Τρίτη 16 Ιουλίου 2013
Μου τό'πε!
Βαθύ σκοτάδι ολόμαυρο
αζύγιστο άστρο, άλυωτο
τυφλό φεγγάρι σ' άγνωστη τροχιά
να ορίσει κύκλο ακύκλωτο
παλεύει
Φιλάει βοριάς το στόμα μου
το κέντρο μου θυμός
κι ο φόβος άχνα
Φυσάν μεσα μου χίμαιρες
χρυσάφι σκοτεινό
τραντάζει η ζάλη τ' άρμενα
της λογικής λατίνια
ή σακολέβες.
Χύνεται αυγή στ' αλάφιασμα της γύμνιας
μα όποιος ξεχνιέται με έρωτα
ψέμματα λέει
ας βγάλει το σκασμό
Φεύγουνε πλοία δαιμονικά
στα δυό κομμενα
Αλλού τραβάει το σκαρί
κι αλλού η ρότα
Μιλάει το θαύμα
πείσμα δροσερό
Άπνοια ψαριού, σπασμένη φλέβα, μαύρο αίμα
Φεγγάρι ασήμι λίμνασε
στο βλέμμα του ουρλιαχτού
Καιρός για γκρεμοτσάκισμα!
Βράδυ αξεδίψαστο
βροχή σπάζει τα τζάμια
κι οι εκβολές σβήσανε φώτα για καλά..
Σε λίγο θ'αρμενίζουμε στο Δέλτα των τεράτων
Στο μάτι του μονόφθαλμου κυκλώνα
τα πόδια ανοίγει και οργάζει η καταιγίδα
Σπορά τυφώνα ή θύελλας;
Φεγγάρι ασήμι άλυωτο αζύγιστο άστρο,
Θα το γλέντήσουνε οι άμοιροι, βραδυάζει,
στων σκιάχτρων τους χρησμούς
θα βγάλουν γλώσσα
Μαζί μας θα πλαγιάσει απόψε η Θέαινα
Μου τό'πε!
. . .γιώργος σαρρής. . .
Σάββατο 13 Ιουλίου 2013
Ασημάκης Πανσέληνος - 5 ποιήματα
Τα σπίτια μου, τα ζα μου, τα παιδιά μου
νάναι καλά, - κι' ο πόλεμος ας βράζει!
Αφού σου καίω καντήλι μ' έξοδα μου,
πως πίνω ξένο αίμα τι πειράζει;
Πλερώνω στην πατρίδα μου για νάχει
κανόνια και στρατό - πράματα δίκια,
και για όσους σακατεύονται στη μάχη
πλερώνω κι' αγοράζουν δεκανίκια!
Θεέ μου, εσύ πού παίρνεις δίχως κόπο
της χήρας της φτωχής τον όβολό,
δώσε να ζήσω ανέγνοια κάποιο τρόπο,
και πάστρεψε τον άγιο μας τον τόπο
από καθένα ανήσυχο μυαλό!
-Για το φτωχό, καθένας μας το ξέρει,
η σκέψη είν' επικίντυνο μαχαίρι!
Μέσα στο σπίτι λάμπει αποσπερίτης
η μάνα μου, παλιά νοικοκυρά.
Είναι ο μπαμπάς φιλόνομος πολίτης
κι' έχει παρά με φούντα και ουρά.
Δε βγαίνει από το σπίτι πριν τις δέκα
κι' έχει υποθέσεις πάντα σοβαρές,
κι' όταν το φέρει ο λόγος για γυναίκα,
έχει και λίγο αρχές αριστερές.
(Μα σαν ακούει την λέξη «μπολσεβίκοι»
σηκώνονται του οι τρίχες από φρίκη).
Στην αρετή του πάντα είναι ρολόι
και για το σπίτι κάνει σαν τρελλός,
γιατί έτσι κάνουν οι άνθρωποι από σόι,
γιατί έτσι κάνει ο κόσμος ο καλός.
