Ο Χιλιανός συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα, πέθανε σε ηλικία 70 ετών στην Ισπανία από την Covid-19, ανακοίνωσε ο εκδοτικός οίκος του χθες. Είχε εξοριστεί από τη δικτατορία του Αουγκούστο Πινοτσέτ αφού είχε πάρει μέρος στον αγώνα του Χιλιανού λαού σαν ενεργό μέλος του φοιτητικού κινήματος εκεί.
Ο Σεπούλβεδα νοσηλευόταν σε νοσοκομείο του Οβιέδο.
Γεννήθηκε στο Οβάγιε της επαρχίας Λιμαρί, στη βόρεια Χιλή. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο στο Σαντιάγο σπούδασε θεατρική σκηνοθεσία στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Χιλής. Διατέλεσε ηγέτης του φοιτητικού κινήματος τα χρόνια των σπουδών όντας μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής. Καταξιωμένος συγγραφέας (ποιητής, πεζογράφος, δραματουργός), αλλά ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία. «Πλήρωσε» με βασανιστήρια, φυλακή και αυτοεξορία το γεγονός ότι αγωνίστηκε κατά των τυράννων και εκμεταλλευτών -ξένων και εγχώριων- της πατρίδας του Χιλής και για την ανάδειξη της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Υπήρξε, μάλιστα, μέλος της προσωπικής φρουράς του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Ειχε συμμετοχή στον ένοπλο αγώνα των Σαντινίστας εναντίον της δικτατορίας του Σομόζα στο πλάι της Διεθνούς Ταξιαρχίας Σιμόν Μπολίβαρ.
Από τα Χρονικά του Περιθωρίου
Ο πειρατής του Έλβα
Ένας δρόμος του Αμβούργου φέρει το όνομα του δήμαρχου Σίμον φον Ούτρεχτ, αλλά σχεδόν κανείς Αμβουργιανός δεν ξέρει ούτε ποιος ήταν ο κύριος, ούτε τι έκανε για να αξιωθεί τέτοια τιμή. Το μόνο που ξέρουν γι αυτόν είναι ότι διέταξε την εκτέλεση ενός ανθρώπου που ζει στη μνήμη των ασεβών και σε καμιά εκατοστή τραγούδια και ιστορίες που ακούγονται στα παράλια της Βόρειας Θάλασσας ή στη θαλπωρή των καφέ του Βέντελ ή του Μπλάνκενέσε.
Ο άνθρωπος αυτός (που όλοι τον θυμούνται) λεγόταν Κλάους Στέρτεμπέκερ και ήταν πειρατής- ο Πειρατής του Έλβα.
Το 1390, η Χανσεατική Λίγκα επέβαλε διά πυρός και σιδήρου την εμπορική κυριαρχία της στον Βόρειο Ατλαντικό και τη Βαλτική. Έβαλε εξωφρενικούς φόρους και διατίμησε αυθαίρετα τα αγροτικά προϊόντα και τα χειροτεχνήματα, ενώ, στα χίλια τόσα πλοία της, οι καπετάνιοι της δε δίσταζαν να στείλουν κάποιον στην κρεμάλα για το παραμικρό παράπτωμα.
Ωστόσο, κι όπως συνέβη πάντα στην Ιστορία, κάποιοι ναυτικοί με επικεφαλής τον Κλάους Στέρτεμπέκερ, έναν κοκκινοτρίχη γίγαντα με περήφανο κούτελο, είπαν όχι στην αγχόνη και το βούρδουλα, ξεσηκώθηκαν κι έφυγαν μ’ ένα καράβι που πήρε ν’ αρμενίζει υπό τη σημαία της ελευθερίας.
Το 1392, στη νήσο Γκότλαντ, οι άνδρες του Στέρτεμπέκερ υπαγόρευσαν τη Διακήρυξη των Αρχών τους σ’ έναν ιερωμένο, ο οποίος τη μετέφρασε από τα Λατινικά σε όλες τις γλώσσες που μιλιούνταν τότε στη Βόρεια Ευρώπη. Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, οι άνθρωποι επιλέχθηκαν από τον Θεό για να βιώσουν την ευτυχία, και μόνο η ευτυχία παρείχε στον άνθρωπο την αναγκαία ζωτικότητα για ν’ αντέξει κάθε κακουχία. Από τότε άρχισαν να αποκαλούνται Die Vitalienbruder (Οι Ζωτικοί Αδελφοί) και να είναι ο φόβος και ο τρόμος της Λίγκας.
