Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Χάρτινος καιρός γρήγορα καίγεται

Tι τον φοβάσαι ετούτο τον καιρό
Χαρτινος είναι. Γρήγορα καίγεται.
Εύκολη στάχτη και προσάναμα
Μια σπίθα ακόμα και θα δεις

Χειρονομούνε τα αποτρόπαια και βρίζουνε
Τα θυελλώδη γεγονότα όπως τα λένε
λυντσάρουν την αλήθεια
και γελάνε

Μ αυτό που από μέσα σ' οδηγάει
δε μεταδίδεται αν δεν το πεις με πράξη
των φύλλων το ξεφύλλισμα
βρωμάει φθινόπωρο υγρό
βαλτόνερα της θεωρίας και μούχλα

Χειρονομούνε τα αποτρόπαια και βρίζουνε
τρομοκρατίες και σάπιες απειλές
Παραμονεύει ο παλιόκαιρος σε μια άκρη
Έχε το νου σου

Κάποτε πούμασταν παιδιά θυμάσαι;
Πάνω στην άμμο μια ομπρέλλα ανοιχτή
και μεις χωμένοι από κάτω αγκαλιά
μες τη βροχή
ονειρευόμασταν ταξίδια στ' άγρια κύμματα
δίκαιες μάχες κι εξεγέρσεις ηρωικές
κοιτώντας πέρα στο μενεξεδένιο ορίζοντα
κατατροπώναμε θεριά
κι αγριες φυλές βαρβάρων εισβολέων
μονάχα μ' ένα ξύλινο σπαθάκι

Τοτε δεν ξέραμε αυτό τι πάει να πει
Να τρίζει η σκάλα σκουριασμένη μες τη θύελλα
και η ζωή σε μια κλωστή έτσι να κρέμεται
και συ ν' αναρωτιέσαι ακόμη αν πρέπει
και να ντρέπεσαι...


Χειρονομούνε τα αποτρόπαια και βρίζουνε
μα εσύ δεκάρα μην τους δίνεις
Το δρόμο που έψαχνες αλήθεια
μόνο ανασαίνοντας ερείπια και χώμα θα τον βρεις.
Στης σύγκρουσης τον κουρνιαχτό
την ωρα εκείνη τη μοιραία
που μαρτυρία συνειδητά θα καταθέτεις
τα τείχη πως γκρεμίζονται μπροστά σου
καθώς σου έλαχε

Κι εκείνη τη φωνή, τη μακρινή, τη ραγισμένη
τη μυστική, τη μυθική, τη χιονισμένη
δεν την εξευμενίζεις με χαμόγελα έτσι εύκολα
ούτε με κόσμιες συμπεριφορές

Τι τον φοβασαι ετούτο τον καιρό
Χάρτινος είναι. Γρήγορα καίγεται.
Ευκολη στάχτη και προσάναμα

.           .             .            .            .γιώργος σαρρής.            .            .              .               .

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Θέλω μια μέρα

Θέλω μια μέρα ρε γαμώ το, θέλω μια μέρα να βγώ στο δρόμο και νάναι όλα αλλιώς. Να βαδίσω προς το κέντρο της πόλης και νάναι η πρώτη μέρα της ζωής και της άνοιξης.
Νάχει απεργία γενική κι όλοι νά' ρχονται με τα πόδια ή με επιταγμένα λεωφορεία που περνανε γεμάτα σημαίες και συνθήματα κι από μέσα ν'ακούγονται τραγούδια.
Θέλω οι άνθρωποι στο δρόμο ν' αγκαλιάζονται κι ας μήν ξέρουνε ο ένας τον άλλο. Να κοιτιούνται στα μάτια μ' ανοιχτή καρδιά, χωρίς φόβο, χωρίς ντροπές κι ενοχές, γυμνοί σαν παιδιά που ετοιμάζονται ν'αρχίσουνε παιχνίδι απ' την αρχή με μια κουρελόμπαλα!
Θέλω να δω την πόλη μου ξανά λουσμένη στον ήλιο και τα παιδιά να τρέχουν στις πλατείες αγκαλιά με τα πολύτιμά τους τίποτα, τις φαντασίες και τα θαύματά τους.
Ν' ακούσω γέλια από παντού,να δώ να σηκώνουν οι άνθρωποι ξανά κεφάλι στον ουρανό και να κοιτάνε κατάματα το γαλάζιο.
Να βγαίνουνε οι γέροι στην εξώπορτα, να χαιρετάνε και να λένε "Επιτέλους !Νάχα άλλα 10-20 χρονάκια να το δώ..."
Στο πεζοδρόμιο το μεσημέρι να μοιράζουν το φαΐ που μαγειρέψανε οι επιτροπές, με τ' αγροτικά προϊόντα που ήρθανε από τα χωριά πρωί-πρωί, κι ο καθένας να κουβαλάει μαζί του το κρασί του, την τσικουδιά , το κουράγιο και την πίστη του.
Η τηλεόραση νάναι κλειστή κι οι αστέρες της να ξαναμπαίνουν στη μαχητική δημοσιογραφία σαν αρχάριοι, με ρεπορτάζ για το πως θα πάμε στο αύριο η γιατί δεν περπατάει το θέμα με το τάδε νέο φάρμακο ή που κρύψανε τόσο πλούτο αυτοί που φύγανε τρέχοντας χτες.
Θέλω ν' ακούσω στο ραδιόφωνο καινούργιες μουσικές, αυτές που είχανε μείνει κλειδωμένες στα συρτάρια, από τα "παιδιά" τ' αληθινά του Θοδωράκη, του Χατζηδάκη του Τσιτσάνη και των άλλων ξεχασμένων που μας τα λέγανε παλιά.
Αλλά θέλω τώρα.Οχι μακροπρόθεσμα ...
Θέλω στις γωνιές να δώ χάρτες και πλάνα απλωμένα και τους εργάτες να σχεδιάζουν φωναχτά την παραγωγή των αυτοδιαχειριζόμενων εργοστάσιων που εγκαταλείψανε οι ληστές, αφού δεν ήτανε δικά τους.Να τσακώνονται,να διαφωνούν, να φωνάζουν, κι ύστερα να ενώνουνε χέρια και να γεμίζει η μέρα φως και ρεύμα.
Θέλω να γίνει ο κόσμος απλός, αλλά δικός μας.Χωρίς γυαλιστερά υπερκτίρια, γκλαμουράτα εμπορικά κέντρα και SUV 5000 κυβικών, αλλά με τα αναγκαία να υπάρχουνε για όλους!Και νάχει παντού βιβλία και χαρτιά, μολύβια, πληκτρολόγια κι οθόνες ανοιχτές στο αύριο , στο καινούργιο, στο αδοκίμαστο !
Και στα σχολεία να έρχονται ο Κολοκοτρώνης κι ο Μακρυγιάννης κι ύστερα ο Βάρναλης, ο Μπελογιάννης, ο Γλέζος κι ο Λαμπράκης και να κάνουν μαθήματα ελευθερίας κι ανεξαρτησίας.
Και ν' ανοίγουνε οι πόρτες τους γιά όλους και να πηγαίνουμε ξανά στην πρώτη δημοτικού να μάθουμε το καινούργιο αλφάβητο.Και με το Α κεφαλαίο να γράψουμε στον πίνακα την πρώτη λέξη ΑΓΑΠΗ.Γιατί "Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΙΟ ΑΜΕΣΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ" που έλεγε κι ο Μπρεχτ!
Κι οι ποιητές να μην έχουν πια με τι να κλάψουν κι απλά να αφήνουν την καρδιά τους κάτω, σα λαδιά να απλώνει και σαν έρωτας παντού.
Θέλω να γεμίσουνε οι δρόμοι κύκλους, να μπαίνουν όλοι στο χορό, ο ένας πάνω στον άλλο.Να σπρώχνονται, να σφίγγουνε χέρια και να πονάνε απ' τη χαρά.., και να λένε "Πιστεύουμε στο αδύνατο", "Μπορούμε" η "Η ΟΥΤΟΠΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΕΦΑΡΜΟΣΙΜΗ ΑΛΗΘΕΙΑ".
ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΔΩ!
Εδώ ειν'ο σπόρος εδώ και το χώμα.
Εδώ τα χέρια, τα μυαλά και τα κορμιά.
Εδώ μπροστά μπροστά ειναι η αγάπη,εδω κι η ανάγκη.
Εδώ οι εργάτες, οι αγρότες, οι επιστήμονες κι οι καλλιτέχνες.
Εδώ το φθινόπωρο, η ανοιξη , το καλοκαίρι κι ο χειμώνας πίσω να μακραίνει.
Εδώ ο σκοτεινός ουρανός, εδώ τ' αστέρια και τα φεγγάρια του, ο ήλιος κι οι πολύχρωμοι γαλαξίες.
Εδω η "αλγηδόνα" αλλά εδώ κι η "ευφροσύνη' που θάλεγε κι ο ποιητής.
Εδώ ο Θεός εδώ κι εμείς!Γιατί εκεί μέσα στο εμείς είναι κρυμμένος και δεν τονε βλέπουμε!