Μα κάποτε τον ζώνουν κι' οι διάβολοι
κι' η μάνα μου - να φύγη η γρουσουζιά,
παίρνει από του μπαμπά το πορτοφόλι
κι' ανάβει ένα κερί στην Παναγιά
«Συ πουσαι απ' τους άγιους όλους πρώτη
στον ίσιο δρόμο φέρ' τον Παναγιώτη!»
Την Κυριακή σα βγούμε στο σεργιάνι,
μπράτσο ο μπαμπάς τη μάνα μου κράτα·
δίνει δεκάρες κι' εύχονται οι ζητιάνοι
κι' ό κόσμος ο καλός μας χαιρετά!
Επιτύμβιο σε διχτάτορα
Στα χέρια πάνω οι φίλοι μου οι πιστοί
με φέρανε στο σπίτι το στερνό μου
μπράτσο ο μπαμπάς τη μάνα μου κράτα·
δίνει δεκάρες κι' εύχονται οι ζητιάνοι
κι' ό κόσμος ο καλός μας χαιρετά!
Στα χέρια πάνω οι φίλοι μου οι πιστοί
με φέρανε στο σπίτι το στερνό μου
δι' εγκυκλίου με κλάψαν όλοι οι Έλληνες
που με είχαν αγαπήσει δια νόμου.
Σ’ ένα παιδάκι
Στον Αλέξη
Παιδί μου, αυτές τις μέρες που γεννήθηκες,
κόλαση η ανθρωπότητα είναι κρύα,
λιωμένο ατσάλι βρέχει στον πλανήτη μας
κι οι άνθρωποι ντροπιάζουν τα θηρία.
Έτσι μπορεί μια μέρα κι ο πατέρας σου
πριν σε χαρεί και πριν τον αγαπήσεις,
μ’ έν’ αναμμένο βόλι μες στα στήθια του
να μη σου μείνει ουδέ στις αναμνήσεις.
Η ελευθερία κυβέρνησε τη μοίρα του,
αυτή που ζωογονεί και θανατώνει,
δεν έκανε κακό, μονάχα μίλησε,
που έχει μιλήσει λίγο μετανιώνει.
Ήταν στο βάθος άνθρωπος αδύνατος
και μέθαγε στο πιο εύκολο μεθύσι,
πολλά μπορούσε, τίποτα δεν έκανε
κι έζησε περιμένοντας να ζήσει.
Μα εσύ να ζήσεις άξια και περήφανα
να ζεις και για τη ζωή να μη σε νοιάζει,
μονάχα ό,τι πληρώνεται με θάνατο,
μονάχα αυτό σε ζει και σ’ ανεβάζει.
(1943)
Στον Αλέξη
Παιδί μου, αυτές τις μέρες που γεννήθηκες,
κόλαση η ανθρωπότητα είναι κρύα,
λιωμένο ατσάλι βρέχει στον πλανήτη μας
κι οι άνθρωποι ντροπιάζουν τα θηρία.
Έτσι μπορεί μια μέρα κι ο πατέρας σου
πριν σε χαρεί και πριν τον αγαπήσεις,
μ’ έν’ αναμμένο βόλι μες στα στήθια του
να μη σου μείνει ουδέ στις αναμνήσεις.
Η ελευθερία κυβέρνησε τη μοίρα του,
αυτή που ζωογονεί και θανατώνει,
δεν έκανε κακό, μονάχα μίλησε,
που έχει μιλήσει λίγο μετανιώνει.
Ήταν στο βάθος άνθρωπος αδύνατος
και μέθαγε στο πιο εύκολο μεθύσι,
πολλά μπορούσε, τίποτα δεν έκανε
κι έζησε περιμένοντας να ζήσει.
Μα εσύ να ζήσεις άξια και περήφανα
να ζεις και για τη ζωή να μη σε νοιάζει,
μονάχα ό,τι πληρώνεται με θάνατο,
μονάχα αυτό σε ζει και σ’ ανεβάζει.
