PASSOS DA CRUZ
Μια βεράντα σωριασμένη
είναι η καρδιά μου
πού βλέπει προς τη θάλασσα
βουλιμικά.
Βλέπω με την ψυχή μου να περνούν
αναρίπιστα πανιά
και το καθένα το νόστο
το δικό του.
Ένα ρίγος σκιές και ψίθυροι
στην ατόφια ερημιά του αέρα
ανακαλεί αστέρια της νύχτας
μακρινού στερεώματος
κιʼ η βεράντα φευγάτη…
Κιʼ ανάμεσα σε φοινικιές
των Αντιλλών
πού καθρεφτίζονται
μέσα από παραπετάσματα
αμέθυστων
τα όνειρα δαχτυλοκρύβονται.
Λειψό το ηδύ
για να γεμίσει το αχανές
ανάμεσα στα τρόπαια
πού στήθηκαν
για ένα θρίαμβο παταγώδη
και διαπεραστικό.
A MUMIA
Ποιανού είναι το βλέμμα
πού βλέπει με τα μάτια μου;
Όταν σκέφτομαι ότι κοιτάω,
ποιος συνεχίζει να βλέπει
ενώ εγώ σκέφτομαι;
Από ποιους δρόμους προχωρούν
όχι τα θλιβερά βήματα μου,
αλλά η πραγματικότητα
βαδίζοντας μαζί μου;
Κάποιες φορές
στο ημίφως του δωματίου μου,
όταν εγώ ο ίδιος
ίσαμε το βάθος της ψυχής μου
μόλις πού υπάρχω,
μέσα μου παίρνει
το Σύμπαν
ένα νόημα άλλο:
είναι μια κηλίδα ξεθωριασμένη
του να έχω ο ίδιος συνείδηση
της ιδέας μου για τα πράγματα.
Αν ανάψουν τα κεριά
και δεν υπάρχει μόνο
το φως το λιγνεμένο έξω –
δεν ξέρω ποια λάμπα
του δρόμου είναι αναμμένη –
θα ʼχω τον σκοτεινό πόθο
Ζωή και Σύμπαν
τίποτα άλλο να μη κατέχουν
παρά τούτη τη ζοφερή στιγμή
πού τώρα είναι η ζωή μου:
Μια ροή ενεστώσα
ενός ποταμού
πού πάντοτε ρέει
αλησμονώντας του.
Χώρος αινιγματικός
ανάμεσα σε έρημους τόπους
πού το νόημα του είναι ουδέν
και χωρίς τίποτα να είναι για τίποτα.
Και έτσι περνάει η ώρα
μεταφυσικά.
(μετάφραση : Στάθης Λειβαδάς)