Κι ύστερα θέλω μόλις βραδιάσει, ν' ανάψουνε παντού οι φωτιές και να στηθούνε γλέντια.Ετσι με το τίποτα!Κι οι φοιτητές να συζητάνε στα Προπύλαια για το πιο ειναι το κυρίαρχο και πώς θα προχωρήσει το πράγμα.Και το κυρίαρχο να είναι εκεί μπροστά μας,στη στιγμή!Να πίνουνε όλοι να γλεντούν και να ερωτεύονται. Να παίζουνε οι μπάντες λαικά και ρόκ, και αυτοσχέδια χιπ-χοπ νά ακούγονται από γύρω.
Κι εγώ να πάρω την κιθάρα,να κάτσω κάτω στο τσιμέντο, να τραγουδάω ως το πρωί, μέχρι να κλείσουν οι φωνές και να τα λέμε τα τραγούδια με τα μάτια σαν τους τρελούς.
Κι ο Θεός αν υπάρχει, να στήνει αυτί και να χαίρεται, που βρήκαμε το δρόμο τελικά και δεν θάχουμε ανάγκη προσευχές για να βρισκόμαστε.
Αλλά είπαμε.Θέλω τώρα, όχι μακροπρόθεσμα τότε που όλοι θάμαστε νεκροί.Και τα μακροπρόθεσμα πλάνα και τις σωτηρίες τους ας τις βάλουν εκεί που ξέρουν επιτέλους.
.                     .               .γιώργος σαρρής.            .                   .

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Είναι καιρός

Eίναι καιρός να μάθεις πια
ποιός εισαι
Να βγεις στο κρύο
κι όρθιος να σταθείς
Απέναντι από του εχθρού σου τα χαμόγελα
χωρίς χαμόγελο κανένα
να τον κοιτάξεις μες στα μάτια.

Ειναι καιρός να μάθεις πια
ποιος είσαι
να μπεις στη νύχτα
κι όρθιος να σταθείς
μπροστά στου εργοδότη την ταπείνωση
απέναντι απ' του μπάτσου την ασπίδα
να γίνεις πέτρα και να πεις
δεν κανω βήμα πίσω !

*
Κι αν φοβηθείς και κάνεις πίσω
μη ντραπείς
γιατί πολλά για σένα θαχεις μάθει
 γιατί πολλά  θα 'εχεις πάθει
και θα πεις
Αυριο τέρμα.

Ειναι καιρός να μάθεις πια
ποιος εισαι
καιρός στο μέλλον
να ορκιστεις
απέναντι απ' του νόμου το λεπίδι
κι απ της οθόνης τη γελοία τρομοκρατηση,
όρθιος να μείνεις και να πεις:
Δε θα ενδώσω στο κουτσό τους παραμύθι.
Αυριο θα τους πάρω παραμάζωμα!

Ειναι καιρός να μάθουν πια ποιος είσαι

γιώργος σαρρής

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Άκου


Άκου το φεγγάρι πάνω στο νερό
Ό,τι σε απορρίπτει
εγκατάλειψέ το
Βγες απ΄ την παλιά σου ύπαρξη
Φύγε απ΄ την πνιγηρότητα
και τα περίτρομα μέλλοντα.
Είναι μαθητεία βάναυση κι αχρείαστη.
Μην της μιλάς καν!
Μπες στο λεωφορείο μιας καινούργιας λαχτάρας
Φόρα λευκό πουκάμισο ξανά
Έτσι αδειανό,
για μιαν άλλη Ελένη
λούσου με μιας καινούργιας πλάνης το νερό,
κι ανοίξου
ανοίξου
Δεν χρειάζεσαι εισιτήριο
Θα βρεις τον άνεμο στο δρόμο
Ου γαρ έρχεται μόνον το έαρ
Κι ένα λιμάνι λαμπερό
στων άστρων τα βεγγαλικά χαμένο,
μελλούμενο κι αυτό
σε περιμένει.
.   .γιώργος σαρρής .   .

Ταξίδι στα Kύθηρα-Ελένη Καραίνδρου

 (ένα  μικρό αντίο στον Θ.Αγγελόπουλο)

Άρρωστη καρδιά δε βρίσκει γιατρειά στη λησμονιά
χάνεται στ' αγιάζι μέσα στο βοριά στα ξένα μακριά

Κι όλο περιμένει πάλι τη στιγμή να ξαναρθεί
το καράβι στο λιμάνι θα φανεί θαλασσινό πουλί στα όνειρά μας

Σ' άγγιξε ξανά του κόσμου η παγωνιά κι η ερημιά
πώς να τη γιατρέψεις την παλιά πληγή βαθιά μες στην ψυχή

Κι όλο περιμένει πάλι τη στιγμή να ξαναρθεί
το καράβι στο λιμάνι θα φανεί θαλασσινό πουλί στα όνειρά μας

Τάσος Λειβαδίτης (20 Απριλίου 1921-30/10/1988)


Από όλους τους αγαπημένους τι νόημα έχει να ψάχνεις ποιον προτιμάς.
Τι αγαπάς περισσότερο; Το καλοκαιρινό αεράκι που ανεμίζει ένα λευκό πουκάμισο κόντρα στο πέλαγος, η ένα απόγευμα κρύο με μια κούπα καφέ στο χέρι, την ώρα που η βροχή γαζώνει με ριπές το παράθυρο; Το χέρι που σ'αγγίζει και χάνεσαι ή τα γέλια που ανεβαίνουν το πέτρινο καλντερίμι κι ο χρόνος σταματάει;
Τον Ελύτη, τον Ρίτσο η το Λειβαδίτη; Απάντηση δεν υπάρχει.
Παρ' όλα αυτά ο Τάσος Λειβαδίτης είχε μέσα μου πάντα μια δική του διαφορετική γωνιά. Ενα δικό του σοκάκι που περνούσε σκυφτός, ύστερα σήκωνε το βλέμμα, έλεγε μια γλυκειά ευγενικη καλησπέρα και χανόταν σ΄ένα δικό του πάντα...

ΕΥΝΟΙΕΣ

Άνθρωποι που πολύ τους ταπείνωσαν κι ο Θεός τους λυπήθηκε
και τους έδωσε και μια προηγούμενη ζωή-
έτσι θυμούνται τώρα περισσότερα

ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

Οι ονειροπόλοι στέκονται πάντα στην άκρη γιατί μόνον από κει θα περάσει,
οι φτωχοί που τους ελεούν προσφέρουν μεγαλόψυχα τον εαυτό τους
οι λέξεις μεγαλώνουν μέσα σε βράδια λησμονιάς
γυναίκες σιδερώνουν τα ξένα ασπρόρουχα κι ύστερα
πηγαίνουν στην πόρτα και κλαίνε
κι αυτός που κάνει ένα μεγάλο κύκλο πριν πάει στο σπίτι του,
γιατί δεν θέλει ακόμα να το παραδεχτεί- όχι μη με ρωτάς ,
τίποτα δεν θα επανορθωθεί
παιδιά έρημα που φεύγουν αθόρυβα από την παιδική ηλικία
ανέμελα πουλιά που βρίσκονται έναν ολόκληρο χρόνο σε άδεια
τ' αγάλματα έχουν κι αυτά τις μελαγχολικές τους ώρες
ποιήματα-κλειδιά για την τρέλα ή τον ουρανό
η φήμη - αυτό το σφαγείο
ονειρεύομαι ένα νοσοκομείο για τ' άρρωστα παραμύθια,
κύκνους μες τα καπέλα των κατάδικων,
δάφνες για νικημένους,
εμείς οι ξεχασμένοι που μας αρκεί ένα χαμόγελο
για να περάσουμε τα σύνορα του κόσμου.
Αντίο, αντίο...Τίποτα δεν θα επανορθωθεί

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Χόρχε Λούις Μπόρχες - Μαθαίνεις

spring-anoixi.blogspot.com

Μετά από λίγο μαθαίνεις
την ανεπαίσθητη διαφορά
ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι
και να αλυσοδένεις μια ψυχή.

Και μαθαίνεις πως Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι
Και συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια

Και αρχίζεις να μαθαίνεις
πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια
Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις

Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου
με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα
Με τη χάρη μιας γυναίκας
και όχι με τη θλίψη ενός παιδιού

Και μαθαίνεις να φτιάχνεις
όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα,
γιατί το έδαφος του Αύριο
είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια
…και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο
να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής.

Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις…
Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου
μπορεί να σου κάνει κακό.

Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου εσύ
Αντί να περιμένεις κάποιον
να σου φέρει λουλούδια

Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις

Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη

Και ότι, αλήθεια, αξίζεις

Και μαθαίνεις… μαθαίνεις

…με κάθε αντίο μαθαίνεις

Κάτι λίγοι τρελοί



"Η μέρα κείνη δε θ' αργήσει
κυνηγημένο μου πουλί
σε πήρε κάποτε η δύση
σε ξαναφέρνει η ανατολή

Κι όταν θα σμίξουν οι καρδιές μας
όλα θα λάμψουνε αλλιώς
και θα χαθεί μες τις σκιές μας
όλος ο κόσμος ο παλιός..."

Πως τα καταφέρανε έτσι ρε φίλε,
Να καθορίζουνε τα δρομολόγια της ζωής μας σ΄όλες τις θάλασσες,
Να χαράζουνε στα μυαλά γραμμές με ψεύτικους χρωματιστούς ορίζοντες
Να μας φυτεύουνε ντροπές για αμαρτίες που δεν κάναμε
ή ενοχές για κάτι ψευτομεθύσια με μάπα αλκοόλ που μας πουλήσανε εκείνοι
Να ζωγραφίζουνε φυλάκια και σύνορα εκεί που δεν υπήρχανε ποτέ ,
και να σου λένε.."από σήμερα και πέρα...από δω μέχρι εκεί, το υπόλοιπο δικό μας"

Αλλά ευτυχώς που υπάρχουν πάντα κάτι λίγοι
που έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να βάλουνε μυαλό
Που θα σταθούνε δίπλα στους άλλους λίγους
που έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν είχανε "πατρίδα"
κάτι αιώνια εξιλαστήρια θύματα, εξόριστοι όλων των εποχών
που πάλι θα τους πούνε να πληρώσουνε τη νύφη

Υπάρχουν λοιπόν κάτι λίγοι φίλε μου
που τα μυαλά τους δεν θα τα βάλουνε στη μέγγενη να τους τα κάνουν άμμο και πολτό,
Κι από την κόλαση θα περνάνε μόνο όταν θέλουνε,
κι από όποια κόλαση γουστάρουνε αυτοί,
-έχει κι η κόλαση δρομάκια και δωμάτια ξέρεις-
Που σε όλα τα ψευτοεπιχειρήματα θα κλείνουνε τα αυτιά
και θα απαντάνε μοναχά με δύο λεξούλες
ΖΩΗ  ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Που θα φέρουνε τούμπα τα ευνουχισμένα ανθρωπάκια
τους μικροτσούτσουνους της ιστορίας με τις γραβάτες
που κάνανε την αγαμία τους απληστία και τη βγάζουνε όλη απάνω μας
και μεις ακόμα δε μιλάμε, δε μιλάμε φίλε μου

Υπάρχουν κάτι θάλασσες και παραλίες ξωτικές
που δεν τις γράφουνε οι χάρτες μ΄ακούς,
Που τις βρίσκουνε μονάχα αυτοί που ερωτευτήκαν τα ταξίδια
Αυτοί που φάγανε ισόβια στην τρέλα
και δεν καταλαβαίνουνε Χριστό,
Από κεί θα ξεκινήσει, θα το δείς
Και μη νομίζεις πως δεν ξέρουνε από ταξική συνείδηση, πρωτοπορίες και τέτοια
Αυτά είναι γραμμένα στο DNA τους,
τα μιλάνε τα κορμιά τους από μωρά πριν τα μάθουνε με λέξεις
Και στις φλέβες τους δεν κυλάει σάπιο δήθεν κόκκινο αίμα
Κυλάει η ίδια η διαλεχτική, κόκκινα εργατικά συμβούλια
κι ατόφια αληθινή δημοκρατία κι αδερφοσύνη.
Κοιταν στα μάτια όλους τους μεγάλους
Τον κάρολο, τη ρόζα, τον βλαντιμήρ,
Και τους μιλάν στον ενικό και γράφουνε τα ονόματά τους με μικρά

κι άμα λάχει τους τα χώνουνε μ΄επιχειρήματα και μπινελίκια κι αυτοί γουστάρουνε
Και στο καπάκι την ξαπλώνουνε στο χώμα η στην άσφαλτο
και ψάχνουνε παρέα για το δρόμο μες στ΄αστέρια
Αφου κανένας δεν τον ξέρει έτσι κι αλλιώς
Κι ύστερα τσουγγράνε τα ποτήρια και τα πίνουνε παρέα
ρακές,τεκίλες, τσικουδιές κι ότι άλλο κάτσει
Και καπνίζουνε τσιγάρα ζαλισμένοι,
να μπερδεύονται οι καύτρες τους με ήλιους μακρινούς που αναβοσβήνουνε

Ετσι ελέυθερα με μια μονάχα γενική κατεύθυνση την ψάχνουνε
κι αφήνουνε τα υπόλοιπα στο δρόμο να τα βρούμε όλοι μαζί
και τη διεθνή ιστορική εμπειρία του χθές
την έχουν φίλη κι αδερφή και τη συμβουλεύονται
Δεν την έχουνε Θεό, ούτε μάνα ούτε πατέρα ούτε τίποτα

Ειναι ρε φίλε αυτοί οι τρελοί ρομαντικοί
που κλαίν για πλάκα με τραγούδια και στιχάκια
και που φυτεύουνε στη γλάστρα τις παιδικές τους ζωγραφιές
κάτι περίεργα λουλούδια από χαρτί
και τα ποτίζουν κάθε μέρα κι επιμένουν
Κάτι τρελοί που όλο κάτι περιμένουν.

.          .           .γιωργος σαρρής .          .            .          

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Άλλαξε τον κόσμο, το 'χει ανάγκη - Μπέρτολντ Μπρεχτ (1898-1956)



(Andere die Welt: sie braucht es)

Mε ποιον δε θα καθόταν ο Δίκαιος
αν ήτανε να βοηθήσει έτσι το Δίκιο;
Ποιο γιατρικό θα ‘ταν πολύ πικρό
για τον ετοιμοθάνατο;
Tι βρωμιά δε θα ‘κανες
τη βρωμιά για να τσακίσεις;
Aν επιτέλους μπορούσες τον κόσμο ν’ αλλάξεις, δεν θα
καταδεχόσουν να το κάνεις;
Ποιος είσαι;
Bυθίσου στο βούρκο
αγκάλιασε το φονιά, όμως
άλλαξε τον κόσμο: το ‘χει ανάγκη.
(Στο τέλος του έργου, ο Xορός συμπληρώνει:)

Xρειάζονται πολλά, τον κόσμο για ν’ αλλάξεις:
Oργή κι επιμονή. Γνώση κι αγανάχτηση.
Γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθιά.
Ψυχρή υπομονή, κι ατέλειωτη καρτερία.
Kατανόηση της λεπτομέρειας και κατανόηση του συνόλου.
Mονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς
την πραγματικότητα ν’ αλλάξουμε.

(Aπό το θεατρικό έργο «H απόφαση» -
Die Massnahme -, 1930).

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

Μόνο και μόνο εξαιτίας της αναταραχής-Μπέρτολτ Μπρεχτ


Μόνο και μόνο εξ'αιτίας της αναταραχής που όλο πλήθαινε
στις πολιτείες μας με την πάλη των τάξεων
μερικοί απο 'μας αποφασίσαμε τα χρόνια τούτα
να μη μιλάμε πια για πολιτείες θαλασσινές,
για χιόνια πάνω στη σκεπή, για τις γυναίκες,
για τ' άρωμα των ώριμων μήλων στο κελάρι,
για της σάρκας τις αισθήσεις
για όλα όσα κάνουν τον άνθρωπο απαλό κι ανθρώπινο.
Αλλά να μιλάμε πια μονάχα για την αναταραχή
δηλαδή να γίνουμε μονόπλευροι, ξεροί, μπλεγμένοι
στα γρανάζια της πολιτικής και στο στεγνό,
“άπρεπο” λεξιλόγιο της διαλεκτικής οικονομίας.
Έτσι που η τρομερή τούτη, πνιγερή συνύπαρξη
χιονιού που πέφτει (δεν είναι μόνο παγωνιά, το ξέρουμε)
εκμετάλλευσης του ανθρώπου,
πλανεμένης σάρκας και ταξικής δικαιοσύνης,
να μη γεννήσει μέσα μας την έγκριση για έναν κόσμο έτσι πολύπλευρο,
την ηδονή απ' τις αντιφάσεις μιας ζωής τόσο ματωμένης.
Καταλαβαίνετε.