(1943)
ΕΝΤΙΜΟΣ ΒΙΟΣ
Αμέριμνη η ζωή του νοικοκύρη,
δεν κάνει τούμπες, δεν έχει φτερά
και κάποτε σκυμμένος στο ποτήρι,
στο σκύψιμο γυρεύει τη χαρά.
Μοχτάει σκληρά και δε σηκώνει μύτη
και οικονομάει το χρήμα του σοφά,
στα εξήντα του αγοράζει κάποιο σπίτι
και μπαίνει μες στο σπίτι και ψοφά.
Αμέριμνη η ζωή του νοικοκύρη,
δεν κάνει τούμπες, δεν έχει φτερά
και κάποτε σκυμμένος στο ποτήρι,
στο σκύψιμο γυρεύει τη χαρά.
Μοχτάει σκληρά και δε σηκώνει μύτη
και οικονομάει το χρήμα του σοφά,
στα εξήντα του αγοράζει κάποιο σπίτι
και μπαίνει μες στο σπίτι και ψοφά.
Ετικέτες
Ασημάκης Πανσέληνος
Νικηφόρος Βρεττάκος: Μεγαλυνάρι, Ολονυχτία, Πικραμένος αναχωρητής και 4 ακόμη ποιήματα
Χορικό
Υπάρχουνε λύπες που κανείς δεν τις ξέρει.
Υπάρχουνε βάθη που δεν τ’ ανιχνεύει
ο ήλιος. Όρη σιωπής περιβάλλουν τα χείλη.
Και σιωπούν όλοι οι μάρτυρες. Τα μάτια δε λένε.
Δεν υπάρχουνε σκάλες τόσο μεγάλες
Να κατέβει κανείς ως εκεί που ταράζεται
Του ανθρώπου ο πυρήνας. Αν μιλούσε η σιωπή,
αν φυσούσε, αν ξέσπαγε – θα ξερίζωναν όλα
τα δέντρα του κόσμου
Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα
μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ό,τι έμεινε απ’ τον ήλιο
να σου το στείλω να ντυθείς. Έμαθα πως κρυώνεις.
Την πράσινή σου φορεσιά να την φορέσεις την Λαμπρή!
Θα τρέξουν μ’ άνθη τα παιδιά. Θα βγουν τα περιστέρια,
κ’ η μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά, γεμάτη αγάπη!
Πάρε όποιο δρόμο, όποια κορφή, ρώτα όποιο δένδρο θέλεις
Μ’ ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης βγαίνουνε στην καρδιά μου!
Μην ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως. Τ’ ακούς;… Να ΄ρθείς!
…Μην με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην του πεις πως μ’ εγκατέλειψεν η ελπίδα!
Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο, σημείωσε τα φαράγγια
που πέρασα. Και τις κορφές που πάτησα. Και τα άστρα
που είδα. Πες τους από μένα, πες τους από τα δακρυά μου,
ότι επιμένω ακόμη πως ο κόσμος
είναι όμορφος!
Ολονυχτία
Δεν με κατάλαβες όλη τη νύχτα
ήμουνα πλάι σου, προσπαθούσα να κλείσω το παράθυρο
πάλευα -όλη τη νύχτα.
Ο αέρας επέμενε...
Άπλωσα τότε τις παλάμες μου πάνω σου
σαν δυο φύλλα ουρανού και σε σκέπασα...
Έπειτα βγήκα στον εξώστη και κοίταζα
δίχως χέρια τον κόσμο ...
Το βάθος της καρδιάς
Δε θ’ άρχιζε μήτε θα τέλειωνε τ’ άπειρο
χωρίς την καρδιά μου. Τότε, δε θάχε
που να ρίξει τους ήχους του. Δε θάχε στέρνα.
Δε θάχε δίχτυ να κρατήσει τ’ αστέρια του.
Είναι η καρδιά μου ένα αντηχείο εκεί
που τελειώνει η άβυσσο – σαν ένας ήλιος
κούφιος, σκαμμένος – σαν μια
χοάνη στο βάθος.
Είναι το μεγαλύτερο κόκκινο
σπήλαιο του σύμπαντος.
