ΑΘΑΝΑΤΟ
Αθάνατο το χιόνι που λιώνει
και χάνεται στην πρώτη ζεστή ακτίνα
Αθάνατο το που βλασταίνει και μαραίνεται
στην παγωνιά του Μάρτη
Αθάνατο ό,τι ορμάει στο γκρεμό χωρίς να νοιάζεται
Η στάλα που δεν έφερε βροχή και μένει ολομόναχη
Ο κισσός που αναρριχάται
χωρίς να βρίσκει τέρμα κι ουρανό
γιατι τέρμα κι ουρανός δεν υπάρχει
Το ξερόκλαδο που πλέει
στο μεγάλο ωκεανό και τραγουδάει
Το μικρό ρυάκι που κυλάει και στεγνώνει
Χαράζοντας μονάχα μια ασήμαντη τυχαία γραμμή
Ο σχοινοβάτης που βαδίζει στο σύρμα
Με τα μάτια δεμένα κι ονειρεύεται
Η ξαφνική αστραπή που χαράζει τη νύχτα
και σημάδι κανένα
Αθάνατο το κύμα που σκάει
στην άμμο κι εξατμίζεται
Η ανώριμη μέλισσα που τριγυρίζει
τη λάθος γύρη
απαλά χορεύοντας στον άνεμο.
Αθάνατοι οι μόνοι οι ανίσκιωτοι,
μικρά νησιά ριγμένα στη μέση του πελάγους
μόνο και μόνο για να είναι,
τα μικρά καρφάκια που στερεώνουν
ωραία την γαλανή αυταπάτη
Αθάνατη η φωνή μές στο δάσος
Που ραγίζει τη γαλήνη
ο λυγμός που κανένας δεν άκουσε
κι ανέβηκε ως τα σύννεφα και χάθηκε
Αθάνατο το ένα και μοναδικό
Το μυστικό και μυστήριο
που καθρέφτης κανείς δεν μπορεί να ορίσει
Ο γραίγος ο vento grecale
που σαρώνει τον άγριο βράχο και κάνει
το ολομόναχο πεύκο να γέρνει στη δύση
Αθάνατος ο που για πάντα αρπάχτηκε
απ’το γαλάζιο δίχτυ
Της ομορφιάς το άρμα κυνηγώντας
την καιόμενη βάτο.
Το πεφτάστρο που σβήνει και καίγεται
και χαρούμενο ουρλιάζει μονάχο
«υπήρξα κι ας μην ξέρω γιατί»!
Γ.Σ.