Μπέρτολτ Μπρεχτ (1934)

Μπέρτολτ Μπρεχτ: "Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια"

perivolakia.gr






Κι η τέχνη πρέπει, σ’ αυτούς τους καιρούς των αποφάσεων ν’ αποφασίσει. Μπορεί να κάνει τον εαυτό της όργανο µιας µικρής µερίδας ορισµένων που παίζουν τις θεότητες της µοίρας για τους πολλούς και που απαιτούν µια πίστη που πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να είναι τυφλή, και µπορεί να σταθεί στο πλευρό των πολλών και να βάλει τη µοίρα τους στα δικά τους χέρια. Μπορεί να παραδώσει τον άνθρωπο στις συγχύσεις, τις αυταπάτες και τα θαύµατα, και µπορεί να παραδώσει τον κόσµο στον άνθρωπο. 
Μπορεί να µεγαλώσει την αµάθεια και µπορεί να µεγαλώσει τη γνώση. Μπορεί να κάνει έκκληση στις δυνάµεις που αποδείχνουν τη δύναµη τους καταστρέφοντας, και στις δυνάµεις που αποδείχνουν τη δύναµη τους Βοηθώντας. Μπέρτολτ Μπρεχτ


Όποιος σήµερα θέλει να πολεµήσει την ψευτιά και την αµάθεια και να γράφει την αλήθεια έχει ξεπεράσει το λιγότερο πέντε δυσκολίες. Πρέπει να έχει το θ ά ρ ρ ο ς να γράφει την αλήθεια παρόλο που παντού την καταπνίγουν· την ε ξ υ π ν ά δ α να την αναγνωρίσει παρόλο που τη σκεπάζουν παντού· την τ έ χ ν η να την κάνει ευκολοµεταχείριστη σαν όπλο, την κρίση να διαλέξει εκείνους που στα χέρια τους η αλήθεια θ’ αποχτήσει δύναµη, την π ο ν η ρ ι ά να τη διαδώσει ανάµεσα τους. Αυτές οι δυσκολίες είναι µεγάλες για κείνους που γράφουν κάτω απ’ το φασισµό, υπάρχουν όµως και γι’ αυτούς που τους κυνήγησαν ή που έφυγαν ακόµα και για όσους γράφουν στις χώρες της αστικής ελευθερίας.

Α: Το θάρρος να γράψει κανείς την αλήθεια

Φαίνεται αυτονόητο πως αυτός που γράφει πρέπει να γράφει την αλήθεια, µε την έννοια δηλαδή πως δεν πρέπει να την καταπνίγει ή να την αποσιωπά και πως δεν πρέπει να γράφει τίποτα που δεν είναι αληθινό.
Δεν πρέπει να σκύβει στους ισχυρούς, δεν πρέπει να εξαπατά τους αδύναµους. Είναι φυσικά πολύ δύσκολο να µη σκύβεις στους ισχυρούς, και είναι πολύ κερδοφόρο να εξαπατάς τους αδύναµους. Το να µην αρέσεις στους πλούσιους σηµαίνει να παραιτείσαι απ’ τον πλούτο. Το να παραιτείσαι από την πληρωµή για καµωµένη δουλειά πάει να πει, σε ορισµένες συνθήκες, να θυσιάζεις τη δουλειά, και το ν' αποδιώχνεις τη φήµη ανάµεσα στους ισχυρούς σηµαίνει συχνά ν' αποδιώχνεις κάθε φήµη. Όλα αυτά απαιτούν θάρρος. Οι καιροί της πιο σκληρής καταπίεσης είναι τις πιο πολλές φορές καιροί όπου γίνεται πολύς λόγος για µεγάλα και υψηλά πράγµατα.
Χρειάζεται θάρρος για να µιλάς σε τέτοιους καιρούς για πράγµατα τόσο χαµηλά και τόσο φτηνά, όπως το φαγητό και το σπίτι του εργαζόµενου, µέσα σε µια βοή από ξεφωνητά ότι το βασικό είναι το πνεύµα της θυσίας. Όταν φορτώνουν τους αγρότες µε τιµές, χρειάζεται θάρρος να µιλάς για µηχανήµατα και φτηνές ζωοτροφές που θα ευκόλυναν την τιµηµένη δουλειά. [...]
Και ξανά, θέλει θάρρος να πει κανείς την αλήθεια για τον εαυτό του, το νικηµένο. […]
Το να πεις πως οι καλοί δεν νικήθηκαν γιατί ήταν καλοί παρά γιατί ήταν ανήµποροι , αυτό χρειάζεται θάρρος .

[…] απ’ αυτήν ακριβώς τη γενική, απρόσιτη στόφα, είναι καµωµένη η ψευτιά.Όταν λένε για κάποιον πως είπε την αλήθεια, πάει να πει πως µερικοί ή πολλοί ή κάποιος είπαν κάτι άλλο, κάποιο ψέµα ή κάποια γενικότητα. Α υ τ ό ς όµως είπε την αλήθεια, κάτι το πραχτικό. το πραγµατικό, το αναντίρρητο, αυτό ακριβώς που έπρεπε να πει.

Δε χρειάζεται πολύ θάρρος για να παραπονεθεί κανείς για την κακία τουκόσµου γενικά και για το θρίαµβο της ωµότητας και για ν’ απειλεί µε το θρίαµβο του πνεύµατος από ένα µέρος του κόσµου όπου του επιτρέπουν ακόµα να το κάνει αυτό.

Ορθώνονται τότε πολλοί σα να ‘ταν κανόνια στραµµένα ενάντια τους, ενώ τους κοιτάζουν µονάχα. µονόκλ. Ξεφωνίζουν τις γενικές τους απαιτήσεις σ’ ένα κόσµο που αγαπά τους ακίνδυνους ανθρώπους. Απαιτούν µια καθολική δικαιοσύνη για την οποία δε δούλεψαν ούτε στο ελάχιστο και µια γενική ελευθερία. Απαιτούν ένα κοµµάτι απ’ τη λεία που έχει τάχα κιόλας µοιραστεί από καιρό µαζί τους. [...]
Το τραγικό µ’ αυτούς είναι ότι: Δ ε ν  ξ έ ρ ο υ ν  π ο ι α  ε ί ν α ι  η  α λ ή θ ε ι α .

Β: Η εξυπνάδα να αναγνωρίσει κανείς την αλήθεια

Μια κι είναι δύσκολο να γράψει κανείς την αλήθεια, αφού την καταπνίγουν παντού, στους πιο πολλούς φαίνεται ζήτηµα πεποιθήσεων µονάχα το αν θα γραφτεί ή όχι. Πιστεύουν πως το µόνο που χρειάζεται είναι το κουράγιο. Ξεχνούν τη δεύτερη δυσκολία το  ν α  β ρ ε θ ε ί η αλήθεια. Γιατί µε κανένα τρόπο δεν είναι εύκολο να τη βρει κανείς. Πρώτα - πρώτα είναι κιόλας δύσκολο να βρει κανείς π ο ι α αλήθεια αξίζει να ειπωθεί.

Για παράδειγµα τώρα, µπρος σ' όλα τα µάτια, τα µεγάλα πολιτισµένα 
κράτη βουλιάζουν το ένα µετά το άλλο στην πιο τροµερή βαρβαρότητα. Κι ακόµα, είναι γνωστό πως ο εσωτερικός πόλεµος, που γίνεται µε τα πιο τροµαχτικά µέσα, µπορεί από ώρα σε ώρα να µετατραπεί σε εξωτερικό, που µπορεί θαυµάσια να κάνει τον πλανήτη µας ένα γιγάντιο σωρό συντρίµµια. Αυτό είναι χωρίς αµφιβολία µια αλήθεια, υπάρχουν όµως φυσικά κι άλλες αλήθειες.
Για παράδειγµα, δεν είναι ψέµα το ότι οι καρέκλες έχουν πάτο και το ότι ή βροχή πέφτει από πάνω προς τα κάτω. Πολλοί γράφουν τέτοιου είδους αλήθειες. Μοιάζουν µε ζωγράφους που φιλοτεχνούν µε νεαρές φύσεις τους τοίχους καραβιών που βουλιάζουν. Η πρώτη µας δυσκολία δεν υπάρχει γι’ αυτούς, κι έχουν παρόλα αυτά τη συνείδηση τους ήσυχη.

