει ορθός, στητός, μικρούλης ή γεμάτος,
ολόφωτος ή σκοτεινός·
η γάμπα ετούτη μου, αλαφριά,
ψιλόλιγνη κι αφροχυμένη,
γλυκειά στο γγίξιμο σαν το κορμί του γλάρου,
ωσάν θαμπό συντέφι ή κόκκινη σκουριά σιδέρου·
τ’ αφάλι ετούτο βαθουλό σε μια κοιλιά κρουστή
ή σε κοιλιά θλιμμένη,
με την ελιά στην κλείδωσή της·
και τούτο, ω, τούτο τ’ αποκοίλι
ακρόνοιχτο τριαντάφυλλον ή γινωμένο σύκο·
και τούτος ο βυθός ο σκότεινος,
ο σκοτεινότερος βυθός μέσα στης Γης τα σκότη και τα βάθη,
ζεστός καθώς ο βίαιος θάνατος,
Πηγή ζωής, Πηγή θανάτου,
είναι της ανθρωπότης η τυράννια
της σκοτεινής και μαύρης ανθρωπότης!

            (Αρχίζει να χορεύει)

Απάνω απ’ όλα η Μοίρα μου είναι!
Καθώς χτυπώ τα παλαμάκια
και γέρνω πίσω το κεφάλι,
κλειώντας τα μάτια κουρασμένα,
μάτια μολύβι απ’ τις αγρύπνιες,
και γυαλωμένα απ’ τις αρρώστιες,
ανοιώ τα μπράτσα ωσάν δοξάρι
και του υψωμένου μου ποδιού τη μύτη
χτυπάω μ’ ανάστροφα δαχτύλια
και με λαρύγγι ξεφωνώ ραϊσμένο:
«Δεν είμ’ εγώ μια ανθρώπινη ζωή,
ούτε μια θηλυκιά κατάρα!
Είμαι η Γυναίκα – Σύμβολο,
η Σφίγγα κ’ η Μαγδαληνή,
γεμάτη όλα τα ονόματα κι’ όλες τις μοίρες
όλες τις ψυχές και τις καρδιές
όλα τα ψέματα και τις αλήθειες·
είμαι όλη εγώ η Ζωή, όλη η Ανθρωπότη,
η σκοτεινή καματερή Ανθρωπότη!»

Εγώ μαι η Πολιτεία των Δυνατών
η Πολιτεία των Λίγων των Κηφήνων,
της Αδικιάς, της Βίας η Πολιτεία
και της Ψευτιάς!
Εγώ μαι η ιερή Πατρίδα,
πόχω τον πόλεμο θεμέλιο,
της ευτυχίας των δυνατών θεμέλιο,
για να μπορούν να χαίρονται, γινόμενοι πιο δυνατοί
και πιο σκληροί,
πιο αχρείοι,
τις αδερφές, τις μάννες των «ηρώων»
μαζί με το αίμα των «ηρώων»!
Εγώ μαι η ιερή Πατρίδα
οπού με την ειρήνη θανατώνω
την ψυχή και το πνέμα των ανθρώπων,
σκεπάζοντάς τους με σκοτάδια και κουρέλια
και δίνοντάς τους λίγες λέξεις,
να ζουν ονειρευάμενοι τις λέξεις
και να πεθαίνουνε για λέξεις!
Είμαι η ιερή Πατρίδα, που διδάχνω
το μίσος, την κλοπή, το φόνο,
σειώντας ένα πανί χρωματιστό,
μπροστά στα μάτια, που τυφλώνω τα με χίλιους τρόπους.

Είμαι η Θρησκεία, που φανερώνω
τη Θέληση των ουρανών
στα πλήθη που δεν έχουν θέληση,
γιατί δεν έχουν γνώση.
Είμαι η Θρησκεία, που ευλογάει
τους χρυσούς, τους επίσημους φονιάδες,
που λάμπουν από λίπος κι από ακαματιά
κ’ έχουν τα μάτια του πετρίτη
που από το πιο μεγάλο ψήλος
βρίσκουν το πιο βαθιά κρυμμένο κέρδος.
Είμαι η Θρησκεία, που καταριέται
τα θύματα, τα θύματά της,
και που, όσο αρνιόνται, τόσο τα βυθίζει
μες την τρομάρα αιώνιας ποινής
πάνω στη Γη και κάτου από το Χώμα!

Εγώ μαι η Τέχνη του Απολύτου,
του έξω καιρού και τόπου η Υέχνη,
χωρίς σκοπό και δίχως όφελο.
Εγώ μαι η Τέχνη της Μορφής,
των λέξεων, των ρυθμών, του αισθήματος,
του υποκειμενισμού, των αντιφάσεων
της Ηδονής!
Εγώ μαι ο αριστοκράτης Στίχος,
η Κεντρική όψη της Ζωής,
των υπερκόσμιων ψιθύρων Ακοή,
πούχασα την αφή της Ζωής
που αλλάζει κύκλους, νόημα και σκοπό
με τους καιρούς.
Εγώ μαι η Τέχνη, που χωρίζω,
αντίς να ενώνω τους ανθρώπους,
και που ανασταίνω μέσα από τους τάφους
παλιές ιδέες, πόχουν πεθάνει,
χτυπώντας τα φτερά του πνεύματος
οπίσω, οπίσω, οπίσω,
σκοτώνοντας τη ζωή και τη λαχτάρα της
για Φως, για Λευτεριά, γι’ Ανέβασμα!
Εγώ μαι η Τέχνη των μωρών, των τσαρλατάνων,
η Τέχνη των μοιχών και των ευνούχων,
η πουλημένη, η ατιμασμένη,
του Μπαρρές, του Κλωντέλ και του ντ' Αννούντσιο.
Είμαι «η Φλογέρα» εγώ «του Βασιλιά»
και «το Πάσχα των Ελλήνων!»

Από το "Φως που καίει" που κυκλοφόρησε ο Κ.Β με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας-Δήμος από το δήμο δηλ το λαό. Όπως αναφέρει ο Η.Κακαβάνης στο βιβλίο του "Ο ΆΓΝΩΣΤΟΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ" ο Κ.Β. εξομολογήθηκε στο Μ.Λουντέμη πως το πρώτο ψευδώνυμο που είχε διαλέξει ήταν Σφύρος Δρεπάνης!)