Ζούσε τη ζωή του σ' ένα τετράδιο. Άνοιγε το πρωί, έμπαινε και χανόταν στις λευκές σελίδες, μανιακός του κατάλευκου όπως ήταν. Έτρεχε σε ακρογιάλια φανταστικά, περνούσε ωκεανούς πετώντας, άραζε σε άγνωστα ερημικά νησιά, συζητούσε με παράξενες φυλές και χόρευε μαζί τους χορούς χαμένους μες το χρόνο. Sκαρφάλωνε σε κορυφές βουνών που γρατζουνούσαν το κρυστάλλινο γαλάζιο κουβαλώντας στην πλάτη του τη νύχτα, και καμιά φορά κοιμόταν με άγνωστες γυναίκες που τον φιλοξενούσαν στις σκηνές τους ή τα πέτρινα σπίτια δίπλα στη θάλασσα για να ταξιδεύει ο έρωτας με τον άνεμο. Υστερα χάθηκε. Κανείς δεν τον ξαναείδε. Είπαν πως τρελλάθηκε ή πως έγινε λευκός δράκος που ντύθηκε σκέψεις ανέμους και μπαμπακένια σύννεφα ή πως ερωτεύτηκε μια νύχτα μια νεράιδα και πήρε τη μορφή ξωτικού από σκούρο μπλε μέταλλο και πάνω του το κύμα πηχτό αφρισμένο γάλα έγραφε στίχους ποιητών. Ποιος ξέρει...
Κι όταν 'άνοιξαν το τετράδιο στην τελευταία σελίδα, είδαν ζωγραφισμένα λευκά φτερά, τόσο λευκά που δε φαινόντουσαν, ένα ανοιχτό παράθυρο, κι απ'έξω το ζαφειρένιο άπειρο του κόσμου.
γ.σ.