Ανεπηρέαστοι από τους ισχυρούς, χωρίς όµως και να τους επηρεάζουν κι οι φωνές των κατατρεγµένων, ζωγραφίζουν τα τοπία τους. Το παράλογο στον τρόπο που ενεργούν τους δηµιουργεί ένα «βαθύ» πεσσιµισµό, που τον πουλάνε σε καλή τιµή και που θα ‘πρεπε στην πραγµατικότητα να τον έχουν οι υπόλοιποι, που βλέπουν τέτοιους καλλιτέχνες και τέτοια ξεπουλήµατα. Και δεν είναι εύκολο ούτε καν να διακρίνεις πως οι αλήθειες τους µοιάζουν µ' αυτές για τις καρέκλες ή τη βροχή· τις πιο πολλές φορές δείχνουν ολότελα διαφορετικές, δείχνουν γι’ αλήθειες πάνω σε σηµαντικά θέµατα.

Γιατί ή ουσία της καλλιτεχνικής διαµόρφωσης βρίσκεται ακριβώς στο ότι δίνει σηµασία σ’ αυτό που διαµορφώνει.
Χρειάζεται προσεχτική παρατήρηση για να διακρίνει κανείς πως το µόνο που λένε είναι: «Μια καρέκλα είναι µια καρέκλα», και: «Κανείς δε µπορεί να εµποδίσει τη βροχή να πέφτει προς τα κάτω».  Αυτοί οι άνθρωποι δεν καταφέρνουν να βρουν την αλήθεια που αξίζει να γραφτεί.
Άλλοι πάλι πραγµατικά καταπιάνονται µε τα πιο ζωντανά προβλήµατα, δεν τρέµουν ούτε τους καταπιεστές ούτε τη φτώχεια και παρόλα αυτά δε µπορούν να δουν την αλήθεια. Σ' αυτούς λείπουν οι γνώσεις. Είναι γεµάτοι από παλιές προλήψεις, από φηµισµένες συχνά καλοδιατυπωµένες αρχαίες προκαταλήψεις. Ο κόσµος είναι πολύ περίπλοκος γι. αυτούς· δεν ξέρουν τα γεγονότα και δε διακρίνουν τους συσχετισµούς. Εκτός απ' τις πεποιθήσεις χρειάζονται και γνώσεις, που βρίσκονται, και µέθοδες, που µαθαίνονται.
Για όλους όσους γράφουν σ’ αυτούς τους καιρούς των περιπλοκών και των µεγάλων αλλαγών χρειάζεται γνώση της µατεριαλιστικής διαλεκτικής, της οικονοµίας και της ιστορίας. Μπορεί να την αποχτήσει κανείς απ’ τα βιβλία ή µε ζωντανή διδασκαλία, φτάνει, να µη λείπει ή απαραίτητη επιµέλεια. Μπορεί κανείς ν' ανακαλύψει πολλές αλήθειες µε πιο απλό τρόπο, αποσπάσµατα δηλ. της αλήθειας ή δεδοµένα που οδηγούν στην εύρεσή της. Αν θέλει κανείς να ερευνήσει, θα πρέπει να χρησιµοποιεί µια µέθοδο - µπορεί όµως κανείς να βρει κάτι και χωρίς µέθοδο, και χωρίς ακόµα να ψάξει. Όµως µε τέτοιο τυχαίο τρόπο δεν πετυχαίνει κανείς σχεδόν ποτέ µια τέτοια παρουσίαση της αλήθειας που να λέει στους ανθρώπους τι πρέπει να κάνουν. Αυτοί που µονάχα καταγράφουν µικρογεγονότα δεν είναι σε θέση να κάνουν τούτο τον κόσµο κατανοητό στους άλλους. Κι όµως αυτός, και κανένας άλλος είναι ο σκοπός της αλήθειας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν εκπληρώνουν το καθήκον να γράφουν την αλήθεια.

Όταν είναι κανείς πρόθυµος να γράψει την αλήθεια και ταυτόχρονα ικανός να την αναγνωρίσει, µένουν ακόµα τρεις δυσκολίες.

Γ: Η τέχνη να κάνει κανείς την αλήθεια ευκολοµεταχείριστη σαν όπλο

Η αλήθεια πρέπει να λέγεται για χάρη των πραχτικών της συνεπειών. Σαν παράδειγµα αλήθειας µε καµία σωστή πραχτική συνέπεια µπορεί να µας χρησιµέψει ή πλατιά διαδεδοµένη άποψη πως σε ορισµένες χώρες επικρατούν άσχηµες συνθήκες που αίτια τους έχουν τη βαρβαρότητα. Σύµφωνα µ’ αυτή την άποψη ο φασισµός είναι ένα κύµα βαρβαρότητας που ξέσπασε σε µερικές χώρες µ ε  τ η  δ ύ ν α µ η  σ τ ο ι χ ε ί ο υ  τ η ς  Φ ύ σ η ς .

Σύµφωνα µ’ αυτή την άποψη ο φασισµός είναι µια καινούργια, τρίτη δύναµηπου στέκεται δίπλα στον καπιταλισµό και το σοσιαλισµό (και πάνω απ. αυτούς)· όχι µονάχα το σοσιαλιστικό κίνηµα, αλλά κι ο καπιταλισµός θα µπορούσε, και µετά τη γένεση του κινήµατος αυτού να συνεχίσει να υπάρχει και χωρίς το φασισµό.

Η παραπάνω άποψη είναι βέβαια φασιστική, αποτελεί υποχώρηση µπροστά στο φασισµό. Ο φασισµός είναι µια ιστορική φάση όπου µπήκε τώρα ο καπιταλισµός, κι έτσι είναι κάτι το καινούργιο και παλιό µαζί. Ο καπιταλισµός στις φασιστικές χώρες υπάρχει πια µονάχα σαν φασισµός κι  ο  φ α σ ι σ µ ό ς  δ ε  µ π ο ρ ε ί  ν α  π ο λ ε µ η θ ε ί  π α ρ ά  σ α ν  κ α π ι τ α λ ι σ µ ό ς  σ τ η ν  π ι ο  ω µ ή  κ α ι  κ α τ α π ι ε σ τ ι κ ή  τ ο υ  µ ο ρ φ ή ,  σ α ν  ο  π ι ο  θ ρ α σ ύ ς  κ ι  ο  π ι ο  δ ό λ ι ο ς  κ α π ι τ α λ ι σ µ ό ς .

Πως λοιπόν τώρα να πει κάποιος αντίπαλος του φασισµού την αλήθεια για το φασισµό όταν δε θέλει να πει τίποτα για τον καπιταλισµό, που τον προκαλεί; Πως να ‘χει η αλήθεια αυτή πραχτική σηµασία; […]

Οι φωνακλάδικες διαµαρτυρίες κατά των βαρβαρικών µέτρων
 µπορεί να ‘ναι αποτελεσµατικές για λίγο καιρό, όσο δηλαδή οι ακροατές τους πιστεύουν πως στη δικιά τους χώρα δε θα ‘ταν ποτέ δυνατό να παρθούν τέτοια µέτρα. [...]
Η βαρβαρότητα γίνεται ορατή απ’ τη στιγµή που το µονοπώλιο δε µπορεί πια να προστατευτεί παρά µονάχα µε την ανοιχτή βία.
Ό επιπόλαιος άνθρωπος που δεν ξέρει την αλήθεια εκφράζεται µε γενικότητες, παχιά λόγια κι αοριστίες. Φλυαρεί για «τους» Γερµανούς, κλαψουρίζει για «το» κακό, κι εκείνος που τον ακούει, στην καλύτερη περίπτωση, δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει. Ν. αποφασίσει να πάψει να είναι Γερµανός; Θα εξαφανιστεί η κόλαση αν εκείνος είναι καλός; Κι οι κουβέντες για τη βαρβαρότητα που αιτία έχει τάχα τη βαρβαρότητα, τέτοιας λογής είναι. Λένε πως αιτία της βαρβαρότητας είναι ή βαρβαρότητα, κι η βαρβαρότητα πολεµιέται µε την εξηµέρωση των ηθών, που τη φέρνει ή µόρφωση. Όλ’ αυτά είναι γενικολογίες πέρα για πέρα, διατυπώσεις καµωµένες όχι για χάρη των πραχτικών συνεπειών, όπως θα ‘πρεπε· κατά βάθος είναι λόγια που δεν απευθύνονται σε κανέναν.

Τέτοιες αναλύσεις δείχνουν µόνο λίγους κρίκους απ' όλη την αλυσίδα των αίτιων και παρασταίνουν τις κινητήριες δυνάµεις σαν τάχα ακατανίκητες. Τέτοιες αναλύσεις είναι όλο σκοτάδι, σκοτάδι που κρύβει τις δυνάµεις εκείνες που ετοιµάζουν την καταστροφή. Λιγάκι φως, και να που προβάλουν άνθρωποι σαν αίτιοι των καταστροφών!
Γιατί ζούµε σε µια εποχή όπου το µέλλον του ανθρώπου είναι ο άνθρωπος. […]


Δ: Η κρίση να διαλέγει κανείς εκείνους που στα χέρια τους η αλήθεια θ’ αποχτήσει δύναµη.