Μεγαλυναρι
Τ'όνομά σου : ψωμί στο τραπέζι
Τ'όνομά σου : νερό στην πηγή.
Τ'όνομά σου : αγιόκλημα αναρριχώμενων άστρων.
Τ'όνομά σου : παράθυρο ανοιγμένο τη νύχτα
Τ'όνομά σου : ένας αίνος που παίζει στο φώς
Τ'όνομά σου : αλληλούια πάνω στο Έβερεστ
Πικραμένος αναχωρητής
Θα φύγω σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό λιθάρι
να στήσω το κρεβάτι μου κοντά στη νερομάνα
του κόσμου που βροντοχτυπούν οι χοντρές φλέβες του ήλιου,
ν' απλώσω εκεί την πίκρα μου, να λυώσει όπως το χιόνι.
Μην πιάνεσαι απ' τους ώμους μου και στριφογυρίζεις
άνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αυγερινέ μου!
Φέξε το ποροφάραγκο! Βοήθα ν' ανηφορήσω!
Φέρνω ζαλιά στις πλάτες μου τα χέρια των νεκρών!
Στη μια μεριά έχω τα όνειρα, στην άλλη τις ελπίδες!
Κι ανάμεσα στις δυο ζαλιές το ματωμένο στέφανο!
Μη με ρωτάς καλέ μου αϊτέ, μη με ξετάζεις ήλιε μου!
Ρίχτε στο δρόμο συννεφιά να μη γυρίσω πίσω!
Κοιτάχτηκα μες στο νερό, έκατσα και λογάριασα,
ζύγιασα το καλό και το κακό του κόσμου. Κι αποφάσισα,
να γίνω το μικρότερο αδερφάκι των πουλιών!
Δεν με κατάλαβες όλη τη νύχτα
ήμουνα πλάι σου, προσπαθούσα να κλείσω το παράθυρο
πάλευα -όλη τη νύχτα.
Ο αέρας επέμενε...
Άπλωσα τότε τις παλάμες μου πάνω σου
σαν δυο φύλλα ουρανού και σε σκέπασα...
Έπειτα βγήκα στον εξώστη και κοίταζα
δίχως χέρια τον κόσμο ...
Το βάθος της καρδιάς
Δε θ’ άρχιζε μήτε θα τέλειωνε τ’ άπειρο
χωρίς την καρδιά μου. Τότε, δε θάχε
που να ρίξει τους ήχους του. Δε θάχε στέρνα.
Δε θάχε δίχτυ να κρατήσει τ’ αστέρια του.
Είναι η καρδιά μου ένα αντηχείο εκεί
που τελειώνει η άβυσσο – σαν ένας ήλιος
κούφιος, σκαμμένος – σαν μια
χοάνη στο βάθος.
Είναι το μεγαλύτερο κόκκινο
σπήλαιο του σύμπαντος.
Μεγαλυναρι
Τ'όνομά σου : ψωμί στο τραπέζι
Τ'όνομά σου : νερό στην πηγή.
Τ'όνομά σου : αγιόκλημα αναρριχώμενων άστρων.
Τ'όνομά σου : παράθυρο ανοιγμένο τη νύχτα
στην πρώτη του Μάη.
Τ'όνομά σου : ρινίσματα ήλιου
Τ'όνομά σου : στροφή από φλάουτο τη νύχτα.
Τ'όνομά σου : στα χείλη των αγγέλων τριαντάφυλλο.
Τ'όνομά σου : στροφή από φλάουτο τη νύχτα.
Τ'όνομά σου : στα χείλη των αγγέλων τριαντάφυλλο.
Τ'όνομά σου : δυο δρυς που το ουράνιο τόξο
στηρίζει τις άκρες του.
Τ'όνομά σου : διπλωμένο στα πόδια μου
Τ'όνομά σου : τοπίο χωρισμένο με χρώματα
Τ'όνομά σου : γραφή του απογεύματος
Τ'όνομά σου : ένα ελάφι βουτηγμένο ως το γόνατο
σε μιαν άμπωτη ήλιου.