Σάλταραν σε καράβια με γεμάτα αμπάρια, ρωτούσαν τους ναυτικούς για τα τελευταία βασανιστήρια που είχαν υποστεί, και πολλοί καπετάνιοι και αξιωματικοί ένιωσαν στο πετσί τους τις βουρδουλιές του γάτου με τις επτά ουρές ή τον λιγοστό αέρα που επιτρέπει η θηλειά της αγχόνης. Η μισή λεία μοιραζόταν ανάμεσα στα μέλη της αδελφότητας, και η άλλη μισή, στους παραπόταμους ή παράκτιους πληθυσμούς του Έλβα και της Βαλτικής, που περίμεναν σαν ευλογία την άφιξη του Στέρτεμπέκερ και των Ζωτικών Αδελφών.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η Λίγκα επικήρυξε το κεφάλι του πειρατή, και δεκάδες Γερμανοί, Σουηδοί και Δανοί καπετάνιοι ξαμολήθηκαν στο κυνήγι του.
Σκούρα τα βρήκαν, γιατί ο Στέρτεμπέκερ γνώριζε όλα τα μυστικά του Έλβα και τους ξέφευγε εύκολα- ως τα μέσα του 1400.
Τότε, ένα ανοιξιάτικο πρωινή αυτής της χρονιάς, όλο το Αμβούργο μαζεύτηκε σ’ ένα μέρος κοντά στο Τόιφελσμπρίκε (Γεφύρι του Διαβόλου) για να παρακολουθήσει την εκτέλεση του πειρατή και καμιάς εκατοστής συντρόφων του.
Ο Σίμον φον Ούτρεχτ, ο δήμαρχος, διάβασε την απόφαση με σταθερή φωνή: θάνατος δι’ αποκεφαλισμού. Ο δήμιος σήκωσε το σπαθί, περιμένοντας το πρώτο θύμα, που έπρεπε να είναι ένας μούτσος, αφού μέρος της ποινής που είχε επιβληθεί στον Στέρτεμπέκερ ήταν να δει να πεθαίνουν ένας- ένας οι άνδρες του.
Ξαφνικά, ακούστηκε η φωνή του κοκκινοτρίχη πειρατή:
“Θέλω να’ μαι πρώτος, κυρ- δήμαρχε, αλλά θέλω να σου προτείνω και κάτι για να γίνει καλύτερο το θέαμα που έχεις οργανώσει”.
“Λέγε!” διέταξε ο Σίμον φον Ούτρεχτ.
“Θέλω να’ μαι πρώτος. Θέλω να’ μαι όρθιος σαν μου κόψει το κεφάλι, και θέλω, για κάθε βήμα που θα κάνω αφού το κεφάλι μου θα ‘χει πέσει χάμω, να χαρίσεις τη ζωή και σ’ ένα σύντροφό μου”.
“Ζήτω ο Πειρατής του Έλβα!” φώναξε ένας απ’ το πλήθος, κι ο δήμαρχος, σίγουρος ότι είχε να κάνει μ’ έναν ακόμη φανφαρονισμό, δέχτηκε.
Η κοφτερή ατσάλινη λεπίδα έσκισε τον πρωινό αέρα, μπήκε από το σβέρκο και βγήκε από το πιγούνι του πειρατή. Το κεφάλι του έπεσε στα μαδέρια της γέφυρας και, μπροστά στα κατάπληκτα βλέμματα όλων, ο αποκεφαλισμένος έκανε δώδεκα βήματα πριν σωριαστεί χάμω.
Αυτό συνέβη ένα ανοιξιάτικο πρωινό του έτους 1400. Γύρω στα εξακόσια χρόνια αργότερα, η αστυνομία του Αμβούργου συνέλαβε διάφορους νεαρούς που προσπαθούσαν για πολλοστή φορά να αλλάξουν το όνομα ενός δρόμου. Κρατούσαν μια μεγάλη γαλάζια πινακίδα με άσπρα γράμματα που έγραφαν: ¨Οδός Κλάους Στέρτεμπέκερ” και σκέπαζαν μ’ αυτήν τη μεταλλική πινακίδα που έφερε το όνομα του ουδόλως διάσημου δήμαρχου Σίμον φον Ούτρεχτ.
Τα παιδιά μου λατρεύουν αυτή την ιστορία, και ελπίζω να μπορέσω να την πω μια μέρα και στα εγγόνια μου, γιατί μπορεί η ζωή να’ ναι σύντομη και εύθραυστη, αλλά η αξιοπρέπεια και το θάρρος της χαρίζουν τη ζωτικότητα που μας βοηθά ν’ αντέξουμε τις δυσκολίες και τα δεινά μας