[...] Εδώ θέλω µονάχα να τονίσω πως το «γράφω σε κάποιον» έγινε «γράφω».
Την αλήθεια όµως δε µπορεί κανείς να τη «γράψει» πρέπει να τη γράψει σ ε κ ά π ο ι ο ν , που να ‘χει κάτι να την κάνει. Η γνώση της αλήθειας είναι µια διαδικασία κοινή σ’ αυτούς που γράφουν κι αυτούς που διαβάζουν. Για να γράψει κανείς σωστά πράγµατα πρέπει να ξέρει ν’ ακούει και πρέπει ν’ ακούει σωστά πράγµατα. Η αλήθεια πρέπει να λέγεται µε περίσκεψη και ν’ ακούγεται µε περίσκεψη. Και για µας που γράφουµε έχει σηµασία σε ποιον τη λέµε και ποιος µας τη λέει.

Την αλήθεια για τις κακές συνθήκες πρέπει να τη λέµε σ’ εκείνους που τιςαντιµετωπίζουν στη χειρότερη τους όψη κι απ’ αυτούς πρέπει να τις πληροφορούµαστε. Δεν πρέπει να µιλάει κανείς µονάχα σ’ ανθρώπους ορισµένων πεποιθήσεων, παρά σ’ εκείνους που θα τους ταίριαζαν αυτές οι πεποιθήσεις εξαιτίας της κατάστασης τους. Κι οι ακροατές σας αλλάζουν αδιάκοπα! […]

Γι. αυτούς που γράφουν έχει σηµασία να πετύχουν το σωστό τόνο της αλήθειας. Τις πιο πολλές φορές ακούει κανείς ένα πολύ µαλακό, πονεµένο τόνο, φωνή ανθρώπων που δε µπορούν να βλάψουν ούτε µύγα. Όποιος ακούει αυτόν τον τόνο και ζει µέσα στην εξαθλίωση βουλιάζει ακόµα βαθύτερα µέσα σ. αυτήν. Έτσι µιλάνε οι άνθρωποι που δεν είναι ίσως εχθροί, ποτέ όµως και συναγωνιστές.

Η αλήθεια είναι κάτι το µαχητικό, πολεµάει όχι άπλα και µόνο την ψευτιά, άλλα και ορισµένους ανθρώπους, που τη διαδίνουν.


Ε: Η πονηριά να διαδίδει κανείς σε πολλούς την αλήθεια

Πολλοί, όντας περήφανοι που έχουν το θάρρος να λεν την αλήθεια, ευτυχισµένοι που τη βρήκαν, κουρασµένοι ίσως απ’ τη δουλειά που χρειάζεται για να γίνει ευκολοµεταχείριστη, µες στην ανυπόµονη αναµονή της παρέµβασης εκείνων που τα δικά τους συµφέροντα υπερασπίζονται, δεν νοµίζουν απαραίτητο να χρησιµοποιήσουν τώρα πονηριά για τη διάδοση της αλήθειας. Έτσι, πολλές φορές, η δουλειά τους χάνει κάθε αποτέλεσµα. Σ' όλες τις εποχές, όταν η αλήθεια καταπνίγονταν και κρύβονταν, χρησιµοποιούσαν πονηριά για τη διάδοση της. Ο Κοµφούκιος παραχάραξε ένα παλιό, πατριωτικό ιστορικό χρονικό. Άλλαξε µονάχα ορισµένες λέξεις. Εκεί που έλεγε: «Ο κυρίαρχος της Κουν έβαλε να θανατώσουν το φιλόσοφο Βαν γιατί είχε πει αυτό κι εκείνο», ο Κοµφούκιος έβαλε αντί «θανατώσουν» - «δολοφονήσουν». Εκεί που έλεγε, ο τύραννος τάδε σκοτώθηκε σε µια απόπειρα εναντίον του, ο Κοµφούκιος έβαζε «εκτελέστηκε». Έτσι άνοιξε ο Κοµφούκιος το δρόµο για µια καινούργια εκτίµηση της Ιστορίας. [...]

Ταπεινή ασχολία περνιέται αυτή που είναι χρήσιµη σ’ αυτούς που τους κρατάνε ταπεινούς. Ταπεινή λογίζεται η αδιάκοπη έγνοια για το φαγητό· η περιφρόνηση των διακρίσεων που κρεµάνε στους υπερασπιστές µιας χώρας όπου οι ίδιοι πεινούν· η αµφιβολία για τους ηγέτες που οδηγούν στην καταστροφή· η απέχθεια στη δουλειά που δε δίνει ψωµί· η εναντίωση στον εξαναγκασµό σε παράλογες πράξεις· η αδιαφορία απέναντι στην οικογένεια που το ενδιαφέρον δεν της έκανε τίποτα πια.
Τους πεινασµένους τους βρίζουν έκλυτους που δεν έχουν τίποτα να υπερασπίσουν, δειλούς που αµφιβάλλουν για τους καταπιεστές τους, τους βρίζουν πως δεν έχουν εµπιστοσύνη στις δυνάµεις τους, πως θέλουν πληρωµή για τη δουλειά τους, τους λένε αρχιτεµπέληδες και τα παρόµοια. Κάτω από τέτοιας κυβερνήσεις η σκέψη γενικά λογίζεται ταπεινό πράγµα και πέφτει σε κατατρεγµό. […]

Για να συνεχίσει σε µια εποχή σαν τη δική µας να είναι δυνατή η καταπίεση, που υπηρετεί την εκµετάλλευση της µιας (της µεγαλύτερης) µερίδας του πληθυσµού από την (µικρότερη) άλλη µερίδα, χρειάζεται µια πέρα για πέρα συγκεκριµένη βασική στάση του πληθυσµού, που πρέπει να απλώνεται σ’ όλα τα πεδία. […]

Οι εξουσιαστές έχουν ισχυρή αποστροφή στις µεγάλες αλλαγές, θα ‘θελαν όλα να µείνουν όπως είναι, τουλάχιστο για χίλια χρόνια. […]
Η εξάρτηση κάθε πράγµατος από πολλά αλλά, που αδιάκοπα αλλάζουν, είναι µια σκέψη επικίνδυνη για δικτατορίες, και µπορεί να εµφανιστεί µε διάφορους τρόπους χωρίς να δώσει λαβή στην αστυνοµία.

Μια ολοκληρωµένη περιγραφή όλων των καταστάσεων και διαδικασιών που συναντά ένας άνθρωπος που ανοίγει ένα καπνοπωλείο µπορεί ν’ αποτελέσει σκληρό χτύπηµα στην δικτατορία. Ο καθένας που σκέφτεται λίγο θα βρει το γιατί. Οι κυβερνήσεις που οδηγούν τις µάζες των ανθρώπων στην εξαθλίωση πρέπει ν’ αποφύγουν το να σκέφτονται οι εξαθλιωµένοι την κυβέρνηση.
Μιλάνε πολύ για µοίρα. Αυτή, κι όχι οι ίδιοι, φταίει τάχα για την ανέχεια.Όποιος ερευνάει την αίτια της ανέχειας τον συλλαµβάνουν, προτού φτάσει στην κυβέρνηση. Είναι όµως δυνατό ν’ αντιµετωπίσει κανείς γενικά τις φλυαρίες για τη µοίρα· µπορεί κανείς να δείξει πως τη µοίρα του ανθρώπου τη φτιάχνουν άνθρωποι. […]

Ανακεφαλαίωση
Η µεγάλη αλήθεια της εποχής µας (που δεν υπηρετεί κανείς µε το να τη βρει µονάχα, που όµως χωρίς αυτή καµιά άλλη σηµαντική αλήθεια δε µπορεί να βρεθεί) είναι ότι η ήπειρος µας βουλιάζει στη βαρβαρότητα επειδή προσπαθούν να διατηρήσουν µε τη βία τις σχέσεις ιδιοκτησίας στα µέσα παραγωγής. Τι ωφελεί να γράψει κανείς κάτι θαρραλέο απ. όπου να βγαίνει πως ή κατάσταση που βρισκόµαστε είναι βάρβαρη (που είναι αλήθεια) αν δε φαίνεται ξεκάθαρα για ποιο λόγο φτάσαµε σ. αυτή την κατάσταση; Πρέπει να πούµε ότι τα βασανιστήρια γίνονται γιατί πρέπει να διατηρηθούν οι σχέσεις ιδιοκτησίας. Φυσικά, λέγοντας το αυτό χάνουµε πολλούς φίλους που είναι αντίθετοι στα βασανιστήρια γιατί πιστεύουν πως οι σχέσεις ιδιοκτησίας θα µπορούσαν να διατηρηθούν και χωρίς αυτά (που δεν είναι αλήθεια).
Πρέπει να πούµε την αλήθεια για τις βάρβαρες συνθήκες στη χώρα µας για να µπορέσει να γίνει αυτό που θα τις εξαφανίσει, δηλαδή αυτό που θ’ αλλάξει τις σχέσεις ιδιοκτησίας.