Τ'όνομά σου : βροχούλα στου σπορέα το μέτωπο
Τ'όνομά σου : περίσσευμα στου βοσκού την καλύβα
Τ' όνομα σου: λυχνάρι που γλυκαίνει τον ύπνο του.
Τ'όνομά σου: φωτιά που χορεύει στο τζάκι του
σαν μια δέσμη γαρύφαλλα
Τ'όνομά σου : ένας ψίθυρος απ' αστέρι σε αστέρι
Τ'όνομά σου : μουρμούρισμα δύο ρυακιών μεταξύ τους
Τ'όνομά σου : μονόλογος ενός πεύκου στο Σούνιο
Τ'όνομά σου : μουρμούρισμα δύο ρυακιών μεταξύ τους
Τ'όνομά σου : μονόλογος ενός πεύκου στο Σούνιο
Τ'όνομα σου : ανάλυση του ήλιου στις φλούδες
των φρούτων σε χρώματα.
Τ'όνομά σου : ροδόφυλλο σ' ενός βρέφους το μάγουλο
Τ'όνομά σου : πεντάγραμμο στις κεραίες των γρύλων
Τ'όνομά σου : πεντάγραμμο στις κεραίες των γρύλων
Τ'όνομά σου : του σύμπαντος διάφανο απόνυχτο
Τ'όνομά σου : πορεία πέντε κύκνων που σέρνουν
την Πούλια μεσούρανα
Τ'όνομά σου : ελιά βασιλεύουσα.
Τ'όνομά σου : χαρμόσυνο βουητό στην Ιθάκη.
Τ'όνομά σου : τρεις κρίνοι στην κορυφή του Ταύγετου.
Τ'όνομά σου : αντιφέγγισμα ρόδων στο πρόσωπο
της Παναγίας Εργάνης
Τ'όνομά σου : ο Ηνίοχος στην άμαξα του ήλιου.
Τ'όνομά σου : πεδιάδα που φέρνει στο σπίτι μας
Τ'όνομά σου : κουδούνισμα αλόγων την άνοιξη.Τ'όνομά σου : ένας αίνος που παίζει στο φώς
τ' ανοιγμένα παράθυρα.
Τ'όνομά σου : Ειρήνη στα κλωνάρια του δάσους.
Τ'όνομά σου : Ειρήνη στους δρόμους των πόλεων
Τ'όνομά σου : Ειρήνη στις ρότες των πλοίων
Τ'όνομά σου : ένας άρτος, βαλμένος στην άκρη
της γης που περίσσεψε
Τ'όνομά σου : αέτωμα περιστεριών στον ορίζοντα.
Τ'όνομά σου : αέτωμα περιστεριών στον ορίζοντα.
Τ'όνομά σου : αλληλούια πάνω στο Έβερεστ
Πικραμένος αναχωρητής
Θα φύγω σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό λιθάρι
να στήσω το κρεβάτι μου κοντά στη νερομάνα
του κόσμου που βροντοχτυπούν οι χοντρές φλέβες του ήλιου,
ν' απλώσω εκεί την πίκρα μου, να λυώσει όπως το χιόνι.
Μην πιάνεσαι απ' τους ώμους μου και στριφογυρίζεις
άνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αυγερινέ μου!
Φέξε το ποροφάραγκο! Βοήθα ν' ανηφορήσω!
Φέρνω ζαλιά στις πλάτες μου τα χέρια των νεκρών!
Στη μια μεριά έχω τα όνειρα, στην άλλη τις ελπίδες!
Κι ανάμεσα στις δυο ζαλιές το ματωμένο στέφανο!
Μη με ρωτάς καλέ μου αϊτέ, μη με ξετάζεις ήλιε μου!
Ρίχτε στο δρόμο συννεφιά να μη γυρίσω πίσω!
Κοιτάχτηκα μες στο νερό, έκατσα και λογάριασα,
ζύγιασα το καλό και το κακό του κόσμου. Κι αποφάσισα,
να γίνω το μικρότερο αδερφάκι των πουλιών!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)