Πρέπει ακόµα να το πούµε σ' εκείνους που υποφέρουν πιο πολύ απ' όλους κάτω απ' τις
 σηµερινές σχέσεις ιδιοκτησίας, που έχουν το πιο δυνατό συµφέρον για την αλλαγή τους, στους εργάτες, και σ. εκείνους που µπορούµε να οδηγήσουµε στους εργάτες σαν σύµµαχους, γιατί στην πραγµατικότητα δεν έχουν ούτε κι εκείνοι ιδιοκτησία στα µέσα παραγωγής, όσο κι αν παίρνουν µερίδιο απ. τα κέρδη.

Και πρέπει, πέµπτο, να βαδίσουµε µε πονηριά.

Κι όλες αυτές τις πέντε δυσκολίες πρέπει να τις ξεπερνάµε ταυτόχρονα, γιατί δεν µπορούµε να ερευνάµε την αλήθεια για τις βάρβαρες συνθήκες χωρίς να σκεφτόµαστε εκείνους που υποφέρουν κάτω απ’ αυτές, και καθώς, διώχνοντας κάβε πειρασµό δειλίας, γυρεύουµε τις αληθινές αιτίες µε τη σκέψη µας στραµµένη σ. εκείνους που είναι πρόθυµοι να χρησιµοποιήσουν τις γνώσεις τους, πρέπει ταυτόχρονα να σκεφτόµαστε και το πως θα τους δώσουµε την αλήθεια µε τρόπο που να .ναι στα χέρια τους όπλο, και µε τόση πονηριά που η µετάδοση αυτή να µη µπορεί ν. ανακαλυφτεί και να εµποδιστεί από τον εχθρό.
Τέτοιες είναι λοιπόν οι απαίτησες µας, όταν ζητάµε από τους συγγραφείς να γράφουν την αλήθεια.

(Αποσπάσματα από το “Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια”  τουΜπέρτολτ Μπρεχτ1935, Πάρισι, «Συνέδριο για την υπεράσπιση της Κουλτούρας»)

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Η λευκότητα

Η λευκότητα, διαβαζεται μόνο σε μαύρο φόντο

γιώργος σαρρής.

Φωτισμένο Παράθυρο - Τάσος Λειβαδίτης

Ακόμα κι οι πιο μεγάλες περιπέτειες πεθαίνουν κι εκείνες άδοξα,
 σ' ένα βιβλίο,
στο θλιβερό προάστιο το μικρό κοιμητήρι αχνίζει τα πρωινά σαν ένα τσαγερό,
τα πουλιά διασχίζουν δίχως οίκτο τα γεγονότα
στις απόμερες συνοικίες ξενοδοχεία φθηνά όπου ζευγάρια
ανεβαίνουν, από μια ετοιμόρροπη σκάλα, στα Ηλύσια πεδία
στο σταθμό οι ατμομηχανές ανασαίνοντας βαριά σαν τους εραστές
κι ύστερα στιγμές σιωπηλές που μέσα τους κλαίνε όλα τα λόγια
κι άλλοτε μια αίσθηση  ότι κέρδισες το χρόνο σαν μια λέξη ή μια ταπείνωση-
λοιπόν, τι απόμεινε; ένας άλλος έζησε τη ζωή μας κι εμείς τώρα
πρέπει να πεθάνουμε στη θέση του
τραίνα περνάνε το βράδυ μακριά σαν μέσα σε όνειρο και το πρωί
είσαι εξουθενωμένος  από τόσους αποχωρισμούς
θυμάμαι, αλήθεια, παιδιά, τότε που τα παιχνίδια μας εξαφανίζονταν μυστηριωδώς,
ξεχασμένα σε εκείνα τα απαγορευμένα βασιλεία που τριγυρίζαμε,
χωρίς κανείς να το ξέρει,
ύστερα αποχαιρετίσαμε την αιωνιότητα και μεγαλώσαμε
κάπου αλλού φταίξαμε κι εδώ κάθε χειρονομία μας είναι και μια τιμωρία-
γνώρισα πολλούς ανθρώπους, τους έβγαλα το καπέλο μου, άνθρωποι
κυριακάτικα θλιμμένοι κάθε Δευτέρα
οι λυπημένοι στρατιώτες έχουν ένα δικό τους τρόπο να συνομιλούν
με το άπειρο
όπως οι τυφλοί που περπατάνε πιο καλά το βράδυ
κι η νιότη μου που φεύγει, όλο φεύγει χωρίς να μ' εγκαταλείπει
ποτέ
σκέφτομαι κάποτε να φτιάξω μια γέφυρα που θα περνάει πάνω απ' τη λησμονιά ή να μιλήσω με τόση αθωότητα που να ξαναβρώ τους γονείς μου   κι αφού ο χρόνος είναι τόσο πολύτιμος να
μπορώ να κοιμάμαι όρθιος σαν τους κρεμασμένους
πράγματα ανύπαρκτα ή φανταστικά, όμως όταν κλαίω νοιώθω οτι
όλα υπάρχουν
και κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη μ' ένα άστρο ή ένα γιασεμί
είμαι μελαγχολικός από ευδαιμονίες απερίγραπτες
είμαι λησμονημένος για να μπορώ να θυμάμαι
ένα μόνο φωτισμένο παράθυρο τη νύχτα κάνει τον κόσμο πιο βαθύ-
έχω έναν απέραντο οίκτο για μας, Άννα, οι πιο καλές μας μέρες τέλειωσαν,
δε θα ξαναγίνουμε ποτέ νέοι-αλήθεια, γιατί
δεν ξαναγίνονται νέοι οι άνθρωποι
γεράσαμε,σε λίγο θα χωριστούμε για πάντα-και δε μας ειδοποίησε κανείς,
αλλά και τι θα 'βγαινε; ίσως βέβαια κάτι κάναμε, ίσως βιαζόμασταν
πιο πολύ, ίσως δε δίναμε τόση σημασία σε πράγματα
που μας πέθαναν γρηγορότερα
ανοησίες! - έπρεπε κι εμείς να πληρώσουμε και ήρθε η ώρα
κι ούτε θα μάθει ποτέ κανείς με πόση εγκατάλειψη έγινε αυτό το
ημίφως που όλα τα συγχωρεί ή με πόση λίγη αθανασία γράφεται
ένα αθάνατο ποίημα.





Κριτική- Τασος Λειβαδίτης

Ειναι στιγμές που μια μεγάλη περιπέτεια διασχιζει το δρόμο, τρέχω να την προλάβω, σκοντάφτω, οι άλλοι με ποδοπατάνε, ξανασηκώνομαι, αλλά με πιάνει η κακία, "οχι, λέω, θα πάω καλύτερα στον Κύριλλο", πίνουμε τσάι στην κουζίνα και μένουμε αμίλητοι ως το πρωί, - τι άλλο να κάνει κανείς σ΄αυτό τον κόσμο! Κι απόδειξη, τόσοι χρυσοδετοι τόμοι ανιαρής Ιστορίας.

Απογευματινό τσάι-Τάσος Λειβαδίτης



Άλλα γιατί με κατηγορούν για σκοτεινές προθέσεις. Ίσως
γιατί στέκομαι πάντα κάτω από μια μαρκίζα, αλλά δε βλέπουν ότι μια ζωή δεν αρκεί
όταν αρχίζει να βρέχει. Κι αλήθεια τι θα συμβεί αύριο; Τι συνέβη χτες; Πράξεις χωρίς καμιά σημασία
που κάνουν ακόμα πιο βαθύ το μυστήριο κι οι νεκροί μας φεύγοντας άφησαν στην είσοδο αυτή την ακαθόριστη ελπίδα
που κάνει πιο αβέβαιο τον κόσμο. Όλα τόσο θολά, σαν μια συνομιλία σ' έναν πολυθόρυβο δρόμο
«μα δεν ακούς, λοιπόν — δεν ακούς;» «ν' ακούσω τι;»
μια θλίψη παράξενη σαν κάποιος που έμαθε το μυστικό σου ν' απομακρύνεται αδιάφορος
κι άλλοτε είδα ανθρώπους πάνω στις έρημες αποβάθρες
να χειρονομούν απεγνωσμένα — ποιόν ειδοποιούσαν; Τι ήθελαν να πουν;

Απ’ όλα μπορείς να σωθείς
εκτός απ’ τη νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό
που δεν το θυμάσαι.

Έτσι, παρ' όλο που το σπίτι ήταν άδειο, κανείς δεν ερχόταν, «αλήθεια, πόσος καιρός πέρασε», σκεφτόμουν
και θα πεθάνουμε ολομόναχοι — κι εκείνο το μικρό καράβι που μας
χάρισαν σε κάποια παιδικά γενέθλια
μας πήγε μακριά. (Πότε γυρίσαμε χωρίς να το καταλάβουμε!) Τώρα περιπλανιέμαι σε βράδια που δε θα ξανάρθουν ποτέ ή μένω
κλεισμένος στην κάμαρα μου — μόνο, για το Θεό, μην τραβήξετε την κουρτίνα
είναι ανατριχιαστικό!

«Μια μέρα θα ξαναγυρίσουμε, είχε πει ο Φίλιππος, αλλά θα 'ναι αργά» και σκέφτηκα τα φαντάσματα
που εμφανίζονται όταν όλα έχουν τελειώσει (κι ίσως για να κρύψουν ακριβώς αυτό).
Άλλα τώρα χειμώνιασε, ας κατεβούμε στην κήπο κι ας θάψουμε τα παλιά χειρόγραφα.
Και κάποτε θα τρομάξεις
όταν καταλάβεις ποιος είσαι.

Κι οι εραστές υστέρα από μια νύχτα απερίγραπτη ξυπνάνε σ' ένα
φτωχό πρωινό του Νοέμβρη ενώ η βρύση στο νιπτήρα στάζει αργά σαν υπόμνηση της μονότονης
διαδοχής των ήμερων. Και πεθαίνουμε στερημένοι σ' έναν παράδεισο από λέξεις.

Κι άξαφνα
έρχεται η στιγμή που πρέπει να επιστρέψεις, βράδιασε, στη σάλα έχουν ανάψει τα φώτα — στάθηκα στο διάδρομο, είχα ένα σπουδαίο άλλοθι, αλλά το ξεχνούσα την κρίσιμη στιγμή — με κατηγορούσαν ότι συναντούσα, λέει, κρυφά τις σκιές τού παλιού σχολείου
ναι, δεν το αρνούμαι, όμως χυνόταν μόνο το δικό μου αίμα
κι υστέρα τα θλιβερά απογεύματα στέκομαι συνήθως έξω από κάποιο ορφανοτροφείο
κι απορούσα μάλιστα που στα άσυλα μοιράζουν πάντα τόσο νωρίς το δείπνο, ίσως γιατί το σούρουπο είναι μια δύσκολη ώρα
και καλύτερα να 'χει κανείς αλλού το νου του. Έξαλλου, εγώ έχω το άπειρο, τι να τις κάνω τις γνωριμίες.

Γι’ αυτό κιόλας μ' αρέσει να χαιρετώ τα πλοία που φεύγουν για τον Άγιο Δομίνικο
ή έφτιαχνα πύργους με παμπάλαιες εφημερίδες που 'γραφαν για μια χαμένη εξέγερση — ποιος τη θυμάται;
κι αυτό το μυστικό που περίμενα χρόνια: κάποιος, λέει, θα με πλησίαζε και θα μου το ‘λεγε ξαφνικά —
έτσι δεν πρόσεξα τίποτ' άλλο στον κόσμο. Κι εσύ, καλέ μου φίλε, μόλις πεθάνω
θα σου γράψω με ειλικρίνεια, θα σου πω για τον άνθρωπο που μ' έφτυσε
για το κονιάκ που μου λείπει, για τα πουλιά το πρωί που με ξαναγυρίζουν στο σπίτι τού παππού.

Κι η Τερέζα κάθε φορά που πίναμε τσάι και μου επέστρεφε το φλιτζάνι, το χέρι
της ήταν ωχρό
απ’ το μακρύ ταξίδι — που είχε πάει και πότε θα γυρίσουν οι νεκροί «δε σέβεστε λοιπόν ούτε το άπειρο;» τραύλισα, γι' αυτό ετοιμάζω
τις αποσκευές μου αλλά δεν απομακρύνομαι — αφού για να γνωρίσεις τον κόσμο αρκεί
εν' ανεξήγητο όνειρο.

Τότε το εκκρεμές άρχισε να χτυπάει κι ακούστηκε η ώρα του αναπότρεπτου
έτρεξα να τους προλάβω στη σκάλα, «κανείς δεν πέθανε, τους λέω, μα όλοι είναι σιωπηλοί μάρτυρες γι' αύριο»
ενώ την ίδια στιγμή «κάπως έτσι θα 'ναι η τιμωρία», σκεφτόμουν — όπως και τα παιδικά μας χρόνια την ώρα του θανάτου μας
θα 'ναι εκεί και θα μας περιμένουν.

Και συχνά τις νύχτες ανέβηκα στις γέφυρες των σταθμών
και κοίταξα τα φωτισμένα τραίνα να χάνονται πέρα στο πουθενά.
Ώ εποχή μου, όλα ειπώθηκαν και μόνο το φθινόπωρο συνεχίζει το αιώνιο παράπονο του.

Ώσπου σιγά-σιγά το παρελθόν γίνεται όλο και περισσότερο αίνιγμα και το φως της μέρας δεν έχει επιείκεια γι' αυτούς που ενδίδουν κι υστέρα είναι κι εκείνο το επικίνδυνο άστρο μιας αναγνώρισης που
άργησε οι φίλοι που πέθαναν, οι άλλοι που χάθηκαν κυνηγώντας κάτι
άπιαστο
λέξεις συμπόνιας που κάνουν τον κόσμο ακόμα πιο τρωτό κι αυτή η αίσθηση ότι όλα όσα ζήσαμε ήταν λάθος κι ότι από αύριο
ίσως αρχίσει η αληθινή μας ζωή. Ποιόν θέλουμε να ξεγελάσουμε ή ποιος μας εμπαίζει;

Και καμία φορά τη νύχτα μια κραυγή που ζητάει βοήθεια ακούγεται απ’ το παρελθόν — ακριβώς γιατί ποτέ δεν το ζήσαμε
ή μας βασανίζουν αναμνήσεις από γεγονότα που δε συνέβησαν ποτέ — αλλά ποιος είναι βέβαιος για το τι συνέβη;
εξάλλου η κάμαρα μου μοιάζει με όλες τις κάμαρες της γης, θέλω να πω πόσο στο βάθος είμαστε άδικοι ή ξένοι.

Ώ, που έζησα μια ζωή συγκεχυμένη, ακαθόριστη σαν ένα όνειρο που το ξεχνάς το πρωί και μετά το ξαναθυμάσαι, μέχρι που δεν ξέρεις αν ήταν όνειρο ή το ίδιο το πεπρωμένο. Και είδα τ' ανοιχτά παράθυρα σα μεγάλα βιβλία της ερημιάς
όπου διάβασα το ποτέ και το τίποτα. Κι έπρεπε εγώ απ’ αυτό το ποτέ και το τίποτα
να φτιάξω μια ποίηση για πάντα.


*Το εργο της φωτογραφίας του Κασιμίρ Μάλεβιτς(Face of a peasnt girl)

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Κι ύστερα άναψε τσιγάρο και νοιώσε ήσυχος















Mην τους αφήνεις σε ησυχία
Ξεφτίλισέ τους
Κουρέλιασε τα ρούχα τους
κι ας τους γυμνούς μεσα στο κρύο
να δουν τι σούκαναν
Χτύπα αλύπητα και σύντριψε
τα επιχειρήματά τους
Πέτα στα μούτρα τους
τις  απειλές και τα σκοτάδια τους
Πες τους πως δεν τρομάζεις πια
Βούτηξέ τους
στον ίδιο τους το βούρκο
και πνίξ' τους στα βρωμόνερα
Μαστίγωσέ τους πετροβόλησέ τους
μην τους ανέχεσαι λεπτό,
Τσάκισέ τους,
μην τους ακούς κλείσ' τους το στόμα
όπως στο κλείσανε κι αυτοί

Για τους φόβους σου μιλάω
Εχουν πολλά κορμιά και πρόσωπα οι φόβοι
Χειρότεροι κι απο Λερναίες Υδρες
Γυμνωσέ τους, αποκάλυψέ τους
κι ύστερα άναψε τσιγάρο

και νοιώσε ήσυχος
πως κανεις επιτέλους
ό,τι πρεπει.